Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2014

ΧΑΜΟΔΡΑΚΙΑ ΚΑΙ ΣΜΕΡΔΑΚΙΑ

φωτο από http://kartson.pblogs.gr


Στα λαογραφικά του Νικόλαου Πολίτη, βρίσκουμε πολλές πληροφορίες για τα Χαμοδράκια , ποιμενικούς δαίμονες που στην Αρκαδική παράδοση, συνδέονται με τους Σατύρους και τον θεό Πάνα. Το Μαίναλο νομιζόταν άλλωστε, ιερό όρος του Πανός, ο οποίος εκαλείτο και Μαινάλιος θεός. Στην Ζακυνθινή παράδοση σώζεται ένα λαϊκό παραμύθι, πως κάποτε ο θεός Πάνας χάρισε σ΄έναν μικρό αιγοβοσκό, ένα κατσικάκι , με χρυσό τομάρι, ασημένια αυτιά και χρυσά κέρατα. Στον Παρνασσό πίστευαν (ως το 1903-4  τουλάχιστον που ο Πολίτης έγραψε τα λαογραφικά του) πως στο βουνό κατοικεί ένας δαίμονας που εξουσιάζει τους λαγούς, και τα αγριόγιδα. ΄Οσα ζώα είναι δικά του τους χαράζει το αυτί , για να τα ξεχωρίζει. Ο δαίμονας αυτός που οι βοσκοί τον ονομάζουν Λάβωμα, με μορφή μακρυγένη τράγου βατεύει τις κατσίκες και τις οδηγεί στο θάνατο , χωρίς να μπορέσουν οι βοσκοί να επέμβουν γιατί το όπλο τους εκπυρσοκροτώντας  διαλύεται και τους τραυματίζει. Αυτή η δοξασία όμως υπάρχει μόνο στον Παρνασσό. Στις υπόλοιπες περιοχές ο Πάνας είναι αυτός που με μορφή ανθρώπου ή τριχωτού παιδιού προξενεί αυτή την καταστροφή. Συχνά παίρνει τη μορφή του ζώου στο οποίο επιτίθεται και κάποτε εμφανίζεται και σαν κυνηγετικός σκύλος, ή αρπακτικό όρνεο.Οι μορφές με τις οποίες εμφανίζεται ο δαίμων στην λαϊκή παράδοση παρέμειναν απαράλλακτες, από αρχαιοτάτων χρόνων. Στην παράδοση του Μαινάλου διατηρήθηκε ο τύπος του δασύτριχου Πανός, Οι δαίμονες εμφανίζονται συνήθως ως τράγοι, όπως τράγος ήταν αρχικά ο Παν που στην συνέχεια μέσω της μουσικής εξανθρωπίστηκε διατηρώντας όμως τα τραγίσια πόδια του και το κεφάλι. Περί δε των Σατύρων διατηρήθηκε η αρχαία αντίληψη πως αυτοί ήσαν τράγοι. "Τους δε τράγους Τιτύρους λέγουσιν"  βεβαιώνει ο σχολιαστής του Θεόκριτου το δε τράγους ερμηνεύει Σατύρους ο Ησύχιος.Μάλιστα ο Σάτυρος του παλαιότατου Αρκαδικού και όχι Αργείου μύθου πιθανόν, ο ΄Αργος εσκότωσε,"τους Αρκάδας αδικούντα  και αφαιρούμενον τα βοσκήματα", μοιάζει περισσότερο με τους σημερινούς ποιμενικούς δαίμονες, τα Χαμοδράκια. Οι αρχαίες παραστάσεις των ποιμενικών δαιμόνων άσκησαν μεγάλη επίδραση διαχρονικά στην λαϊκή φαντασία, ώστε να εξακολουθούν να τους φαντάζονται τραγόμορφους. Κάποιες δε παραδόσεις που θέλουν τα Χαμοδράκια κυνόμορφα, ίσως ξεκίνησαν με την συνταύτιση του χαμοδρακιού με τις ψυχές των πονηρών,που συνήθως παίρνουν αυτή την μορφή. Αλλά και στις δοξασίες των αρχαίων ο δαίμων των ποιμνίων κάποιες φορές είναι σκύλος. Κύνα δηλαδή σκύλο, επονομάζει τον Πάνα ο Πίνδαρος, και σκυλλακοτρόφον. Ακόμα και η εμφάνιση του χαμοδρακιού ως τριχωτού παιδιού, μας θυμίζει τις αρχαίες παραστάσεις με τους Πανίσκους.
Ο δαίμων λοιπόν αυτός προξενεί όλεθρο στα κοπάδια, που οδηγεί στο θάνατο, μαυρίζοντας το δέρμα τους και πρίζοντας τις κοιλιές τους, επάνω δε στο δέρμα τους μένει το αποτύπωμα απ΄τα πόδια και τα  νύχια του δαιμονίου  στο λεγόμενο ζήλιο , ήτοι υποδόρια, ενώ εξωτερικά δεν φαίνεται τίποτα. Ο θάνατος προκαλείται ακαριαία,  μερικά όμως ζώα  επιζούν μέχρι την ανατολή. Για την αποφυγή του κακού γίνονται και κάποια αγικά, δηλαδή τελετουργίες κυρίως όμως δύο είναι οι προσφορότεροι τρόποι.Η μεταφορά του ποιμνίου σε άλλο τόπο και η καύση επιτόπου δυσωδέστατων ουσιών και στη συνέχεια επίχρισις των οπισθίων των ζώων με τέφρα και νερό.΄Ετσι το δαιμόνιο εμποδίζεται να πλησιάσει τα ζώα. Στην πραγματικότητα αυτό που προκαλεί στο ζώο τον θάνατο είναι η λοιμώδης νόσος  άνθρακας,ωστόσο οι δοξασίες αυτές περί δαιμονίου παρέμειναν από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας. 
Δύο είναι τα βασικά ονόματα του δαίμονα, Χαμοδράκι και Σμερδάκι αλλά και Αμελέτητο, Λάβωμα, Αποκαρωμένο, Δαιμόνιο, Αρμαδιακό, Ζουλάπι κ.α.
Το όνομα Χαμοδράκι φέρεται και με τους παραφθαρμένους τύπους  Χαμουδράκι, Χαμουθράκι και Χαμοθράκι είναι δε σε χρήση και από τους αλβανόφωνους της Ερμιόνης. Το έτυμο είναι σαφές από την σύνθεση των λέξεων χάμω (χαμαί) και δράκων με κατάληξη υποκοριστική. Στους αρχαίους βρίσκεται η λέξη χαμαιδράκων που δηλώνει είδος αφρικανικών φιδιών.Ο πύργος της Θεσσαλονίκης τον 12ο αιώνα λεγόταν πύργος του Χαμαιδράκοντος απ' αυτόν που είχε την επιστασία της κατασκευής του. Τη λέξη χαμόδρακος συναντάμε σε δημοτικό ποίημα για να υποδηλώσει υβριστικά τον ταπεινό και ευτελή δράκοντα " Τί λες , μωρέ χαμόδρακε, μωρέ στοιχειό του βράχου".
Σαν όνομα ποιμενικού δαίμονα δεν έχει καμμιά σχέση με τους δράκους της παράδοσης. Δόθηκε σαν αναφορά στο ότι είναι παιδί έκθετο και αβάπτιστο. Το αβάπτιστο παιδί ο λαός το αποκαλεί δράκο, ενώ στους βυζαντινούς χαμευρετόν είναι το έκθετο.
Το όνομα Σμερδάκι και κατά παραφθορά Σμιδράκι και Σμιθράκι παράγεται από το επίθετο σμερδός που είναι το αρχαίο σμερδνός που σημαίνει τον δύσκολο, χαλεπό και κακό. Δεύτερη σημασία είναι το νοθογέννητο παιδί επειδή κατά τις λαϊκές δοξασίες τα νόθα παιδιά όταν πέθαιναν γίνονταν δαιμόνια των κοπαδιών. Τρίτη σημασία είναι και το δίχρωμο ή πολύχρωμο : π.χ σμερδή γαλή είναι η παρδαλή γάτα. Στο Ζαγόρι της Ηπείρου χρησιμοποιούν το ρήμα σμερδώνω , που σημαίνει νοθεύω εξ΄ού και σμερδωμένο κρασί.



Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2014

Aιώνας εμπορίου-Τάσος Λειβαδίτης


H προσφορά κι η ζήτηση ρυθμίζουνε την κοινωνία 
έλεγε ο μεγάλος αδερφός μου Mαρξ. Ένα μικρό, ανήθικο 
εμπόριο 
κάθε χειρονομία, κάθε λέξη, κι η πιο κρυφή σου σκέψη ακόμα, 
μεγάλα λόγια στις γωνιές των δρόμων, οι ρήτορες σαν τους 
λαχειοπώλες 
διαφημίζοντας όνειρα για μελλοντικές κληρώσεις 
τα αισθήματα στο Xρηματιστήριο, στα λογιστικά βιβλία 

δούναι και λαβείν, πίστωση, χρέωση,
ισολογισμοί, εκπρόθεσμες συναλλαγματικές, μετοχές,
χρεώγραφα
κι ας κλαίει αυτή η γυναίκα στο δρόμο, τί σημασία έχει;
«ζούμε σε μια μεγάλη εποχή», οι παπαγάλοι δεν κάνουν
ποτέ απεργία
μικροί, ανάπηροι μισθοί αγορασμένοι με νεκρές
περηφάνειες
γνώση αβέβαιη, πληρωμένη μ' όλη τη βέβαιη νιότη σου,
βρέχει νομίσματα, οι άνθρωποι τρέχουν σαν τρελοί να τα
μαζέψουν
νομίσματα όλων των εποχών, ελληνικά, ρωμαϊκά, της Bαβυλώνας,
δολάρια ασημένια
η βροχή είναι πυκνή, ανελέητη, πολλοί σκοτώνονται
πλανόδιοι έμποροι αγοράζουνε τα πτώματα ― θα χρειαστούν
μεθαύριο
σαν ανεξόφλητες αποδείξεις της «μεγάλης μας εποχής»,
κι αυτούς τους λίγους στίχους χρειάστηκε ένα ολόκληρο
θησαυροφυλάκιο πόνου, για να τους αποσπάσω
απ' τη φιλάργυρη αιωνιότητα, σαν τοκογλύφοι οι μέρες μας
μάς κλέβουν τη ζωή, τί ζέστη, θε μου, κι όμως βρέχει,
τί καιρός, μα δε θα μου τη σκάσετε εμένα, κύριοι,
είμαι ιδιοφυία στο είδος σας, πίστωση, χρέωση,
ο Pοκφέλλερ άρχισε
πουλώντας καρφίτσες. Θα χτίσω, λοιπόν, κι εγώ ένα μεγάλο
προστατευτικό σπίτι
με τις πέτρες που μου ρίξατε
σ' όλη τη ζωή μου.


(από τη συλλογή “Ποίηση”, Kέδρος 1985)