Τρίτη 27 Μαΐου 2014

Νῦν ἀπολύοις


Ὁ Στρατὴς τὸ στοιχειὸ -ἔτσι ἀκουγότανε τώρα σ᾿ ὅλο τὸ νησί, χρόνια καὶ χρόνια- δὲν ἀγαποῦσε τὸν κόσμο καὶ ζοῦσε πάντ᾿ ἀλάργα ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους. Ἀπὸ παιδὶ μοῦτσος στὰ Σκοπελίτικα καράβια καὶ πιὸ ὕστερα ναύτης καὶ λοστρόμος καὶ καπετάνιος, καὶ τώρ᾿ ἀκόμα, ποὖχε παρατήσει τὶς θάλασσες, γέρος ὀγδοντάρης, κι ἔπιασε τοὺς γιαλούς, μὲ τὴ μικρή του ψαρόβαρκα, τὴ «Μαχώ» -τῆς μοναχοκόρης του τ᾿ ὄνομα- δὲν ἄλλαζε ὅλα τὰ καλὰ τοῦ κόσμου μὲ τὴ μοναξιά του. Ἔτσι τοῦ κόλλησε καὶ τὸ παρανόμι. Ὁ Στρατὴς τὸ Στοιχειὸ μὲ τ᾿ ὄνομα. Ὡστόσ᾿ ὁ Στρατὴς δὲν ἤτανε καὶ τόσο μονάχος, στὴ μοναξιά του. Εἶχε τοὺς συντρόφους του. Κι ἂν δὲν τοὺς ἔβλεπε ὁ κόσμος, τί τάχα; Ὁ Στρατὴς γελοῦσε ἀπὸ μέσα του. «Τὰ μάτια τοῦ κόσμου, σὰ δὲν εἶναι στραβά, ἀλλοιθωρίζουν, ἔλεγε κάποτε μὲ τὸν ἑαυτό του. Λίγα πράματα βλέπομε μὲ τὰ μάτια μας. Κι ὅσα δὲ βλέπομε, εἶναι τὰ περισσότερα». Καὶ σὰν ἄκουγε τὸ παρανόμι του ἔλεγε μέσα του περήφανος: «Στοιχειὸ καὶ μὲ τὰ στοιχειὰ ζῶ...».
Ὁ Στρατὴς στὴ μοναξιά του εἶχε τοὺς καλύτερους συντρόφους τοῦ κόσμου. Καὶ πῶς ἀλλιῶς; Ἄνθρωπος δὲ στάθηκε, ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ ζήσει μοναχός του. Οὔτε τὰ στοιχειά, τ᾿ ἀληθινὰ στοιχειά. Κι ὁ πιὸ ἔρημος ἀκόμα, καὶ στοῦ βουνοῦ τὴν κορφὴ καὶ στὴ μέση του πελάγου νὰ τὸν βάλεις, κάθε ψυχή, κάθε ἀγρίμι στοῦ λόγγου τὰ βαθειά, καὶ τὸ καψαλισμένο δένδρο, καταμεσῆς τοῦ κάμπου, βρίσκει τὸν σύντροφό του. Πολλὲς φορὲς ἔκανε μὲ τὸ νοῦ του τὴ συλλογὴ τούτη ὁ Στρατὴς τὸ Στοιχειό, ὅταν ἄκουγε ἀποπίσω του τὰ λόγια τοῦ κόσμου. Μὰ ὁ κόσμος εἶναι στραβός, ἔλεγε. Μὲ ὅ,τι βλέπει μιλάει.
- Μοναχὰ μέσα στοὺς ἀνθρώπους μπορεῖ νὰ βρεθῆ κανένας ἀληθινὰ ἔρημος, συλλογιζότανε. Τέτοια μοναξιὰ μπορεῖ νὰ σοῦ φέρει τρέλλα! Μακρυὰ ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους, βρίσκει πάντα κανένας τὸν σύντροφό του. Καὶ τάχα μοναχὰ οἱ ἀνθρώποι εἶναι σύντροφοί μας; Ἕνα ζωντανό, ἕνα σκυλί, ἕνα γατί, ἕνα πετούμενο εἶναι κάποιες φορὲς καλύτεροι συντρόφοι ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ μονάχα τοῦτα; Ἕνα δένδρο, ἕνας βράχος, ἕνα κούτσουρο ἀκόμα. Τοὺς μιλᾷς καὶ σοῦ μιλοῦνε. T᾿ ἀγαπᾷς καὶ σ᾿ ἀγαποῦνε. Τύφλα νἄχουνε οἱ ἀνθρῶποι καὶ τὰ καλά τους.
Ωστόσ᾿ ὁ Στρατὴς τὸ Στοιχειὸ μήτε τέτοιο σύντροφο δὲν εἶχε κανένα. Οὔτε σκυλί, οὔτε γατί, οὔτε ζωντανό, οὔτ᾿ ἕνα κούτσουρο ἀκόμα.
Tο κορίτσι του, τὸ Μαχώ, τὴ μονάκριβή του, τὴν εἶχε ἀπὸ μικρή σε μία γερόντισσα, ποὺ τὴν εἶχε ἀναθρέψει ὀρφανούλα. Στὴ χάση καὶ τὴ φέξη τὴν ἔβλεπε, τὰ πόδια του δὲ βαστούσανε ν᾿ ἀνεβαίνει συχνὰ ἀπάνω στὸ χωριὸ καὶ τὸ ψωμί του ἤτανε κάτω στὸ γιαλό. Μὰ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ λαχτάρα της ἤτανε πάντα μαζί του. Καὶ μὲ αὐτὴ βαστιότανε στὸν κόσμο.
- Κι ἡ ἔγνοια κι ἡ ἀγάπη συντρόφοι μας εἶναι, ἔλεγε μοναχός του. Κι οἱ καλύτεροί μας συντρόφοι. Αὐτοὶ κι ὁ Στρατής. Τὸν ξέρω καὶ μὲ ξέρει. Τοῦ μιλῶ καὶ μοῦ μιλεῖ. Μαλλώνομε κι ἀγαπίζομε. Ὡς ποὺ νὰ κλείσομε τὰ μάτια καὶ νὰ χωρίσομε γιὰ πάντα.
Έτσι κάθε βράδι, σὰ μαγείρευε κανένα ψαράκι μὲς στὴ βάρκα του καὶ τραβοῦσε καὶ τὴν τσότρα του, ἔβαζε κέφι ὁ Στρατὴς μὲ τὸν Στρατή, καὶ ξαπλωμένος ἀπάνω στὸ πρυμνιὸ σκαμνὶ ἀνάσκελα, κοίταζε τ᾿ ἄστρα τ᾿ οὐρανοῦ κι ἄρχιζε τὴν κουβέντα μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ μὲ τὶς ἔγνοιες του. Περνούσανε οἱ ὦρες, χωρὶς νὰ τὶς καταλαβαίνει. Κι ὅταν κατέβαινε γλυκὰ ὁ ὕπνος ἀπὸ τ᾿ ἄστρα καὶ τοῦ γλυκοσφαλοῦσε τὰ μάτια, ἔκανε τὸ σταυρό του κι ἀποχαιρετοῦσε τὸ φίλο του: «Πολλὰ εἴπαμε, Στρατή. Ὥρα γιὰ ὕπνο, καληνύχτα». Ἔπαιρνε μία βαθειὰ ἀναπνοὴ κι ἔχανε τὸν κόσμο. Τὰ κυματάκια τὸν νανουρίζανε μὲ τὰ φιλιά τους: «Καληνύχτα, Στρατή, καληνύχτα...»
Ένα μαγιάτικο βράδι, χαρὰ Θεοῦ, ποὺ τ᾿ ἀστέρια εἴχανε πληθύνει στὸν οὐρανὸ -μυριάδες ἄστρα εἴχανε προβάλει ἐκεῖνο τὸ βράδι ἀπ᾿ ὅλες τὶς μεριὲς καὶ στριμώνονταν τρελλὰ τὸ ἕνα κοντὰ στὸ ἄλλο, νὰ χαροῦνε τὴν ὄμορφη νύχτα- ὁ Στρατὴς εἶχε γλέντι σὰν πάντα. Ὅλη ἡ τσότρα ἔγινε θυσία ἐκεῖνο τὸ βράδι. «Τράβα, Στρατή, ἄλλη μίαν ἀκόμα νὰ πᾶνε τὰ φαρμάκια κάτω». Καὶ τραβούσανε ὁ Στρατὴς μὲ τὸν Στρατή. Σὰν ἔστρωσε καὶ ξαπλώθηκε καὶ τράβηξε κι ἕνα τσιμπουκάκι, ἔδεσε τὰ χέρια πίσω ἀπ᾿ τὸ κεφάλι κι ἄρχισε τὴν κουβέντα:
- Καλὰ περάσαμε καὶ σήμερα, Στρατή.
- Δόξα σοι ὁ Θεός!
- Γιὰ κοίτα τ᾿ ἀστέρια, Στρατή. Σμάρι τ᾿ ἀστέρια ἀπόψε. Γεμίσανε τὰ οὐράνια. Κι ὅλο φανερώνονται καινούργια. Ὅλο βγαίνουνε καὶ τελειωμὸ δὲν ἔχουνε.
- Λὲς κι ἔχει πανηγύρι στὰ ψηλὰ ὁ γερο-Θεός. Ὅλα του τ᾿ ἀστέρια τἄβγαλε ὄξω, δὲν ἄφησε κανένα ἀπόψε.
- Καιρὸς γι᾿ ἀρμένισμα, Στρατή. Σὰν ἔχεις τέτοια ἀστροφεγγιά, τί νὰ τὸ κάνεις τὸ φεγγάρι; Ἄπιστο πρᾶμα. Σοῦ ρίχνει στάχτη στὰ μάτια. Σοῦ μπερδεύει τὶς στεριές, σοῦ ἀνακατεύει ὅλα τὰ πάντα. Λὲς καὶ κάνει μάγια ἀπάνω στὶς θάλασσες καὶ μαγεύει τοὺς μαρνέρους. Ἀνάθεμα τό! Δυὸ φορὲς ναυαγήσαμε μὲ τὸ φεγγάρι. Στρατή, τὸ θυμᾶσαι;
- Τὸ θυμᾶμαι, λέει; Ἡ θύμησή μας ἀπόμεινε... Καὶ δὲν εἶναι, ποὺ θὰ σὲ φᾶνε τὰ ψάρια, μόνο θὰ σοῦ ποῦνε καὶ τύφλα. Καὶ θὰ γελάει καὶ τὸ φεγγάρι ἀπὸ πάνω σου. Εἶδες, ἀλήθεια, πῶς γελάει τὸ φεγγάρι καμμιὰ φορά;
- Τὸ φεγγάρι; Δυὸ πῆχες ἀνοίγει τὸ στόμα του, Στρατῆ, σὰ θέλει νὰ γελάσει.
Ὁ Στρατὴς τέντωσε τὰ χέρια του καὶ ξεραχαμνίστηε. Θυμήθηκε τὰ χρόνια ποὺ περάσανε. Μιὰ ζωὴ ἀπάνω στὴ θάλασσα, σαράντα τόσα χρόνια. Ἔφαγε τὸ σάλαδο μὲ τὸ καντάρι, μὲ τὸ χουλιάρι ἤπιε τὴ θάλασσα. Φουρτοῦνες, μπουνάτσες, καραβοτσακίσματα, πέλαγα, ὠκεανοί, πολιτεῖες, χαρές, λῦπες, λαχτάρες, ἀποθυμιές, χαροπαλέματα καὶ πανηγύρια. Ἕνα κουφάρι, παλαίβοντας σαράντα τόσα χρόνια ἀνάμεσα στεριὰ καὶ θάλασσα, χωρὶς ἀναπαμό, χωρὶς ἀνάσα. Μιὰ ζωὴ ὄρτσα καὶ πότζα. Μιὰ ζωὴ σάρπα καὶ φοῦντο. Τώρα στὴν ἀνατολὴ καὶ τώρα στὴ δύση. Νὰ τὰ συλλογίζεσαι καὶ νὰ σοῦ γυρίζει τὸ κεφάλι...
- Καὶ τί ἀπολάψαμε, Στρατή; Τίποτε.
- Καὶ ποιὸς ἀπόλαψε τίποτε στὸν ψευτόκοσμο; Εἴτε καὶ γυρίζεις σὰν τὸν ἄνεμο, εἴτε καὶ μένεις καρφωμένος στὸ χῶμα, σὰν τὸ δεντρί, τὸ ἴδιο ἀπόλαψες. Χαρὲς καὶ λῦπες μία στιγμὴ ἕνα γίνονται. Καὶ δὲν τὶς ξεχωρίζεις τὴν μίαν ἀπὸ τὴν ἄλλη...
- Σὰν παραμύθι, Στρατή, σὰν ξένο παραμύθι.
- Καὶ σὰν πάρει τέλος τὸ παραμύθι, τί σοῦ ἀπόμεινε; Ἕνας καημός. Ἕνας καημὸς γιὰ τὰ καλὰ τοῦ κόσμου κι ἕνας γιὰ τ᾿ ἀχαμνά του.
- Ὥς που νὰ κλείσομε τὰ μάτια, Στρατή.
- Πὲς καὶ πὼς τἄχομε κλεισμένα. Τί βγαίνει; Ὡστόσο, πρὶν τὰ κλείσω, κάτι καρτερῶ νὰ δῶ ἀκόμα. Δὲ μ᾿ ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ τὸ δῶ. Σὰ μ᾿ ἀξιώσει, τότε θὰ πῶ κι ἐγώ: «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, Δέσποτα». Θὰ τὸ πῶ μὲ τὴν καρδιά μου σὰν τὸ γερο-Συμεών, ποὺ λένε τὰ γράμματα.
- Ὁ Θεὸς νὰ δώσει, Στρατή.
- Πάει νὰ μαραθῇ τὸ καημένο τὸ κορίτσι! Ἕνα μου τ᾿ ἄφησε ἡ μάννα του, σὰν ἔφυγε. Μαζὶ φύγαμε στὸ ταξίδι. Ἐγὼ ξαναγύρισα, κι ἐκείνη -Θεὸς σχωρέσ᾿ τὴν!- δὲν ξαναγύρισε πιά. Βρῆκε καλύτερα καὶ μᾶς ἄφησε. Τί νὰ γένει; Εἶπα κι ἐγὼ νὰ μ᾿ ἀξιώσει ὁ Θεὸς νὰ τὸ παντρέψω, νὰ τὸ βλογήσω, νὰ πιάσω παιδὶ ἀπ᾿ τὰ χέρια του, νὰ χαρῇ κι ἐκείνη ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται. Δὲν ἤτανε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅλα τὰ κορίτσια παντρευτήκανε, βρήκανε τὴν τύχη τους, ἀκουμπήσανε τὸ κεφάλι τους. Τοῦ σχοινιοῦ καὶ τοῦ παλουκιοῦ καὶ βρήκανε τὸν δικό τους. Εἴχανε μαννάδες αὐτά. Τὰ ὀρφανὰ ὅμως; Αὐτὰ τὰ φυλάει, λέει, ὁ Χριστὸς γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἂς εἶναι. Σὰν τὸν κρίνο στὴ γλάστρα μαράθηκε τὸ Μαχώ. Κι ἡ ἔγνοια του μοῦ δίνει ζωὴ ἐμένα.
- Ἔχει ὁ Θεός, Στρατή... Ποῦ ξέρεις ἀκόμα; Καθένας μὲ τὴν τύχη του. Μὴν τὸ βάζεις μαράζι. «Ἀργοπαντρεμένη καλοπαντρεμένη!» τὸ λέει κι ἡ παροιμία...
Ένας βῆχας ξερὸς ἀκούστηκε μὲς στὴ σιγαλιὰ τῆς νύχτας. Ἕνας κόμπος ἔπιασε τὸν Στρατὴ στὸ λαιμό, κάτι τι τοῦ φάνηκε, πὼς τοῦ ἀποστάθηκε στὸ λαρύγγι κι ἔβηξε νὰ τὸ πετάξει. Ἄκουσε μόνος του τὸ βῆχα του μέσα στὴ σιγαλιὰ καὶ ξαφνίστηκε.
- Ποιὸς ἔβηξ᾿ ἔτσι; Χριστὸς καὶ Παναγιά!
- Κανένας. Ἐσὺ ἔβηξες, Στρατή.
- Ἀλήθεια, ἐγὼ ἔβηξα. Καὶ ξαφνίστηκα. Νόμισα πῶς ἔβηξε τὸ Μαχώ. Δὲν μπορῶ ν᾿ ἀκούω ἄνθρωπο νὰ βήχει... Δὲν μπορῶ.
Mια σιωπὴ θανατικὴ ἔπνιξε τὸ βῆχα. Τσιμουδιὰ δὲν ἀγροικιότανε τριγύρω. T᾿ ἀστέρια λαμπυρίζανε βουβὰ στὸν οὐρανὸ καὶ τὰ κυματάκια, ποὺ φλοισβίζανε στὰ πλευρὰ τῆς βάρκας ἀποκοιμήθηκαν κι αὐτά. Λὲς κι ὁ γερο-Θεός, κουρασμένος ἀπ᾿ τὴν ἀγρύπνια, εἶχε κλείσει τὰ μάτια του μέσα στὰ οὐράνια κι οἱ ἄγγελοι στάζαν᾿ ἀφιόνια πάνω σὲ στεριὰ καὶ θάλασσα, καμμιὰ φωνὴ νὰ μὴν ξυπνήσει τὸν Κύριο.
Ὁ Στρατὴς σήκωσε τὰ μάτια του πονετικά.
- Ἡ Πούλια ἔγυρε νὰ βασιλέψει, εἶπε σιγὰ-σιγά, κλείνοντας τὰ μάτια. Ἔγνοιες μου κοιμηθῆτε, νὰ ξυπνήσομε πάλι τὴν αὐγή...
- Καληνύχτα, Στρατή, καληνύχτα.
Ὅλη τὴν ἡμέρα -ἀνήμερα τοῦ Χριστοὺ- ἡ «Μαχώ», ἡ βάρκα τοῦ Στρατῆ, σάλευε μοναχή της, δεμένη στὸν ξύλινο μῶλο. Ὁ Στρατὴς τὸ Στοιχειὸ δὲν εἶχε φανῆ καθόλου στὸ γιαλό. Δὲν ἤτανε ἡ μεγάλη σκόλη ποὺ τὸν κράτησε μακρυὰ ἀπ᾿ τὴ βάρκα του. Οὔτε ἀπόκρηα, οὔτε Λαμπρή, οὔτε ἄλλη μεγάλη γιορτὴ τὸν ξελόγιασε ποτέ του. Μονάχα τοῦ Χάρου τὰ πανηγύρια τὸν ξελογιάζανε τὸν Στρατή. Κι ἤτανε τὸ τελευταῖο τοῦτο, ἀνήμερα τοῦ Χριστοῦ.
Bράδι-βράδι κατὰ τὸ σούρπωμα φάνηκε ὁ Στρατὴς τὸ Στοιχειό, κατεβαίνοντας στὸ γιαλό. Σκυφτός, σκεβρωμένος, μὲ τὸ κομπολόγι κρεμασμένο πίσω ἀπ᾿ τὰ δεμένα χέρια του, περπατοῦσε, τρεκλίζοντας σὰ μεθυσμένος. Μὲ τὸν κοῦκο κατεβασμένον ὡς κάτω στὰ μάτια, σὰν νὰ μὴν ἤθελε νὰ βλέπει τὸν κόσμο, μ᾿ ἕνα μαῦρο πουκάμισο, ποὺ τοὔπνιγε σὰ θηλιὰ τὸ λαιμό, κατέβαινε, παραπατώντας ἀπάνω στὰ ξερολίθαρα. Ψυχὴ δὲν ἤτανε στὴν ἀκρογιαλιά. Ὁ ἥλιος εἶχε βασιλέψει, ἀφήνοντας χρυσάφια πίσω τοῦ -ὁ Στρατὴς δὲν ἔβλεπε ἄλλο ἀπ᾿ τὸ μουντὸ χῶμα- καὶ τὸ φεγγάρι εἶχε ψηλώσει στὸν οὐρανό, γεμίζοντας τὸν ἕνα γαλάζιο φῶς. Ἕνα πανηγύρι κάνανε στὸν οὐρανὸ τὰ σμιγμένα χρώματα, σὰν νὰ καλούσανε ὅλες τὶς ψυχὲς στὸ γλυκὸ ξεφάντωμα. Ὁ Στρατής, μὲ τὸ κεφάλι σκυμένο κάτω, δὲν ἔβλεπε ἄλλο ἀπ᾿ τὸ μουντὸ χῶμα. Ἕνας λάκκος νεοσκαμένος δίπλα σ᾿ ἕνα περιβόλι τοὔφερε στὰ ρουθούνια μία μυρωδιὰ παράξενη ἀπ᾿ τὰ σπλάγχνα τῆς γῆς, ποὺ τοῦ φάνηκε γλυκειὰ σὰν παρηγοριὰ καὶ σὰν κάλεσμα νὰ πέσει καὶ νὰ κοιμηθῇ ἕναν ἀξύπνητον ὕπνο.
Ἔφτασε σιγὰ-σιγὰ κάτω στὸ γιαλὸ καὶ πέρασε τὴν ξύλινη σκάλα. Ἡ «Μαχώ», ἡ βάρκα του, τὸν περίμενε, γλυκοσαλεύοντας παραπονεμένη ἀπάνω στὰ νερά. Σὰν πέσανε τὰ μάτια του ἀπάνω της τοὔρθανε τὰ κλάματα. Στάθηκε καὶ κούνησε τὸ κεφάλι του, τὸ γέρικο κεφάλι μὲ τ᾿ ἄσπρα μακρυὰ μαλλιά, τὸ κούνησε λυπητερὰ καὶ κατάπιε μέσα του τὰ δάκρυά του. Ἔλυσε τὸ σχοινὶ καὶ πήδησε μέσα, ὅπως ἔκανε πάντα. Οὔτε ὁ ἴδιος δὲν ἤξερε σήμερα τί ἔκανε. Ἔπιασε τὰ κουπιά, ἀλαργάρησε λιγάκι καὶ φουντάρησε ἀρόδου. Σὰν ἔσβησε ὁ κρότος τῆς ἄγκυρας μέσα στὴν ἡσυχία τοῦ δειλινοῦ, στάθηκε στὴ μέση της βάρκας σὰ χαμένος. Ποτὲ δὲν εἶχε πέσει τόσο βαρειὰ ἡ ἄγκυρα στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ νεροῦ. Στάθηκε πολλὴν ὥρα ἔτσι σαστισμένος. Ὕστερα, ἔκανε τὸ σταυρό του νὰ πέσει νὰ κοιμηθῇ. Μὰ πάλι τοῦ ᾖρθε νὰ σηκώσει τὴν ἄγκυρα, νὰ ζυγώσει στὸ μῶλο καὶ νὰ βγεῖ στὴ στεριά. Τὸν ἔπνιγε κάποια στενοχώρια. Πρώτη φορὰ ἔνοιωθε, πὼς ἤτανε μοναχός του μέσα στὸν κόσμο καὶ μοναχός του μέσα στὴ βάρκα. Ἀληθινὸ στοιχειό. Καὶ ὁ κόσμος τοῦ φάνηκε τώρα δυὸ φορὲς πιὸ μεγάλος κι ἡ βάρκα του καράβι τρικάταρτο, ποὺ βρισκότανε μέσα μοναχός του κι ἔρημος, μικρός, μικρός, μικρότερος ἀπὸ ἕνα μαμούνι. Καμμιὰ φωνὴ δὲν ἀποκρινότανε τώρα, σὰν τὶς ἄλλες φορές, στοὺς στοχασμούς του. Οἱ ἔγνοιες του εἴχανε πεθάνει κι αὐτές. Καὶ τοῦ ᾖρθε φόβος. Ξανάκαμε τὸ σταυρό του, καὶ καθὼς δὲν τὸν βαστούσανε πιὰ τὰ πόδια, ἔγειρε καὶ ξαπλώθηκε χάμου, σὰ ζαλισμένος. Τὰ γέρικα στήθια του ἀνεβοκατεβαίνανε, σὰν νὰ τὰ τάραζε φουρτούνα, τὸ κεφάλι τοῦ σάλευε, τὸ ἄσπρο κεφάλι, σ᾿ ἕνα μοιρολόγι παράξενο χωρὶς δάκρυα.
- Στὸ καλό, Μαχώ, στὸ καλό, παιδί μου. Σὲ βλόγησα καὶ σὲ πάντρεψα. Νυφοῦλα μὲ τ᾿ ἄσπρα σε προβόδησα. Μαχώ, μὲ τὸν γαμπρὸ τὸν καβαλλάρη. Στὸ καλό, Μαχώ, καὶ στὴν καλὴ τὴν ὥρα. Αὐτὸ καρτερούσανε νὰ δοῦνε τὰ μάτια μου...
Ἕνα ποτάμι δάκρυα χύθηκε ξαφνικὰ ἀπ᾿ τὰ μάτια του, σὰν μπόρα ποὺ ξεσπάει μὲς στὴν ἄψη τῆς κουφόβρασης.
- Στὸ καλό, Μαχώ μου. Σὲ βλόγησα καὶ σὲ πάντρεψα. Αὐτὸ καρτερούσανε τὰ μάτια μου. Ἔφυγες καὶ πῆρες μαζί σου τὶς ἔγνοιες μου καὶ τὶς λαχτάρες μου. Τὸ Στρατὴ μαζί σου τὸν πῆρες. Κι ἀπόμεινα ἕνα ξερὸ κουφάρι, μονάχος κι ἀπομόναχος. Ἕνα κουφάρι γιὰ πέταμα. Ποῦ οὔτε νὰ τὸ πετάξεις δὲν ἀξίζει. Στοιχειὸ τοῦ στοιχειοῦ. Αὐτὸ καρτερούσανε τὰ μάτια μου. Ἄς μοῦ τὰ κλείσει τώρα ὁ Θεός...
Έκλεισε τὰ μάτια του καὶ δὲν τ᾿ ἄνοιξε πιά. Καμμιὰ φωνὴ δὲν τὸν καλονύχτισε τώρα. Κι οἱ συντρόφισσές του, οἱ ἀχώριστες οἱ ἔγνοιες κι οἱ λαχτάρες, τὸν ἀφήσανε κι αὐτὲς καὶ φύγανε μακρυά. Τὰ κυματάκια μόνο φλοισβίζανε στὰ πλευρὰ τῆς βάρκας:
- Καληνύχτα, Στρατή, καληνύχτα...

(ἀπὸ Τὰ Ἅπαντα, A´, Ἐκδοτικὸς Οἶκος Χρήστου Γιοβάνη 1968)
Παύλος Νιρβάνας

Κυριακή 25 Μαΐου 2014

ΠΩΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΘΗΚΕ Ο ΣΑΤΥΡΟΣ





William Adolphe Bouguereau


Η  δε Απολλωνία πλησίον εστί και προς
αυτή το Νύμφαιον, ιερός τόπος εκ χλοεράς
νάπης και λειμώνων αναδιδούς πυρός πηγάς
σποράδας ενδελεχώς ρέοντος. Ενταύθα φασί
κοιμώμενον αλώναι σάτυρον..

Πλουτάρχου (Βίος Σύλλα).

Στην Απολλωνία γεννήθηκα. Εκεί πρωτοχάραξε η ζωή μου η άγρια και η ακαμάτρα, και η λάγνα και η δολοπλόκα μου ζωή και η άθεη.
΄Ολες οι πηγές μου καθαροζωγράφιζαν, κ΄οι αντίλαλοι όλοι  μου βροντοφώναζαν την ασκήμια.
Σ΄ένα τόπο σύλλογγο , στο Νεραϊδόσπηλο, πρωτοξέσπασε η ορμή μου. Την πρώτη νύφην ιερή που απάντησα, χύθηκα για την αγκαλιάσω ακόλαστα. και είταν η νύφη Φαέθουσα. και είταν αδερφή μου η Φαέθουσα. Και είμουν ο καταραμένος όλων και ο σιχαμερός. Και πρώτ΄απ΄όλους με μίσησαν τα θεία τα γονικά μου. Και οι θεοί όπου με τύχαιναν, ύψωναν τη φτέρνα τους για να με συντρίψουν. Και των βουνών οι  ξωτικές και των νερών μ΄έτρεμαν εμένα. και καμιά λαχτάρα πόθου, μήτε δίψα γνωριμιάς, δεν παράδερνε μέσα στον τρόμο τους. Κ΄έφευγε ο κόσμος, μόλεμα , και τον ίσκιο μου.
Αλίμονό σου , άνθρωπε, που θα περνούσε απάνου σου το φύσημά μου! Μιάν  αγριμιού κακού ψυχή σου πύρωνε το είναι σου. Και τρισαλιά σου, Αμαδρυάδα, που θέλοντας μη θέλοντας, θα σ΄εσφιγγε η καταδασωμένη μου αγκαλιά! Η πραθενιά της η ισόθεη, μπαίγιο των χεριών μου ξεδιάντροπο, σέρνονταν ύστερα ξεσκίδι ανάμεσ΄από τα πόδια μου, πόδια ενός τράγου! ΄Ω, τα φιλιά μου τ΄ααμολόγητα μέσ΄από το καμίνι το στόμα μου!
Και είμουν ο στουμπομύτης κι ο τραγοκέρατος με τα μεγάλα του ζωντόβουλου τ΄αυτιά και ο δειλιασμένος είμουνα που τρόμαζα και είμουν ο οκνός με τη γοργάδα του ανέμου. και είμουν ο πανάσκημος με την ουρά και με τη σκέψη της μαϊμούς.
Κι είχα μιάν αγάπη μόνο, ευγενική, κ΄ένα μόνο αγνό πάθος. Αγαπούσα τα γλυκολαλήματα. Σκάλιζα φλογέρες από τα πετροκάλαμα.Μέσα τους ξυπνούσα κάποιους ήχους πρωτογνώριστους, κ΄είμουνα γι΄αυτό περήφανος. Κ΄έπινα του σταφυλιού το αίμα, και μεθούσα με αυτό γλυκύτατα.
Μιά φορά, μεθυσμένος, βαθιά κοιμήθηκα. Πέρασαν από τη μονιά μου στρατιώτες , από τα φουσάτα κάποιου στρατηλάτη νικητή τρισακουσμένου. Από τόπους μακρινούς διάβαιν΄εκείθενε, σέρνοντας λαούς αρματωμένους. ΄Ετσι κοιμισμένο από ένα ύπνο δυσκολοξύπνητο, καθώς με είδανε, ξαφνιάστηκαν οι στρατιώτες. Να είμουν άνθρωπος, αγρίμι να είμουν, να είμουνα κάποιος δαίμονας; Και οι πιό απόκοτοι καθώς με σίμωσαν κ΄εγώ δε σάλευα, πήρανε και με σφιχτόδεσαν. Κ΄έτσι αλυσόδετο με φέρανε μπροστά στον στρατηλάτη. εύρημα αλογάριαστο, δυσκολοξεδιάλυτο μάντεμα. Και καθώς είχα μισοξυπνήσει, και καλά-καλά δεν είχα ξεμεθύσει, φωνή έρριξα στριγγιά. Και κανείς δεν καταλάβαινε τί φωνή είταν , και τί φώναζα.
Κ' έλεγ΄ένας:
"Τάχα είν΄άλογο, και χλιμιντρίζει;"
K΄έλεγε άλλος:
" Τάχα τράγος, και βελάζει;"
Και η φωνή μου φώναζε του αλόγου την ορμή, του τράγου την επιθυμιά. Και είτανε τα χλιμιντρίσματα και τα βελάσματα πρωτάκουστα. και είτανε η θωριά μου κάτι πιότερο από παράξενη. Και στο τέλος μιά θρησκευτική τρομάρα τον αντάριασε το στρατό πέρα και πέρα, από τον πολίτη ως τον αρχηγό.
Και στο λογισμό του στρατηλάτη φάνταξα σα δύναμη της πλάσης μυστική, σα στοιχειωμένος φύλακας  ποιός ξέρει τίνος δάσους ιερού, που θα είτανε μεγάλη αστοχασιά έτσι αλυσόδετο να με κρατή. Και πρόσταξε να με απολύσουν.
Γυρνώντας ξανα βρέθηκα στο σύλλογγο τόπο, στο Νεραϊδόσπηλο, που πρώτοξέσπασε η ορμή μου. Κ΄είδα κάτι που ποτέ δεν είχα ξαναϊδή. Είδα κάτι αλησμόνηταο. Είδα κάτι που φύσηξε μιά νέα τρικυμία από ψυχή μέσα στην πρωτόγονη ανεμοζάλη, μέσα στη ζωή μου. Και είτανε απάντεχο και είτανε ανεξήγητο! Και είδα την κόρη των θεών την ακριβογέννητη, είδα την πυργοφύλαχτη πεντάμορφη του κόσμου, είδα την Ηλιοκάμωτη, είδα τη Φωτιά! Με ποιάς νεράιδας κάλλη να ειπώ  πως μοιάζουν τα κάλλη της, χωρίς να τ΄αναγελάσω; Με ποιά Βάκχη θυρσοφόρα να ταιριάσω της τη μάνητα και την οργή, χωρίς να κατεβάσω τα τετράψηλα; ΄Ισα με ποιάς Κυβέλης φοβερή χάρη να ψηλώσω η χάρη της, χωρίς να την ταπεινώσω; Ποιές  δύναμες και ποιές θεότητες να φέρω για σημάδια της και για στολίδια της; Η Φωτιά ! Η Φωτιά!
Την έκλεψε από τον ίδιο ΄Ηλιο, την ηλιοπυργοφύλαχτη, την ώρα που τηνε συργιάνιε μέσα στο πύρινο το άρμα του ο πατέρας. Την έκλεψεν ένας τιτάνας υπερύψηλος. Και τώρα κοσμοταξιδεύοντας μ΄εκείνη ο κλέφτης κι΄ο δαμαστής, την τριγύριζε σ΄όλα τα βασίλεια , σ΄όλα τα κατατόπια. Κι΄όπου περνούσε, ξαναπλάθονταν οι κόσμοι, και είταν τα πλάσματα ωραιότερα, σαν από πνέμα γιομισμένα καθαρώτερο.
Κι όντας πρωτόειδα της το ξανάδομα από της γής τα έγκατα, κ΄ύστερα το φιδολύγισμά της το τεράστιο κ΄υστερα τον υψωμό της τον υπέρλαμπρο, σαν Αφροδίτης αγέλαστης και πιό θεικής γέννηση, γροίκησα μέσα μου όλη την ορμή την αβάσταγη να με τραβάη προς εκείνη με τα χέρια ολάνοιχτα σ΄ενα θεότρελο αγκάλιασμα. Και τηνε σφιχταγκάλιασα τη Φωτιά θρασύτατα κι απίθωσα τα χείλη μου στα χείλη της για την πιώ μ΄ένα φιλί μου αχόρταγο.
Οιμένα! οιμέ! και τρισοϊμέ! ΄Ω ρούφημα της Λάμιας! ΄Ω πόνεμα! Ω κακό! Ω κόλασμα του Άδη!Κάτι με δάγκωσε ολόπικρο. κάτι σκληρότατο μ΄έφαγε  κάτι με πέθανε. ΄Ω! το μαύρο στόμα και τα έρμα χέρια μου! Ώ πόνος, ώ πόνος, ώ καημός.
΄Εφυγα σα να με κυνηγούσαν Ερινύες. έτρεξα σα να ζώναν ΄Αρπυιες. Και τάραξα και πλήγωσα με τις φωνές και με τους γόους μου, όθε κι΄αν εδιάβηκα, τους αντίλαλους , τα περίγυρα. κ΄οι γόοι μου κ΄οι φωνές μου χυθήκανε στις πολιτείες τις πολύκοσμες σαν τρικυμίες χειμωνιάτικες και σα στοιχείων χαλασμοί. Και μήτε οι αυγινές δροσοσταλίδες, μήτε τα νεράκια από τις ήσυχες πηγές, μήτες ποτάμια, μήτε ωκεανοί, μπορούσανε τη φλόγα μου να σβήσουν. τίποτε δεν μπαλσάμωνε την πληγή μου. Και ως και οι νυφούλες με λυπήθηκαν που πρώτα με φεύγανε σαν κάτι ακάθαρτο. Και τ΄αμπέλια τα ροδοστάφυλα δεν την έσβηναν τη δίψα μου. Και περπάτησα από γη σε γή, δεν ξέρω πού, δεν ξέρω πώς. και σε βουνά σκαρφάλωσα και σε κάμπους πλανήθηκα, και με είδανε διαβατάρη χώρες και στεριές και σαχάρες, από της Απολλωνίας της πατρίδας μου τις πικροδάφνες ως την καταχνιά των Κιμμερίων.
΄Ομως με τον πόνο μου τον ανιστόρητο από την ώρα που άγγιξα με το στόμα μου τ΄αϋλούφαντο κορμί σου , ώ των Αφροδιτών η Αφροδίτη εσύ, του αιμοβόρου η αιμοβόρα, φύσηξε μιά νέα τρικυμία από ψυχή μέσα στην πρωτόγονη ανεμοζάλη, μέσα στη ζωή μου. κάτι ωραιότερο, σαν από πνέμα γιομισμένο καθαρώτερο. Κι΄από τότε το κρασί μεθώντας  μου έφερνε κάποτε και πότε ονείρατα υπερφάνταστα σα νάτανε σταλμένα από τον ΄Ολυμπο για χάρη μου. Για τα τραγούδια μου δε μου έφτανε η φλογέρα μου, και σα φυσούσα την ψυχή μου μέσ΄στα σπλάχνα της, τρικύμιε ο ήχος τον αέρα ολόγυρα και πέρα , και ξάφνιζε. γιατ΄είχε μέσα του άμαθα και πολυνόητα παράπονα, και είχε αρμονίες ξένες και πολύ πλατιές για να χωρέσουνε στη φυλακή του. Και η φλογέρα ράγιζε στα χέρια μου.
Κ΄εκεί που ακόμα ο στουμπομύτης είμουνα και τραγκέρατος με τα μεγάλα του ζωντόβολου τ΄αυτιά, ο λάγνος, ο ακαμάτης, ο ασκημοπρόσωπος, αγάλια-αγάλια καταλάβαινα πως είμουν άλλος, άλλος, άλλος!

Σάτυρος, αντίγραφο αγάλματος του Πραξιτέλους που βρίσκεται στη Ρώμη.

Και νοερά μιάς άλλης φωτιάς αγκάλιαζα τον κύκλο και φιλούσα την αθάνατην ειδή, και είταν η Φωτιά η σοφία. Κι όσο πονούσα τόσο και διψούσα από τη δίψα της. Κ΄ήθελα να τα γνωρίσω τώρα όλα του κόσμου τα γραφτά κι΄όλα του Σύμπαντος, να ψάλω τάγραφτα. Και γύρευα δασκάλους και συντύχαινα προφήτες, κ΄ημίθεους άκουα και σφραγίζανε μέσα μου μ΄εφτασφράγιστα σφραγίσματα ρήματα θεϊκά κι απόκρυφα. Κ΄έμαθ΄από τον Ορφέα τα μυστήρια της γης και τ΄ουρανού, και ο Λίνος μου δασκάλεψε της αρμονίας τους νόμους. Και στη σπηλιά του Κένταυρου που ανάθρεψε τον Αχιλλέα κράτησα από το μελίρρυτο το στόμα του πολυθάμαστες ιστορίες των πρωτόπλαστων καιρών. Και τον τιτάνα Προμηθέα, το  μεγάλο κλέφτη και γεννήτορα, αγνάντεψα στον Καύκασο καρφωμένο. και παραμόνευα την ώρα που τονε λύτρωσε ο Αλκίδης. και το λυτρωτή τον ξεπερνούσε στο ανάστημα και στην αναλαμπή. και η προφητεία χύνουνταν από τα μάτια, από το μέτωπο και από τα χείλη του, πολύβοο νερό, αφροστέφανο από μαύρες τρίσβαθες πηγές.
Και δεν είμαι για να με καλοτυχίσης. και δεν είμ΄εγώ ο μακάριος.  Και δεν έκλεισεν ακόμα της Φωτιάς το λάβωμα. κ΄ένα λάβωμα βαθύτερο- δεν μπορώ να ειπώ τί λογής είναι κι από πού με χτύπησε- χάσκει και αφορμίζει στάδυτα των αδύτων μου. ΄Ω, η συφορά της συφοράς που ζωή τη λένε!
Τέτοια κατάρα της ζωής απάνω στα χείλη μου τρεμοσάλευε μιά μέρα που είχα ξεχαστή κι αποκοιμήθηκα σε μιάς λεύκας τον ίσικο. στην  Απολλωνία την πατρίδα μου. Και ξαναδιάβηκ΄. εκείθε ο ίδιος ο στρατηλάτης λαών και βασιλιάδων, ο ανίκητος, δεσπότης πιά του κόσμου κι αυτοκράτορας. Και μ΄αγνάντεψε και πρόσταξε να μ΄αλυσοδέσουν πάλι, και μ΄έφεραν μπροστά του, και προς εμένα μίλησε πιό απόκοτα, και πιό στοχαστικά:
" Σε γνωρίζω, είσαι το στοιχειό που χλιμίντριζες άλογο, και, τράγος, βέλαζες. Χρησμός δυσκολοξήγητος φαντάστηκα πως δείχνονταν πίσω από α ζωικά σου τα ξεφωνητά, που γύρευε να μας πη τα όσα γίνουντ΄εκείθεν από τη ζωή. Παράλυσέ μου η βούληση μπροστά σου, και για να μη γονατίσω μπροστά σου, πρόσταξα και σ΄απόλυσαν.
"Τώρα θαρρώ πως δε σε τρέμω. Στο μέτωπό σου απάνω βλέπω να σαλεύη το αντιφέγγισμα υπερκόσμιου φωτός. Πότε γδυθηκες τ΄αγρίμι, πότε αρνήθηκες τον άνθρωπο, πότε κοίταξες να υφάνης μιά στολή από γνέματα που είν΄από αιθέρα και από μουσική; Πότε γίνηκες σοφός και προφήτης; Από του Θεού τη  φύση μόνο η γαλήνη λείπει σου και η χαρά. Και δεν ξέρω για τούτο κι άν δεν είσαι πιό θείος και από κείνους.
΄Ηθελα να σε ρωτήσω τώρα. χώρες πάτησα, σκλάβωσα λαούς. ζωές θέρισα. Σε ολόχρυση βάρκα ένα ποτάμι πέρασα. και το ποτάμι είτανε από αίμα.
Η Νίκη φύτρωσε φτερά στους ώμους της μόνο για να μ΄ανεβάσει απάνου στα φτερά της ως τα σύγνεφα. Και ψες λάγγεψε η καρδιά μου στην όψη, μιάς σκυμμένης αγριοβιολέτας που την πάτησε περνώντας του αλόγου μου το πέταλο. Κάποτε και πότε δάκρυα πλημμυρίζουνε τα μάτια μου. δάκρυα ερωτεμένου δεκοχτώ χρονών που διακονεύει ένα χαμόγελο από την πρώτη αγάπη του. Μιά μελαγχολία με τρώει ανερμήνευτη. Κάτι με πλακώνει. Διψώ κάποιας ευτυχίας το δροσόνερο. "Σάτυρε, πες μου. ποιά είναι η πιό μεγάλη ευτυχία του θνητού;"
Και του αποκρίθηκα:
"Δέσποτα, μιά μεγάλη ευτυχία ξέρω εγώ: Να μην έχουμε γεννηθή! Κ΄ύστερ΄από αυτά ξέρω και μιά άλλη ακόμη ευτυχία; Να πεθάνουμε, το γληγορώτερο!"
Κι ο δεσπότης τίποτε δε μου αποκρίθηκε. έπεσε σε βαθιά συλλογή και όταν ξαναγύρισε στον εαυτό του, έμεινε πάλι αμίλητος. Και πρόσταξε μονάχα να με λύσουν, και να μ΄απολύσουν.
Κι άφαντος έγινε σε λίγο, σέρνοντας ασκέρια και άρματα.
Κ΄εγώ βαριά συλλογισμένος ακούμπησα στον κορμό της λεύκας. κ΄η λεύκα έβρεχεν απάνου μου την αργυρή λαμποβολή της, και κάθε φύλλο της που σάλευε είτανε και μιά ωραία γλώσσα που ψιθύριζε. Κ΄ένας κάματος με σύντριψε, και μιά νάρκη με συνεπήρε. Στη φλογέρα μου απόμεινε τ΄αχείλι μου σα λιθωμένο. κ΄ένα μακριό τραγούδι κοσμογονικό, μόλις έκαμε ν΄αρχίση, ξεψύχισ΄εκεί σα στεναξιά. Και σείστηκαν αντίκρυ μου τα φυλλοκλάδια του πυκνερού θαμνότοπου, και φάνηκε μπροστά μου ένας νέος άνθρωπος.
Είταν ωριοπρόσωπος, κ΄εδειχνε νεώτερος. μα η  συλλογή στ΄ανάστημά του τετράπλωνε γεροντικό μεγαλείο. ΄Ανετη φορεσιά και αστόλιστη συνώδευε την αρχοντιά του κορμιού. στο πλατύ ακρογιάλι του μετώπου μιά ρίχνονταν, μιά μάκραιναν εκείθεν τα κύματα μαλλιά. χύνονταν από τα μάτια του της δέησης η γλύκα ταιριασμένη με της προσταγής τη δύναμη.
Κρατούσε σμίλη. και στ΄άλλο χέρι σάλευε κομμάτι μιά ουσία αδούλευτη. Και στάθηκε μπροστά μου και μου μίλησε παρακαλεστικά και βασιλικά μου μίλησε:
" Είμαι ο Αθηναίος πλάστης. απάνου στο μάρμαρο και στο μέταλλον απάνου σκαλίζω θεοτικιά ομορφιά  με ό,τι κι αν κατέχει πιό ερωτόχαρο και πιό γοητευτικό  το κάλλος του ανθρώπου. Κ΄ύστερα από το Φειδία κι από τον Πολύκλειτο έσωσα να πιάσω τη δυσκολόπιαστη χάρη, που στέκεται στο απάνου σκαλοπάτι, και να μαγέψω. Είμ΄εκείνος που θρόνιασα στην ΄Ηλιδα τον Ερμή εξαίσιο, που πέρα ως πέρα στους Κνιδιώτες άναψα μιά φλόγα με τη γυμνή Αφροδίτη μου. Εγώ είμ΄εκείνος που αποθέωσα τη Φρύνη, κ΄έδωσα του ΄Ερωτα χρυσά πρωτόφαντα φτερά. Αϊδωνέας εγώ ξανάρπαξα την Περσεφόνη, και στο χάλκωμα τη σκλάβωσα. κ΄έβγαλα τον Απόλλωνα με παρθενιά καινούρια.
"Τώρα σα να ορέγουμαι να πλάσω κάτι, όχι λαμπερώτερο από το Χρυσοκόμη, κάτι πιό πονετικό, κάτι ευωδιαστό, που να μην τόχη η λαμπυράδα του. Κάτι πιό διπρόσωπο , και πλουσιώτερο από το νόημα που κλεί των ταρταρωμένων η βασίλισσα. ΄Ενα νέο ΄Ερωτα ζωντανεμένο με όλων των Πλατώνων τις πνοές από τους κόσμους των αχάλαστων ιδεών. Πλάσμα ηδονικώτερο κι από τη Φρύνη. Μιά θεότητα που να είναι μιά Αφροδίτη όλη από ουρανό. Κ΄ένα Ερμή που να πιστέψης πως φίλησε τη Σφίγγα, κι απόμεινε στα χείλια του μιά άχνα από το άλαλο και αβασίλευτο χαμόγελο. Κ΄ήθελα να πλάσω μιά ομορφιά πέρα από τη γαλήνη των αθανάτων, εκείθε κι από των ανθρώπων το παράδαρμα. μιά παρθενιά καινούρια σνθεμένη από όλες τις φλόγες, κι από τις σοφίες όλες, απ΄όλα τα πάθη κι από τ΄αναθεματίσματα ψυχής που βρίσκεται σε μιάν άκοπη προσπάθεια να σηκωθή, να σηκωθή, ανάερη, ν΄ανταμωθή με το χαμένο της γαμπρό, και δεν το κατορθώνει. Μιά παρθενιά και μιά ευτυχία και μιάν ανάπαψη καινούρια, σα μιά ήπειρο από σεισμούς κοσμοχαλαστάδες. Για τούτο ήρθα σ΄εσένα. Γιατί εσύ ωραίος είσαι από την ωραιότη που ονειρεύομαι, ώ Σάτυρε!"/
Και τ΄αποκρίθηκα ήμερα:
"Τράβα το δρόμο σου, άνθρωπε! Κι άν κόλλησε το αχόρταγο τ΄αχείλι μου στο στόμα απάνω της Φωτιάς, κι άν φύσηξε μιά νέα τρικυμία από ψυχή μέσα στην πρωτόγονη ανεμοζάλη της ζωής μου, κ΄ένα λάβωμα βαθύτερο από τότε χάσκει κι αφορμίζει στ΄άδυτα των αδύτων μου, κι άν βασανίζει με ολοένα, της ύπαρξης το κρίμα και τ΄ανάθεμα, μήπως δεν είμ΄εγώ ο πανάσκημος; μήπως δεν είμαι ο Σάτυρος που όλες οι πηγές μου καθαροζωγραφίζουνε, κ΄οι αντίλαλοι όλοι μου βροντοφωνάζουν την ασκήμια;"
Κ΄ακολούθησ΄εκείνος :
" Τέντωσε τ΄αυτιά σου στων αντίλαλων τα λόγια, στύλωσε τα μάτια στον καθρέφτη της πηγής. Ωραίος είσαι, ώ Σάτυρε, από την ωραιότη που ονειρεύομαι. ΄Ασε με στα πόδια σου να την πιώ με τα μάτια μου την ομορφιά σου, μήπως και μπορέσω ύστερα να δείξω μιάν αντηλιάδα της στον ίσκιο απάνω του ονείρου μου του μαρμαρογραμμένου".
Και τότε, τέντωσα τ΄αυτιά και στύλωσα τα μάτια, κι άκουσα γύρω μου ύμνους, κ΄είταν οι ύμνοι προς εμέ τον πανώριο. κ΄έσκυψα προς τα ολοήσυχα νερά, κ΄είδα στα βάθη τους μιά ζωγραφιά να λάμπη και είταν η ζωγραφιά απ΄ό,τι κρύβει ο ΄Ερωτας κι απ΄ό,τι δείχνει ο ΄Ιμερος κι απ΄ό,τι χύνει ο ΄Ονειρος πιό διαλεχτό και πιό λαγαρισμένο, γλύκα, μελαγχολία, μουσική, μυστήριο! Κι΄ακόμα να πιστέψω δε μπορώ πως είμ΄εγώ η ζωγραφιά εκείνη!

Κωστής Παλαμάς, 1900

Παρασκευή 23 Μαΐου 2014

Ο ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΔΑΙΡΠΦΕΛΔ ΚΑΙ Η ΛΕΥΚΑΔΙΤΙΚΗ "ΟΜΗΡΙΚΗ ΙΘΑΚΗ"





Ανηφορίζω κατά το αρχαίο θέατρο της Μυτιλήνης. Θυμάμαι τον Γουλιέλμον Δαίρπφελδ, τον επιφανή Γερμανό αρχαιολόγο, τον σύντροφο του Ερρίκου Σλήμαν στα ερείπια της Τροίας , τον φίλο του Κάιζερ.
Τον γνώρισα νεώτατος, ανεβαίνοντας μαζί του σ΄αυτό ακριβώς το μέρος , στο αρχαίο θέατρο της Μυτιλήνης, όταν επισκέφθηκε το νησί στα 1930.

Δεκέμβριος του 1930. Ο Δαίρπφελδ, μ΄όλα τα εβδομηνταπέντε του χρόνια, τότε, ήταν ένας γέροντας θαλερός, καλοσυνάτος. Η ματιά του έπεφτε  δραστικά στα σπασμένα μάρμαρα σα να τα ανέλυε, ανέτρεχε σε ιστορικά γεγονότα, σε κείμενα αρχαίων συγγραφέων, ερμήνευε την τέχνη, την τεχνική του αρχαίου κόσμου. Με κέφι νεανικό , με πόση αγάπη! Μιλώντας για την τεχνική του αρχαίου θεάτρου θυμόταν τον Αριστοφάνη-τη σάτιρα του Πηγάσου που έγινε κάνθαρος, ένας καλοθρεμμένος, στρουμπουλός, βαρβάτος κάνθαρος που τον καβαλίκευαν για να πλησιάσουν τον Θεό.

΄Ελεγε ο Δαίρπφελδ:
-"Το σχέδιον αυτού εδώ του θεάτρου της Μυτιλήνης επήρεν ο Πομπήϊος και έκαμε πανομοιότυπον θέατρον εις την Ρώμην. Επέστρεφε, τότε, ο Πομπήϊος από την Ασίαν κατακτητής, και επέρασε από την Μυτιλήνην. Με την πομπώδη συνοδείαν του επήγε εις το θέατρον της Μυτιλήνης, να τον ιδή ο λαός. Ο κατακτητής ενεθουσιάσθη από την μεγαλοπρέπειαν και την αρχιτεκτονικήν αυτού του θεάτρου, κυρίως από το γεγονός ότι ημπόρεσε να χωρέση όλην την πομπήν της συνοδείας του, ακόμη και τους ελέφαντάς του. Παρήγγειλε εις τους μηχανικούς του να κρατήσουν το σχέδιον.Βάσει αυτού του σχεδίου έγινε, πράγματι, το θέατρον της Ρώμης. Και ο ιστορικός της εποχής του Αυγούστου το αναφέρει, ότι η Ρώμη είχε και θέατρον ελληνικόν."

Ο Δαίρπφελδ χαμογέλασε ελαφρά:
-"...Επειδή δε ο λόγος περί ελεφάντων, να σας πώ τί έγινε προ ημερών εις το Λονδίνον. Εις μίαν αυτοκρατορικήν παρέλασιν, με επικεφαλής τον λόρδον Δήμαρχον, υπήρχον και μερικοί ινδικοί ελέφαντες μαχαραγιάδων. Τα μεγάλα ζώα επερνούσαν σοβαρά και αδιάφορα  εμπρός από το πλήθος που  τα εκοίταζε, όταν έξαφνα διέκρινον κάτι λεοντάρια. Οι ελέφαντες εμύρισαν τον αέρα, άφησαν την γραμμήν της πομπής, την σοβαρότηττα και τον λόρδον Δήμαρχον, και εχίμησαν επάνω εις τα λεοντάρια. Αλλά τα λεοντάρια ήσαν μερικοί αθώοι φοιτηταί, ενδεδυμένοι με λεονταρίσιες προβιές. Συνηθίζουν, ξέρετε, κάτι τέτοιας παραλλαγάς οι Αγγλοσάξονες...".

Θυμούμαι τον Γουλιέλμον Δαίρπφελδ να μιλά έπειτα , στα ερείπια του αρχαίου λεσβιακού θεάτρου, για τον κόσμο των Ελλήνων. Για τους Αχαιούς. Για τους Φοίνικες. Οι Αχαιοί από πού ήρθαν; Προσπαθούσε θυμούμαι, να βρη ομοιότητες στα ομηρικά έπη και στους βάρδους των βορείων λαών της Ευρώπης.
-"Κοιτάξτε τα ομηρικά έπη σας. Δεν πρόκειται δια πρωτόγονον ποίησιν και τεχνικήν. Ο ΄Ομηρος είναι ακμή.Συνεπώς προηγήθη μία άνθησις πολιτισμού τον οποίον είχον λάβει οι λαοί αυτοί. Από πού ήλθον οι Αχαιοί;Από τον Βορρά; Εις την Νυρεμβέργην ευρέθησαν προ ολίγου χρόνου τάφοι παρόμοιοι με εκείνους που ευρήκα και εγώ εις την Ιθάκην...".

Εις την Ιθάκην....ο λόγος πέρασε απότομα στην πυρακτωμένη περιοχή της ψυχής: ΄Ολος ο βίος αυτού του αρχαιολόγου, όλες οι έρευνες και οι ανασκαφές του συμπυκνώνονταν εκεί : στην ιδέα του ότι η ομηρική Ιθάκη είναι η Λευκάδα. Θυμάμαι πώς λάμψανε τα μάτια του, σ΄εκείνο το αρχαίο θέατρο της Μυτιλήνης, εκείνο το χειμωνιάτικο πρωινό του 1930, πόσο ο λόγος του ήαν ανέκκλητος:
-" Iθάκη είναι η σημερινή Λευκάς! Μου παρεπονέθησαν οι Ιθακήσιοι ότι τριών χιλιάδων ετών δόξαν τους την παίρνω δια μιάς. Τους απεκρίθην : " ΄Οχι, φίλοι μου. Το εναντίον! Να σας αποδώσω δικαιοσύνην ζητώ. Πραγματική πατρίς σας είναι η Λευκάς. Τα χωράφια και τα κτήματα εκεί πέρα είναι ιδικά σας, όχι των Λευκαδίων. Κάμετε το ταχύτερον μίαν αίτησιν εις τον ΄Αρειον Πάγον και ζητήσατέ τα. Μάρτυρες δια το δίκαιόν σας: Εγώ και ο ΄Ομηρος!"

Ιδέστε το ψήφισμα των αρχαιολόγων για τον Γουλιέλμον Δαίρπφελδ . 1932:
" 'Εδοξεν τη Συνόδω των Αρχαιολόγων των εν Αθήναις: Επειδή Γουλιέλμος Δόρπφελτ ανήρ διαφέρων τη αρχιτεκτονική τέχνη και περί τα άλλα εις την αρχαιολογικήν επιστήμην ανήκοντα καλώς πεπαιδευμένος, προ πεντήκοντα ετών κατασταθείς γραμματεύς της Αθήνησιν Γερμανικής Σχολής, την επιδημίαν και ανατροφήν καλήν και αξίαν εποιήσατο πάσι τοις παρ΄αυτού την επιστήμην παραλαβείν βουλομένοις, εαυτόν αεί πρόθυμον παρασχόμενος, υπέρ ών και απεμαρτύρηται αυτών πλειστάκεις ενί των παντοδαπών συνθιασωτών , έτι δε νυν πάσαν σπουδήν υπέρ της ιστορίας και των υπομνημάτων της Αρχαίας Ελλάδος ποιούμενος διατελεί. 
Περί δη τούτων δεδόχθαι επαινέσαι Γουλιέλμον Δόρπφελτ,φιλέλληνα και φιλαθήναιον, και στεφανώσαι αυτόν θάλλω στεφάνω ή πέραν ή της πεντηκοστής αυτου αμφιετηρίδος, άγηται ημέραν, είναι δι΄αυτόν προστάτην και ευεργέτην της Συνόδου τούδε ψηφίσματος.
Τούδε αντίγραφον μεταδούναι αυτώ τους θιασώτας υπογράψαντες και τα ονόματα ίνα ειδή την της Συνόδους ευχαριστίαν.
Διεύθυνσις Αρχαιοτήτων, Αρχαιολογική Εταιρεία, Αγγλική Σχολή, Αμερικανική Σχολή, Αυστριακή Σχολή, Γερμανική Σχολή, Ιταλική Σχολή".

Αντίκρυ στη Μαδουρή είναι ένας καταπράσινος κάβος, η Αγία Κυριακή. Εκεί αναπαύεται ο Γουλιέλμος Δαίρπφελδ, ο φιλέλλην και φιλαθήναιος. Επήγα στο ξύλινο σπίτι που κατοικούσε, στην κορφήτ ου ωραίου λόφου, περπάτησα στα μονοπάτια που χάραξε. Εδώ κι΄εκεί τα πεζούλια όπου καθόταν να δή τον ήλιο να βασιλεύη. Είναι ο "βράχος Νυμφών" , το "Μνημείον Οδυσσέως" ή " Ομηρική Ιθάκη".

Ο ναυπηγός καθηγητής- που έχει τώρα το σπίτι του Δαιρπφελδ- αναθυμόταν τη ζωή του Γερμανού αρχαιολόγου στη Λευκάδα, ανέτρεχε στις έρευνές του, στο πάθος του για αναζήτηση της ομηρικής Ιθάκης, στους ομηρικούς στίχους όπου βάσιζε την άποψή του ο Δαιρπφελδ, στις τοποθεσίες της Λευκάδας που τις ταύτιζε με τους χώρους της ομηρικής Ιθάκης.

-"Εκεί , εις εκείνην την αγκάλην που βλέπετε πρέπει να ήταν το κτήμα του Λαέρτη...".
Ο ήλιος βασίλευε. Η ομορφιά του τοπίου είχε έναν τόνο δραματικό. Η ομηρική Ιθάκη. Αναζητούσε πράγματι την Ιθάκη ο Γουλιέλμος Δαιρπφελδ; ΄Η η Λευκάδα του ήταν πρόσχημα ως Ιθάκη; Για να μην φύγει ποτέ, κάνοντάς την νύχτες σπουδής και αγρύπνιας.Και τάφο.

Πάνω απ΄τη γαλήνη αυτού του παραθαλάσσιου τάφου, του λευκαδίτικου, του Γουλιέλμου Δαίρπφελδ, συλλογιζόμουν πόσο ο τόπος αυτός εδώ έχει ως παρακαταθήκη τον σπόρο του μύθου και τη φωνή που καλεί. Θυμόμουν έναν άλλον τάφον ξένου, κοντά στο αρχαίο τείχος των Δελφών, πλάι στο αρχαίο θέατρο , κάτω απ΄τις Φαιδριάδες: του Γεωργίου Κραμ Κουκ. Αυτού που ίδρυσε τους Provincetoun Players, που θεμελίωσε το νεώτερο αμερικανικό θέατρο και που , γυρεύοντας μιά πατρίδα πνευματική, έφτασε κάποτε στους Δελφούς κι΄έμεινε από τότε εκεί, συντροφευμένος, στο χώμα που τον σκέπει, από μιά κολόνα του Ιερού των Δελφών.

Hλίας Βενέζης
ΕΦΤΑΛΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΕΣΤΙΑΣ
                                                                   
**************************                   

Λευκάδα: Η ομηρική Ιθάκη κατά τον Γ. Δαίλπφερδ

(από mylefkada.gr)http://www.mylefkada.gr/monimes-stiles/parembaseis-apo-ton-th.-georgakh/ithaki-daiplferd-14385.html

 

Γράφει ο Θοδωρής Γεωργάκης.

Ακριβώς με την έναρξη του 20ου αιώνα ο Γερμανός αρχαιολόγος Γουλιέλμος Δαίρπφελδ, ήρθε να ταράξει τα νερά της ιστορίας παγκοσμίως με την εμπεριστατωμένη εργασία του, απ' την οποία προκύπτει πως η Ομηρική Ιθάκη είναι η σημερινή Λευκάδα, εργασία που πρωτοδημοσιεύθηκε το 1902 με τον τίτλο <> και η οποία προκάλεσε διαμάχη μεταξύ των ειδικών όλων των εθνών και διαμορφώθηκαν τρεις κατηγορίες μελετητών. Κατά πρώτον αυτοί που είναι ακτηγορηματικά αντίθετοι και πιστεύουν πως η Ομηρική Ιθάκη ταυτίζεται απόλυτα με την σημερινή Ιθάκη, που όλοι γνωρίζουμε, ακολούθως αυτοί που απορρίπτουν εν μέρει την θεωρεία του Δ. και τέλος αυτοί που την αποδέχονται σαν ορθή.


Ο Δαίρπφελδ, ύστερα από επιτόπια έρευνα και ανασκαφές, το 1900, στην σημερινή Ιθάκη, κατέληξε σε πάρα πολλές αμφιβολίες, κατά πόσον ταυτίζεται η Ομηρική Ιθάκη και η σημερινή, αποφασίζοντας να αναζητήσει την Ιθάκη στην σημερινή Λευκάδα, όπου αρχίζοντας τις ανασκαφές στο κάμπο του Ελλομένου, μαζί μετην επιστημονική του ομάδα, το 1900, εξεπλάγη με την ανταπόκριση των δεδομένων του Ομηρικού Έπους προς την Λευκάδα. Το Ομηρικό Έπος της Οδύσειας, στους στίχους 21-26 του ι, αναφέρεται σε τέσσερα νησιά και με συγκεκριμένη σειρά, ενώ τα δύο μεσαία τα αναφέρει, μάλιστα, με το συμπλεκτικό τε, ήτοι Δουλίχιόν τε Σάμη τε.
Οι σχετικοί αυτοί στίχοι έχουν ως εξής:

Nαιετάω δ' Ιθάκην ευδείλεον, εν  δ' όρος αυτή
Νήριττον εινοσίφυλλον, αριπρεπές, αμφί δε νήσοι
πολλαί ναιετάουσι μάλα σχεδόν αλλήλησιν,
Δουλίχιόν τε Σάμη τε και υλήεσσα Ζάκυνθος.
Αυτή δε χθαμαλή πανυπερτάτη είν' αλί κείται
προς ζόφον, αι δε τ' άνευθε προς ηώ τ' ηέλιόν τε

Ο Δ. μεταφράζει αυτούς τους στίχους ως εξής: " Κατοικώ στη Ιθάκη, το νησί με το ωραίο δειλινό. Απάνω σ' αυτή είναι το όρος Νήριττον, δασωμένο και ισχυρό, πέριξ δε της Ιθάκης βρίσκονται πολλά νησιά, πολύ κοντά το ένα στο άλλο, δηλαδή το Δουλίχιον και η Σάμη και η δασώδης Ζάκυνθος. Αυτή, ( η Ιθάκη ), βρίσκεται κοντά στη ακτή, σαν η τελευταία απ' όλα τα νησιά προς δυσμάς, τα δε άλλα νησιά βρίσκονται μακριά απ' την ακτή προς την ανατολή και τον ήλιο".
Ακριβώς εδώ σ' αυτούς τους στίχους ο Δ. εντοπίζει τις δύο εκφράσεις του Ομήρου κλειδί, οι οποίες προσδιορίζουν τα τέσσερα νησιά. Είναι οι εκφράσεις "πανυπερτάτη προς ζόφον" και "χθαμαλή είν' αλί κείται". Πρόκειται για δύο χαρακτηριστικά της Ιθάκης, τα οποία προσδιορίζουν τα τέσσερα Ομηρικά νησιά ως εξής: Το Δουλίχιον είναι η σημερινή Κεφαλλονιά, η Σάμη είναι η σημερινή Ιθάκη, η Ζάκυνθος η σημερινή Ζάκυνθος και η σημερινή Λευκάδα είναι η Ομηρική Ιθάκη. Απ' τις δύο ανωτέρω χαρακτηριστικές φράσεις, η μέν "πανυπερτάτη προς ζόφον" , σημα'ινει, κατά τον Δ., όχι μόνο η πιό δυτική, (ζόφος = δύση), αλλά και η πιό έξω, η τελευταία προς μία κατεύθυνση και η τελευταία είναι η Λευκάδα.

Η δε έκφραση "χθαμαλή είν' αλί κείται", τουτέστιν είναι κοντά στην στεριά, αυτή δεν μπορεί να είναι άλλη παρά η Λευκάδα, η οποία βρίσκεται κοντά στην Ακαρνανική ακτή.
Πέραν των δύο τούτων βασικότατων χαρακτηριστικών, που μας οδηγούν ασφαλέστατα στο συμπέρασμα πως, η Ομηρική Ιθάκη συμπίπτει με την σημερινή Λευκάδα, ο Δαίρπφελδ
προχώρησε και σε αξιολόγηση των τοπωνυμίων και των χαρακτηριστικών επιθέτων, που πρσδίδει ο όμηρος στην Ιθάκη, αντιπαραβάλλοντάς τα στις σημερινές Ιθάκη και Λευκάδα.



Το όρος Νήριττον το ταυτίζει με την σημερινή Ελάτη, το όρος Νήιον με τους σημερινούς Σκάρους, ο όρμος του Φόρκυνος δεν είναι άλλος απ' τον όρμο των Συβότων, το χοιροστάσιο του Εύμαιου , του πιστού βοσκού του Οδυσσέα το τοποθετεί μεταξύ Συβότων και Ευγήρου, ο όρμος που αποβιβάστηκε ο Τηλέμαχος, ο γιός του Οδυσσέα, κατά την επιστροφή του απ' την Πύλο, όπυ πήγε να ζητήσει βοήθεια κατά των Μνηστήρων, είναι ο όρμος Σκύδι, το λιμάνι της Ιθάκης είναι ο όρμος του Βυχού, το λιμάνι Ρείθρο είναι στι Νυδρί εκεί που εκβάλλει ο χείμαρος Δημοσάρι, η κρήνη (πηγή) της Ιθάκης είναι η πηγή κάτω απ' την Παλιοκατούνα, το αγρόκτημα του Λαέρτη , του πατέρα του Οδυσσέα, είναι το σημερινό κτήμα του "Πασσά", η Λευκάς Πέτρη είναι το ακρωτήριο Δουκάτο.


 Ο Δαίρπφελδ έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα σε ένα άλλο καθοριστικό στοιχείο που αναφέρει ο Όμηροςκαι συγκεκριμένα το νησάκι Αστερίς. Πρόκειται για το νησάκι πάνω στο οποίο είχαν στήσει ενέδρα οι Μνηστήρες στον Τηλέμαχο για να τον σκοτώσουν, όταν ο τελευταίος επέστρεφε απ' την Πύλο, όπου είχε μεταβεί για να ζητήσει βοήθεια, προκειμένου να ξεκάνει τους Μνηστήρες. Το νησάκι αυτό ο Όμηρος το χαρακτηρίζει σαν ειρισκόμενο στο μέσον της θάλασσας, πετρώδες και με διπλό λιμάνι. Οι υποστηρικτές της κλασσικής θεωρείας, που ταυτίζουν Ομηρική και σημερινή Ιθάκη δέχονται σαν Αστερίδα το νησάκι Δασκαλιό , που βρίσκεται μεταξύ Ιθάκης και Κεφαλονιάς. Ο Δ. δέχεται σαν Αστερίδα το σημερινό Αρκούδι και τούτο γιατί ανταποκρίνεται επακριβώς στα ανωτέρω χαρακτηριστικά που του προσδίδει ο Όμηρος, ενώ το Δασκαλιό είναι μια μικρή ξέρα περίπου διακοσίων μέτρων , πράγμα που δεν ευνοούσε την ενέδρα των Μνηστήρων, αφού θα ήταν ορατοί πανταχόθεν.


Η θεωρεία του Δαίρπφελφ, πάνω από έναν αιώνα τώρα, έχει θέσει σε κινητικότητα το θέμα Ιθάκη και Λευκάδα, με άγνωστες μελλοντικές συνέπειες, την στιγμή μάλιστα που και με τις ανασκαφές του Σλήμαν στις Μυκήνες απεκαλύφθη πως, ο κόσμος του Ομήρου, δεν είναι απλά ένας κόσμος ποιητικής φαντασίας, αλλά ανταποκρίνεται και στην πραγματικότητα.

Φωτογραφίες του Δαίλπφερδ, από τις ανασκαφές του στην Λευκάδα.

Τρίτη 20 Μαΐου 2014

ΤΟ ΙΕΡΑΤΕΙΟ ΤΩΝ ΕΛΕΥΣΙΝΙΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ




Κατά την παράδοση, ιδρυτής των μυστηρίων της Ελευσίνας ήταν ο Εύμολπος,αρχηγέτης του γένους των Ευμολπιδών, ευσεβής βασιλιάς και αρχιερέας στον οποίο η Δήμητρα εμπιστεύθηκε τα σεμνά όργια , αλλά και φιλόπατρις , πεσών υπέρ πατρίδος στον αγώνα εναντίον των Αθηναίων.Το όνομά του το πήρε λόγω της ευφωνίας του η οποία εκληροδοτείτο για όλους τους διαδόχους του, ως απαραίτητο λειτουργικό εφόδιο μέχρι των εσχάτων των μυστηρίων χρόνων. ΄Ετσι και ο  Κήρυξ, ο γενάρχης των Κηρύκων είχε το όνομά του από το κηρύττειν και οι Κροκωνίδες από το κρουκούν τους μύστες. Το γένος των Ευμολπιδών ήταν από τα επιφανέστατα όχι μόνο στην Ελευσίνα, αλλά και μεταξύ των ευγενέστατων οίκων των Αθηνών, και γι΄αυτό οι Ευμολπίδες ασκούσαν σπουδαία επί τα δημόσια επιρροή, και μαζί με τους Κήρυκες ήσαν οι κύριοι επιμεληταί των μιστηρίων, όλα δε τα μέλη του οίκου ακόμα και αυτά που δεν είχαν ιερατικό αξίωμα, είχαν το δικαίωμα να μυούν, ώφειλαν να λογοδοτούν και πολλές φορές τους βρίσκομε συγκεντρωμένους σε κοινές συσκέψεις. Ως προς τη διοίκηση των μυστηρίων και την ερμηνεία των άγραφων νόμων είχαν κληρονομικά δικαιώματα κατωχυρωμένα από την πολιτεία . Αλλά και δικαστική εξουσία είχαν, αποτελούντες δικαστιό σώμα, το οποίο υπό την προεδρία του βασιλιά έκρινε δίκες θρησκευτικής φύσεως και ασέβειας στα μυστήρια.

 ΙΕΡΟΦΑΝΤΗΣ
Από τον οίκο των Ευμολπιδών ελαμβάνετο ο Ιεροφάντης, ο πρώτος τη τάξει στην Ελευσινιακή ιεραρχία, ισότιμος με τον pontificem maximum  των Ρωμαίων. Προίστατο των μυστηρίων ως υπέρτατη αρχή . Η Αθηναϊκή πολιτεία παρείχε στους Ιεροφάντες τις ίδιες τιμές  με αυτές των ανώτατων πολιτικών αρχόντων, και μάλιστα ανώτερες από αυτές των ιερέων των αρχαίων επιχωρίων θεοττήτων.Στους δε καταλόγους των αεισίτων, και των σιτουμένων στο πρυτανείο, πρώτοι αναγράφονταν οι ιερείς της Ελευσίνας, ενώ οι ιερείς της Πολιούχου ούτε καν μνημονεύονται.
Στον καθημερινό βίο και στην μυσταγωγική λειτουργία ο Ιεροφάντης φέρει, χιτώνα ποδήρη και επενδύτη με φαρδιά ημιβραχιόνια,αξίωμα του Δαδούχου, το οποίο διετηρείτο στον ίδιο οίκο διατηρουμένων επί δύο αιώνες κατ΄εναλλαγ ζωσμένο με ζώνη περιεστραμμένη και δεμένη πίσω σε κόμπο. Η μακριά κόμη έχει δεθεί σε κρωβύλο, συνεχόμενο με περίδεσμο. Η αρχαιότροπη αυτή περιβολή και η διάταξη της κόμης, δεν υπήρχαν πιά στα χρόνια του Θουκυδίδη, ωστόσο διατηρήθηκαν στα μυστήρια και στην ορχήστρα και γι΄αυτό δεν είναι αλήθεια αυτό που λέγεται από τον Αθήναιο ότι οι ιερείς της Ελευσίνας έλαβαν τον τύπο της στολης τους από τη θεατρική περιβολή του Αισχύλου. Στα μεγάλα μυστήρια και μάλιστα στα εποπτικά έφερε βαρύτιμη πορφυρή περιβολή κατάστικτη από χρυσά άστρα.
Το αξίωμα του Ιεροφάντη ήταν ισόβιο, όπως μαρτυρούν οι επιγραφές και κληρονομικό εντός του γένους των Ευμολπιδών, όπως μπορούμε να εικάσουμε και από τογεγονός ότι για δύο αίώνες εναλλάσονται δύο ονόματα αυτά του Ιππονίκου και Καλλίου. 
Από πολλές αρχαίες μαρτυρίες βεβαιούται ότι ο Ιεροφάντης είχε αυστηρή υποχρέωση να είναι έγγαμος, μνημονεύονται γιοί και θυγατέρες αυτών, αλλά αφ΄ετέρου ώφειλε κατά την περίοδο των εορτών να αγνεύει και να απέχει από τα αφροδίσια, καταστέλλοντας με κώνειο κάθε σαρκική διέγερση και περιερχόμενος σε κατάσταση ανικανότητας.
Ο Ιεροφάντης κατά την περίοδο των μυστηρίων  γινόταν ιερώνυμος, αποβάλλοντας το κοσμικό όνομα και προσαγορευόμενος δια του τίτλου του ή καλούμενος ίσως Ποσειδώνιος ( ο  Εύμολπος θεωρείτο γιός του Ποσειδώνα)  όπως συνάγεται από επιγραφή  συν δε Ποσειδάωνι φερώνυμος ευ παρεκλήθη.Προς ακριβέστερο καθορισμό πρσετίθετο το όνομα του πατρός μεταξύ του τίτλου και του δημοτικού, Ιεροφάντης Ευστρόφου Πειραιεύς - Ιεροφάντης Μενεκλείδου Κυδαθηναιεύς κ.λπ.
Το σπουδαιότατο από τα έργα του ήταν το φαίνειν τα ιερά, απ΄όπου είχε και το όνομα. κατά τον οργανικό νόμο των μυστηρίων ώφειλε με τον Δαδούχο να μεριμνά για την αθροώτερη προσέλευση των Ελλήνων στα μυστήρια, και για τις απαρχές κατά τα πάτρια και την μαντεία από τους Δελφούς και για τούτo έδινε συστατικές επιστολές στους σπονδοφόρους  που καλούσαν τους ΄Ελληνες να μετέχουν στα μυστήρια "ως πας Ευμολπίδης και Κήρυξ εμύει μύστας και ο Ιεροφάντης, αμειβόμενος δι΄ οβολού  καθ΄ημέραν". Επιμελείτο με όλους τους Ευμολπίδες για την εύκοσμη παραπομπή των ιερών από την Ελευσίνα στην πόλη και το αντίθετο. Μαζί με τον Δαδούχο συνέτασσε την πρόρρηση, την οποία εκήρυττε  στην Ποικίλη στοά ο Ιεροκήρυξ. Εάν γεννιόταν αμφισβήτηση για το αποδεκτό κάποιου μύστη, έκρινε ο Ιεροφάντης. Ερμήνευε ως νομικός σύμβουλος της πολιτείας τους άγραφους θείους νόμους σύμφωνα με τις παραδόσεις που επιζούσαν από γενιά σε γενιά, και περιβάλλονταν από μυστήριο και ιερότητα και ευλάβεια, οι οποίες καλούνταν νόμοι, αρχαία νόμιμα, τα πάτρια Ευμολπιδών, τα ιερά και πάτρια. Το δικαίωμα αυτό  δεν το είχαν οι Δαδούχοι. Επειδή η αισχροκέρδεια ωργίαζε στην πανήγυρη της Ελευσίνας, ασκούσαν αυστηρή εποπτεία με τους αρμόδιους άρχοντες στους δούλους ( αστυφύλακες της αγορανομίας) που είχαν ορισθεί να επιβλέπουν την ακρίβεια των μέτρων και σταθμών, για να μην δυσφημείται η πόλη και προκαλείται δυσαρέσκεια στους ξένους. Επιμελείτο με όλους τους Ευμολπίδες και Κήρυκες του ιερού της Ελευσίνας. ΄Οπως στους θεράποντες κάθε θεότητας, έτσι και στους ιερείς απαγορευόταν να περιβάλλονται και άλλο ιερατικό αξίωμα, στον δε Ιεροφάντη απαγορευόταν απολύτως να περιβάλλεται άλλα αξιώματα.Ο Ιεροφάντης είχε προεδρία στο Θέατρο και ο θρόνος του αποτελούσε διπλό θρόνο με τον Ιερέα του Δηλίου Απόλλωνα . Ευρισκοταν δε πολύ κοντά στο θρόνο του Ιερέα του Διονυσίου του Ελευθερέως και ήταν αέισιτος , μπορούσε δε να τύχει και αδριάντος στην Ελευσίνα.
Οι Ευμολπίδες διατήρησαν το αξίωμα αυτό μέχρι την κατάλυση των μυστηρίων πλην του τελευταίου Ιεροφάντη.
Με το βαθμό του Ιερφάντη αντιστοιχεί κι΄αυτός της Ιεροφάντιδος. Αυτές φαίνεται ότι ήταν δύο, η μεν της Δήμητρας , η δε της Κόρης. ΄Ηταν ισόβιες , από τον οίκο των Ευμολπιδών και ιερώνυμοι από τη στιγμή που αναλάμβαναν το αξίωμά τους, τουλάχιστον δε τους ύστερους χρόνους, μπορούσαν να είναι έγγαμοι, εφόσον μνημονεύονται τα τέκνα και οι απόγονοί τους. Από τους αδριάντες των Ιεροφαντίδων που βρέθηκαν στην Ελευσίνα, βλεπουμε ότι αξιούνταν αυτής της τιμής. Κατά τον Φώτιο, οι Ιεροφάντιδες φανέρωναν τα ιερά στους μυούμενων, μιάς δε από αυτές εξαίρεται το άσμα.' ΄Αλλη καυχάται ότι εμύησε τον Αδριανό, άλλη ότι έστεψε τον Αντωνίνο και τον Κόμμοδο.



ΚΗΡΥΚΕΣ
Οι κήρυκες ΄ανήκαν στα επιφανέστατα γένη των Αθηνών. Κατά τον Παυσανία γενάρχης των Κηρύκων ήταν ο Κήρυξ, νεώτερος γιός του Ευμόλπου του βασιλιά της Ελευσίνας. Αλλά οι Κήρυκες αυτοί, μη αναγνωρίζοντας την γενεαλογία αυτή, ανήγαν το γένος τους στον Κύρυκα γιό του Ερμή και την ΄Αγραυλο ή ΄Ερση ή Πάνδροσο, κόρες του βασιλιά των Αθηνών Κέκροπα. Πολλοί αρνήθηκαν την εξ Ελευσίνος καταγωγή τους, δεχόμενοι ότι κατά την πολιτική ένωση της Ελευσίνας με την Αθήνα οι Κήρυκες, Αθηναίοι, δόθηκαν με την συνθήκη από την Αθήνα σε ιερά , αντίρροπο των Ευμολπιδών και της Ελευσίνας. Τϊποτα δεν είναι βέβαιο. Τα μέλη του γένους , έχοντας δικό τους άρχοντα, συσκέπτονταν στην Ελευσίνα στον οίκο των Κηρύκων, συνεδριάζοντας πολλές φορές δε  έκαναν κοινές συσκέψεις με τους Ευμολπίδες. Πολιτικά αξιώματα είχαν οι Κήρυκες κατά τους τελευταίους αυτοκρατορικούς χρόνους. Ο οίκος των Κηρύκων είχε τα περισσότερα ιερατικά αξιώματα.  Ενώ οι Ευμολπίδες κατά προνόμιο περιβάλλονταν μόνο τον πρώτο βαθμό της ιεραρχίας, οι Κήρυκες περιβάλλονταν τρία ιερατικά αξιώματα, του Δαδούχου, του Ιεροκήρυκα και του ιερέα επί τω βωμώ.

ΔΑΔΟΥΧΟΣ.
Ο Δαδούχος ήταν ο πρώτος στην  τάξη μετά τον Ιεροφάντη και πολλές φορές μνημονευόταν μαζί του. Ονομαζόταν έτσι επειδή έφερνε δάδες στα χέρια , ρύθμιζε τον φωτισμό και σκοτισμό του Τελεστηρίου. Εφερε την ίδια στολή με τον Ιεροφάντη και κρωβύλο και στρόφιο και είχε ποικίλα προνόμια και ιερά καθήκοντα. Συμμετείχε στις καθαρτήριες και ιλαστήριες θυσίες, χρησιμοποιώντας το ιός κώδιο και έχει βοηθό την ιέρεια την δαδουχούσα. Το δικαίωμα της προρρήσεως κοινό με τον Ιεροφάντη, την διάκριση της ιερωνυμίας, αλλά σε πολύ περιορισμένο μέτρο. Ανέπεμπε ευχές. Καλούσε με τον Ιεροφάντη τους ΄Ελληνες στην προσφορά απαρχών. ¨Ηταν αείσιτος και με τον ιερέα του Πυθίου Απόλλωνα είχε διπλό θρόνο στο Διονυσιακό θέατρο. Στον απολογισμό δε του ιερού μνημονεύεται και κατοικία του  Δαδούχου. Το αξίωμα ήταν κληρονομικό και ισόβιο, ανήκε στον ίδιο οίκο, του οποίου τα μέλη τα δικαιούμενα σε διαδοχή έφεραν εναλλάξ τα ονόματα Καλλίας και Ιππόνικος.

ΙΕΡΟΚΗΡΥΞ
΄Ετσι καλείται στους κλασσικούς χρόνους και τους Ρωμαϊκούς και από τον Ξενοφώντα ο των μυστών Κήρυξ. Επίσης στο Διονυσιακό θέατρο θρόνος επιγράφεται Ιεροκήρυκος. Στην εκλογή αυτού υπολογιζόταν πρωτίστως η διαύγεια και η οξύτης της φωνής. Αυτός εκήρυττε την πρόρρηση κατά τον αγυρμό, κατά δε την  έναρξη επέτασσε ιερά σιγή.Στην τελετή υποδυόταν τον Ερμή, που στέλλεται από τον Δία στον ΄Αδη. Ελάμβανε ως μυσταγωγός από κάθε μύστη καθημερινά μισό οβολό. Κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους εδικαιούτο να λαμβάνει και υψηλά αξιώματα. Το αρχείο του στην Ελευσίνα ονομαζόταν Κηρύκειο.

Ο ΕΠΙ ΤΩ ΒΩΜΩ ΙΕΡΕΥΣ.
Για πρώτη φορά μνημονεύεται σε γνωστό ψήφισμα των κλασσικών χρόνων. Αργότερα καμμία μνεία δεν γίνεαι γι΄αυτόν και μόνο στους αυτοκρατορικούς χρόνους μνημονεύεται συχνότερα. Ανήκε στο γένος των Κηρύκων, και είχε ως έργο να θυσιάζει τα θύματα στον περίβολα του ιερού. Αλλά στην Ρωμαϊκή κυριαρχία φαίνεται ότι προσέλαβε αίγλη, γιατί το αξίωμα αυτό το έφεραν σπουδαίοι άνδρες. Ο Λ. Μέμμιος καυχάται ότι εμύησε τρεις αυτοκράτορες Ρωμαίους, τον Μ. Αυρήλιο και τον Κόμμοδο. Σαν μυσταγωγός λάμβανε αμοιβή . Και οι τρεις α υτοί βαθμοί είχαν προεδρία στο θέατρο, ήταν αείσιτοι, τύγχαναν αδριάντων στην Ελευσίνα και τα αξιώματά τους ήταν ισόβια και κληρονομικά σε ορισμένη οικογένεια.


ΤΟ ΑΛΛΟ ΙΕΡΑΤΕΙΟ.
Εκτός από τους προηγούμενους υπήρχε στην Ελευσίνα μεγάλος βαθμός και άλλων ιερατικών αξιωμάτων.
1) Η Ιέρεια της Δήμητρας , η οποία καλείτο και ιέρεια και στους αυτοκρατορικούς χρόνους ιέρεια της Δήμητρος και της Κόρης. Ανήκε στον οίκο των Φιλλειδών, κατοικούσε στην Ελευσίνα, στην Ιερά οικία, συντηρούμενη από τον ιερό θησαυρό, ήταν επώνυμη του έτους στην Ελευσίνα και ισόβια. ΄Οτι αυτή είναι επώνυμη και όχι ο Ιεροφάντης, μαρτυρεί ότι το πάλαι η λατρεία της Δήμητρας ήταν λατρεία γυναικών και η σεπτοτάτη πασών. Στα δρώμενα στα λειτουργικά δράματα , υπεδύετο την Κόρη και τη Δήμητρα, όπως ο Ιεροφάντης τον ΄Αδη και τον Δία. Στα ψηφίσματα μνημονεύεται  με τον Ιεροφάντη και ενίοτε πριν απ΄αυτόν, φαίνεται δε ότι πολλές φορές είχε προστριβές με αυτόν και ρίξη για την αρμοδιότητα στη θυσία και στα γέρα.
2) Οι Σπονδοφόροι, αυτοί που έφερναν τις σπονδές ανά την Ελλάδα και καλούσαν στα μυστήρια λαμβάνονταν από τον οίκο των Ευμολπιδών και των Κηρύκων.
3) Ο ιερεύς παναγής, προνόμιο των Κυρύκων. Ο θρόνος του στο Διονυσιακό θέατρο επιγράφεται Κήρυκος παναγούς και ιερέως. Κάποια έργα τους τα αγνοούμε.
4) Ιέρειες παναγείς, είχαν το προνόμιο να αγγίζουν και να περιφέρουν τα ιερά. Αποτελούσαν κοινότητα θρησκευτική και ζούσαν κοινοβιακά, σε οικίες που συντηρούνταν από το ιερό, άγαμες, αφοσιωμένες στην λατρεία των δύο θεοτήτων. Δεν είναι αυτές που καλούνταν Μέλισσες, γιατί το όνομα αυτό έφεραν μόνο αυτές του Ιερού της Δήμητρας στην Πάρο.
5) Ο φαιδυντής, ο οποίος συνήθως καθάριζε τα αγάλματα των θεών, δια του ορθάπτου, πιλήματος φοινικού εξ΄ερίων.
6) Ο Ιακχαγωγός , ήταν ισόβιος, είχε προεδρία στο θέατρο και ασφαλώς θα ήταν Αθηναίος. Την 19η Βοηδρομιώνος άρχιζαν από πρωί οι προπαρασκευές για την επαναφορά των Ελευσινίων ιερών. Ο άρχοντας βασιλιάς ή ο άρχοντας των Ευμολπιδών σύμφωνα με επιγραφή του 200 μ. Χ, καλώντας εν καιρώ τον κοσμητή των εφήβων, παρήγγελλε να ετοιμάσει αυτούς, ώστε ένστολοι και με όπλα να συνοδεύσουν πάλι τα ιερά. Οι αρμόδιοι ιερείς παρελάμβαναν αυτά από το Ελευσίνιο στην πόλη, όπου είχαν αποτεθεί και με πομπή παρακολουθούμενοι από πολυάριθμο πλήθος πορεύονταν μέσω της αγοράς στο Ιακχείο, στο Δϊπυλο. Από εκεί αφού παραλάμβαναν το ξόανο του Ιάκχου, αντιπροσώπου της πόλεως, ο οποίος ταυτίστηκε αργότερα με τον Διόνυσο, φέρον δάδα, το τοποθετούσαν σε άμαξα, που συνόδευε ο ειδικός ιερέας , ( Ιακχαγωγός) και έπειτα αφού ευπρεπιζόταν όλη η  πομπή, έβγαιναν από την Ιερά πύλη, την οποία προ ετών αποκάλυψε ο Bruckner, και από εκεί ξεκινούσαν για την Ελευσίνα από την Ιερά οδό της οποίας τα ίχνη ακολουθεί και η σημερινή ομώνυμη οδός.
7) Ο ιερεύς Θεού και Θεάς και Ευβουλέως. Εκτός από την θεική τριάδα Δήμητρα-Κόρη- τω θεώ και Τριπτόλεμος , υπήρχε και η τριάδα Θεός -Θεά και Ευβουλεύς (΄Αδης). Δεν γνωρίζουμε ποιοί ήταν . Εικάζεται ότι ήταν Πελασγικοί αρχαίοι Θεοί, διότι οι Πελασγοί είχαν ανώνυμους Θεούς άν δεχθουμε πως τα μυστήρια ήταν Πελασγικής προελεύσεως.
8) Ο Νεωκόρος,  που κοσμούσε και επιμελείτο τον ναό της Δήμηρας, έχοντας σαν κατοικία το νεωκόριο στον περίβολο του ιερού.
9) Ο Υδρανός,ο οποίος είχε ως έργο τον καθαρμό του μύστη . Η κάθαρση αυτή αντιστοιχούσε προς το Χριστιανικό βάπτισμα και τελείτο με ραντισμό. Το όνομά του προέρχεται από το υδραίνειν, πλύνειν, ραντίζειν δια ύδατος.
10) Ο Λικνοφόρος ο οποίος έφερε το ιερόν Λίκνον (κόσκινο) το οποίο σειόμενο βοηθούσε στον καθαρμό όπως ακριβώς το κόσκινο σειόμενο αποχωρίζει από τον σίτο τα άρχρηστα και επιβλαβή. Τα νεογέννητα τοποθετούνταν σε λίκνο για να καθαριστούν από τους ρύπους του τοκετού. Και τα λικνιζόμενα βρέφη απομιμούνται τις καθαρτικές κινήσεις του κόσκινου. Δήμητρος γαρ καρπών το εργαλείον.
11) Ο Ιεραύλης, υμνωδοί και υμνήτριες.Κατά τις τελετές τα λεγόμενα εμψυχόνονταν με μουσική.Πολλές φορές αναφέρονται και ύμνοι που μεθούσαν με την μουσική τους μυούμενους, οδηγώντας τους σε γοητευτική ευλάβεια, μέσα τα οποία χρησιμοποιούμε και σήμερα. Ο Πολυδεύκης μεταξύ του ιερατείου μνημονεύει και τον Ιέραυλο,ο οποίος συνόδευε με τον αυλό τα άσματα συντονίζοντας τους Υμνωδούς και τις Υμνήτριες . Στοβ. Ανθ. φωναί και σεμνότητες ακουσμάτων ιερών.
12) Ο Πυρφόρος, παις που έφερε χλαμύδα και στρόφιο, ο οποίος διατηρούσε το πυρ και το έφερε στους βωμούς δια την τέλεση των μυστηρίων. ίσως να είναι ο 
13) ο παις αφ΄εστίας.Εστία είναι  στο κέντρο της πόλεως ή στο Πρυτανείο, όπου καιγόταν το άσβεστο πυρ, το οποίο λάμβαναν οι άποικοι, για να διαδηλώσουν τον ιερό σύνδεσμο της αποικίας με την μητρόπολη. Τον άρρηκτο σύνδεσμο της πόλεως προς τα ιερά στην Ελευσίνα παρίστανε σαν αντιπρόσωπος της πόλεως μυηθείς δημοσία δαπάνη στο πρωτανείο, ο παίς αυτός (ή κόρη), ο οποίος χωρίς να είναι ιερεύς τελούσε ιερατικά καθήκοντα, ευχόμενος όπως οι ιερείς υπέρ πάντων . Η μύηση του παιδός στην εστία της πόλεως γινόταν ίσως κατ΄απομίμηση της θεραπείας του βασιλόπαιδος Δημοφώντα στην εστία των ανακτόρων από την Δήμητρα και ίσως από τους Κροκωνίδες , οι οποίοι ειδικώς λάτρευαν και την Εστία. Κατά τα Ανέκδοτα του Bekker αυτός κληρονόταν από έναν αριθμό προεκλεγμένων παίδων ( ή κορών) και αντιστοιχεί στον Αναγνώστη, της Ορδόδοξης Εκκλησίας , ο οποίος και την Αποστολική περικοπή μπορεί να διαβάζει στο ναού και τους Ιερούς Ψάλτες να βοηθά και τον Ιερέα κατά την περιφορά των Αγιών.
Ο τίτλος ήταν τιμητικότατος και στον περίβολο του ιερου της Ελευσίνας βρέκθηκε εικοσάδα βάθρων ααδριάντων παίδων ή κορών, μυηθέντων, τους οποίους έφτιαξαν οι οικογένειές τους. Στην απονομή της τιμής αυτής προσετίθετο ενίοτε επικουρος και ο δήμος ή η βουλή ή ο ΄Αρειος Πάγος.
14) Ο Πολυδεύκης τέλος μνημονεύει και ιερέα δαειρίτην και ιέρειαν διειρίτιν, ιερείς της θεάς Δα(ε)ίρας, (δάειρα(δαήνται) ή γνώσεις (δαίειεν) η καίουσα (δαήρ) ή ανδραδέλφη) η οποία φαίνεται ότι ήταν χθονία θεότητα, παλαιά, εχθρική προς την Δήμητρα και την Κόρη, και γι΄αυτό η ιέρεια της Δήμητρας ούτε παρίστατο κατά την προς την Δάειρα θυσία , ούτε γευόταν από τα θύματα. Λέγεται από τον Παυσανία, θυγάτηρ του Ωκεανού, σύζυγος του Ερμή και μητέρα του επώνυμου της ιεράς πόλεως ήρωα Ελευσίνου ,και κατά τον Φερεκύδη, ήταν αδελφή της Στυγός. Κανένα ίχνος της λατρείας αυτής  δεν βρέθηκε στις ανασκαφές, φαίνεται δε ότι ούτε οι αρχαίοι γνώριζαν πολλά γι΄αυτήν. εν τούτοις ετύχανε θυσιών και κατά τους χρόνους του Λυκούργου.

ΠΗΓΉ: 
TA MΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΣΙΝΟΣ
Δημητρίου Ν.Γούδη
εκδόσεις ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
    

ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ



.............
Στεκόταν μπροστά στο παρεκκλήσι του Αγίου Λεοπόλδου. Ο κόσμος περνούσε διαβατικός κι ανέμελος για όλα. ΄Ωρα βραδινή, χαμένη μέσα στα λυκόφωτα του Μάρτη...Ετοιμαζόταν να γείρει τη σκέψη του και την ψυχή του για να λουστούν μέσα στο έξαλλο σκιόφωτο, που σκορπούσαν τα περίφημα τζαμωτά του παρεκκλησιού. Δεν είναι μόνος; Απόκανε πιά απ΄τα πετάματα των τελευταίων ημερών και θέλει να σκύψει χαμηλά,- να γίνει αφή και πέτρα.
Ποιός είπε τον πλαϊνό μας όμοιο και την ψυχή μας ουσία του Θεού;
Εκείνη τη στιγμή πέρασε μπροστά του το  μικρό καλογεράκι με τη θλιμένη όψη, που σα να το είχεν απαντήσει κάποτε ανάμεσα στους ανθώνες του Ριγκ. Τα καταμαυρα μάτια του φλόγιζαν απ΄ την αγωνία. Είχε νικήσει. Είταν ένδοξο. Χωρίς καμιά προφύλαξη, έσκυψε ανάμεσα στον κόσμο, κράτησε τη φωνή του μέσα στα χέρια και σα να του ψιθύρισε μυστικά:
-΄Ερχεται η ΄Ανοιξη. Εγώ ενίκησα μεγάλη νίκη.
-Με ποιόν;
- ΄Εκανα το κορμί μου ψυχή και τις επιθυμίες μου ιδέες...
-Πόνεσες πολύ;
-Μην το ρωτάς αυτό. Σκάψε βαθύ λάκκο και ρίξε τα! Μην μπαίνεις στο ναό. Κάνει πιό πικρή τη μνήμη. Τί ωφελεί ν΄ακουσεις :Lacrymosa dies illa, qua resurget ex favilla judicandus homo reus?.(1)
Σκάψε βαθύ λάκο και ρίξε τα! ΄Υστερα σκόρπισε πάνω τους λίγη στάχτη, για να τα σώσεις απ΄τον καιρό. Τότε θα γίνει ένα θαύμα! Εσύ θα επιστρέψεις στον εαυτό σου και κείνος θα γυρίσει σε σένα. ΄Υστερα πιά θα ταξιδέψετε στη μοναξιά. Μη μιλήσεις σε κανέναν γι΄αυτό το ταξίδι,-γιατί κανείς δε θα μπορέσει να νιώσει το θαύμα του. Νά, άρχισε! Σιωπή-σιωπή...
..............................

Τ΄αμάξι έτρεχε μεσ΄ στην ανοιξιάτικη νεροποντή. Χωμένος στο βάθος και τυλιγμένος ως το λαιμό με το παλτό, άφηνε τον εαυτό του να πλανιέται λεύτερος, χωρίς πυξίδα, πάνω στα φτερά της στιγμής,- που δεν ξέρει το "αύριο", και που περιφρονεί το "ποτέ"....
Τώρα είναι λεύτερος. Τώρα είναι μονάχος. Τώρα μπορεί να τα τολμήσει όλα.Αφήνοντας πίσω τις ακτές της πρώτης πείρας, ξέρει καλά, πως το τελευταίο ταξίδι, το πιό θεαματικό, το κάνομε πάντοτε μονάχοι. Πέρα απ΄την ηδονή, τη χαρά και τη θυσία, ο εαυτός μας παραμονεύει στον ακραίο σταθμό, για να μας συντροφέψει στον υπόλοιπο δρόμο. Η μοναξιά ψιχαλίζει πάνω μας σαν ευλογία τη σιωπή της, ενώ ο πλαϊνός μας κηδεύει τόσο ανέλεα και΄απλά τα συντρίμμια της μνήμης του,- εμάς! Σηκώνομε το μαντήλι σ΄εν΄απελπισμένο διάνεμα του πλαϊνού.απορούμε, γιατί τόσο τίμια μας αποφάσισε και τόσο ήρεμα μας κηδεύει. Μα, αλοίμονο, μέσα στην αιωνιότητα της στιγμής,- την ώρα που καλπάζαμε πάνω στα φτερά της ηδονής, στην αγκαλιά της χαράς, στο προσκεφάλι της θυσίας,- τον είχαμε κι΄εμείς λησμονημένο, δεν υπηρχε πιά για μάς!
Ποιός μόρεσε να δει κατάματα τον άλλο, την ώρα που ζήτησε παντού μα πουθενά δε βρήκε;
Ο Εξάγγελος φώναξε πως η ΄Ανοιξη μπήκε με βροχή.
Μα το ταξίδι τώρα αρχίζει...


***********************************
Σχόλιο (1)
(Δακρύβρεχτη εκείνη η ημέρα όταν θα σηκωθεί από τη στάχτη
ένοχος άνθρωπος που θα κριθεί.)

Lacrimosa ονομάζονται οι δυο τελευταίες στροφές (18η και 19η) του Λατινικού ύμνου Dies Irae γνωστού από τη χρήση του παλαιότερα στη νεκρώσιμη λειτουργία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.

Απόσπασμα από το βιβλίο του Τάσου Αθανασιάδη "ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ"
(Χρονικό από τη ζωή του Καποδίστρια.)
βιβλιοπωλείο της "ΕΣΤΙΑΣ"

Πέμπτη 15 Μαΐου 2014

Έρως και θάνατος



Με εκοίταξε ένα σούρουπο το Μάη,
το μοσκοβολισμένο Μάη το μήνα,
και η ματιά της για πάντα μού επρομήνα
ευτυχία, που το ουδέν δεν πεθυμάει.

Μα ο πόθος δε χορταίνει όσο κι α φάει,
μες την καρδιά μου μπήγεται σα σφήνα·
σα διψασμένη λυώνεται αλαφίνα
η ψυχή όση γλύκα κι α ρουφάει.

Μάγο, ανέσπερο φέγγος του θανάτου,
εσύ, ναι, με γλυκιά παρηγορία
πραΰνεις καθενός τα βάσανά του.

Μες απ΄ την αλαβάστρινην υδρία
ό,τι κι αν τάζεις δίνεις κιόλας, αφανίζεις
την πεθυμιά, τους ύπνους αιωνίζεις.-
 
ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ

Τετάρτη 14 Μαΐου 2014

Η ΜΑΝΑ

 
(ΦΩΤΟ:elenablog.pblogs.gr)

Πλάγιασα εκείνη τη νύχτα - φοβερή νύχτα του Δεκέβρη - μέσα σ’ ένα ανεμόμυλο του Τρουμπέ. Πλάγιασα, μα δεν κοιμήθηκα. Ο δρόλαπας έξω σάρωνε απ’ άκρη σ’ άκρη τον Κάμπο κι έκανε τους δρόμους αδιάβατους. Χίλιες φωνές και μύριοι χτύποι άλλαζαν στο λεφτό. Μόλις ξεθύμαινε το αστραπόβροντο, άρχιζε ο βόγκος του ανέμου κι έπειτα των κεραμιδιών ο θρή­νος και των δέντρων ο δαρμός. Και στο αναμεταξύ πηδούσε άξαφνα αιματοπήχτρα η φωνή της κουκουβά­γιας, και κείνη πλάκωνε ανάρια ανάρια η κλαγγή της καμπάνας. Κατά τη χαραυγή όμως ησύχασαν τα πάντα και όταν σηκώθηκα, ήβρα το μυλωνά στον προσηλιακό, κοντά στη σταχτερή γάτα του, να μπαλώνει ένα τρυπημένο σακί.
- Καλή νυχτιά κι απόψε ε; του είπα μόλις τον καλημέρισα.
- Θαρρείς πως μια γυναίκα θα ’κανε λιγότερο, αν της άρπαζαν το παιδί; με ρώτησε κείνος, κοιτάζον­τας περίεργα.
Τον κοίταξα και γω περίεργα, χωρίς να καταλαβαίνω τι έχει να κάμει μια νύχτ’ αγριεμένη με μια γυναίκα που της αρπάζουν το παιδί. Μα ο Γιαννάκης Ξηνταράς, ο μυλωνάς, βρέθηκε πρόθυμος να μου αποδείξει πως έχει και παράχει και μου διηγήθηκε την ακόλουθη ιστορία:
- Κοίτα δεξιά τους βράχους του Σανταμερού· κοίτα και ζερβά το κάστρο του Χλιμούτσι. Και τα δυο κάστρα τα έχουν χρόνους τώρα και καιρούς δυο νεράι­δες αδερφάδες. Μα κι οι δυο τους είχαν μια χαρά και μια λύπη. Εκείνη που πήρε το Χλιμούτσι χαιρότανε γιατ’ ήταν όμορφη και λυπόταν γιατί δεν είχε παιδιά.
Η άλλη που πήρε το Σανταμέρι λυπόταν γιατ’ ήταν άσκημη και χαιρόταν γιατ’ είχε παιδιά. Τα παιδιά, βλέπεις, είναι η μοναχή ευτυχία στα σπίτι. Όταν τα έβλεπε, το ένα να κυλιέται στο πάτωμα, τ’ άλλο να πηδά και να γελάει χωρίς αίτια, το άλλο να θέλει με το καλάμι να φτάσει το Θεό, λησμονούσε την ασκημιά της και όλα. Αν τηραζότανε καμιά φορά στον καθρέ­φτη κι έβλεπε το σύζαρο πρόσωπό της, τραβιότανε πίσω κι έλεγε χαμογελώντας:
- Τα νιάτα μου τα ’δωκα στα παιδιά μου.
Κι αλήθεια είχε πέντε σερνικά όμορφα σαν αχτίνες. Είχε κι ένα κοριτσάκι ίδια η Πεντάμορφη!
Μα η άλλη νεράιδα, που είχε το Χλιμούτσι, τι να ειπεί και πώς να παρηγορηθεί! Τι κι αν ήταν γαλανομάτα κι όμορφη; Τι κι αν έδινε το βιος της για να την κάμει ταίρι ο Αράπης της Αυλακιάς; Τι κι αν τα Ξωτικά του Λίντζη χαλούσανε τον κόσμο με τα ταμπουρλονιάκαρα, την ομορφιά της τραγουδών­τας. Όταν θυμόταν - και τα θυμόταν κάθε λίγο και λιγάκι, η δόλια! - πως ήταν μοναχή, καταμόναχη, στο κάστρο της· πως οι αυλές κι οι πόρτες και τα δώματα έμεναν έρημα, βουβά, ανατριχίλα την έπιανε κι έπεφτε του θανατά. Κι όλο έκλαιε, έκλαιε. Γιατί τάχα και κείνη να μην έχει ένα παιδί; Γιατί Θε μου, γιατί διάτανε! να μην έχει ένα παιδάκι, μικρό, παχουλό, ροδοκόκκινο παιδάκι, να κλώθει τα σγουρά του μαλλιά με τα δάχτυλά της, να δένει στο λαιμό της τα μικρά χεράκια του, να γελάει με το αθώο του γέλιο, να παίζ’ η γλωσσίτσα του λέγοντας αδιάκοπα:
- Μάνα, μανούλα μου γλυκιά!...
Μια μέρα που πήγε στην αδερφή της και γνώρισε την ευτυχία που χαρίζουν τα παιδιά, κόντεψε να τρελαθεί από τη θλίψη της.
- Να σου ειπώ, καημένη, δε μου δίνεις και μένα ένα παιδάκι; της είπε με τα δάκρυα στα μάτια.
- Τι το θες:
- Να το ’χω συντροφιά. Γένουμε τόσο κακά μοναχή μου! Αρρωσταίνω.
- Ου καημένη! Δε δοξάζεις το Θεό, που σε φύλαξε από δαύτα!
Η άσκημη έκανε τάχα πως είναι βαργομισμένη από τα παιδιά.
- Πάρε όποιο θες· είπε τέλος στην αδερφή της. Έτσι κι έγινε. Όταν έφυγε το βράδυ, πήρε μαζί της και το καμάρι του Σανταμεριού, την όμορφη κόρη της άσκημης νεράιδας.
Πέρασαν μήνες και καιροί, μα ούτε την αδερφή ούτε την κόρη της είδε πια η άσκημη. Χάνει μια ημέρα την υπομονή, κινάει και πηγαίνει στο Χλιμού­τσι. Μα βρίσκει το κάστρο έρημο και βουβό, τις πόρτες μανταλωμένες, χορταριασμένα τα δώματα. Χτυπάει τις πόρτες, δέρνει τους τοίχους, φωνάζει, κλαίει, μα τίποτα. Η νεράιδα η όμορφη με την όμορφη κόρη παίζει μέσα και γελάει και κάνει πως δεν ακούει τη μάνα, τη θλιβερή μάνα, που χτυπιέτ’ έξω και δέρνεται για την κόρη της, για την ίδια της την ομορφιά!...
Ο γερο-Ξηνταράς έκοψε εδώ το λόγο του, έκλεισε άλλη μια τρύπα του σακιού του και με κοίταξε κατάματα. Βέβαια ο μυλωνάς κάπου ήθελε να καταντήσει· μα περίμενε πρώτα να τον παρακινήσω. Έτσι και τα βόδια γνωρίζουν τα τέλος του δρόμου τους, μα στέκονται κάθε τόσο προσμένοντας το κεντρί του ζευγολάτη.
-Έτσι; τον ρώτησα.
- Ναι, είπε· και ξακολούθησε αμέσως. Από τότε η άσκημη δεν έχασε την ελπίδα να πάρει πίσω την κόρη της.. Κάθε τόσο κινάει και πηγαίνει στο κάστρο. Μα πριν κινήσει στολίζεται με τα καλύτερα ρούχα της· βάνει τα λαμπρότερα διαμαντικά και παίρνει μαζί όλες τις δούλες και τις βάγιες της με βιολιά και λαγούτα. Και σαν κινήσει, όλα περίγυρα ψυχωμένα κι άψυχα αναγαλλιάζουν. Ο ουρανός λάμπει ασυγνέφιαστος· η θάλασσα στέκει ακυμάτιστη· ο πλατύς κάμ­πος ανθίζει και μοσχοβολεί, όλα τα ζωντανά γλυκοζευγαρώνουν, πυρώνουν τα δεντρικά και στα χωριά ζεχειλίζ’ η χαρά, λες κι είναι Λαμπρή. Κι από το ένα βουνό ως το άλλο, φυσά στο διάβα της εν’ αεράκι, γεμάτο από μύριες αηδονόστομες λαλιές.
Μα όταν φτάσει στο κάστρο και το ιδεί σιδερομανταλωμένο κι άφωνο, παίρνει ολόγυρα τους πύργους κι αρχίζει με φωνή θλιμμένη και παρακαλεστική να ζητεί την κόρη, από την αδερφή της. Την ζητεί και της τάζει το Σανταμέρι με τους μεγεμένους κήπους και τ’ αεροκάμωτα παλάτια· με τις βρύσες τις δια­μαντένιες και τις μαργαριταρένιες σκάλες και τις ολό­χρυσες αυλές και τις ψηφιδωτές πόρτες και τους τοίχους τους σκαλιστούς. Και τέλος της τάζει να είναι κείνη κυρά κι αφέντρα ν’ αφεντεύει και τούτη να γίνει δούλα της να τη δουλεύει και πλύστρα της να την πλένει· να τρώει τ’ αποφάγια της, να πίνει τ’ απονιψίδια της, φτάνει να έχει μαζί την κόρη της τη χαϊδεμένη.
Τέτοια κι άλλα της τάζει. Μα κείνη κάνει πως δεν ακούει της αδερφής τα λόγια. Τότε απελπισμένη από την αδερφή γυρίζει γλυκομίλητη στην κόρη της και ­της τάζει. Της τάζει άντρα τής κάτω γης το γιο, διαμάντι το ρουμπίνι, που είναι τρανός και δυνατός σαν δράκος κι είν’ η γενιά του μεγάλη και πλατιά κι η μάνα του βαθύπλουτη και φοβερή.
Όμως από μέσα δεν απαντούν παρά τραγούδια κι όργανα, γέλια και χαρές, που μεγαλώνουν την οργή της. Και τότε αρχίζει να καταριέται τη σκύλα και παράνομη αδερφή. Τσαλαπατεί τα ρούχα και τα δια­μαντικά της, σκίζει με τα νύχια τα μάγουλα, ξεπλέκει τα μαλλιά της, σκούζει και ρυάζεται σαν ρύσος. Στηθοχτυπά τους τοίχους, γροθοκοπεί τις πόρτες, αδράζει με τα δόντια της τ’ αγκωνάρια, δέρνει και κλωτσά τ’ άψυχο χτίριο ώσπου πέφτει ξερνώντας αίμα και αφρούς. Οι δούλες τότε τη σηκώνουν να τη φέρουν στο Σανταμέρι. Μα στο γυρισμό της δεν είναι η χαρού­μενη μάνα, που πάει να πάρει το παιδί της. Είναι οργισμένη νεράιδα, δρόλαπας αρματωμένος με νερά και χαλάζι και σιφούνους. Η θάλασσα δέρνεται και βογκά σαν να νιώθει της μάνας τον καημό. Ο ουρανός σκοτεινιάζει θολώνουν τα τρεχούμενα νερά. Τα δεντρικά στρώνονται κοψομεσασμένα στο χώμα. Οι φοράδες απορρίχνουν και κακό θανατικό πλακώνει τα χωριά. Και απ’ άκρη σ’ άκρη του κάμπου φυσά ο δρόλαπας αγριεμένος, χιλιόχρονα ρουπάκια ξεριζώνει, χτίρια γκρεμίζει, ξυλοκεράμιδα συνεπαίρνει, βίσαλα και λιθάρια σαρώνει κι ακούεται στον άλλον κόσμο το κλάμα της.
Μωρέ! δεν είδα να μην έφαγε και τις φτερωτές του μύλου!...
Και ο Γιαννάκης Ξηνταράς, ο μυλωνάς, πήδησε από το κάθισμά του και πήγε να ιδεί μην έφαγε ο δρόλαπας τις φτερωτές του μύλου του.

 Παλιές Αγάπες Ανδρέας Καρκαβίτσας