Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2016

ΕΡΑΤΟΣΘΕΝΗΣ Ή ΠΕΝΤΑΘΛΟΣ

 
(Κυρήνη 276 π.Χ. – Αλεξάνδρεια 194 π.Χ.)

Στην Αλεξάνδρεια υπάρχει ένας άνδρας τον οποίον οι πιό μετρημένοι ονομάζουν Πένταθλο λόγω της αξιοθαύμαστης επδεξιότητάς του σε όλους τους τομείς, και οι πιο ζηλόφθονοι επονομάζουν Βήτα για να του θυμίσουν ότι ποτέ δεν θα γίνει ΄Αλφα , ότι ποτέ δεν θα είναι σε τίποτα πρώτος. Ο Πένταθλος ή Βήτα, έβαλε σκοπό να επιχειρήσει κάτι που όλοι θεωρούν αδύνατον : να υπολογίσει το μέγεθος του κόσμου.
Από τους καιρούς των Ιώνων φιλοφόσων, κανείς με το χάρισμα της λογικής δεν θέτει υπό αμφισβήτηση ότι η Γη είναι μιά σφαίρα, ή τουλάχιστον ένα σχήμα με καμπύλες επιφάνειες. ΄Ετσι το αποδεικνύει το γεγονός ότι ο έναστρος ουρανός της Ελλάδας είναι διαφορετικός από αυτόν της Αιγύπτου, ότι η σκιά που πέφτει πάνω στη σελήνη κατά τις εκλείψεις είναι κυκλική και ότι, ενώ πλέουμε στη θάλασσα, βλέπουμε στον ορίζοντα τις κορυφές των νησιών πριν από τις ακτές τους. Ξέρουμε πως ο κόσμος είναι μια σφαίρα, όπως είναι επίσης τα άλλα ουράνια σώματα. αγνοούμε ωστόσο το μέγεθός του.
Σήμερα, τη μέρα του θερινού ηλιοστασίου, ο Πένταθλος αναμένει την έλευση της μεσημβρίας καθισμένος κάτω από μια αυτοσχέδια καλαμωτή δίπλα σ΄έναν πάσσαλο γερά καρφωμένο στο έδαφος. ' Εχει διαβάσει πως στην πόλη της  Συήνης περίπου πέντε χιλιάδες στάδια νότια της Αλεξάνδρειας, υπάρχει ένα πηγάδι  τον πάτο του οποίου φωτίζουν οι ακτίνες του ήλιου όταν φτάνει αυτή η μέρα του χρόνου, χωρίς να προβάλλουν καμιά σκιά στα τοιχώματά του. Στην Αλεξάνδρεια δεν συμβαίνει το ίδιο, γι΄αυτό ο πολυσχιδής σοφός περιμένει τώρα να φτάσει ο ήλιος στο ζενίθ του για να μετρήσει κατά πόσες μοίρες η σκιά του πασσάλου χωρίζεται από την απόλυτη κάθετο. Σύμφωνα με τη θεωρία του πολλαπλασιάζοντας επί της τριακόσιες εξήντα μοίρες της περιμέτρου την απόσταση που χωρίζει τις δύο πόλεις και διαιρώντας αυτό το σύνολο δια των μοιρών της γωνίας που θα σχηματίσει η σκιά του πασσάλου στο έδαφος, θα μπορέσει να μάθει την περίμετρο του πλανήτη και βασιζόμενο σ΄αυτήν , να υπολογίσει την ακτίνα του.
΄Οταν έρχεται η στιγμή, ο διαβήτης του δείχνει 7,2 μοίρες. Ο Πένταθλος γυρίζει γρήγορα στο υπόστεγο και , ακουμπώντας ένα πινάκιο στα γόνατά του, λύνει την πολυπόθητη εξίσωση : η περίμετρος της Γής είναι 252.000 στάδια.(157,50 μ= 1 οδοιπορικό στάδιο Χ252.000=39690000 μέτρα)

Αργότερα, στην οικία του πλέον, σκέφτεται πως η μέτρηση μιας γωνίας σύμφωνα με τη σκιά που προκύπτει από έναν πάσσαλο στο έδαφος δεν μπορεί παρά να είναι πρόχειρη. πως, όσο και να προσπάθησε να αποσπάσει την πιο αξιόπιστη πληροφορία, δεν γνωρίζει την ακριβή απόσταση που χωρίζει τον πάσσαλο της Αλεξάνδρειας από το πηγάδι της Συήνης, πως ούτε καν μπορεί να διαπιστώσει άν οι δυο πόλεις βρίσκονται ακριβώς πάνω στην ίδια νοητή γραμμή Βορρά- Νότου. πως δεν έλαβε υπόψη του το υψόμετρό τους από την επιφάνεια της θάλασσας.
Στα ογδόντα δύο του χρόνια, ο Ερατοσθένης από την Κυρήνη-ο επονομαζόμενος Πένταθλος- θα αφεθεί στο θάνατο από ασιτία χωρίς να μάθει με βεβαιότητα την ακρίβεια των υπολογισμών του. Θα αφήσει στις επόμενες γενιές το επαναστατικό σύστημα των μεσημβρινών και των παραλλήλων, ένα βιβλίο περί αστερισμών και ένα πανέμορφο ποίημα για τον ουρανό. Περισσότερα από δύο χιλιάδες χρόνια αργότερα, οι άνθρωποι επιτέλους θα ανακαλύψουν ότι η περίμετρος της Γής είναι 40,074 χιλιόμετρα, μόλις μερικές μέρες πεζοπορίας μικρότερη απ΄όσο ο ανήσυχος ΄Ελληνας ερευνητής είχε τότε υπολογίσει.

Pedro Olalla
Ελλάδος Ελάσσων Ιστορία
Εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ

Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2016

Ο ΝΕΡΑΪΔΟΣΠΗΛΟΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΑΚΩΝ



Σε απόσταση 23 χλμ. από το Ηράκλειο, κοντά στο χωριό Μυρτιά βρίσκεται το Νεραϊδόσπηλιο, το οποίο, όπως λέγεται, αποτελούσε ιερό της Αθηνάς. Είναι διώροφο και μέσα σε αυτό υπάρχει πηγή από το υδραγωγείο των Αστράκων. Οι ντόπιοι λένε έναν μύθο για μια νεράιδα και έναν λυράρη. (http://heraklio.topodigos.gr) 

Ο θρύλος όπως τον καταγράφει ο Νικόλαος Πολίτης :

Λίγο παρακάτω από τους Κάτω Αστρακούς είναι ο Νεραϊδόσπηλος. Απ΄αυτό το σπήλιο βγαίνει αρκετό νερό, καθαρό και κρύο. Εκεί είναι Νεράιδες, και όταν λούζονται, βγαίνουν τα νερά θολά. Και κάθε οκτώ- δέκα χρόνια στερεύει λίγο και ύστερα βγαίνουν μαζί με το νερό πορτοκάλια με πορτοκαλόφυλλα.
΄Ενας χωριάτης από το Σγουροκεφάλι έπαιζε τη λύρα πολύ ωραία, και τον έπαιρναν στο σπήλιο οι Νεράιδες και τους διασκέδαζε. Αυτός αγάπησε μία από τις Νεράιδες, και για να γιατρεψει τον έρωτά του πήγε σε μια γρα του χωριού του και της εξομολογήθη το πάθος του. Και αυτή τον ορμήνεψε πως τη στιγμή που κοντεύουν να φωνάξουν οι πετεινοί, ν΄αρπάξει την αγαπητικιά του από τα μαλλιά και να την κρατεί καλά. Αυτή μπορεί να μεταμορφωθεί σε διάφορα ζώα, αλλά να μη δειλιάσει και να την βαστά ώσπου να φωνάξουν οι πετεινοί.
΄Ετσι λοιπόν πήγε ο νέος όπου συνήθιζε , τον πήραν οι Νεράιδες και τον έφεραν στο σπήλιο, και εκεί άρχισε καθώς άλλοτε να παίζει τη λύρα, και αυτές να χορεύουν. ΄Αμα όμως επλησίαζε η ώρα που θα έκραζαν οι πετεινοί, χύνεται και αρπά την αγαπητικιά του από τα μαλλιά. Αυτή άρχισε ευθύς να γίνεται πότε σκύλος, πότε φίδι, πότε γκαμήλα και πότε φωτιά, αλλά ο νέος εις όλα αυτά δεν εδείλιασε και την εκράτησε όσο που άκουσε τους πετεινούς να φωνάζουν, και οι άλλες Νεράιδες έγιναν άφαντες. 
Τότε και η αγαπητικιά του έγινε όπως πρώτα, νέα και όμορφη, και τον ακολούθησε στο χωριό του. ΄Εζησε μαζί του ένα χρόνο, του εγέννησε κι ένα γιο, δεν έβγαλε όμως ποτέ ούτε γρυ.
Αυτή η βουβαμάρα της η παράξενη κι ανυπόφορη τον εβίασε πάλι να πάγει στην ίδια γρα και να της πει τον πόνο του. Και η γρα τον ορμήνεψε ν΄ανάψει καλά ένα φούρνο, να πάρει το παιδί τους στα χέρια και να ειπεί στη Νεράιδα. "Δε θέλεις να με μιλήσεις, να κι εγώ πως καύγω το παιδί σου". Κι εκεί που θα τα λέγει να καμωθεί πως θα το ρίξει το παιδί στο φούρνο. Εκείνος έκαμε καταπώς τον ορμήνεψε η γρα. Και η Νεράιδα, καθώς τ΄άκουσε, του φώναξε "Μη, σκύλε, το παδί μου!" και αμέσως στη στιγμή τ΄άρπαξε και έγινε άφαντη από τα μάτια του.
Οι άλλες Νεράιδες όμως δεν την εδέχτηκαν στη συντροφιά τους γιατί είχε καμωμένο παιδί. Και έτσι αναγκάστηκε και κατοίκησε σε μιά βρύση που την λέν Λούτρα, κοντά στο Νεραϊδόσπηλο,. Και την βλέπουν δυο-τρεις φορές το χρόνο εκεί που κρατεί το παιδί στην αγκαλιά της. Και τις άλλες Νεράιδες συχνά τις ακούν να χορεύουν και να τραγουδούν στο Νεραϊδόσπηλο, χωρίς όμως να έχουνε πλιο λύρα.

Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2016

ΤΟ ΜΟΙΡΑΣΜΕΝΟ ΦΛΟΥΡΙ


                                                                           
                                                                           

                                    

Το πρώτο φλουρί της βασιλόπιτας που μου ’πεσε – ένα αληθινό φλουρί, γιατί ο πατέρας μου τον καιρό εκείνο, πριν φτωχύνει ακόμη, όπως φτώχυνε στα υστερνά του, συνήθιζε να βάζει στη βασιλόπιτα του σπιτιού μας μια χρυσή εγγλέζικη λίρα- βγήκε μοιρασμένο. Πώς έρχονται τα πράματα καμιά φορά! Ο πατέρας μου, όρθιος μπροστά στο αγιοβασιλιάτικο τραπέζι, έκοβε την πίτα, ονοματίζοντας κάθε κομμάτι ξεχωριστά, πριν κατεβάσει το μεγάλο μαχαίρι του ψωμιού. Αφού έκοψε το κομμάτι του σπιτιού, των αγίων, το δικό του και της μητέρας μου, πριν αρχίσει τα κομμάτια των παιδιών, σταμάτησε σαν να θυμήθηκε κάτι.
«Ξεχάσαμε» είπε «το κομμάτι του φτωχού. Αυτό έπρεπε να ’ρθει ύστερ’ από τους αγίους. Ας είναι όμως. Θα το κόψω τώρα και ύστερα θ’ αρχίσω τα παιδιά. Πρώτα ο φτωχός».
Κατέβασε το μαχαίρι. «Του φτωχού…» ονομάτισε. Έπειτα ερχότανε το δικό μου το κομμάτι, που ήμουν ο μεγαλύτερος από τα παιδιά. Καθώς τραβούσε όμως το κομμάτι του φτωχού, για να κόψει το δικό μου, το χρυσό φλουρί κύλησε απάνω στο τραπεζομάντιλο. Το κόψιμο της πίτας σταμάτησε. Κοιτάζαμε ο ένας τον άλλον, κι ο πατέρας όλους μας. «Ποιανού είναι τώρα το φλουρί;» είπε η μητέρα μου. Του ζητιάνου ή του Πέτρου; Εγώ λέω πως είναι του Πέτρου». Η καημένη η μητέρα. Το είχε καημό να μου πέσει εμένα το φλουρί, γιατί ήμουν άτυχο παιδί. Ποτέ μου δεν είχα κερδίσει τίποτε. «Ούτε του ζητιάνου είναι» είπε ο πατέρας μου «ούτε του Πέτρου». Το σωστό σωστό. Το φλουρί μοιράστηκε. Ήτανε ανάμεσα στα δυο κομμάτια. Καθώς τα χώρισε το μαχαίρι, έπεσε κάτω. Το μισό είναι του ζητιάνου, το μισό του Πέτρου.» «Και τι θα γίνει τώρα;» ρώτησε στεναχωρημένη η μητέρα μου. «Τι θα γίνει;…» συλλογιζόμαστε κι εμείς. « Μην πονοκεφαλάτε…» είπε ο πατέρας. Άνοιξε το πορτοφολάκι του, έβγαλε από μέσα δύο μισές χρυσές λίρες –το χρυσάφι τότε δεν είχε κρυφτεί ακόμα- και τις ακούμπησε στο τραπέζι: «Να τι θα γίνει. Αυτή φυλάχτε τη να τη δώσετε στον πρώτο ζητιάνο που θα χτυπήσει την πόρτα μας. Είναι η τύχη του. Η άλλη μισή είναι του Πέτρου». Και μου την έδωκε. «Καλορίζικη! Και του χρόνου, παιδί μου. Είσαι ευχαριστημένος;» Ήμουν και με το παραπάνω. Η ιδέα, μάλιστα, πως είχα συντροφέψει με το ζητιάνο με διασκέδαζε πολύ. «Θα του τη δώσω εγώ, με το χέρι μου...» είπα. Γελούσαμε όλοι με την παράξενη τύχη μου. Τα άλλα παιδιά με πειράζανε: «Ο σύντροφος του ζητιάνου». Μονάχα ο πατέρας μου δε γελούσε. Εκείνος με τράβηξε κοντά του, με φίλησε και μου είπε: «Μπράβο σου. Είσαι καλό παιδί». Το άλλο πρωί, μόλις ξυπνήσαμε, χτύπησε η πόρτα. Κάτι μου έλεγε πως ήταν ο ζητιάνος, που έφτασε βιαστικός να πάρει το μερίδιό του. Έτρεξα στην πόρτα, με τη μισή λίρα. Ήταν ένας γέρος ζητιάνος με κάτασπρη γενειάδα, γειρτός από τα χρόνια. Και μουρμούριζε ευχές τρέμοντας από το κρύο. «Πάρε, παππού…» του είπα. Ο γέρος, που δεν έβλεπε καλά και που του είχε γυαλίσει, φαίνεται, παράξενα από μακριά το χρυσό νόμισμα, το ’φερε κοντά στα μάτια του, για να το κοιτάξει καλύτερα. Δε μπορούσε να πιστέψει πως κρατούσε χρυσάφι στα χέρια του τον καιρό εκείνο, που όλοι δίνανε στους ζητιάνους δίλεφτα και μονόλεφτα. «Τι είν’ αυτό, παιδάκι μου;» με ρώτησε. «Δυάρα γυαλισμένη;»
«Μισή λίρα είναι, παππού…» του είπα. «Πάρ’ τηνε. Δικιά σου είναι».
Ο καημένος ο ζητιάνος δεν ήθελε να το πιστέψει: «Μήπως έκανες λάθος, παιδάκι μου; Για ρώτησε τους γονιούς σου. Δεν έχω όρεξη να με παίρνουν στις αστυνομίες για κλέφτη, μέρα που είναι». Του εξήγησα με τι τρόπο είχαμε μοιρασθεί το φλουρί της βασιλόπιτας. Ο γέρος έτρεμε τώρα περισσότερο. Μα έτρεμε από τη χαρά του. Σήκωσε ψηλά τ’ αρρωστημένα του μάτια και είπε: «Ο Θεός είναι μεγάλος. Να ζήσεις, παιδάκι μου, να σε χαίρονται οι γονείς σου. Και ο Θεός να σ’ αξιώσει να ’χεις πάντα όλα τα καλά, να τα μοιράζεις με τους φτωχούς και τους αδικημένους. Την ευχή μου να ’χεις». Μου ’δωσε την ευχή του, σήκωσε πάλι ψηλά, κατά τον ουρανό τα αρρωστημένα του μάτια και κατέβηκε, με το ραβδί του, τη σκάλα. Έτσι τέλειωσε η ιστορία του φλουριού της βασιλόπιτας εκείνη τη χρονιά. Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια. Μα από τότε, όσες φορές δίνω μια βοήθεια σ’ έναν φτωχό, συλλογίζομαι: Τάχα εγώ μοιράζω τα λεφτά μου με το φτωχό ή ο φτωχός μοιράζεται τα λεφτά του μ’ εμένα; Αυτό δεν μπορούσα να καταλάβω ούτε τότε, που μοίρασα με τον παλιό ζητιάνο το φλουρί της βασιλόπιτας.

Παύλος Νιρβάνας

Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2016

Το πλανηταρούδιν και οι πλανήταροι (Κυπριακές παραδόσεις)




Το πλανηταρούδιν 
 Όποια γυναίκα αποβάλει, το παδί γίνεται πλανηταρούδιν ή καλικαντζαρούδιν. Γι ΄αυτό το καιν ή με ό,τι άλλο τρόπο το καταστρέφουν. Τα πλανηταρούδια που γίνονται τα δωδεκαήμερα τ΄αρπάζουν οι πλανήταροι.

Οι πλανήταροι
Οι πλανήταροι, που σε μερικά μέρη της Κύπρου τους λεν και καλικαντζάρους, έρχονται στη γη τα Χριστούγεννα και μένουν όλα τα δωδεκαήμερα. Τους βλέπουν οι αλαφροστοίχειωτοι. Πότε παρουσιάζονται σα σκυλιά, πότε σα λαγού, πότε σα γαϊδούρια και σαν καμήλες, και συχνά σαν κουβάρια. Οι αλαφροστοίχειωτοι σκοντάφτουν απάνω τους, σκύβουν να τα πιάσουν, αλλ'άξαφνα το κουβάρι τρέχει μοναχό του και φεύγει. Παραπέρα γίνεται γάδαρος ή καμήλα και πάγει μπροστά. Γελιέται ο άνθρωπος, τον καβαλικεύει, και ο γάδαρος τότε ψηλώνει σα βουνό και τον ρίχνει από ψηλά, και γυρίζει εκείνος μισοπεθαμένος στο σπίτι του, κι αν δεν πεθάνει, θα είναι όμως αρρωστιάρης σ'όλη του τη ζωή.
Αν μπορέσει κανείς τα δωδεκαήμερα και δέσει τον πλανήταρο από πόδι με μόλινο, με λινή κόκκινη κλωστή, θα τον έχει δούλο του να τον στέλνει όπου θέλει σε δύσκολες δουλειές, και να τον διατάζει να του φέρνει ό,τι θέλει. Και όποιος δέσει πλανήταρο, τον βάζει κοντά σ'ένα κόσκινο και του παραγγέλνει να μετρήσει τις τρύπες του. Αυτός μετρά, ένα, δύο, και δε μπορεί να προχωρήσει στα τρία, γιατί φοβάται την Αγία Τριάδα ' σιωπαίνει και πάλι ξαναρχίζει το ένα-δύο.
Την τελευταία ημέρα τα δωδεκαήμερα, που θα φύγουν οι πλανήταροι, τους περιποιούνται και τους κάνουν ξεροτή'ανα. Και αυτοί, από πάνω απ'την τρούπα του καπνολόγου, γυρεύουν τα ξεροτή'ανα και λουκάνικα, που συνηθίζουν να τα κρεμούν στους καπνολόγους, και λέγουν:
Τιτσίν, τιτσίν λουκάνικον,
κομμάτι ξεροτή'ανον,
να φαν' οι καλικάντζαροι,
να πάσιν εις στον τόπον τους.
Τα ξεροτή'ανα τα ρίχνουν απάνω στα δώματα, να τα φάν' οι πλανήταροι που γυρίζουν τότε από σπίτι σε σπίτι και χαιρετιόνται που θα φύγουν.

" Οι παραδόσεις του ελληνικού λαού" Νικόλαος Πολίτης