Πέμπτη 7 Μαρτίου 2013

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ



Εἰκόνα
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΜΟΝΟ ΟΤΑΝ ΤΟΝ ΜΟΙΡΑΖΕΣΑΙ ΥΠΑΡΧΕΙ...

Ο Αναστάσιος-Παντελεήμων Λειβαδίτης (20 Απριλίου 1922 -30 Οκτωβρίου 1988) ήταν σημαντικός Έλληνας ποιητής.
Γιος του Λύσανδρου και της Βασιλικής, γεννήθηκε στην Αθήνα το βράδυ της Αναστάσεως του 1922 είχε τέσσερα μεγαλύτερα αδέρφια, μια αδερφή και τρεις αδερφούς. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όμως τον κέρδισε η λογοτεχνία και συγκεκριμένα η ποίηση. Ανέπτυξε έντονη πολιτική δραστηριότητα στο χώρο της αριστεράς με συνέπεια να εξοριστεί από το 1947 έως το 1951. Στο Μούδρο, στη Μακρόνησο και μετά στον Αϊ Στράτη κι από κει στις φυλακές Χατζηκώστα στην Αθήνα, απ' όπου αφέθηκε ελεύθερος το 1951. Το «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου» θεωρήθηκε «κήρυγμα ανατρεπτικό» και κατασχέθηκε. Τελικά το δικαστήριο (Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, 10 Φεβρουαρίου 1955) τον απάλλαξε λόγω αμφιβολιών.
«Γι’ αυτό σου λέω.
Μην κοιμάσαι: είναι επικίνδυνο.
Μην ξυπνάς: Θα μετανιώσεις.»

Στο ελληνικό κοινό ο Τάσος Λειβαδίτης εμφανίστηκε το 1946, μέσα από τις στήλες του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα (τεύχ. 55,15-11-46) με το ποίημα «Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη». Το 1947 συνεργάστηκε στην έκδοση του περιοδικού «Θεμέλιο». Το 1952 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική σύνθεση με τίτλο «Μάχη στην άκρη της νύχτας» και εργάστηκε επίσης σαν κριτικός ποίησης στην εφημερίδα Αυγή, από το 1954 - 1980 (με εξαίρεση τα έτη 1967-74 που η εφημερίδα είχε κλείσει λόγω δικτατορίας) και το περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» (1962-1966), όπου δημοσίευσε πολιτικά και κριτικά δοκίμια.

Στο διάστημα της Χούντα των Συνταγματαρχών ο ποιητής για βιοποριστικούς λόγους μεταφράζει ή διασκευάζει λογοτεχνικά έργα για λαϊκά περιοδικά ποικίλης ύλης με το ψευδώνυμο Pόκκος. Αδερφός του ήταν ο ηθοποιός Αλέκος Λειβαδίτης και ανιψιός του ο ηθοποιός Θάνος Λειβαδίτης.

Ο Τάσος Λειβαδίτης πέθανε στην Αθήνα 30 Οκτωβρίου 1988, στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο από ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής. Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν χειρόγραφα ανέκδοτα ποιήματά του με τον τίτλο «Χειρόγραφα του Φθινοπώρου».
Επιπλέον δράση

Στίχοι του μελοποιήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη, στο δίσκο «Πολιτεία» (1961), «Της εξορίας» (1976), «Πολιτεία Γ' - Οκτώβρης '78» (1976), «Τα Λυρικά» (1977), «Λειτουργία Νο2: Για τα παιδιά που σκοτώνονται στον πόλεμο» (1987), τον Μάνο Λοΐζο στο δίσκο «Για μια μέρα ζωής» (1980), τον Γιώργο Τσαγκάρη στο δίσκο «Φυσάει» (1993) με ερμηνευτή το Βασίλη Παπακωνσταντίνου και τη συμμετοχή του ηθοποιού Γιώργου Μιχαλακόπουλου, τον Μιχάλη Γρηγορίου στο δίσκο «Σκοτεινή πράξη, ένα Ορατόριο σε ποίηση Τάσου Λειβαδίτη» (1997) και από το συγκρότημα Όναρ στο δίσκο «Αλαντίν, τελειώσαν οι ευχές σου» (2003).

Συνυπέγραψε ακόμη με τον Κώστα Κοτζιά τα σενάρια των ελληνικών ταινιών «Ο θρίαμβος» και «Συνοικία το όνειρο» σε σκηνοθεσία του Αλέκου Αλεξανδράκη[1].

Τα ποιήματά του μεταφράστηκαν στα Ρωσικά, Σερβικά, Ουγγρικά, Σουηδικά, Ιταλικά, Γαλλικά, Αλβανικά, Βουλγαρικά, Κινέζικα και Αγγλικά.
Τιμές και διακρίσεις

Τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία (1953 για τη συλλογή του «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου»), το πρώτο βραβείο ποίησης του Δήμου Αθηναίων (1957 για τη συλλογή του «Συμφωνία αρ.Ι»), το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1976 για τη συλλογή «Βιολί για μονόχειρα»), το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1979 για το «Εγχειρίδιο ευθανασίας»).
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της «Εταιρείας Συγγραφέων».
Έγραψε επίσης κι ένα μικρό τόμο με τίτλο: «Έλληνες ποιητές», ο οποίος αναφέρεται στις συλλογές που εκδόθηκαν την περίοδο 1978-1981, και αποτελεί μια απογραφή 74 ποιητικών συλλογών.

Όπως σημειώνει ο Τίτος Πατρίκιος, φίλος και συνεργάτης του Λειβαδίτη, ήταν τόσο αφοσιωμένος στην ποίηση ώστε όσα ποιήματα του έστελναν «τα διάβαζε όλα ως το κόκαλο και όσο μεγαλύτερη αξία τους έβρισκε, τόσο την αναγνώριζε και τη διακήρυσσε». Και παρακάτω: «άσκησε την κριτική με διεισδυτική ευαισθησία, με στοχασμό που δεν κατέληγε σε κάποια κανονιστικότητα, με άνοιγμα σε όλους τους τρόπους της ποίησης και αγάπη για όλους τους ποιητές, χωρίς εύνοιες και πατερναλισμούς».
Έργα

Ποίηση:

«Μάχη στην άκρη της νύχτας». Αθήνα, Κέδρος, 1952.
«Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας». Αθήνα, Κέδρος, 1952.
«Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου». Αθήνα, Κέδρος,1953.
«Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο». Αθήνα, Κέδρος, 1956.
«Συμφωνία αρ.Ι». Αθήνα, Κέδρος, 1957.
«Οι γυναίκες με τ’ αλογίσια μάτια». Αθήνα, Κέδρος, 1958.
«Καντάτα». Αθήνα, Κέδρος, 1960.
«25η ραψωδία της Οδύσσειας. Αθήνα, Κέδρος, 1963.
«Ποίηση (1952-1963)». Αθήνα, Κέδρος, 1965.
«Οι τελευταίοι». Αθήνα, Κέδρος, 1966.
«Νυχτερινός επισκέπτης». Αθήνα, Κέδρος, 1972.
«Σκοτεινή πράξη». Αθήνα, Κέδρος, 1974.
«Οι τρεις». Αθήνα, Κέδρος, 1975.
«Ο διάβολος με το κηροπήγιο». Αθήνα, Κέδρος, 1975.
«Βιολί για μονόχειρα». Αθήνα, Κέδρος, 1976.
«Ανακάλυψη». Αθήνα, Κέδρος, 1978.
«Ποιήματα (1958-1963)». Αθήνα, Κέδρος, 1978.
«Εγχειρίδιο ευθανασίας». Αθήνα, Κέδρος, 1979.
«Ο Τυφλός με το λύχνο». Αθήνα, Κέδρος, 1983.
«Βιολέτες για μια εποχή». Αθήνα, Κέδρος, 1985.
«Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα». Αθήνα, Κέδρος, 1987.
«Τα χειρόγραφα του Φθινοπώρου». Αθήνα, Κέδρος, 1990.
«Απάνθισμα». Αθήνα, Κέδρος, 1997.
Συγκεντρωτικές εκδόσεις:
«Ποίηση 1» (1952-1966). Αθήνα, Κέδρος, 1985.
«Ποίηση 2» (1972-1977). Αθήνα, Κέδρος, 1987.
«Ποίηση 3» (1979-1987). Αθήνα, Κέδρος, 1988.

Πεζογραφία:

«Το εκκρεμές». Αθήνα, Κέδρος, 1966.[2]

Πηγή : ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Ερωτικό - Τάσος Λειβαδίτης.
Απαγγέλει ο ίδιος ο ποιητής. Κιθάρα ο Δημήτρης Φάμπας.


Ναι αγαπημένη μου. Πολύ πριν να σε συναντήσω, εγώ σε περίμενα. Πάντοτε σε περίμενα. Σαν ήμουνα παιδί και μ' έβλεπε λυπημένο η μητέρα μου, έσκυβε και με ρωτούσε: τι έχεις αγόρι μου; Δε μίλαγα. Μονάχα κοίταζα πίσω απ' τον ώμο της έναν κόσμο άδειο από σένα, και καθώς πηγαινόφερνα το παιδικό κοντύλι ήταν για να μάθω να σου γράφω τραγούδια...
Όταν ακούμπαγα στο τζάμι της βροχής ήταν που αργούσες ακόμα. Όταν τη νύχτα κοίταζα τ' αστέρια ήταν γιατί μου λείπανε τα μάτια σου. Κι όταν χτύπαγε η πόρτα μου κι άνοιγα δεν ήτανε κανείς. Κάπου όμως μες στον κόσμο ήταν η καρδιά σου που χτυπούσε. Έτσι έζησα, πάντοτε.
Κι όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά, θυμάσαι; Μου άπλωσες τα χέρια τόσο τρυφερά σα να με γνώριζες από χρόνια. Μα και βέβαια με γνώριζες. Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου, είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου, αγαπημένη μου...

...Αλήθεια εκείνη η άνοιξη, εκείνο το πρωινό, εκείνη η απλή κάμαρα της ευτυχίας, αυτό το σώμα σου που κράταγα πρώτη φορά γυμνό, αυτά τα δάκρυα που δε μπόρεσα στο τέλος να κρατήσω, πόσο σου πήγαιναν.
Κι ύστερα ξαφνικά εκείνο το βράδυ... έβρεχε. Ανέβηκα τέσσερα-τέσσερα τα σκαλιά, κανείς στην κάμαρα. Έτρεμε στ' ανοιχτό παράθυρο η κουρτίνα. "Φεύγω, μη ζητήσεις να με βρεις", έγραφε. Η χτένα της ξεχασμένη πάνω στο τραπέζι ανάμεσα στις χυμένες πούδρες, σαν ένα μικρό παιδικό φέρετρο μέσα στη σκόνη.
Πού είσαι λοιπόν; πες μου, πού είσαι; σ' αναζητάω σαν τον τυφλό που ψάχνει να βρει το πόμολο της πόρτας σ' ένα σπίτι που 'πιασε φωτιά.
Τις νύχτες σηκώνομαι αλαφιασμένος, ντύνομαι και σε περιμένω. Δε θα χτυπούσες καν την πόρτα. Θα πέταγες με βιάση το παλτό σου στην καρέκλα. Η κάμαρα όλη θα λιποθυμούσε όπως θα 'λυνες ξαφνικά εκείνα τ' ασύγκριτα τυραννικά μαλλιά σου. Η παλιά ντουλάπα θα 'τρεχε και σαν μια ταπεινή υπηρέτρια θα σου 'βγαζε τα παπούτσια. Θα γελούσαν οι καθρέφτες, θα ξυπνούσαν οι γείτονες... Όλα έχουν μείνει όπως τα 'φησες θα σου 'λεγα.
Κι η χτένα σου, να τη εκεί. Η μαύρη μεγάλη χτένα σου, σαν ένας έρημος κατασκότεινος δρόμος που τον περνάω κάθε νύχτα.
Άσε με τώρα να κοιτάζω τα παράθυρά σου ξέροντας πως μέσα ένας άλλος σε παίρνει. Ένας άλλος βυθίζεται μες στη μεγάλη σου άνοιξη. Εγώ και ποδοπατημένη από χιλιάδες άντρες σ' αγαπώ.
Άσε με εδώ στη γωνιά, δεν πειράζει ας χιονίζει. Αυτό το μικρό τετράγωνο φως που ρίχνει το παράθυρο σου πάνω στο χιόνι, εμένα είναι ο κόσμος μου. Δε θα σου πω τίποτα μόλις βγεις. Θα περπατάω δίπλα σου αμίλητος, κι αν αυτό σε πειράζει μπορώ να 'ρχομαι πίσω σου σα σκυλί. Κι όταν πεθάνω, το χώμα που θα με σκεπάζει δε θα 'ναι για μένα το σκληρό χώμα των νεκρών, μα η απαλή τρυφερή γη, που κάποτε πλαγιάσαμε γυμνοί πάνω της. Ποδοπάτησέ με να 'χω τουλάχιστον την ευτυχία να μ' αγγίζεις...

Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας.



ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΛΕΓΕΣΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
ΑΠΑΓΓΕΛΛΕΙ ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΖΑΚΟΣ




(ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΑΝ ΔΕΝ ΤΟ ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΚΑΛΟΝ ΘΑ
ΕΙΝΑΙ ΟΧΙ ΑΠΛΩΣ ΝΑ ΜΠΕΙ ΣΤΟΝ ΚΟΠΟ ΝΑ ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΕΙ
ΑΛΛΑ ΝΑ ΤΟ ΑΠΟΣΤΗΘΙΣΕΙ)

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεσαι για την ειρήνη και για το δίκιο.

Θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλια σου θα ματώσουν απ’ τις φωνές

το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες – μα ούτε βήμα πίσω.

Κάθε κραυγή σου μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων

κάθε χειρονομία σου σα να γκρεμίζεις την αδικία.

Και πρόσεξε: μη ξεχαστείς ούτε στιγμή.

Έτσι λίγο να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια

αφίνεις χιλιάδες παιδιά να κομματιάζονται την ώρα που παίζουν ανύποπτα στις πολιτείες

μια στιγμή αν κοιτάξεις το ηλιοβασίλεμα

αύριο οι άνθρωποι θα χάνουνται στη νύχτα του πολέμου

έτσι και σταματήσεις μια στιγμή να ονειρευτείς

εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη κάτω απ’ τις οβίδες.

Δεν έχεις καιρό

δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου

αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

μπορεί να χρειαστεί ν’ αφίσεις τη μάνα σου, την αγαπημένη

ή το παιδί σου.

Δε θα διστάσεις.

Θ’ απαρνηθείς τη λάμπα σου και το ψωμί σου

θ’ απαρνηθείς τη βραδινή ξεκούραση στο σπιτικό κατώφλι

για τον τραχύ δρόμο που πάει στο αύριο.

Μπροστά σε τίποτα δε θα δειλιάσεις κι ούτε θα φοβηθείς.

Το ξέρω, είναι όμορφο ν’ ακούς μια φυσαρμόνικα το βράδι,

να κοιτάς έν’ άστρο, να ονειρεύεσαι

είναι όμορφο σκυμένος πάνω απ’ το κόκκινο στόμα της αγάπης σου

να την ακούς να σου λέει τα όνειρά της για το μέλλον.

Μα εσύ πρέπει να τ’ αποχαιρετήσεις όλ’ αυτά και να ξεκινήσεις

γιατί εσύ είσαι υπεύθυνος για όλες τις φυσαρμόνικες του

κόσμου, για όλα τ’ άστρα, για όλες τις λάμπες και

για όλα τα όνειρα

αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

μπορεί να χρειαστεί να σε κλείσουν φυλακή για είκοσι ή

και περισσότερα χρόνια

μα εσύ και μές στη φυλακή θα θυμάσαι πάντοτε την άνοιξη,

τη μάνα σου και τον κόσμο.

Εσύ και μές απ’ το τετραγωνικό μέτρο του κελλιού σου

θα συνεχίζεις τον δρόμο σου πάνω στη γη.

Κι όταν μές στην απέραντη σιωπή, τη νύχτα

θα χτυπάς τον τοίχο του κελλιού σου με το δάχτυλο

απ’ τ’ άλλο μέρος του τοίχου θα σου απαντάει η Ισπανία.

Εσύ, κι ας βλέπεις να περνάν τα χρόνια σου και ν’ ασπρίζουν τα μαλλιά σου

δε θα γερνάς.

Εσύ και μές στη φυλακή κάθε πρωί θα ξημερώνεσαι πιο νέος

αφού όλο και νέοι αγώνες θ’ αρχίζουνε στον κόσμο

αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

θα πρέπει να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό.

Αποβραδίς στην απομόνωση θα γράψεις ένα μεγάλο τρυφερό

γράμμα στη μάνα σου

θα γράψεις στον τοίχο την ημερομηνία, τ’ αρχικά του ονόματός σου και μια λέξη: Ειρήνη

σα να ’γραφες όλη την ιστορία της ζωής σου.

Να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό

να μπορείς να σταθείς μπροστά στα έξη ντουφέκια

σα να στεκόσουνα μπροστά σ’ ολάκαιρο το μέλλον.

Να μπορείς, απάνω απ’ την ομοβροντία που σε σκοτώνει

εσύ ν’ ακούς τα εκατομμύρια των απλών ανθρώπων που

τραγουδώντας πολεμάνε για την ειρήνη.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.


Εἰκόνα
Φωτο: Με τη γυναίκα του Μαρία και την κόρη τους Βάσω, στον Άη-Στράτη το 1951



ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΣΩΠΑΙΝΕΙ
Ποίηση: Τάσος Λειβαδίτης **
Απαγγελία: Καρυοφυλλιά Καραμπέτη **
Οπτικοποίηση: Στέλλα Δενδηλιάρη **


Το σούρουπο έχει πάντα τη θλίψη
ενός ατέλειωτου χωρισμού
Κι εγώ έζησα σε νοικιασμένα δωμάτια
με τις σκοτεινές σκάλες τους
που οδηγούνε
άγνωστο που...

Με τις μεσόκοπες σπιτονοικοκυρές
που αρνούνται
κλαίνε λίγο
κι ύστερα ενδίδουν
και τ' άλλο πρωί,
αερίζουν το σπίτι
απ' τους μεγάλους στεναγμούς...

Στα παλαιικά κρεβάτια
με τα πόμολα στις τέσσερις άκρες
πλάγιασαν κι ονειρεύτηκαν
πολλοί περαστικοί αυτού του κόσμου
κι ύστερα αποκοιμήθηκαν
γλυκείς κι απληροφόρητοι
σαν τους νεκρούς στα παλιά κοιμητήρια

Όμως εσύ σωπαίνεις...
Γιατί δε μιλάς;
Πες μου!
Γιατί ήρθαμε εδώ;
Από που ήρθαμε;
Κι αυτά τα ιερογλυφικά της βροχής πάνω στο χώμα;
Τι θέλουν να πουν;

Ω, αν μπορούσες να τα διαβάσεις!!!
Όλα θα άλλαζαν...

Όταν τέλος, ύστερα από χρόνια ξαναγύρισα...
δε βρήκα παρά τους ίδιους έρημους δρόμους,
το ίδιο καπνοπωλείο στη γωνιά...

Κι ολόκληρο το άγνωστο
την ώρα που βραδιάζει...


ΜΟΙΡΟΛΟΪ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ
Ποίηση: Τάσος Λειβαδίτης **
Μουσική - Ερμηνεία: Μίκης Θεοδωράκης **
Οπτικοποίηση: Στέλλα Δενδηλιάρη **
Άλμπουμ: Τα Λυρικά (1978) **


Μοιρολόι της βροχής
βράδυ Κυριακής,
πού πηγαίνεις μοναχός
ούτε πόρτα να μπεις,
πέτρα να σταθείς
κι όπου πας, χλωμό παιδί,
ο καημός σου στη γωνιά
σε καρτερεί.

Παλληκάρι χλωμό
μες στο καπηλειό
απομείναμε οι δυο μας,
ο καημός σου βραχνάς
πάψε να πονάς
η ζωή γοργά περνά
δυο κρασιά, δυο στεναγμοί
κι έχε γεια.

Παλληκάρι χλωμό
σ' ηύρανε νεκρό
στο παλιό σταυροδρόμι,
μοιρολόι η βροχή
μαύρα π' αντηχεί
στο καλό, χλωμό παιδί,
σαν τη μάγισσα
σε πήρε η Κυριακή.

Μάνα μου και Παναγιά*
Ερμηνεία Γρηγόρης Μπιθικώτσης
Μουσική,Μίκης Θεοδωράκης*
Στίχοι,Τάσος Λειβαδίτης*



Ο ήλιος ήσουν κι η αυγή
της νύχτας το φεγγάρι
της μάνας μου ήσουν η ευχή
της Παναγιάς η χάρη

Έφυγες και κλαίει ο άνεμος το κύμα
κλαίνε τ' άστρα κι η νυχτιά
κλαίει κι η μάνα μου στο μνήμα
κλαίει, κλαίει κι η Παναγιά

Στον πυρετό ήσουνα δροσιά
κερί μες στο σκοτάδι
άστρο στην κοσμοχαλασιά
βασιλικός στον Άδη

ΔΡΟΜΟΙ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΑ
Στίχοι: Τάσος Λειβαδίτης
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Μίκης Θεοδωράκης



Δρόμοι που χάθηκα
γωνιές που στάθηκα
δάκρυα που πίστεψα
παιχνίδια στο νερό.
Πικρό το βράδυ φτάνει.

Νύχτες που έκλαψα
γέφυρες που έκαψα
άστρα π' αγάπησα
που πάω και τι θα βρω.
Πικρό το βράδυ φτάνει.

Λόγια που ξέχασα
φίλοι που έχασα
καημέ μεγάλε μου
ας πάμε τώρα οι δυο.
Πικρό το βράδυ φτάνει.

ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΑΝΟΙΓΩ 
Στίχοι:
Τάσος Λειβαδίτης
Μουσική:
Μίκης Θεοδωράκης
Ερμηνείες 1. Μίκης Θεοδωράκης
2. Άλκηστις Πρωτοψάλτη
3. Διονύσης Τσακνής
4. Έλενα Μπάση


Την πόρτα ανοίγω το βράδυ,
τη λάμπα κρατώ ψηλά,
να δούνε της γης οι θλιμμένοι,
να ’ρθούνε, να βρουν συντροφιά.

Να βρούνε στρωμένο τραπέζι,
σταμνί για να πιει ο καημός
κι ανάμεσά μας θα στέκει
ο πόνος, του κόσμου αδερφός.

Να βρούνε γωνιά ν’ ακουμπήσουν,
σκαμνί για να κάτσει ο τυφλός
κι εκεί καθώς θα μιλάμε
θα ’ρθει συντροφιά κι ο Χριστός.

ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟΒΡΑΔΟ
Στίχοι: Τάσος Λειβαδίτης
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Στέλιος Καζαντζίδης


Μοσχοβολούν οι γειτονιές
βασιλικό κι ασβέστη,
παίζουν τον έρωτα κρυφά
στις μάντρες τα παιδιά.

Σαββάτο βράδυ μου έμορφο
ίδιο Χριστός Ανέστη,
ένα τραγούδι του Τσιτσάνη
κλαίει κάπου μακριά.

Πάει κι απόψε τ' όμορφο
τ' όμορφο τ' απόβραδο,
από Δευτέρα πάλι
πίκρα και σκοτάδι.
Αχ, να 'ταν η ζωή μας
Σαββατόβραδο
κι ο Χάρος να 'ρχονταν
μια Κυριακή το βράδυ.

Οι άντρες σχολάν' απ' τη δουλειά
και το βαρύ καημό τους
να θάψουν κατεβαίνουνε
στο υπόγειο καπηλειό.

Και το φεγγάρι ντύνει, λες,
με τ' άσπρο νυφικό του
τις κοπελιές που πλένονται
στο φτωχοπλυσταριό.

Πάει κι απόψε τ' όμορφο
τ' όμορφο τ' απόβραδο,

ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ

Στίχοι:
Τάσος Λειβαδίτης
Μουσική:
Μίκης Θεοδωράκης
ερμηνείες 1. Γρηγόρης Μπιθικώτσης
2. Πέτρος Γαϊτάνος
3. Πασχάλης Τερζής


Μ΄ αίμα χτισμένο, κάθε πέτρα και καημός
κάθε καρφί του πίκρα και λυγμός
Μα όταν γυρίζαμε το βράδυ απ΄ τη δουλειά
εγώ και εκείνη όνειρα, φιλιά

Το `δερνε αγέρας κι η βροχή
μα ήταν λιμάνι κι αγκαλιά και γλυκιά απαντοχή
Αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε ψυχή.

Πάρ΄ το στεφάνι μας, πάρ΄ το γεράνι μας
στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή
Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου
εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί

Ένα κρεβάτι και μια κούνια στη γωνιά
στην τρύπια στέγη του άστρα και πουλιά
Κάθε του πόρτα ιδρώτας κι αναστεναγμός
κάθε παράθυρό του κι ουρανός

Κι΄ όταν ερχόταν η βραδιά
μες στο στενό σοκάκι ξεφαντώναν τα παιδιά
Αχ, το σπιτάκι μας, κι αυτό είχε καρδιά

Πάρ΄ το στεφάνι μας, πάρ΄ το γεράνι μας
στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή
Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου
εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί

 ΒΡΕΧΕΙ ΣΤΗ ΦΤΩΧΟΓΕΙΤΟΝΙΑ


Στίχοι:
Τάσος Λειβαδίτης
Μουσική:
Μίκης Θεοδωράκης
ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ 1. Γρηγόρης Μπιθικώτσης
2. Γιάννης Πουλόπουλος
3. Γιώργος Νταλάρας
4. Γιάννης Κότσιρας


Μικρά κι ανήλιαγα στενά
και σπίτια χαμηλά μου
βρέχει στη φτωχογειτονιά
βρέχει και στην καρδιά μου

Αχ ψεύτη κι άδικε ντουνιά
άναψες τον καημό μου
είσαι μικρός και δε χωράς
τον αναστεναγμό μου

Οι συμφορές αμέτρητες
δεν έχει ο κόσμος άλλες
φεύγουν οι μέρες μου βαριά
σαν της βροχής τις στάλες


ΠΗΡΑ ΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ Τ΄ΟΥΡΑΝΟΥ
Στίχοι:
Τάσος Λειβαδίτης
Μουσική:
Μίκης Θεοδωράκης
Ερμηνείες
1. Τζένη Καρέζη
2. Μαρία Φαραντούρη



Να `χα δυο χέρια, δυο σπαθιά
να σε σκεπάσω αγάπη μου
να μη σ΄ αγγίζει ο πόνος.
Να `μουν αητός, να `χα φτερά
για να σε πάρω μακριά
να μη σε βρίσκει ο χρόνος.

Έφυγ΄ η μέρα μας πικρή
κι άρχισε να βραδιάζει,
μες στο τραγούδι το αίμα μου
κόμπο τον κό , κόμπο τον κόμπο στάζει.

Πήρα τους δρόμους τ΄ ουρανού
τα σύννεφα κυνήγησα
μίλησα με τ΄ αστέρια.
Έψαξα νότο και βοριά
για να σου φέρω τη χαρά
μα έμεινα μ΄ άδεια χέρια.

Έφυγ΄ η μέρα μας πικρή
κι άρχισε να βραδιάζει,
μες στο τραγούδι το αίμα μου
κόμπο τον κό , κόμπο τον κόμπο στάζει.

ΕΧΩ ΜΙΑ ΑΓΑΠΗ
Στίχοι:
Τάσος Λειβαδίτης
Μουσική:
Μίκης Θεοδωράκης
1. Στέλιος Καζαντζίδης Φωνητικά: Μαρινέλλα
2. Γλυκερία Φωνητικά: Γιώργος Νταλάρας


Έχω μια αγάπη ολοδική μου
τριαντάφυλλο, άστρο μου κι αυγή μου
χίλιοι άντρες δε θα το μπορούσαν
όπως εγώ να σ΄ αγαπούσαν.

Μέσα στα μάτια σου γλυκές
τ΄ Αη Γιάννη ανάβουν οι φωτιές.

Στο στόμα σου σαν είμαι απάνω
πια δε φοβάμαι να πεθάνω
στα χέρια σου σαν είμαι μέσα
τότε έγια μόλα έγια λέσα.

Χωρίς καράβι και πανιά
άι ταξιδεύω το ντουνιά.

Έχεις τον ήλιο στα μαλλιά σου
και το φεγγάρι στην ποδιά σου
και ένα τζιτζίκι εκεί στα στήθια
που σου λέει παραμύθια.

Απ΄ τα δικά σου τα φιλιά
μάθαν τραγούδι τα πουλιά.



ΜΟΙΡΟΛΟΪ
 Στίχοι: Τάσος Λειβαδίτης
Μουσική: Μίμης Πλέσσας
Πρώτη εκτέλεση: Καίτη Αμπάβη

Άλλες ερμηνείες:
Χαρούλα Λαμπράκη
Ξανθίππη Καραθανάση


Και πού να ρίξω το μεγάλο μου καημό
όπου θ' ανοίξει η γης, θ' ανοίξει η γης
και θα ραΐσει το βουνό

Ήλιε φονιά πως άφησες να γίνει το κακό
σκοτώσανε το σταυραετό και τον αυγερινό
κάτω στο σταυροδρόμι σκοτώσανε το νιο
Παρασκευή μεγάλη σταυρώσαν τον Χριστό.

Και τα κορίτσια ρίξανε κάτω τα μαλλιά
για να πιαστείς αϊτέ, να πιαστείς αϊτέ
ν' ανέβεις απ' τη λησμονιά

Ήλιε φονιά πως άφησες να γίνει το κακό
σκοτώσανε το σταυραετό και τον αυγερινό
κάτω στο σταυροδρόμι σκοτώσανε το νιο
Παρασκευή μεγάλη σταυρώσαν τον Χριστό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου