Πέμπτη 14 Μαρτίου 2013

Ο ΔΙΟΝΥΣΟΣ ΣΤΙΣ ΙΝΔΙΕΣ

Προλαλιά.(Λουκιανός)


Όταν ο Διόνυσος εξεστράτευσε κατά των Ινδών — δεν πιστεύω να εμποδίζη τίποτε διά να σας διηγηθώ και ένα μύθον βακχικόν—λέγεται ότι τόσον τον κατεφρόνησαν κατ' αρχάς οι εκεί άνθρωποι, ώστε εγέλων ενώ τον έβλεπον επερχόμενον, μάλλον δε τον ελυπούντο διά την τόλμην του, υποθέτοντες ότι θα τον εποδοπάτουν μετ'ολίγον οι ελέφαντες, εάν έφερεν αντίστασιν. Και την περιφρονητικήν ταύτην ιδέαν εσχημάτισαν, υποθέτω, διότι οι κατάσκοποι των ανήγγελλον αλλόκοτα περί του στρατεύματος αυτού, ως λόγου χάριν ότι η φάλαγξ και οι λόχοι αυτού απετελούντο από γυναίκας παράφρονας και μαινομένας, στεφανωμένας με κισσόν, ενδεδυμένας με δέρματα νεαρών ελάφων και ωπλισμένας με μικρά δόρατα χωρίς σιδηράν αιχμήν, από κισσόν κατεσκευασμένα και αυτά, και μικράς ασπίδας ελαφράς αι οποίαι εβόμβουν και μόνον αν τας έψαυε κανείς, — διότι ως ασπίδας εξελάμβανον τα τύμπανα. — Ηκολούθουν δε μόνον ολίγοι νέοι αγροίκοι και γυμνοί, οίτινες εχόρευον κόρδακα {75} και είχον ουράς και κέρατα όπως τα μικρά ερίφια.


Και ο μεν στρατηλάτης εκάθητο επί άρματος, το οποίον έσυρον παρδάλεις, και ήτο εντελώς αγένειος, χωρίς τον παραμικρόν χνουν εις τας παρειάς, κερασφόρος και αυτός, στεφανωμένος με σταφυλάς, έχων την κόμην περιδεδεμένην με ταινίαν και φορών πορφύραν και χρυσά σανδάλια• ως υποστρατήγους δε είχε δύο. Εκ τούτων ο μεν ήτο μικρόσωμος γέρων, αρκετά παχύς και προγάστωρ, με την μύτην σιμήν, με ώτα μεγάλα και όρθια, όστις έτρεμε και εστηρίζετο εις βακτηρίαν αλλ' ως επί το πλείστον εκάθητο επί όνου, εφόρει δε και ούτος χρυσοειδές ένδυμα και εφαίνετο ως συνταγματάρχης του στρατηλάτου. Ο δε άλλος ήτο υπερμεγέθης άνθρωπος και ωμοίαζε προς τράγον κατά τα κάτω άκρα, είχε τριχωτά τα σκέλη, κέρατα επί κεφαλής και πυκνά γένεια, ήτο οργίλος και βίαιος• και εις μεν την αριστεράν εκράτει φλογέραν, εις δε την δεξιάν ράβδον καμπύλην, την οποίαν έχων υψωμένην περιέτρεχεν όλον το στρατόπεδον και ανεπήδα. Και τα γύναια τον εφοβούντο και έσειον τας λυτάς των κόμας και εφώναζον ευοί•{76} οι δε κατάσκοποι ενόμιζον ότι τούτο ήτο το όνομά του.



Αι γυναίκες είχον ήδη διαρπάσει τα ποίμνια και εσπάρασσον ζωντανά τα ζώα, διότι τρώγουν φαίνεται ωμά τα κρέατα. Ταύτα δε ακούοντες οι Ινδοί και ο βασιλεύς των, εγέλων, ως ήτο επόμενον, και εθεώρουν περιττόν ν' αντεπεξέλθουν ή να παραταχθούν, απεφάσισαν δε ν' αποστείλουν κατ' αυτών τας γυναίκας, άμα θα έφθανον πλησίον, διότι εθεώρουν ως εντροπήν και να φονεύσουν γύναια πάσχοντα τας φρένας και αρχηγόν θηλυπρεπή και μεθυσμένον μικρόσωμον γέροντα και τον άλλον εκείνον ο οποίος ουδ' αυτός ήτο σωστός στρατιώτης, και γυμνούς χορευτάς, όλους γελοίους. Αλλ' όταν ανηγγέλθη ότι ο θεός ήρχισεν ήδη να πυρπολή την χώραν και να κατακαίη τας πόλεις με τους κατοίκους• ν' ανάπτη δάση και εντός ολίγου να γεμίση φωτιάν τας Ινδίας — διότι Διονησιακόν όπλον είνε το πυρ, προερχόμενον εκ του πατρικού κεραυνού — τότε ήρχισαν με σπουδήν να οπλίζωνται. Επέσαξαν και εχαλίνωσαν τους ελέφαντας και τοποθετήσαντες επ' αυτών τους πύργους αντεπεξήλθον, καταφρονούντες μεν ακόμη τον εχθρόν, αγανακτούντες όμως και σπεύδοντες να συντρίψουν μεθ' όλου του στρατεύματος αυτού τον αγένειον εκείνον στρατάρχην.

 


 Όταν επλησίασαν και αντικρύσθησαν, οι μεν Ινδοί τάξαντες επί κεφαλής τους ελέφαντας ηκολούθησαν εις φάλαγγα, ο δε Διόνυσος κατείχε το μέσον του στρατεύματός του, ενώ του δεξιού την διοίκησιν είχεν ο Σειληνός, του δε αριστερού ο Παν και ως λοχαγοί και ταξίαρχοι είχον διορισθή Σάτυροι. Γενικόν δε σύνθημα ήτο το ευοί. Και ευθύς τα τύμπανα ήρχισαν να κροτούν και τα κύμβαλα εσήμαινον επίθεσιν, κάποιος δε εκ των Σατύρων λαβών κέρας εσάλπιζεν έγερσιν και ο όνος του Σειληνού εξέπεμψε πολεμικόν ογκηθμόν, αι δε μαινάδες, ζωσμέναι με όφεις και ουρλιάζουσαι, ώρμησαν κατά των εχθρών και απεκάλυψαν τας σιδηράς αιχμάς των θύρσων τους οποίους εκράτουν. Οι δε Ινδοί και οι ελέφαντες των αμέσως αποδειλιάσαντες έφευγον ατάκτως, χωρίς καν να περιμένουν να φθάσουν οι εχθροί εντός βολής, και επί τέλους κατά κράτος ενικήθησαν και συνελήφθησαν αιχμάλωτοι υπ' εκείνων τους οποίους προηγουμένως έσκωπτον. Ούτω δε εδιδάχθησαν υπό πικράς πείρας να μη περιφρονούν τους ξένους στρατούς από τα πρώτα ακούσματα.

 

Αλλά θα ερωτήση κανείς• τις ο σκοπός αυτής της διηγήσεως περί του Διονύσου; Διότι μου φαίνεται—και δι' όνομα των Χαρίτων μη νομίσετε ότι είμαι μεθυσμένος ή παράφρων και παραβάλλω τα ιδικά μου προς τα των θεών—ότι οι περισσότεροι των ανθρώπων ευρίσκονται εις τας αυτάς διαθέσεις με τους Ινδούς, προκειμένου περί λόγων, όπως εκείνος τον οποίον εγώ προτίθεμαι να σας εκφωνήσω. Νομίζοντες ότι θ' ακούσουν παρ' εμού σατυρικά πράγματα και αστεία και εντελώς κωμικά, έρχονται με αυτήν την πεποίθησιν, διότι δεν γνωρίζω πώς έχουν τοιαύτην ιδέαν περί εμού. Και άλλοι μεν ούτε να έλθουν να με ακούσουν ηθέλησαν, μη θεωρούντες πρέπον να κατέλθουν από τους ελέφαντας των, διά ν' ακροώνται γυναικεία άσματα και να βλέπουν σκιρτήματα Σατύρων• άλλοι δε ερχόμενοι ακριβώς προς τοιούτον σκοπόν και αντί κισσού απαντήσαντες σιδηράς αιχμάς, τόσον εταράχθησαν υπό του απροσδοκήτου, ώστε ούτε να επιδοκιμάσουν τους λόγους μου τολμούν. Αλλά μετά θάρρους υπόσχομαι εις αυτούς ότι εάν και τώρα, όπως άλλοτέ ποτε, θελήσουν να μετάσχουν εις την Διονυσιακήν τελετήν την οποίαν προσφέρω και ενθυμηθούν οι παλαιοί μου συμπόται τας διασκεδάσεις μας των τότε καιρών και δεν καταφρονήσουν τους Σατύρους και τους Σειληνούς, πίουν δε μέχρι κόρου εκ του ποτηρίου το οποίον προσφέρω, θα καταληφθούν και αυτοί υπό της Διονυσιακής μέθης και πολλάκις μετ' εμού θα αναφωνήσουν το ευοί.


Αλλ' αυτοί είνε ελεύθεροι να πράξουν ό,τι θέλουν. Εγώ δε, επειδή ακόμη ευρισκόμεθα εις τας Ινδίας, θέλω να σας διηγηθώ και κάτι άλλο περί των εκεί, όχι άσχετον και αυτό και ξένον προς το θέμα. Εις την χώραν των Ινδών Μαχλαίων, οίτινες κατοικούν εις τα αριστερά του Ινδού ποταμού μέχρι του Ωκεανού, υπάρχει ιερόν δάσος εις μέρος περίφρακτον και ουχί λίαν εκτεταμένον, το οποίον κισσός πολύς και κλήματα καθιστώσιν εντελώς σύσκιον. Εκεί υπάρχουν τρεις πηγαί καλλίστου και διαυγεστάτου ύδατος, εξ ων η μεν είνε αφιερωμένη εις τον Σάτυρον, η δε εις τον Πάνα και η τρίτη εις τον Σειληνόν. Εις το άλσος εκείνο εισέρχονται οι Ινδοί μίαν φοράν το έτος και τελούν την εορτήν του θεού και πίνουν εκ των πηγών, όχι όμως όλοι και εξ όλων, αλλά κατά ηλικίαν• οι μεν νέοι πίνουν εκ της πηγής των Σατύρων, οι δε άνδρες εκ της Πανικής και οι έχοντες την ηλικίαν μου εκ της πηγής του Σειληνού. Θα ήτο μακρόν να διηγηθώ τι συμβαίνει εις τους παίδας, άμα πίουν εκ της πηγής, και ποίας τρέλλας κάμνουν οι άνδρες οι κατεχόμενοι υπό του Πανικού ενθουσιασμού• 


 αλλ' εκείνα τα οποία πράττουν οι γέροντες όταν μεθύσουν εκ του νερού εκείνου δεν είνε άκαιρον να τ' αναφέρω. Άμα πίη ο γέρων και κυριευθή υπό του Σειληνού μένει επί πολύ άφωνος και όμοιος με άνθρωπον τον οποίον έχει ζαλίσει και βαρύνει ο οίνος• έπειτα αίφνης ανακτά φωνήν λαμπράν, εύστροφον και μελωδικήν και εξ αφώνου γίνεται λαλίστατος, τόσον ώστε είνε αδύνατον ν' αποστομωθή και να παύση να ρητορεύη. Αλλ' όσα λέγει είνε συνετά και σεμνά και οι λόγοι του κατεβαίνουν όπως του Ομηρικού εκείνου ρήτορος• «νιφάδεσσιν εοικότες χειμερίησι» {77}• και δεν είνε αρκετόν να τους παρομοιάση τις, διά την ηλικίαν των, προς κύκνους• η ευφράδεια των ενθυμίζει μάλλον τους τέττιγας, όπως εξακολουθούν να λαλούν επιμόνως και γοργώς μέχρι βαθείας εσπέρας. Τότε ανανήφοντες εκ της μέθης, σιωπούν και επανέρχονται εις την προτέραν κατάστασιν.
Αλλά το παραδοξώτερον δεν είπα• εάν ο γέρων αφήση εν τω μεταξύ ημιτελή την ομιλίαν του και δύσαντος του ηλίου εμποδισθή να την φέρη εις πέρας, όταν το επόμενον έτος θα πίη εκ νέου εκ της πηγής, θα την εξακολουθήση εκ του σημείου όπου την αφήκεν όταν εξεμέθυσε.

 

Αυτά τα σκώμματα απευθύνω, ως ο Μώμος, προς τον εαυτόν μου• και μα τον Δία, είνε περιττόν να προσθέσω το επιμύθιον διότι βλέπετε πόσον ο μύθος μου ταιριάζει. Εάν είπω ανόητα, η μέθη είνε αιτία• εάν δε φανούν συνετοί οι λόγοι μου, άρα ο Σειληνός μ' ελυπήθη και μ' ενέπνευσε.

{75} Χορός Βακχικός με ασέμνους κινήσεις.

{76} Βακχική επευφημία.

{77} Όμοιοι με νιφάδας της χιόνος, όπως πίπτουν τον χειμώνα.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου