Σάββατο 2 Μαρτίου 2013

Διονύσιος Σολωμός(α΄ μέρος)




 
                                                      (1798-1857)

Ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός γεννήθηκε στις 8 Απριλίου του 1798 στη Ζάκυνθο, ως εξώγαμο τέκνο του κόντε Νικόλαου Σολωμού και της υπηρέτριάς του Αγγελικής Νίκλη.,την οποία ο πατέρας του ενυμφεύθη λίγο πριν το θάνατό του.αποκαθιστώντας τα δύο γνήσια τέκνα του τον Διονύσιο και τον αδελφό του Δημήτριο.
Το 1808 έφυγε για σπουδές στην Ιταλία, με τη συνοδεία του ιταλού δασκάλου του Ρώσση. Επτά χρόνια αργότερα πήρε το απολυτήριο από το Λύκειο της Κρεμόνας και γράφτηκε στο πανεπιστήμιο της Πάβιας, απ' όπου πήρε το πτυχίο της Νομικής. Παράλληλα με τις σπουδές στη νομική, για την οποία ουδέποτε ενδιαφέρθηκε, άρχισε να γράφει στίχους στην ιταλική γλώσσα, ενώ ήρθε σε επαφή με διαπρεπείς φιλοσόφους, φιλολόγους και αξιόλογους εκπροσώπους της λογοτεχνικής κίνησης της εποχής.
Το 1818 επέστρεψε στη Ζάκυνθο, όπου παρέμεινε για δέκα χρόνια. Εκεί άρχισε να γράφει τα πρώτα του αξιόλογα στιχουργήματα στα ελληνικά. Το πρώτο εκτενές ελληνικό ποίημά του και πλέον γνωστό είναι ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν», απόσπασμα του οποίου καθιερώθηκε ως Εθνικός μας Ύμνος. Λίγο αργότερα, συνέθεσε το λυρικό ποίημα «Εις τον θάνατο του Λορδ Μπάυρον» και ακολούθησαν «Η καταστροφή των Ψαρών», «Η Φαρμακωμένη», «Ο Λάμπρος», «Εις Μοναχήν», «Ο Κρητικός», «Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι», «Ο Πορφύρας».
Στα τέλη του 1828 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Κέρκυρα, συνεχίζοντας την ενασχόλησή του με την ποίηση σχεδόν απομονωμένος. Δεν έκανε ούτε ένα ταξίδι στην ελευθερωμένη Ελλάδα, γιατί, όπως υποστηρίζεται, «δεν εσυνηθούσε να θεατρίζει στο εθνικό του φρόνημα αλλά μες το άγιο βήμα της ψυχής».

Ο Διονύσιος Σολωμός σε νεανική ηλικία.
Συλλογή Μουσείου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων

Στις 3 Φεβρουαρίου του 1849 παρασημοφορήθηκε με το Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος, διότι «με την ποίηση του διέγειρε τα αισθήματα του λαού στον αγώνα για εθνική ανεξαρτησία».
Πέθανε στις 9 Φεβρουαρίου του 1857 στην Κέρκυρα, ύστερα από αλλεπάλληλες εγκεφαλικές συμφορήσεις. Τα οστά του μεταφέρθηκαν το 1865 στη Ζάκυνθο και τοποθετήθηκαν αρχικώς σ' ένα μικρό μαυσωλείο στον τάφο του Κάλβου.



Από τα πάμπολλα αξιόλογα ντοκυμαντέρ για τη ζωή και το έργο του Σολωμού επιλέγουμε  το δραματοποιημένο « ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ.»




 












 Ο ΥΜΝΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ


Ο ΄Υμνος εις την Ελευθερίαν γράφτηκε από τον Διονύσιο Σολωμό τον Μάιο του 1823, δηλαδή σε ηλικία 25 ετών, στην Ζάκυνθο και ένα χρόνο αργότερα τυπώθηκε στο Μεσολόγγι. Το ποίημα συνδυάζει στοιχεία από τον ρομαντισμό αλλά και τον κλασικισμό. Οι στροφές που χρησιμοποιούνται είναι τετράστιχες ενώ στους στίχους παρατηρείται εναλλαγή τροχαϊκών οκτασύλλαβων και επτασύλλαβων. Το 1828 μελοποιήθηκε από τον Κερκυραίο Νικόλαο Μάντζαρο πάνω σε λαϊκά μοτίβα, για τετράφωνη ανδρική χορωδία .Η πρώτη στροφή της πρώτης μελοποίησής του καθιερώθηκε ως ο Εθνικός ύμνος της Ελλάδας.Ο Νικόλαος Χαλικιόπουλος Μάντζαρος (26 Οκτωβρίου 1795 - 12 Απριλίου 1872) ήταν σπουδαίος Έλληνας συνθέτης, ιδρυτής της μουσικής Επτανησιακής Σχολής και θεωρείται από τους ανθρώπους που έβαλαν τις βάσεις για την ελληνική μουσική.




Μὰ τὸν Δία 'ποῦ ἐσάστισα! Αναφωνεί ο Σολωμός στις σημειώσεις του ,σε Ζακυνθινή διάλεκτο,περί της κριτικής που ασκήθηκε αρχικά στο ποίημά του, όπως καταγράφεται στα Προλεγόμενα τοῦ Ἰακωβου Πολυλᾶ.Αξίζει να παρατεθεί το πιο κάτω απόσπασμα που ειδικά στο σημείο περί της κατάτμησης της λέξης μου θυμίζει έντονα τον αείμνηστο Ιωάννη Φουράκη και κάποια μέλη του Κ.Ε.Α που συνηθίζουν να το κάνουν αυτό, ακολουθώντας τις περί της Ελληνίδος Φωνής απόψεις του δασκάλου τους.

(...) ὅταν ἐπρωτοδιαβάστηκε τὸ ποίημα, κἄποιοι εἶπαν. Κρῖμα! ὑψηλὰ νοήματα καὶ στίχοι σφαλμένοι! Γιὰ νὰ δεχθῶ τὴν πρώτην, ἀκαρτερῶ νὰ δικαιολογήσουν τὴν δεύτερη παρατήρησι. Μὰ τὸν Δία 'ποῦ ἐσάστισα! Αὔριο θέλει ἔρθῃ καὶ κἀνένας νὰ μοῦ δείξῃ τ' ἀλφαβητάρι μὲ τὸ κονδύλι 'ς τὸ χέρι. Ἀλλὰ ἐγὼ τοῦ τὸ παίρνω, καὶ ἀπιθόνω τὴν ἄκρην
του εἰς τὰ μεγάλα ὀνόματα τοῦ Δάντη καὶ τοῦ Πετράτρχη, τοῦ Ἀριόστου καὶ τοῦ Τάσσου, καὶ εἰς τὰ ὀνόματα ὅσων στιχουργῶντας τοὺς ἀκολούθησαν, καὶ τοῦ λέγω. Λάβε τὴν καλοσύνην, Διδάσκαλε, νὰ γύρῃς τ' αὐτιὰ σου ἐδῶ 'πάνου, καὶ μέτρα. Κάθε συλλαβὴ εἶναι ἕνα πόδι, καὶ γιὰ 'μᾶς καὶ γιὰ αὐτοὺς, ὅποιος κὶ ἄν ἦναι ὁ στίχος. Ὅμως ἐσὺ δὲν ἠ-
ξεύρεις νὰ μετρᾷς. Τὸ φωνῆεν, μὲ τὸ ὁποῖον τελειόνει ἡ λέξι, χάνεται εὶς τὸ φωνῆεν, μὲ τὸ ὁποῖον ἡ ἀκόλουθη ἀρχινᾷ. Ὅμως τὸ προφέρω, ἐπειδὴ ἔτσι μὲ συμβουλεύει ἡ τέχνη
τῆς ἀληθινῆς ἁρμονίας. Τὸ ια (βία), τὸ εει (ῥέει), τὸ αϊ (Μάϊ) καὶ τὰ ἑξῆς, ὅταν δὲν ἦναι εἰς τὸ τέλος τοῦ στίχου, δὲν κάνουν παρὰ μία συλλαβὴ.
Τὸ τιμὴ εἶναι ὁμοιοτέλευτο μὲ τὸ πολλοὶ, τὸ κακὸς μὲ τυφλὸς, τὸ ἐχθὲς μὲ τὸ πολλαῖς. Τοῦτοι οἱ κανόνες ἔχουν κἄποιαις ἐξαίρεσες, ταῖς ὁποίαις ὅποιος ἄχει καλὰ θρεμμένη μὲ τοὺς Κλασικοὺς τὴν ψυχὴν του βάνει εἰς ἔργον, χωρὶς τόσο νὰ συλλογίζεται, εἰς τὴν ἴδιαν στιγμὴν εἰς τὴν ὁποίαν μορφόνει τὴν ὕλη. Πίστευσὲ με, Διδάσκαλε, ἡ ἁρμονία τοῦ στί-
χου δὲν εἶναι πρᾶγμα ὅλο μηχανικὸ, ἀλλὰ εἶναι ξεχείλισμα τῆς ψυχῆς. Μ' ὅλον τοῦτο, ἄν φθάσῃς νὰ μοῦ ἀποδείξῃς ὅτι σφάλλω τοὺς στίχους, θέλει γράψω τῶν Ἰταλῶν καὶ τῶν Ἱσπανῶν, νὰ τοὺς δώσω τὴν εἴδησιν, ὅτι τοὺς ἔσφαλαν ἕως τώρα καὶ αὐτοὶ, καὶ μὴ φοβᾶσαι νὰ σοῦ πάρω γιὰ τὴν ἐφεύρεσιν τὸ βραβεῖον, γιατὶ θέλει σὲ μελετήσω.
Ἀλλὰ ποῖος σοῦ εἶπε νὰ τσακίσῃς τὴν λέξι θερι-σμένα; (στρ. 51) - Ποῖος μοῦ τό 'πε; Τὸ ἀπόκρυφο τῆς τέχνης μου, καὶ τὸ παράδειγμα τῶν μεγάλων. Ἄμετρα εἶναι τὰ παραδείγ-
ματα τέτοιας λογῆς, καὶ θέλει σοῦ τὰ ἀναφέρω ὅλα ἕνα ἕνα, ὅταν ἀνανοηθῶ πῶς ἔχω καιρὸν νὰ χάσω. Ὁ Πίνδαρος ἔχει τσακισμέναις κἀμμία χιλιάδα λέξες. Οἱ τραγικοὶ 'ς τοὺς χοροὺς ἐτσάκισαν ἀρκεταῖς καὶ αὐτοὶ, καἰ ὁ Ὁράτιος τοὺς ἐμιμήθηκε. (...)

Εξώφυλλο της πρώτης ελληνικής έκδοσης του 1825 με τόπο έκδοσης το Μεσολόγγι.

 Ενώ όλοι γνωρίζουμε τον εθνικό μας ύμνο εντούτοις ,οι περισσότεροι, δεν έχουμε υποβληθεί στον κόπο της ανάγνωσης και των 158 στροφών, ώστε να λάβουμε τα διαχρονικά μηνύματα του ποιήματος και να αντιληφθούμε την ταυτοσημότητα των εννοιών Ελλάς και Ελευθερία.Παραθέτoυμε λοιπόν ολόκληρο τον εμπνευσμένο αυτόν ύμνο και παρακαλούμε, τους επισκέπτες ΕΛΛΗΝΕΣ , να το διαβάσουν μέχρι τέλους (κατά προτίμησιν μεγαλοφώνως ) . Μετά ας ακολουθήσει σιωπή , για στοχασμό και περισυλλογή.




                                     1                                          
Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη,
που με βιά μετράει τη γη.
2
Απ' τα κόκκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
3
Εκεί μέσα εκατοικούσες
πικραμένη, εντροπαλή,
κι ένα στόμα ακαρτερούσες,
έλα πάλι, να σου πει.
4
Άργειε νάρθει εκείνη η μέρα,
κι ήταν όλα σιωπηλά,
γιατί τάσκιαζε η φοβέρα
και τα πλάκωνε η σκλαβιά.
5
Δυστυχής! Παρηγορία
μόνη σου έμενε, να λες
περασμένα μεγαλεία,
και διηγώντας τα να κλαις.
6
Και ακαρτέρει, και ακαρτέρει
φιλελεύθερη λαλιά,
ένα εκτύπαε τ' άλλο χέρι
από την απελπισιά.
7
Κι έλεες: πότε, α! πότε βγάνω
το κεφάλι απ' τις ερμιές;
Και αποκρίνοντο από πάνω
κλάψες, άλυσες, φωνές!
8
Τότ' εσήκωνες το βλέμμα
μες στα κλάματα θολό,
και εις το ρούχο σου έσταζ' αίμα,
πλήθος αίμα Ελληνικό.
9
Με τα ρούχα αιματωμένα,
ξέρω ότι έβγαινες κρυφά,
να γυρεύεις εις τα ξένα
άλλα χέρια δυνατά.
10
Μοναχή το δρόμο επήρες,
εξανάλθες μοναχή.
Δεν είν' εύκολες οι θύρες,
εάν η χρεία τες κρουταλεί.
11
Άλλος σου έκλαψε εις τα στήθια,
αλλ' ανάσασι καμμιά.
Άλλος σου έταξε βοήθεια,
και σε γέλασε φρικτά!
12
Άλλοι, ωιμέ! στη συφορά σου
οπού εχαίροντο πολύ,
σύρε να βρεις τα παιδιά σου,
σύρε, ελέγαν οι σκληροί.
13
Φεύγει οπίσω το ποδάρι,
και ολογλήγορο πατεί
ή την πέτρα, ή το χορτάρι,
που την δόξα σου ενθυμεί.
14
Ταπεινότατη σου γέρνει
η τρισάθλια κεφαλή,
σαν φτωχού που θυροδέρνει,
κι είναι βάρος του η ζωή.
15
Ναι. Αλλά τώρα αντιπαλεύει
κάθε τέκνο σου με ορμή,
που ακατάπαυστα γυρεύει
ή τη νίκη, ή τη θανή.
16
Απ' τα κόκκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
17
Μόλις είδε την ορμή σου
ο ουρανός, που για τ'ς εχθρούς
εις την γη την μητρική σου
έτρεφ' άνθια και καρπούς,
18
εγαλήνευσε. Και εχύθη
καταχθόνια μία βοή,
και του Ρήγα σου απεκρίθη
πολεμόκραχτη η φωνή.

αναβαίνοντας το κάστρο
με νεκρώσιμη σιωπή.
53
Έτσι χάμου εις την πεδιάδα,
μες στο δάσος το πυκνό,
όταν στέλνει μίαν αχνάδα
μισοφέγγαρο χλωμό,
54
εάν οι άνεμοι μες στ' άδεια
τα κλαδιά μουγκοφυσούν,
σειούνται, σειούνται τα μαυράδια,
οπού οι κλώνοι αντικτυπούν.
55
Με τα μάτια τους γυρεύουν,
όπου είν' αίματα πηχτά,
και μες στ' αίματα χορεύουν
με βρυχίσματα βραχνά.
56
Και χορεύοντας μανίζουν
εις τους Έλληνας κοντά,
και τα στήθια τους εγγίζουν
με τα χέρια τα ψυχρά.
57
Εκειό το έγγισμα πηγαίνει
βαθειά μες στα σωθικά,
όθεν όλη η λύπη βγαίνει,
και άκρα αισθάνονται ασπλαχνιά.
58
Τότε αυξαίνει του πολέμου
ο χορός τρομακτικά,
σαν το σκόρπισμα του ανέμου
στου πελάου τη μοναξιά.
59
Κτυπούν όλοι απάνου κάτου.
Κάθε κτύπημα που εβγή
είναι κτύπημα θανάτου,
χωρίς να δευτερωθεί.
60
Κάθε σώμα ιδρώνει, ρέει.
Λες και εκείθεν η ψυχή,
απ' το μίσος που την καίει,
πολεμάει να πεταχθεί!
61
Της καρδιάς κτυπίες βροντάνε
μες στα στήθια τους αργά,
και τα χέρια οπού χουμάνε
περισσότερο είν' γοργά.
62
Ουρανός γι' αυτούς δεν είναι,
ουδέ πέλαγο, ουδέ γη.
Γι' αυτούς όλους το παν είναι
μαζωμένο αντάμα εκεί.
63
Τόση η μάνητα και η ζάλη,
που στοχάζεται, μη πως
από μια μεριά κι απ' άλλη
δεν μείνει ένας ζωντανός.
64
Κοίτα χέρια απελπισμένα
πως θερίζουνε ζωές!
Χάμου πέφτουνε κομμένα
χέρια, πόδια, κεφαλές,
65
και παλλάσκες, και σπαθιά,
με ολοσκόρπιστα μυαλά,
και με ολόσχιστα κρανία
σωθικά λαχταριστά.
66
Προσοχή καμμία δεν κάνει
κανείς, όχι, εις την σφαγή.
Πάνε πάντα εμπρός! Ω! φθάνει,
φθάνει. Έως πότε οι σκοτωμοί;
67
Ποιος αφήνει εκεί τον τόπο,
πάρεξ όταν ξαπλωθεί;
Δεν αισθάνονται τον κόπο,
και λες κι είναι εις την αρχή.
68
Ολιγόστευαν οι σκύλοι,
και Αλλά εφώναζαν, Αλλά.
Και των Χριστιανών τα χείλη
φωτιά εφώναζαν, φωτιά.
69
Λεονταρόψυχα εκτυπιούντο,
πάντα εφώναζαν φωτιά,
και οι μιαροί κατασκορπιούντο,
πάντα σκούζοντας Αλλά.
70
Παντού φόβος και τρομάρα,
και φωνές και στεναγμοί.
Παντού κλάψα, παντού αντάρα,
και παντού ξεψυχισμοί.
71
Ήταν τόσοι! Πλέον το βόλι
εις τ' αυτιά δεν τους λαλεί.
Όλοι χάμου εκείτοντ' όλοι
εις την τέταρτην αυγή.
72
Σαν ποτάμι το αίμα εγίνη,
και κυλάει στην λαγκαδιά,
και τ' αθώο χόρτο πίνει,
αίμα αντίς για τη δροσιά.
73
Της αυγής δροσάτο αγέρι,
δεν φυσάς τώρα εσύ πλιο
στων ψευδόπιστων το αστέρι
φύσα, φύσα εις το ΣΤΑΥΡΟ.
74
Απ' τα κόκκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
75
Της Κορίνθου ιδού και οι κάμποι.
Δεν λάμπ' ήλιος μοναχά
εις τους πλάτανους, δεν λάμπει
εις τ' αμπέλια, εις τα νερά.
76
Εις τον ήσυχον αιθέρα
τώρα αθώα δεν αντηχεί
τα λαλήματα η φλογέρα,
τα βελάσματα το αρνί.
77
Τρέχουν άρματα χιλιάδες,
σαν το κύμα εις το γιαλό.
Αλλ' οι ανδρείοι παλληκαράδες
δεν ψηφούν τον αριθμό.
78
Ω τρακόσιοι! σηκωθείτε
και ξανάλθετε σ' εμάς.
τα παιδιά σας θέλ' ιδήτε
πόσο μοιάζουνε με σας.
79
Όλοι εκείνοι τα φοβούνται,
και με πάτημα τυφλό
εις την Κόρινθο αποκλειούνται,
κι όλοι χάνονται απ'εδώ.
80
Στέλνει ο άγγελος του ολέθρου
πείνα και θανατικό,
που με σχήμα ενός σκελέθρου
περπατούν αντάμα οι δυο.
81
Και πεσμένα εις τα χορτάρια
απεθαίνανε παντού
τα θλιμμένα απομεινάρια
της φυγής και του χαμού.
82
Και εσύ αθάνατη, εσύ θεία,
όπου ό,τι θέλεις ημπορείς,
εις τον κάμπο, Ελευθερία,
ματωμένη περπατείς!
83
Στη σκιά χεροπιασμένες
στη σκιά βλέπω κι εγώ
κρινοδάχτυλες παρθένες
όπου κάνουνε χορό.
84
Στο χορό γλυκογυρίζουν
ωραία μάτια ερωτικά,
και εις την αύρα κυματίζουν
μαύρα, ολόχρυσα μαλλιά.
85
Η ψυχή μου αναγαλλιάζει,
πως ο κόρφος καθεμιάς
γλυκοβύζαστο ετοιμάζει
γάλα ανδρείας, και ελευθεριάς.
86
Μεσ' στα χόρτα στα λουλούδια
το ποτήρι δεν βαστώ.
Φιλελεύθερα τραγούδια
σαν τον Πίνδαρο εκφωνώ.
87
Απ' τα κόκκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
88
Πήγες εις το Μεσολόγγι
την ημέρα του Χριστού,
μέρα που άνθισαν οι λόγγοι,
και το τέκνο του Θεού.
89
Σου ήλθε εμπρός λαμποκοπώντας
η Θρησκεία μ' ένα σταυρό,
και το δάκτυλο κινώντας
όπου ανεί τον ουρανό,
90
σ' αυτό, εφώναξε, το χώμα
στάσου ολόρθη, Ελευθεριά.
και φιλώντας σου το στόμα
μπαίνει μες' στην εκκλησιά.
91
Εις την τράπεζα σιμώνει,
και στο σύγνεφο το αχνό
γύρω γύρω της πυκνώνει
που σκορπάει το θυμιατό.
92
Αγροικάει την ψαλμωδία,
οπού εδίδαξεν αυτή.
Βλέπει την φωταγωγία
στους Αγίους εμπρός χυτή.
93
Ποιοι είν' αυτοί που πλησιάζουν
με πολλή ποδοβολή,
κι άρματ' άρματα ταράζουν;
Επετάχτηκες Εσύ.
94
Α! το φως που σε στολίζει,
σαν ηλίου φεγγοβολή,
και μακρόθεν σπινθηρίζει,
δεν είναι, όχι, από τη γη.
95
Λάμψιν έχει όλη φλογώδη,
χείλος, μέτωπο, οφθαλμός.
Φως το χέρι, φως το πόδι
κι όλα γύρω σου είναι φως.
96
Το σπαθί σου ανασηκώνεις,
τρία πατήματα πατάς,
σαν τον πύργο μεγαλώνεις,
και εις το τέταρτο κτυπάς.
97
Με φωνή που καταπείθει,
προχωρώντας ομιλείς.
"Σήμερ' άπιστοι, εγεννήθη,
ναι του κόσμου ο Λυτρωτής.
98
Αυτός λέγει… Αφογκρασθείτε.
Εγώ είμ' Άλφα, Ωμέγα εγώ.
Πέστε που θ' αποκρυφθείτε
εσείς όλοι, αν οργισθώ;
99
Φλόγα ακοίμητην σας βρέχω,
που μ' αυτήν αν συκριθεί
κείνη η κάτω οπού σας έχω
σαν δροσιά θέλει βρεθεί.
100
Κατατρώγει, ωσάν την Σχίζα,
τόπους άμετρα υψηλούς,
χώρες, όρη, από τη ρίζα,
ζώα, και δένδρα, και θνητούς.
101
Και το παν το κατακαίει,
και δεν σώζεται πνοή,
πάρεξ του άνεμου που πνέει
μες στη στάχτη τη λεπτή".
102
Κάποιος ήθελε ερωτήσει:
Του θυμού του είσαι αδελφή;
Ποίος είν' άξιος να νικήσει,
ή με σε να μετρηθεί;
103
Η γη αισθάνεται την τόση
του χεριού σου ανδραγαθιά,
που όλη θέλει θανατώσει,
την μισόχριστη σπορά.
104
Την αισθάνονται, και αφρίζουν
τα νερά και τ' αγροικώ
δυνατά να μουρμουρίζουν
σαν να ρυάζετο θηριό.
105
Κακορίζικοι, που πάτε
του Αχελώου μες στη ροή,
και πιδέξια πολεμάτε
από την καταδρομή.
106
Να αποφύγετε! το κύμα
έγινε όλο φουσκωτό.
εκεί ευρήκατε το μνήμα,
πριν να ευρήτε αφανισμό.
107
Βλασφημάει, σκούζει, μουγγρίζει
κάθε λάρυγγας εχθρού,
και το ρεύμα γαργαρίζει
τες βλασφήμιες του θυμού.
108
Σφαλερά τετραποδίζουν
πλήθος άλογα, και ορθά
τρομασμένα χλιμιντρίζουν
και πατούν εις τα κορμιά.
109
Ποιος στον σύντροφον απλώνει
χέρι, ωσάν να βοηθηθεί;
Ποιος την σάρκα του δαγκώνει
όσο οπού να νεκρωθεί;
110
Κεφαλές απελπισμένες,
με τα μάτια πεταχτά,
κατά τ' άστρα σηκωμένες
για την ύστερη φορά.
111
Σβήεται - αυξαίνοντας η πρώτη
του Αχελώου νεροσυρμή -
το χλιμίντρισμα και οι κρότοι,
και του ανθρώπου οι γογγυσμοί.
112
Έτσι ν' άκουα να βουίξει
τον βαθύν Ωκεανό,
και εις το κύμα του να πνίξει
κάθε σπέρμα Αγαρηνό.
113
Και εκεί που ναι η Αγία Σοφία,
μες στους λόφους τους επτά,
όλα τ' άψυχα κορμία,
βραχοσύντριφτα, γυμνά,
114
σωριασμένα να τα σπρώξει
η κατάρα του Θεού,
κι απ' εκεί να τα μαζώξει
ο αδελφός του Φεγγαριού.
115
Κάθε πέτρα μνήμα ας γένει.
Και η Θρησκεία, κι η Ελευθεριά
μ' αργοπάτημα ας πηγαίνει
μεταξύ τους, και ας μετρά.
116
Ένα λείψανο ανεβαίνει
τεντωτό, πιστομητό,
κι άλλο ξάφνου κατεβαίνει,
και δεν φαίνεται και πλιό.
117
Και χειρότερα αγριεύει
και φουσκώνει ο ποταμός.
Πάντα, πάντα περισσεύει
πολυφλοίσβιμα και αφρός.
118
Α! γιατί δεν έχω τώρα
την φωνή του Μωυσή;
Μεγαλόφωνα, την ώρα
όπου εσβηούντο οι μισητοί,
119
τον Θεόν ευχαριστούσε
στου πελάου τη λύσσα εμπρός.
Και τα λόγια ηχολογούσε
αναρίθμητος λαός.
120
Ακολουθάει την αρμονία
η αδελφή του Ααρών,
η προφήτισσα Μαρία,
μ' ένα τύμπανο τερπνόν,
121
και πηδούν όλες οι κόρες
με τις αγκάλες ανοιχτές,
τραγουδώντας, ανθοφόρες,
με τα τύμπανα κι εκειές.
122
Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη
που με βία μετράει τη γη.
123
Εις αυτήν είν' ξακουσμένο,
δεν νικιέσαι εσύ ποτέ.
Όμως, όχι, δεν είν' ξένο
και το πέλαγο για σε.
124
Το στοιχείον αυτό ξαπλώνει
κύματ' άπειρα εις τη γη,
με τα οποία την περιζώνει,
κι είν' εικόνα σου λαμπρή.
125
Με βρυχίσματα σαλεύει
που τρομάζει η ακοή.
Κάθε ξύλο κινδυνεύει
και λιμιώνα αναζητεί.
126
Φαίνετ' έπειτα η γαλήνη
και το λάμψιμο του ηλιού,
και τα χρώματα αναδίδει
του γλαυκότατου ουρανού.
127
Δεν νικιέσαι, είν' ξακουσμένο,
στην θηράν εσύ ποτέ.
Όμως, όχι, δεν είν' ξένο
και το πέλαγο για σε.
128
Περνούν άπειρα τα ξάρτια,
και σαν λόγγος στριμωχτά
τα τρεχούμενα κατάρτια,
τα ολοφούσκωτα πανιά.
129
Σε τες δύναμές σου σπρώχνεις,
και αγκαλά δεν είν' πολλές
πολεμώντα, άλλα διώχνεις,
άλλα παίρνεις, άλλα καις.
130
Με επιθύμια να τηράζεις
δύο μεγάλα σε θωρώ,
και θανάσιμον τινάζεις
εναντίον τους κεραυνό.
131
Πιάνει, αυξάνει, κοκκινίζει,
και σηκώνει μια βροντή,
και το πέλαο χρωματίζει
με αιματόχροη βαφή.
132
Πνίγοντ' όλοι οι πολεμάρχοι,
και δεν μνέσκει ένα κορμί,
Χάρου, σκιά του Πατριάρχη,
που σε πέταξαν εκεί.
133
Εκφυγόσμιγαν οι φίλοι
με τους εχθρούς τους τη Λαμπρή,
και τους έτρεμαν τα χείλη,
δίνοντάς τα εις το φιλί.
134
Κειές τες δάφνες, που εσκορπήστε,
τώρα πλέον δεν τες πατεί,
και το χέρι, όπου εφιλείστε
πλέον, α! πλέον δεν ευλογεί.
135
Όλοι κλαύστε. Αποθαμένος
ο αρχηγός της Εκκλησιάς.
Κλαύστε, κλαύστε κρεμασμένος
ωσάν να τάνε φονιάς.
136
Έχει ολάνοικτο το στόμα
π' ώρες πρώτα είχε γευθεί
τ' Άγιον Αίμα, τ' Άγιον Σώμα.
λες πως θε να ξαναβγεί
137
η κατάρα που είχε αφήσει
λίγο πριν να αδικηθεί,
εις οποίον δεν πολεμήσει,
και ημπορεί να πολεμεί.
138
Την ακούω, βροντάει, δεν παύει
εις το πέλαγο, εις τη γη,
και μουγκρίζοντας ανάβει
την αιώνιαν αστραπή.
139
Η καρδιά συχνοσπαράζει…
πλην τι βλέπω; Σοβαρά
να σωπάσω με προστάζει
με το δάκτυλο η θεά.
140
Κοιτάει γύρω εις την Ευρώπη
τρεις φορές μ' ανησυχιά.
Προσηλώνεται κατόπι
στην Ελλάδα, κι αρχινά.
141
"Παλληκάρια μου! οι πολέμοι
για σας όλοι είναι χαρά,
και το γόνα σας δεν τρέμει
στους κινδύνους εμπροστά.
142
Απ' εσάς απομακραίνει
κάθε δύναμη εχθρική.
Αλλ' ανίκητη μια μένει
που τες δάφνες σας μαδεί
143
μία, που όταν ωσάν λύκοι
ξαναρχόστενε ζεστοί,
κουρασμένοι από τη νίκη
αχ! τον νουν σας τυραννεί.
144
Η Διχόνοια που βαστάει
ένα σκήπτρο η δολερή.
καθενός χαμογελάει,
παρ' το, λέγοντας, και συ.
145
Κειό το σκήπτρο, που σας δείχνει
έχει αλήθεια ωραία θωριά.
Μην το πιάστε, γιατί ρίχνει
εισέ δάκρυα θλιβερά.
146
Από στόμα οπού φθονάει,
παλληκάρια, ας μην πωθεί,
πως το χέρι σας κτυπάει
του αδελφού την κεφαλή.
147
Μην ειπούν στον στοχασμό τους
τα ξένα έθνη αληθινά.
Εάν μισούνται ανάμεσά τους
δεν τους πρέπει Ελευθεριά.
148
Τέτοια αφήστενε φροντίδα.
Όλο το αίμα οπού χυθεί
για θρησκεία, και για πατρίδα,
όμοιαν έχει την τιμή.
149
Στο αίμα αυτό, που δεν πονείτε
για πατρίδα, για θρησκειά,
σας ορκίζω, αγκαλιασθείτε,
σαν αδέλφια γκαρδιακά.
150
Πόσον λείπει, στοχασθείτε,
πόσον ακόμα να παρθεί.
Πάντα η νίκη, αν ενωθείτε,
πάντα εσάς θ' ακολουθεί.
151
Ω ακουσμένοι εις την ανδρεία!
καταστήστε ένα σταυρό,
και φωνάξετε με μία:
Βασιλείς, κοιτάξτ' εδώ.
152
Το σημείον που προσκυνάτε
είναι τούτο, και γι' αυτό
ματωμένους μας κοιτάτε
στον αγώνα τον σκληρό.
153
Ακατάπαυστα το βρίζουν
τα σκυλιά, και το πατούν
και τα τέκνα του αφανίζουν,
και την πίστη αναγελούν.
154
Εξ αιτίας του εσπάρθη, εχάθη
αίμα αθώο χριστιανικό,
που φωνάζει από τα βάθη
της νυκτός : Να κδικηθώ.
155
Δεν ακούτε, εσείς εικόνες
του Θεού, τέτοια φωνή;
Τώρα επέρασαν αιώνες,
και δεν έπαυσε στιγμή.
156
Δεν ακούτε; Εις κάθε μέρος
σαν του Άβελ καταβοά.
Δεν είν' φύσημα του αέρος
που σφυρίζει εις τα μαλλιά.
157
Τι θα κάμετε; Θ' αφήστε
να αποκτήσωμεν εμείς
Λευθερίαν, ή θα την λύστε
εξ αιτίας πολιτικής;
158
Τούτο αν ίσως μελετάτε,
ιδού, εμπρός σας, τον Σταυρό.
Βασιλείς! ελάτε, ελάτε,
και κτυπήσετε κι εδώ".

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου