Δεν είμ' εγώ σπορά της Τύχης,
ο πλαστουργός της νιας ζωής.
Εγώ 'μαι τέκνο της Ανάγκης
κι ώριμο τέκνο της Οργής
Γεννήθηκε στον Πύργο (Μπουργκάς) της Βουλγαρίας το 1884[1], όπου βίωσε το κλίμα του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Το επίθετό του, αν όχι καλλιτεχνικό δηλώνει καταγωγή από τη Βάρνα όπου έμεναν πολλοί Έλληνες. (Το επίθετο του πατέρα του ήταν Μπουμπούς.) Το 1898 τέλειωσε το Ελληνικό Σχολείο και συνέχισε την εκπαίδευσή του στα Ζαρίφεια διδασκαλεία της Φιλιππούπολης και έπειτα με την υποστήριξη του Μητροπολίτη Αγχιάλου ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει Φιλολογία όπου και πήρε μέρος στη διαμάχη για το Γλωσσικό Ζήτημα ως υποστηρικτής των δημοτικιστών. Το 1907 συμμετείχε στην ίδρυση του ποιητικού περιοδικού Ηγησώ, το οποίο κυκλοφόρησε δέκα τεύχη. Το 1908 πήρε το πτυχίο του από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και άρχισε να εργάζεται στην εκπαίδευση στην αρχή στο ελληνικό διδασκαλείο του Πύργου (Μπουργκάς) σε ηλικία δεκαοχτώ ετών και στη συνέχεια στην Ελλάδα (στην Αμαλιάδα) και μεταξύ άλλων στην Ανωτάτη Παιδαγωγική Ακαδημία Αθηνών. Διετέλεσε για πολλά χρόνια καθηγητής μέσης εκπαίδευσης ενώ εργάστηκε για βιοποριστικούς λόγους και ως δημοσιογράφος. Από το 1910 άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση και ως το 1916 ολοκλήρωσε τους Ηρακλείδες του Ευριπίδη, τον Αίαντα του Σοφοκλή, τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα και τον Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου του Φλωμπέρ. Μετά το δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο, στον οποίο πήρε μέρος, φοίτησε στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης του Γληνού.
Το 1919 πήγε στο Παρίσι με υποτροφία και παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας, φιλολογίας, κοινωνιολογίας και αισθητικής. Τότε προσχώρησε στον μαρξισμό και τον διαλεκτικό υλισμό και αναθεώρησε τις προηγούμενες απόψεις του για την ποίηση, τόσο σε θεωρητικό, όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Καρπός αυτής της στροφής στάθηκε το ποίημα Προσκυνητής. Το καλοκαίρι του 1921 έγραψε στην Αίγινα Το Φως που καίει, που εξέδωσε ένα χρόνο αργότερα στην Αλεξάνδρεια με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας. Το 1922 δημοσίευσε επίσης τους Μοιραίους στο περιοδικό Νεολαία και τη Λευτεριά στο περιοδικό Μούσα. Το 1924 δίδαξε νεοελληνική λογοτεχνία στην Παιδαγωγική Ακαδημία υπό τη διεύθυνση του Γληνού. Το 1926 παύτηκε από τη θέση του ως καθηγητή της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, με αφορμή ένα δημοσίευμα της Εστίας που δημοσίευσε ένα απόσπασμα από Το φως που καίει. Ο Βάρναλης στράφηκε στη δημοσιογραφία και έφυγε για τη Γαλλία ως ανταποκριτής της Προόδου. Το 1927 τύπωσε τους Σκλάβους Πολιορκημένους. Το 1929 παντρεύτηκε την ποιήτρια Δώρα Μοάτσου. Το 1932 εξέδωσε την Αληθινή απολογία του Σωκράτη. Το 1935 πήρε μέρος ως αντιπρόσωπος των Ελλήνων συγγραφέων στο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων στη Μόσχα και μετά εξορίστηκε στη Μυτιλήνη και τον Άγιο Ευστράτιο. Στην Κατοχή έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ως μέλος του ΕΑΜ[2]. Tο 1956 τιμήθηκε από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και το 1959 τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν. Είχαν προηγηθεί μεταξύ άλλων εκδόσεις των έργων του Ζωντανοί άνθρωποι, Το Ημερολόγιο της Πηνελόπης, Ποιητικά, Διχτάτορες, Αισθητικά- Κριτικά (δύο τόμοι). Το 1965 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του με τίτλο Ελεύθερος κόσμος και το 1972 το θεατρικό έργο Άτταλος ο Γ΄. Υπήρξε συνεργάτης σε πολλά περιοδικά και εγκυκλοπαίδειες μεταξύ των οποίων και στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια. Πέθανε στις 16 Δεκεμβρίου 1974.
Το έργο του είναι γραμμένο στη δημοτική και έχει καλά επιμελημένη μορφή και πλαστικότητα στην έκφραση. Χαρακτηρίζεται από θερμή λυρική φαντασία και σατιρική διάθεση με ενδιαφέρον για τον σύγχρονο άνθρωπο. Η ποίηση του, ιδιαίτερα, χαρακτηρίζεται από έντονο «διονυσιασμό», παιχνιδιάρικη διάθεση και βαθύ μουσικό αίσθημα που συνδυάζεται άριστα με τη σάτιρα, ενώ θεωρείται ένας από τους κυριότερους αριστερούς εργάτες της γλώσσας στην Ελλάδα. Ο Βάρναλης διατήρησε την ποιητική αλλά και την ανθρώπινη εγρήγορσή του μέχρι τα βαθιά του γεράματα.BIKIΠΑΙΔΕΙΑ
Ο ποιητής απαγγέλλει από το ΦΩΣ ΠΟΥ ΚΑΙΕΙ τον Πρόλογο, "Να σ΄αγναντεύω θάλασσα"
ο πλαστουργός της νιας ζωής.
Εγώ 'μαι τέκνο της Ανάγκης
κι ώριμο τέκνο της Οργής
Γεννήθηκε στον Πύργο (Μπουργκάς) της Βουλγαρίας το 1884[1], όπου βίωσε το κλίμα του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Το επίθετό του, αν όχι καλλιτεχνικό δηλώνει καταγωγή από τη Βάρνα όπου έμεναν πολλοί Έλληνες. (Το επίθετο του πατέρα του ήταν Μπουμπούς.) Το 1898 τέλειωσε το Ελληνικό Σχολείο και συνέχισε την εκπαίδευσή του στα Ζαρίφεια διδασκαλεία της Φιλιππούπολης και έπειτα με την υποστήριξη του Μητροπολίτη Αγχιάλου ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει Φιλολογία όπου και πήρε μέρος στη διαμάχη για το Γλωσσικό Ζήτημα ως υποστηρικτής των δημοτικιστών. Το 1907 συμμετείχε στην ίδρυση του ποιητικού περιοδικού Ηγησώ, το οποίο κυκλοφόρησε δέκα τεύχη. Το 1908 πήρε το πτυχίο του από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και άρχισε να εργάζεται στην εκπαίδευση στην αρχή στο ελληνικό διδασκαλείο του Πύργου (Μπουργκάς) σε ηλικία δεκαοχτώ ετών και στη συνέχεια στην Ελλάδα (στην Αμαλιάδα) και μεταξύ άλλων στην Ανωτάτη Παιδαγωγική Ακαδημία Αθηνών. Διετέλεσε για πολλά χρόνια καθηγητής μέσης εκπαίδευσης ενώ εργάστηκε για βιοποριστικούς λόγους και ως δημοσιογράφος. Από το 1910 άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση και ως το 1916 ολοκλήρωσε τους Ηρακλείδες του Ευριπίδη, τον Αίαντα του Σοφοκλή, τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα και τον Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου του Φλωμπέρ. Μετά το δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο, στον οποίο πήρε μέρος, φοίτησε στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης του Γληνού.
Το 1919 πήγε στο Παρίσι με υποτροφία και παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας, φιλολογίας, κοινωνιολογίας και αισθητικής. Τότε προσχώρησε στον μαρξισμό και τον διαλεκτικό υλισμό και αναθεώρησε τις προηγούμενες απόψεις του για την ποίηση, τόσο σε θεωρητικό, όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Καρπός αυτής της στροφής στάθηκε το ποίημα Προσκυνητής. Το καλοκαίρι του 1921 έγραψε στην Αίγινα Το Φως που καίει, που εξέδωσε ένα χρόνο αργότερα στην Αλεξάνδρεια με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας. Το 1922 δημοσίευσε επίσης τους Μοιραίους στο περιοδικό Νεολαία και τη Λευτεριά στο περιοδικό Μούσα. Το 1924 δίδαξε νεοελληνική λογοτεχνία στην Παιδαγωγική Ακαδημία υπό τη διεύθυνση του Γληνού. Το 1926 παύτηκε από τη θέση του ως καθηγητή της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, με αφορμή ένα δημοσίευμα της Εστίας που δημοσίευσε ένα απόσπασμα από Το φως που καίει. Ο Βάρναλης στράφηκε στη δημοσιογραφία και έφυγε για τη Γαλλία ως ανταποκριτής της Προόδου. Το 1927 τύπωσε τους Σκλάβους Πολιορκημένους. Το 1929 παντρεύτηκε την ποιήτρια Δώρα Μοάτσου. Το 1932 εξέδωσε την Αληθινή απολογία του Σωκράτη. Το 1935 πήρε μέρος ως αντιπρόσωπος των Ελλήνων συγγραφέων στο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων στη Μόσχα και μετά εξορίστηκε στη Μυτιλήνη και τον Άγιο Ευστράτιο. Στην Κατοχή έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ως μέλος του ΕΑΜ[2]. Tο 1956 τιμήθηκε από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και το 1959 τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν. Είχαν προηγηθεί μεταξύ άλλων εκδόσεις των έργων του Ζωντανοί άνθρωποι, Το Ημερολόγιο της Πηνελόπης, Ποιητικά, Διχτάτορες, Αισθητικά- Κριτικά (δύο τόμοι). Το 1965 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του με τίτλο Ελεύθερος κόσμος και το 1972 το θεατρικό έργο Άτταλος ο Γ΄. Υπήρξε συνεργάτης σε πολλά περιοδικά και εγκυκλοπαίδειες μεταξύ των οποίων και στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια. Πέθανε στις 16 Δεκεμβρίου 1974.
Το έργο του είναι γραμμένο στη δημοτική και έχει καλά επιμελημένη μορφή και πλαστικότητα στην έκφραση. Χαρακτηρίζεται από θερμή λυρική φαντασία και σατιρική διάθεση με ενδιαφέρον για τον σύγχρονο άνθρωπο. Η ποίηση του, ιδιαίτερα, χαρακτηρίζεται από έντονο «διονυσιασμό», παιχνιδιάρικη διάθεση και βαθύ μουσικό αίσθημα που συνδυάζεται άριστα με τη σάτιρα, ενώ θεωρείται ένας από τους κυριότερους αριστερούς εργάτες της γλώσσας στην Ελλάδα. Ο Βάρναλης διατήρησε την ποιητική αλλά και την ανθρώπινη εγρήγορσή του μέχρι τα βαθιά του γεράματα.BIKIΠΑΙΔΕΙΑ
Ο ποιητής απαγγέλλει από το ΦΩΣ ΠΟΥ ΚΑΙΕΙ τον Πρόλογο, "Να σ΄αγναντεύω θάλασσα"
http://www.youtube.com/watch?feature=pl ... rPI4gVUFWw
Nα σ’αγναντεύω ,θάλασσα
να μη χορταίνω απ’ το βουνό ψηλά
στρωτή και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω
απ’ τα μαλαματά σου τα πολλά
Νάναι χινοπωριάτικον απομεσήμερο
όντας μετ’ άξαφνη νεροποντή
χυμάει μέσ απ’ τα σύνεφα θαμπωτικά γελώντας
ήλιος χωρίς μαντύ .
Να ταξιδεύουν στόν αγέρα τα νησάκια ,
οι κάβοι ,τ’ ακρόγιαλα σά μεταξένιοι αχνοί
και με τούς γλάρους συνοδιά κάποτ’ ένα καράβι
ν’ανοίγουν να το παίρνουν οι ουρανοί
Ξανανιωμένα απ’ το λουτρό να ροβολάνε κάτου
τήν κόκκινη πλαγιά χορευτικά τα πεύκα,
τα χρυσόπευκα ,κι ανθός του μαλαμάτου
να στάζουν τα μαλλιά τους τα μυριστικά.
Κι ‘αντάμα τους να σέρνουνε στο φωτεινό χορό τους
ως μέσα στο νερό τα ερημικά χιονόσπιτα -
κι αυτά μες στ’ όνειρο τους να τραγουδάνε ,αξύπνητα καιρό
Έτσι να στέκω θάλασσα ,παντοτεινέ έρωτά μου
με μάτια να σε χαίρομαι θολά
και νά ναι τα μελλούμενα στην άπλα σου μπροστά μου,
πίσω κι ‘αλάργα βάσανα πολλά,
Ώς να με πάρεις ,κάποτε ,μαργιόλα συ,
στούς κόρφους σου αψηλά τους ανθισμένους
και να με πας πολύ μακρυά απ’ τη μαύρη τούτη Κόλαση ,
μακρυά πολύ κι ‘από τους μαύρους κολασμένους
ΕΙΠΑΝ ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ:
«Ἢ ποίηση τοῦ Βάρναλη, γράφει ὁ Μενέλαος Λουντέμης, δὲ μύριζε ποτὲ γάλα. Μύριζε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μπαροῦτι· κατέβηκε δηλαδὴ στὸ στίβο χωρὶς πάρα πολλὰ γυμνάσματα καὶ δοκιμὲς καὶ περιπλανήσεις στοὺς λειμῶνες τῶν ἀσφόδελων. Μ᾿ ἄλλα λόγια, χωρὶς αὐτὲς τὶς πεισιθάνατες κραυγὲς ποὺ ἔβγαζαν ὅλοι οἱ λυρικοί του καιροῦ του. Ὄχι. Ἡ Ποίηση τοῦ Βάρναλη ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἀρσενική, λάσια, μιὰ βολίδα ποὔπεσε μὲς στὰ στεκούμενα νερὰ τοῦ μελίπηχτου λυρισμοῦ».
«Ἡ πεῖρα τῆς κοινωνικῆς θεωρίας, γράφει ὁ Μιχαὴλ Περάνθης, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ ἀγωγή, μαζὶ μὲ μία ἐκτάκτως λεπτὴ ἕλξη πρὸς τὸ αἰσθητικὸ καὶ τὸ ὡραῖο, τὸ καλλιτεχνικὸ ὡραῖο, ποὺ ρέει στὸ αἷμα του, διαμόρφωσαν ἕνα προσωπικὸ καὶ φιλοσοφημένο λογοτεχνικὸ χαρακτῆρα, -ποὺ συγκέντρωσε τὶς ἐλπίδες γιὰ τὴ
καλλιέργεια καὶ στὸν τόπο μας τῆς ἀριστερῆς τέχνης».
ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος για τον Βάρναλη:
«Ο Βάρναλης συντάχθηκε με τις νέες ιδέες που υπόσχονταν έναν αταξικό καλύτερο κόσμο παίρνοντας με την τέχνη του θέση μάχης απέναντι στο κοινωνικό κατεστημένο, το γιομάτο από αδικίες και αθλιότητες». Ο Βρεττάκος έκανε ευρεία αναφορά στη ζωή και στο έργο του Βάρναλη και κατέληξε λέγοντας: «Ο ποιητής σεβάστηκε τα εμπόδια που του έβαζε η συνείδησή του κι έμεινε στο χώρο του χρέους του, όπως έμειναν όλοι οι έντιμοι “προπηλακισθέντες και εμπτυσθέντες” και όχι μόνο τα σύμβολά του, ο Προμηθέας, ο Ιησούς και ο Σωκράτης».
Μελοποιήσεις ποιημάτων του
Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΚΥΡ ΜΕΝΤΙΟΥ
Συγκλονιστική ερμηνεία από τον Νίκο Ξυλούρη, σε μουσική Λουκά Θάνου . Το τραγούδι της μοίρας του Ελληνικού λαού και όλων των λαών που συνθλίβονται από τ΄αφεντικά, "δεξιά" και "αριστερά".
http://youtu.be/hU4h3pMNXfA
Δὲ λυγᾶνε τὰ ξεράδια
καὶ πονᾶνε τὰ ρημάδια!
Κούτσα μία καὶ κούτσα δυὸ
τῆς ζωῆς τὸ ρημαδιό!
Μεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν οὗλοι: ἀφέντες, δοῦλοι,
οὗλοι: δοῦλοι, ἀφεντικὸ
καὶ μ᾿ ἀφήναν νηστικό.
Τὰ παιδιά, τὰ καλοπαίδια,
παραβγαίνανε στὴν παίδεια
μὲ κοτρόνια στὰ ψαχνά,
φοῦχτες μῦγα στ᾿ ἀχαμνά!
Ἀνωχώρι, Κατωχώρι,
ἀνηφόρι, κατηφόρι,
καὶ μὲ κάμα καὶ βροχή,
ὥσπου μοῦ ῾βγαινε ἡ ψυχή.
Εἴκοσι χρονῶ γομάρι
σήκωσα ὅλο τὸ νταμάρι
κι᾿ ἔχτισα, στὴν ἐμπασιὰ
τοῦ χωριοῦ, τὴν ἐκκλησιά.
Καὶ ζευγάρι μὲ τὸ βόδι
(ἄλλο μπόι κι᾿ ἄλλο πόδι)
ὄργωνα στὰ ρέματα
τ᾿ ἀφεντὸς τὰ στρέμματα.
Καὶ στὸν πόλεμ᾿ «ὅλα γιὰ ὅλα»
κουβαλοῦσα πολυβόλα
νὰ σκοτώνωνται οἱ λαοὶ
γιὰ τ᾿ ἀφέντη τὸ φαΐ.
Καὶ γι᾿ αὐτόνε τὸν ἐρίφη
ἐκουβάλησα τὴ νύφη
καὶ τὴν προῖκα της βουνό,
τὴν τιμή της οὐρανό!
Ἀλλὰ ἐμένα σὲ μία σφήνα
μ᾿ ἔδεναν τὸ Μάη τὸ μήνα
στὸ χωράφι τὸ γυμνὸ
νὰ γκαρίζω, νὰ θρηνῶ.
Κι᾿ ὁ παπὰς μὲ τὴν κοιλιά του
μ᾿ ἔπαιρνε γιὰ τὴ δουλειά του
καὶ μοῦ μίλαε κουνιστός:
«Σὲ καβάλησε ὁ Χριστός!
Δούλευε γιὰ νὰ στουμπώσει
ὅλ᾿ ἡ Χώρα κι᾿ οἱ καμπόσοι.
Μὴ ρωτᾷς τὸ πῶς καὶ τί,
νὰ ζητᾷς τὴν ἀρετή!-
Δὲ βαστάω! Θὰ πέσω κάπου!-
Ντράπου! Τὶς προγόνοι ντράπου!
-Ἀντραλίζομαι!... Πεινῶ!...
-Σούτ! θὰ φᾶς στὸν οὐρανό!»
Κι᾿ ἔλεα: ὅταν μίαν ἡμέρα
παρασφίξουνε τὰ γέρα,
θὰ ξεκουραστῶ κι᾿ ἐγώ,
τοῦ θεοῦ τ᾿ ἀβασταγό!
Κι᾿ ὅταν ἕνα καλὸ βράδυ
θὰ τελειώσει μου τὸ λάδι
κι᾿ ἀμολήσω τὴν πνοὴ
(ἕνα ποὺφ εἶν᾿ ἡ ζωή),
Ἡ ψυχή μου θὲ νὰ δράμῃ
στὴ ζεστὴ ἀγκαλιὰ τ᾿ Ἀβράμη,
τ᾿ ἄσπρα, τ᾿ ἀχερένια του
νὰ φιλάει τὰ γένια του!
Γέρασα κι᾿ ὡς δὲ φελοῦσα
κι᾿ ἀχαΐρευτος κυλοῦσα,
μὲ πετάξανε μακριὰνὰ
μὲ φᾶνε τὰ θεριά
.Κωλοσούρθηκα καὶ βρίσκω
στὴ σπηλιὰ τὸν Ἅη-Φραγκίσκο:
«Χαῖρε φῶς ἀληθινὸν
καὶ προστάτη τῶν κτηνῶν!
Σῶσε τὸ γέρο κυρ Μέντη
ἀπ᾿ τὴν ἀδικιὰ τ᾿ ἀφέντη,
σὺ ποὺ δίδαξες ἀρνὶ
τὸν κυρ λύκο νὰ γενῇ!
Τὸ σκληρὸν ἀφέντη κᾶνε
ἀπὸ λύκο ἄνθρωπο κᾶνε!...»
Μὰ μὲ τὴν κουβέντα αὐτὴ
πόρτα μοῦ ῾κλεισε κι᾿ αὐτί.
Τότενες τὸ μαῦρο φίδι
τὸ διπλό του τὸ γλωσσίδι
πίσω ἀπὸ τὴν ἀστοιβιὰ
βγάζει καὶ κουνάει μὲ βιά:
«Φῶς ζητᾶνε τὰ χαϊβάνια
κι᾿ οἱ ραγιάδες ἀπ᾿ τὰ οὐράνια,
μὰ θεοὶ κι᾿ ὀξαποδῶ
κεῖ δὲν εἶναι παρὰ δῶ.
Ἂν τὸ δίκιο θές, καλέ μου,
μὲ τὸ δίκιο τοῦ πολέμου
θὰ τὸ βρῇς.
Ὅπου ποθεῖλευτεριά,
παίρνει σπαθί.
Μὴ χτυπᾷς τὸν ἀδερφό σου
-τὸν ἀφέντη τὸν κουφό σου!
Καὶ στὸν ἵδρο τὸ δικὸ
γίνε σὺ τ᾿ ἀφεντικό.
Χάιντε θῦμα, χάιντε ψώνιο
χάιντε Σύμβολον αἰώνιο!
Ἂν ξυπνήσεις, μονομιᾶς
θά ῾ρτη ἀνάποδα ὁ ντουνιᾶς.
Κοίτα! Οἱ ἄλλοι ἔχουν κινήσει
κι᾿ ἔχ᾿ ἡ πλάση κοκκινήσει
κι᾿ ἄλλος ἥλιος ἔχει βγῇ
σ᾿ ἄλλη θάλασσ᾿, ἄλλη γῆς».
ΟΙ ΜΟΙΡΑΙΟΙ
Μουσική Μίκης Θεοδωράκης,ερμηνεία Γρηγόρης Μπιθικώτσης
Μες στην υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισιές,
(απάνου εστρίγγλιζε η λατέρνα)
όλη η παρέα πίναμε εψές,
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.
Σφιγγόταν ο ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής,
ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Οσο κι ο νους αν τυραννιέται
άσπρην ημέρα δε θυμιέται!
(Ηλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος του άσωτου ουρανού,
ω! της αυγής κροκάτη γάζα
γαρούφαλλα του δειλινού,
λάμπετε-σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!)
Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος - ίδιο στοιχιό
του άλλου κοντόμερη η γυναίκα
στο σπίτι λιώνει από χτικιό,
στο Παλαμίδι ο γυιός του Μάζη
κ' η κόρη του γιαβή στο Γκάζι.
-Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
-Φταίει ο θεός που μας μισεί!
-Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
-Φταίει πρώτ' απ' όλα το κρασί!
"ποιος φταίει; Ποιος φταίει;... κανένα στόμα
δεν τόβρε και δεν τόπε ακόμα.
Ετσι, στην σκοτεινή ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί,
σαν τα σκουλήκια κάθε φτέρνα
όπου μας εύρει, μας πατεί:
δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα!
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!
(από το “Κ. Βάρναλης, Οι διχτάτορες, εκδ. Κέδρος ”)
Η τοκογλυφία στα ρωμαϊκά χρόνια…
«…Δύο ειδών οικονομικοί κύκλοι υπήρχανε στην (αρχαία) Ρώμη: πρώτα οι τραπεζίτες, που δανείζανε με υπέρογκο τόκο χρήματα σε ιδιώτες ή στο κράτος, κι ύστερα οι εργολάβοι και οι “δημοσιώναι”. Οι εργολάβοι αναλαβαίνανε την κατασκευή δημόσιων έργων ή μεγάλες κρατικές προμήθειες με δημοπρασίες. Οι “δημοσιώναι” νοικιάζανε τις δημόσιες πρόσοδες. Όλοι αυτοί: τραπεζίτες, εργολάβοι και “δημοσιώναι” φτιάχναν εταιρείες κι εκδίδανε μετοχές, ώστε να κινδυνεύουνε λιγότερο. Γιατί όλες αυτές οι δουλειές που κάνανε, δίνανε μεγάλα κέρδη, αλλ’ είχανε και πολλούς κινδύνους. Το κράτος άρχισε να δανείζεται χρήματα κυρίως μετά το 2ο Καρχηδονιακό πόλεμο, όταν η εισβολή του Αννίβα στην Ιταλία ανάγκασε τη Ρώμη να ξοδέψει και την τελευταία δεκάρα για τη σωτηρία της. Αυτοί οι τραπεζίτες που δανείζανε χρήματα στο κράτος, δεν ήσαν από την αρχή τραπεζίτες, αλλά σαράφηδες. Αλλάζανε τα ξένα νομίσματα με ρωμαϊκά….Φυσικά οι τέτοιοι αργυραμοιβοί κερδοσκοπούσανε πάνω σ’ αυτή την υπόθεση.
Όλες οι “τράπεζες” (σαράφικα) αυτού του είδους κι όλες οι “εταιρείες” των κρατικών επιχειρήσεων είχανε τα γραφεία τους στην Αγορά.
Στην “Αγορά” λοιπόν ήσαν όλες οι “Τράπεζες” κι όλα τα “Γραφεία επιχειρήσεων”. Έτσι, με τον καιρό η λέξη “Αγορά” (Forum) κατάντησε να σημαίνει χρηματιστήριο…
Όλοι αυτοί κάνανε μεγάλες δουλειές με το κράτος. Όλες αυτές οι δουλειές είχανε πολύ “ζουμί” και βρομούσανε πολύ. Τις παίρνανε οι πιο καπάτσοι. Όσοι είχανε τα “μέσα” κι όσοι λαδώνανε τους άρχοντες περισσότερο…»Κικέρων και Σενέκας: δυο φιλόσοφοι μέγιστοι φιλάργυροι και τοκογλύφοι…
-Κικέρων: «…Όταν ο Κικέρων έγινε διοικητής της Κιλικίας, έγραψε στον αντιπραίτωρα της Βιθυνίας Πόπλιο Σίλιο Νέρβα, ένα συστατικό γράμμα για μια φιλική του “εταιρεία”, που είχε αγοράσει τους φόρους των δημοσίων γαιών: “αυτή η εταιρεία, έγραφε, δεν είναι μονάχα πελάτισσά μου (ο Κικέρωνας ήταν μέγας δικηγόρος του καιρού εκείνου), αλλ’ κι εγώ είμαι στενότατα συνδεδεμένος με τους περισσότερους μετόχους”.
Σ’ ένα άλλο του γράμμα προς τον γαμπρό του Φούριο Κράσσιπο, ταμίαν της Βιθυνίας, έγραψε για την ίδια εταιρεία: “Κάνε ό,τι μπορείς… Ξέρω πόση είναι η επιρροή ενός ταμία… Θα μου κάνεις μεγάλη προσωπική εκδούλευση και σου εγγυώμαι, πως η βιθυνιακή εταιρεία δεν ξεχνά τις ευκολίες που της κάνουνε και ξέρει να δείχνει την ευγνωμοσύνη της”! Νομίζεις πως είναι γράμμα σημερινό. Τα πολιτικά ήθη όλων των εποχών παρακμής μοιάζουνε καταπληκτικά. Και να συλλογιέται κανείς, πως ο Κικέρωνας περηφανευότανε και το πίστευε κι ο ίδιος, πως ήτανε πατριώτης, χρηστός και ηθικός φιλόσοφος!».
Κώστας Βάρναλης-Γαλάτεια Καζαντζάκη στην Αίγινα 1932
Πῶς μᾶς θέλει ἡ «ἀληθὴς δημοκρατία
»Νὰ μὴν ἀκούω
καὶ νὰ μὴ βλέπω νὰ πατῶ.
Νὰ μὴ νογάω
καὶ νά ῾χω τὸ στόμα βουλωτό.
Νὰ μὴ μὲ φαρμακών᾿
ἡ μπόχα τοῦ καιροῦ μου.
Χωρὶς αὐτιὰ καὶ μάτια,
μύτη καὶ μυαλό,
μουγκὸς νὰ πηαίνω,
ὅποτε μοῦ ῾ρθει,
πρὸς νεροῦ μου,
κι ἅμα τσινάει ὁ Γάϊδαρος
νὰ μὴ γελῶ.
Καὶ σὰ μὲ καρυδώνουνε
μουνοῦχο σκλάβο οἱ Ἀμερικάνοι,
ἐγὼ νὰ βλαστημάω τὸ Σλάβο.
ΗΣΟΥΝ ΩΡΑΙΟΣ ΣΑΝ ΑΓΓΕΛΟΣ
ΒΑΣΤΑ ΚΑΡΔΙΑ
Η τοκογλυφία στα ρωμαϊκά χρόνια…
«…Δύο ειδών οικονομικοί κύκλοι υπήρχανε στην (αρχαία) Ρώμη: πρώτα οι τραπεζίτες, που δανείζανε με υπέρογκο τόκο χρήματα σε ιδιώτες ή στο κράτος, κι ύστερα οι εργολάβοι και οι “δημοσιώναι”. Οι εργολάβοι αναλαβαίνανε την κατασκευή δημόσιων έργων ή μεγάλες κρατικές προμήθειες με δημοπρασίες. Οι “δημοσιώναι” νοικιάζανε τις δημόσιες πρόσοδες. Όλοι αυτοί: τραπεζίτες, εργολάβοι και “δημοσιώναι” φτιάχναν εταιρείες κι εκδίδανε μετοχές, ώστε να κινδυνεύουνε λιγότερο. Γιατί όλες αυτές οι δουλειές που κάνανε, δίνανε μεγάλα κέρδη, αλλ’ είχανε και πολλούς κινδύνους. Το κράτος άρχισε να δανείζεται χρήματα κυρίως μετά το 2ο Καρχηδονιακό πόλεμο, όταν η εισβολή του Αννίβα στην Ιταλία ανάγκασε τη Ρώμη να ξοδέψει και την τελευταία δεκάρα για τη σωτηρία της. Αυτοί οι τραπεζίτες που δανείζανε χρήματα στο κράτος, δεν ήσαν από την αρχή τραπεζίτες, αλλά σαράφηδες. Αλλάζανε τα ξένα νομίσματα με ρωμαϊκά….Φυσικά οι τέτοιοι αργυραμοιβοί κερδοσκοπούσανε πάνω σ’ αυτή την υπόθεση.
Όλες οι “τράπεζες” (σαράφικα) αυτού του είδους κι όλες οι “εταιρείες” των κρατικών επιχειρήσεων είχανε τα γραφεία τους στην Αγορά.
Στην “Αγορά” λοιπόν ήσαν όλες οι “Τράπεζες” κι όλα τα “Γραφεία επιχειρήσεων”. Έτσι, με τον καιρό η λέξη “Αγορά” (Forum) κατάντησε να σημαίνει χρηματιστήριο…
Όλοι αυτοί κάνανε μεγάλες δουλειές με το κράτος. Όλες αυτές οι δουλειές είχανε πολύ “ζουμί” και βρομούσανε πολύ. Τις παίρνανε οι πιο καπάτσοι. Όσοι είχανε τα “μέσα” κι όσοι λαδώνανε τους άρχοντες περισσότερο…»Κικέρων και Σενέκας: δυο φιλόσοφοι μέγιστοι φιλάργυροι και τοκογλύφοι…
-Κικέρων: «…Όταν ο Κικέρων έγινε διοικητής της Κιλικίας, έγραψε στον αντιπραίτωρα της Βιθυνίας Πόπλιο Σίλιο Νέρβα, ένα συστατικό γράμμα για μια φιλική του “εταιρεία”, που είχε αγοράσει τους φόρους των δημοσίων γαιών: “αυτή η εταιρεία, έγραφε, δεν είναι μονάχα πελάτισσά μου (ο Κικέρωνας ήταν μέγας δικηγόρος του καιρού εκείνου), αλλ’ κι εγώ είμαι στενότατα συνδεδεμένος με τους περισσότερους μετόχους”.
Σ’ ένα άλλο του γράμμα προς τον γαμπρό του Φούριο Κράσσιπο, ταμίαν της Βιθυνίας, έγραψε για την ίδια εταιρεία: “Κάνε ό,τι μπορείς… Ξέρω πόση είναι η επιρροή ενός ταμία… Θα μου κάνεις μεγάλη προσωπική εκδούλευση και σου εγγυώμαι, πως η βιθυνιακή εταιρεία δεν ξεχνά τις ευκολίες που της κάνουνε και ξέρει να δείχνει την ευγνωμοσύνη της”! Νομίζεις πως είναι γράμμα σημερινό. Τα πολιτικά ήθη όλων των εποχών παρακμής μοιάζουνε καταπληκτικά. Και να συλλογιέται κανείς, πως ο Κικέρωνας περηφανευότανε και το πίστευε κι ο ίδιος, πως ήτανε πατριώτης, χρηστός και ηθικός φιλόσοφος!».
Κώστας Βάρναλης-Γαλάτεια Καζαντζάκη στην Αίγινα 1932
Πῶς μᾶς θέλει ἡ «ἀληθὴς δημοκρατία
»Νὰ μὴν ἀκούω
καὶ νὰ μὴ βλέπω νὰ πατῶ.
Νὰ μὴ νογάω
καὶ νά ῾χω τὸ στόμα βουλωτό.
Νὰ μὴ μὲ φαρμακών᾿
ἡ μπόχα τοῦ καιροῦ μου.
Χωρὶς αὐτιὰ καὶ μάτια,
μύτη καὶ μυαλό,
μουγκὸς νὰ πηαίνω,
ὅποτε μοῦ ῾ρθει,
πρὸς νεροῦ μου,
κι ἅμα τσινάει ὁ Γάϊδαρος
νὰ μὴ γελῶ.
Καὶ σὰ μὲ καρυδώνουνε
μουνοῦχο σκλάβο οἱ Ἀμερικάνοι,
ἐγὼ νὰ βλαστημάω τὸ Σλάβο.
ΗΣΟΥΝ ΩΡΑΙΟΣ ΣΑΝ ΑΓΓΕΛΟΣ
Από το ποίημα ''Οι πόνοι της Παναγιάς'' του Κ. Βάρναλη (συλλογή Σκλάβοι Πολιορκημένοι ).
Μουσική : Nίκος Μαμαγκάκης
Μουσική : Nίκος Μαμαγκάκης
Ήσουν ωραίος σαν άγγελος με δυο φτερούγες ανοιχτές,
η μια βυθούσε στ' αύριο, η άλλη χανότανε στο χτες
κάτι στο χέρι κράταγες, για φλάμπουρο για κρίνο
—χορός, που ζεστοκόπησε τις φλέβες μου τις τιναχτές ! —
ό,τι ποθώ με πότισες κι ως αγιασμό το πίνω.
Μα γιατί μου δειξες, καλέ, δόξα πολλή για το παιδί;
Αχ, η καρδιά μου δε βαστά, το μέγα ψήλος να το δει !
Δεν τον αφήνω η Μάνα του μιαν πιθαμή να φύγει!
Μη μεγαλώσει μου ποτές κι όλα τα χρόνια, αυγή - βραδί,
πάντα μωρό να σφίγγεται στου κόρφου μου τα ρίγη.
Που να σε κρύψω γιόκα μου να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποιαν κορφήν ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ' άδικο φωνάξεις.
Ξέρω, πώς θα χεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που μες τα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.
η μια βυθούσε στ' αύριο, η άλλη χανότανε στο χτες
κάτι στο χέρι κράταγες, για φλάμπουρο για κρίνο
—χορός, που ζεστοκόπησε τις φλέβες μου τις τιναχτές ! —
ό,τι ποθώ με πότισες κι ως αγιασμό το πίνω.
Μα γιατί μου δειξες, καλέ, δόξα πολλή για το παιδί;
Αχ, η καρδιά μου δε βαστά, το μέγα ψήλος να το δει !
Δεν τον αφήνω η Μάνα του μιαν πιθαμή να φύγει!
Μη μεγαλώσει μου ποτές κι όλα τα χρόνια, αυγή - βραδί,
πάντα μωρό να σφίγγεται στου κόρφου μου τα ρίγη.
Που να σε κρύψω γιόκα μου να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποιαν κορφήν ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ' άδικο φωνάξεις.
Ξέρω, πώς θα χεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που μες τα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.
Η ΨΥΧΗ
Ποίηση: Κώστας Βάρναλης(Σκλάβοι πολιορκημένοι)
Μουσική :Νίκος Μαμαγκάκης
'Aλμπουμ : Σκλάβοι πολιορκημένοι(1996)
Μουσική :Νίκος Μαμαγκάκης
'Aλμπουμ : Σκλάβοι πολιορκημένοι(1996)
Κάνω να βγάλω μια φωνή : ''Σταθείτε αρματωμένοι''
στη γης τη ματωμένη !
Του θάνατου αδερφόποιτοι,ποιος δαίμονας σας σφίγγει
για σκοτωμό; ''-μα και πνοή μου λείπει και λαρύγγι.
[...]
Αλί μου,αδέρφια των πουλιών,απέραντος ο Χρόνος
κι απέραντος ο Πόνος!
κ' μένα η καλοσύνη μου φαντάστη,-πλάνα ιδέα!-
Να 'σουνα, Πόνε κι 'Ανοιξη,στερνός και τελευταία.
[...]
Σκλάβο κι αφέντην έσμιξα στον αψηλόν αθέρα
αδέρφια ενού Πατέρα,
μαίδε Πατέρας πουθενά μαίδε και κάλλιοι τόποι.
Διπλά και τρίδιπλα ορφανοί και γελασμένοι ανθρώποι!
στη γης τη ματωμένη !
Του θάνατου αδερφόποιτοι,ποιος δαίμονας σας σφίγγει
για σκοτωμό; ''-μα και πνοή μου λείπει και λαρύγγι.
[...]
Αλί μου,αδέρφια των πουλιών,απέραντος ο Χρόνος
κι απέραντος ο Πόνος!
κ' μένα η καλοσύνη μου φαντάστη,-πλάνα ιδέα!-
Να 'σουνα, Πόνε κι 'Ανοιξη,στερνός και τελευταία.
[...]
Σκλάβο κι αφέντην έσμιξα στον αψηλόν αθέρα
αδέρφια ενού Πατέρα,
μαίδε Πατέρας πουθενά μαίδε και κάλλιοι τόποι.
Διπλά και τρίδιπλα ορφανοί και γελασμένοι ανθρώποι!
ΒΑΣΤΑ ΚΑΡΔΙΑ
Πρώτη εκτέλεση: Πέτρος Πανδής
http://youtu.be/XYs9p8ZpnIQ
Να με ξεριζώσεις χάρε,
σ’ αντιστέκομαι σαν δρυ,
όση φόρα θέλεις πάρε,
να με πάρει δεν μπορεί.
Να με ξεριζώσεις, όχι,
δεν το θέλω και βαστώ,
όσο η καρδιά μου το ’χει,
το κουράγιο της σωστό.
.Στ’ αγιασμένο τούτο χώμα,
που ’πιεν αίμα ποταμό
μας κρατάει το χρέος ακόμα,
για το μέγα λυτρωμό.
Δεν το θέλω άλλοι να φτάσουν,
δίχως μου, στην κορυφή,
στ’ άκρον ύψος να γιορτάσουν
οι γενναίοι μου σύντροφοι.
Θα γιορτάσουμε σαν ένας
τη μεγάλη Ανατολή,
κάθε τόπου, κάθε γέννας,
κάθε γλώσσας οι καλοί.
.Να με ξεριζώσεις τώρα
μην σε τρώει αποθυμιά,
όλη η γη είναι μια χώρα,
ένα δρυ και ρίζα μια.
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΤΡΕΛΛΟΥ
Μουσική: Νίκος Μαμαγκάκης
Πρώτη εκτέλεση: Μαρία Δημητριάδη
Άϊ! με το γύφτικο ζουρνά,
με νταγερέ, που κουδουνά,
σύρε σκοπόν αντάμικο.
Εστράβωσα τη φέσα μου,
έρωτας που 'ναι μέσα μου
για να χορέψω τσάμικο.
Χίλια χέρια κι άρματα
να 'χα να σας φράξω,
να 'χα και δυο κέρατα
τον οχτρό να σκιάξω!
Για να βαστάξει όσο μπορεί,
το μακελειό, να 'στε γεροί,
της πένας αντρειωμένοι!
Κανοναρχάτε τ’ όνομά μας,
όντας η δόξα μελετά μας
τα σκελετά, γερμένη.
Να χαμ’ ένα βασιλιά,
για να μας θαμπώνει,
με λειρί στο κούτελο,
και φωνή τρομπόνι!
Όλα εδώ χάμου ψεύτικα.
Δε σ’ έζησα, ονειρεύτηκα,
μαύρη ζωή, όλη πίκρα.
Μα θα χαρώ σε, λευτεριά,
αιώνια αλήθεια κι ομορφιά,
σαν θα περάσω αντίκρα.
Να χαμ’ ένα βασιλιά,
δράκο με χοντρό λαιμό,
σέρτικο κι αράθυμο,
για να κάνει πόλεμο!
Άμποτε λίγο να δυνόμουν
για μια στιγμή να τρελαινόμουν,
ο σαλεμένος νους
και τα κλεισμένα τσίνορα
να μην ξαμώνουν σύνορα
και χώριους ουρανούς!
Να ιδώ τον κόσμο ανάποδα
τον αδερφό μου ξένο
και τον οχτρόν αδέρφι μου
αδικοσκοτωμένο.
Η ΧΑΡΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Μουσική: Ν.Μαμαγκάκης, Ερμηνεία : Δ.Ψαριανός
Η σκιά ενός κλέφτη από τα περασμένα
Καλοί μου χρόνοι αλλοτινοί!
Μεγάλοι κι αψηλοί ουρανοί!
Ίσα μπάλλα, δίκιο χέρι,
πάντα πλούσιο μεσημέρι.
Κλεισούρες, έλατα, κορφές...
με χίλιες κάνουλες κρυφές
ο σκοπός σου κατεβαίνει,
ζήση μου τραγουδημένη.
Πώς παίρναμ' όλοι το κλαρί,
σίντα του κούκου η βραχνιερή
η κραξιά μάς εκαλούσε
κ' η τριανταφυλλιά ν-εσκούσε,
σεινάμενοι, κουνάμενοι
--γειά σου μανούλα κλαμένη--
με ντουφέκι τυχερό,
με λαγούτον ηχερό.
......................................
Η σούβλα σιγοτριγυρνά
κριάρια παχιά και τραγανά
και σε χόρτο πατημένο
καρυδόφυλλο στρωμένο.
Πήραμ' αλέβρι απ' τον αγά,
απ' τον προεστό σφαχτά ζυγά
κι απ' το πέρα μοναστήρι
κράσο με κεφαλοτύρι.
Μέσα στ' ασήμι, στο φλουρί
σαν Ήλιοι αστράβαμε πυροί
και με στου χορού τα πρέπια
φίδια ειμάστε με τα λέπια.
Κι αν είστε σκύλοι αρματολοί,
είμαστε λύκοι με μαλλί.
Γρήγορα τ' αρματολίκι,
γιατί φτάσαμε σα λύκοι!
Πώς ροβολούσαμ', αδερφοί,
σίντας εστέρναμε γραφή
στ' Άγναντα και στο Κομπότι,
στον κατή και στο δεσπότη·
γραφή καμένη στις γωνιές:
«σας κάψαμε σα θεμωνιές
με το διώμα, με το σείσμα,
με τραγούδι και με πείσμα».
Παλουκωμένα ως σας γρικώ,
προεστών κεφάλια και Τουρκώ,
κάνω τη φτερούγα πήχη
κάνω πιθαμή το νύχι.
Μα σαν επλάκωνε χειμός,
μας έπιανε βαρής θυμός
κ' ένας-ένας κατηφόρα
για τον κάμπο, για τη χώρα.
Καράβι ερχέται από τη Χιό
με τις βαρκούλες του τις δυό.
Έτσι μπαίναμε στη χώρα
μ' όλα τα πανιά μας φόρα.
Σαν εκκλησιές μολυβωτές
και κοντυλοπελεκητές
μ' όλα τ' άρματά μας φόρα
καμαρώναμε στη χώρα.
Κ' ένας τον άλλονε σκουντά
να μας θαμάξει από κοντά.
Κι αργαλειός --σαγίτα, χτένια--
μας εταίριαζε τα παίνια.
.....................................
Μα δεν ξεχνά η καρδιά πιστή
πως έχει να λογαριαστεί
με τον Κίτσο, με τον Γιάννη,
που αδερφούς η Ανάγκη κάνει.
Από την ποιητική συλλογή «Σκλάβοι πολιορκημένοι».
Από το βιβλίο: Κώστας Βάρναλης, «Ποιητικά», Κέδρος, Αθήνα 1956, σελ. 129-131.
Ἀρχὴ σοφίας
«Φρόνιμα καὶ ταχτικὰπάω μὲ κεῖνον ποὺ νικᾷ».
Ὁ ἕνας
Λίγη δροσιά, οὐρανέ μου,
καὶ χάηδεμα τ᾿ ἀνέμου,
κελάηδημα πουλιοῦ,
ξανάνιωμ᾿ Ἀπριλιοῦ!
Ἀνάσ᾿, ἀνάσα λίγη!
Χρόνια ἡ θελιὰ μᾶς πνίγει.
Λίγη χαρὰ σ᾿ ἀφτὰ
τὰ σκοτεινὰ γραφτά!
Σοῦ πήρανε, λαέ μου,
τὸ δίκιο τοῦ πολέμου
πατριδοκαταλύτες,
ξένοι καὶ ντόπιοι ἀλῆτες!
Ὁ ἄλλος
Ἂν θέλεις νὰ χαρεῖς
τὴ λεφτεριά, νωρὶς
γίνε προδότης, γίνε!
Τιμή, ντροπὴ δὲν εἶναι.
Θά ῾ναι μαζί σου οἱ νόμοι
κι ἡ πλερωμένη γνώμη!
Πέτα τὴν ἀνθρωπιά σου
κι ἀπ᾿ τὸν ἀφέντη πιάσου!
Κι ἅμα σὲ φτύνει ἀφτός,
νὰ κάθεσαι σκυφτὸς
καὶ θά ῾χεις τὰ πρωτεῖα
στὴ σάπια πολιτεία.
Ὁ λαός
Ἔξω τοῦ ἀφέντη ἁρμάδα
φυλάει, μὲ μπούκα ὀρθή,
τὸ λείψανό σου, Ἑλλάδα,
μὴν ξάφνου ἀναστηθεῖ!
οι πόνοι της παναγιάς
Μουσική: Λουκάς Θάνος
Ερμηνεία: Νίκος Ξυλούρης
Πού να σε κρύψω γιόκα μου
να μη σε φτάνουν οι κακοί
σε ποιο νησί του ωκεανού
σε πια κορφή ερημική.
Δε θα σε μάθω να μιλάς
και τ' άδικο φωνάξεις
ξέρω πως θα χεις την καρδιά
τόσο καλή τόσο γλυκή
που μες τα βρόχια της οργής
ταχειά, ταχειά θε να σπαράξεις.
Συ θα'χεις μάτια γαλανά
θα 'χεις κορμάκι τρυφερό
θα σε φυλάω από ματιά κακή
και από κακό καιρό
Από το πρώτο ξάφνιασμα
της ξυπνημένης νιότης
δεν είσαι συ για μάχητες
δεν είσαι συ για το σταυρό
εσύ νοικοκερόπουλο
όχι σκλάβος, όχι σκλάβος ή προδότης
Κι αν κάποτε τα φρένα σου
το δίκιο φως της αστραπής
κι αν η αλήθεια σου χτυπήσουνε
παιδάκι μου να μην τα πεις
Θεριά οι ανθρώποι δεν μπορούν
το φως να το σηκώσουν
δεν είναι η αλήθεια πιο χρυσή
σαν την αλήθεια της σιωπής
χίλιες φορές να γεννηθείς
τόσες, τόσες θα σε σταυρώσουν.
Τυχερός
Ἀνεμοδέρνουν μέρα νύχτα ἀπάνου
σὲ στύλους σταυροσήμαδα φτερά σου,
νὰ γελιέσαι πὼς εἶν᾿ Ἑλλάδα ὁ τόπος.
Μὰ δίπλα τ᾿ ἀγκαλιάζει νὰ τὰ σπάσει
τοῦ ξένου ἡ ἀστερομάτισσα κατάρα.
Ἂν φαρμάκωνε μόνη τὸν ἀέρα,
ἴσως, ραγιᾶ νὰ ξύπναες κάποιαν ὥρα:
«Στὴ χώρ᾿ αὐτὴ ποὺ τήνε λέω δικιά μου
ξένος εἶμαι καὶ τυχερὸς ποὺ ζῶ!»
Πρώτη εκτέλεση: Μαρία Δημητριάδη
Άϊ! με το γύφτικο ζουρνά,
με νταγερέ, που κουδουνά,
σύρε σκοπόν αντάμικο.
Εστράβωσα τη φέσα μου,
έρωτας που 'ναι μέσα μου
για να χορέψω τσάμικο.
Χίλια χέρια κι άρματα
να 'χα να σας φράξω,
να 'χα και δυο κέρατα
τον οχτρό να σκιάξω!
Για να βαστάξει όσο μπορεί,
το μακελειό, να 'στε γεροί,
της πένας αντρειωμένοι!
Κανοναρχάτε τ’ όνομά μας,
όντας η δόξα μελετά μας
τα σκελετά, γερμένη.
Να χαμ’ ένα βασιλιά,
για να μας θαμπώνει,
με λειρί στο κούτελο,
και φωνή τρομπόνι!
Όλα εδώ χάμου ψεύτικα.
Δε σ’ έζησα, ονειρεύτηκα,
μαύρη ζωή, όλη πίκρα.
Μα θα χαρώ σε, λευτεριά,
αιώνια αλήθεια κι ομορφιά,
σαν θα περάσω αντίκρα.
Να χαμ’ ένα βασιλιά,
δράκο με χοντρό λαιμό,
σέρτικο κι αράθυμο,
για να κάνει πόλεμο!
Άμποτε λίγο να δυνόμουν
για μια στιγμή να τρελαινόμουν,
ο σαλεμένος νους
και τα κλεισμένα τσίνορα
να μην ξαμώνουν σύνορα
και χώριους ουρανούς!
Να ιδώ τον κόσμο ανάποδα
τον αδερφό μου ξένο
και τον οχτρόν αδέρφι μου
αδικοσκοτωμένο.
Η ΧΑΡΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Μουσική: Ν.Μαμαγκάκης, Ερμηνεία : Δ.Ψαριανός
Η σκιά ενός κλέφτη από τα περασμένα
Καλοί μου χρόνοι αλλοτινοί!
Μεγάλοι κι αψηλοί ουρανοί!
Ίσα μπάλλα, δίκιο χέρι,
πάντα πλούσιο μεσημέρι.
Κλεισούρες, έλατα, κορφές...
με χίλιες κάνουλες κρυφές
ο σκοπός σου κατεβαίνει,
ζήση μου τραγουδημένη.
Πώς παίρναμ' όλοι το κλαρί,
σίντα του κούκου η βραχνιερή
η κραξιά μάς εκαλούσε
κ' η τριανταφυλλιά ν-εσκούσε,
σεινάμενοι, κουνάμενοι
--γειά σου μανούλα κλαμένη--
με ντουφέκι τυχερό,
με λαγούτον ηχερό.
......................................
Η σούβλα σιγοτριγυρνά
κριάρια παχιά και τραγανά
και σε χόρτο πατημένο
καρυδόφυλλο στρωμένο.
Πήραμ' αλέβρι απ' τον αγά,
απ' τον προεστό σφαχτά ζυγά
κι απ' το πέρα μοναστήρι
κράσο με κεφαλοτύρι.
Μέσα στ' ασήμι, στο φλουρί
σαν Ήλιοι αστράβαμε πυροί
και με στου χορού τα πρέπια
φίδια ειμάστε με τα λέπια.
Κι αν είστε σκύλοι αρματολοί,
είμαστε λύκοι με μαλλί.
Γρήγορα τ' αρματολίκι,
γιατί φτάσαμε σα λύκοι!
Πώς ροβολούσαμ', αδερφοί,
σίντας εστέρναμε γραφή
στ' Άγναντα και στο Κομπότι,
στον κατή και στο δεσπότη·
γραφή καμένη στις γωνιές:
«σας κάψαμε σα θεμωνιές
με το διώμα, με το σείσμα,
με τραγούδι και με πείσμα».
Παλουκωμένα ως σας γρικώ,
προεστών κεφάλια και Τουρκώ,
κάνω τη φτερούγα πήχη
κάνω πιθαμή το νύχι.
Μα σαν επλάκωνε χειμός,
μας έπιανε βαρής θυμός
κ' ένας-ένας κατηφόρα
για τον κάμπο, για τη χώρα.
Καράβι ερχέται από τη Χιό
με τις βαρκούλες του τις δυό.
Έτσι μπαίναμε στη χώρα
μ' όλα τα πανιά μας φόρα.
Σαν εκκλησιές μολυβωτές
και κοντυλοπελεκητές
μ' όλα τ' άρματά μας φόρα
καμαρώναμε στη χώρα.
Κ' ένας τον άλλονε σκουντά
να μας θαμάξει από κοντά.
Κι αργαλειός --σαγίτα, χτένια--
μας εταίριαζε τα παίνια.
.....................................
Μα δεν ξεχνά η καρδιά πιστή
πως έχει να λογαριαστεί
με τον Κίτσο, με τον Γιάννη,
που αδερφούς η Ανάγκη κάνει.
Από την ποιητική συλλογή «Σκλάβοι πολιορκημένοι».
Από το βιβλίο: Κώστας Βάρναλης, «Ποιητικά», Κέδρος, Αθήνα 1956, σελ. 129-131.
Ἀρχὴ σοφίας
«Φρόνιμα καὶ ταχτικὰπάω μὲ κεῖνον ποὺ νικᾷ».
Ὁ ἕνας
Λίγη δροσιά, οὐρανέ μου,
καὶ χάηδεμα τ᾿ ἀνέμου,
κελάηδημα πουλιοῦ,
ξανάνιωμ᾿ Ἀπριλιοῦ!
Ἀνάσ᾿, ἀνάσα λίγη!
Χρόνια ἡ θελιὰ μᾶς πνίγει.
Λίγη χαρὰ σ᾿ ἀφτὰ
τὰ σκοτεινὰ γραφτά!
Σοῦ πήρανε, λαέ μου,
τὸ δίκιο τοῦ πολέμου
πατριδοκαταλύτες,
ξένοι καὶ ντόπιοι ἀλῆτες!
Ὁ ἄλλος
Ἂν θέλεις νὰ χαρεῖς
τὴ λεφτεριά, νωρὶς
γίνε προδότης, γίνε!
Τιμή, ντροπὴ δὲν εἶναι.
Θά ῾ναι μαζί σου οἱ νόμοι
κι ἡ πλερωμένη γνώμη!
Πέτα τὴν ἀνθρωπιά σου
κι ἀπ᾿ τὸν ἀφέντη πιάσου!
Κι ἅμα σὲ φτύνει ἀφτός,
νὰ κάθεσαι σκυφτὸς
καὶ θά ῾χεις τὰ πρωτεῖα
στὴ σάπια πολιτεία.
Ὁ λαός
Ἔξω τοῦ ἀφέντη ἁρμάδα
φυλάει, μὲ μπούκα ὀρθή,
τὸ λείψανό σου, Ἑλλάδα,
μὴν ξάφνου ἀναστηθεῖ!
οι πόνοι της παναγιάς
Μουσική: Λουκάς Θάνος
Ερμηνεία: Νίκος Ξυλούρης
Πού να σε κρύψω γιόκα μου
να μη σε φτάνουν οι κακοί
σε ποιο νησί του ωκεανού
σε πια κορφή ερημική.
Δε θα σε μάθω να μιλάς
και τ' άδικο φωνάξεις
ξέρω πως θα χεις την καρδιά
τόσο καλή τόσο γλυκή
που μες τα βρόχια της οργής
ταχειά, ταχειά θε να σπαράξεις.
Συ θα'χεις μάτια γαλανά
θα 'χεις κορμάκι τρυφερό
θα σε φυλάω από ματιά κακή
και από κακό καιρό
Από το πρώτο ξάφνιασμα
της ξυπνημένης νιότης
δεν είσαι συ για μάχητες
δεν είσαι συ για το σταυρό
εσύ νοικοκερόπουλο
όχι σκλάβος, όχι σκλάβος ή προδότης
Κι αν κάποτε τα φρένα σου
το δίκιο φως της αστραπής
κι αν η αλήθεια σου χτυπήσουνε
παιδάκι μου να μην τα πεις
Θεριά οι ανθρώποι δεν μπορούν
το φως να το σηκώσουν
δεν είναι η αλήθεια πιο χρυσή
σαν την αλήθεια της σιωπής
χίλιες φορές να γεννηθείς
τόσες, τόσες θα σε σταυρώσουν.
Τυχερός
Ἀνεμοδέρνουν μέρα νύχτα ἀπάνου
σὲ στύλους σταυροσήμαδα φτερά σου,
νὰ γελιέσαι πὼς εἶν᾿ Ἑλλάδα ὁ τόπος.
Μὰ δίπλα τ᾿ ἀγκαλιάζει νὰ τὰ σπάσει
τοῦ ξένου ἡ ἀστερομάτισσα κατάρα.
Ἂν φαρμάκωνε μόνη τὸν ἀέρα,
ἴσως, ραγιᾶ νὰ ξύπναες κάποιαν ὥρα:
«Στὴ χώρ᾿ αὐτὴ ποὺ τήνε λέω δικιά μου
ξένος εἶμαι καὶ τυχερὸς ποὺ ζῶ!»
"...Τα έργα, που αφήνουν οι ποιητές μετά το θάνατον - έργα ή ατέλειωτα ή ανέκδοτα ή τυπωμένα μεν κάπου και κάποτε, αλλ' όχι και στις οριστικές συλλογές των δημιουργών τους - κατά κανόνα προσθέτουνε τίποτα στη δόξα τους... Οι "καταλοιποθήραι" όμως τυμβωρύχοι του πνεύματος (αν όχι έμποροι του πνεύματος) τρέχουνε και ψάχνουνε τα... οστεοφυλάκια των ποιητών για να βρούνε ότι να 'ναι για να το δημοσιέψουνε. Πρέπει να γίνεται αυτό; Δυστυχώς είναι αναπόφευχτο, αλλά μονάχα για λόγους "ιστορικούς" έγραφε ο Κώστας Βάρναλης σε χρονογράφημά του το 1942 για τη σχέση αρχείου και ερευνητών του. Το δικό του αρχείο παραδόθηκε από την κόρη του Ευγενία στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη τον Σεπτέμβριο του 2001. Η φιλόλογος Θεανώ Μιχαηλίδη ανέλαβε την ταξινόμηση και την επιμέλειά του. Ο εκτενής κατάλογός του ο οποίος με τον τίτλο "Αρχείο Κώστα Βάρναλη: Το εργαστήρι του ποιητή και η ιστορία" καταλαμβάνει το περιεχόμενο του 11ου τεύχους της περιοδικής έκδοσης της Γενναδείου Βιβλιοθήκης "Τhe New Griffon" που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις "Παπαδήμα"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου