Δευτέρα 28 Απριλίου 2014

ΤΡΥΦΑΙΝΑ ΚΡΕΠΕΡΕΪΑ



 Στο Μουσείο Capitolini στην Ρώμη, υπάρχουν μεταξύ των εκθεμάτων και αρκετά ευρήματα από παιδικούς τάφους, τα οποία περιλαμβάνουν όμορφα κοσμήματα με πολύτιμους λίθους και παιχνίδια. Ανάμεσα σ΄αυτά υπάρχει και μιά κούκλα από ελεφαντόδοτο, μαυρισμένη από τα χρόνια, τόσο που κάποιοι να νομίζουν πως η κούκλα είναι ξύλινη.

Η κούκλα αυτή είναι το ομορφότερο και αρτιότερο εύρημα τέτοιου είδους που έχει βρεθεί μέχρι σήμερα. Ανήκε σε ένα άτυχο μικρό κορίτσι, 13-14 ετών που άλλοι αναφέρουν πως ήταν παντρεμένη επειδή έφερε στο χέρι της δαχτυλίδι με το όνομα Filetus, άλλοι πως ήταν αρραβωνιασμένη, πράγμα που είναι και το πιό πιθανό. Το κορίτσι ονομαζόταν Κρεπερέια Τρύφαινα (Crepereia Tryfaina) και ήταν Ελληνικής καταγωγής. ΄Εζησε τον δεύτερο μετά Χριστόν αιώνα, και ο τάφος της ανακαλύφθηκε το 1889. Η σαρκοφάγος της βρέθηκε στον οικογενειακό τάφο , όπου είχε ταφεί και ο Εύοδος Κρεπερέιους, ο οποίος πιθανότατα ήταν ο πατέρας της.


Τα κορίτσια όταν παντρεύονταν συνήθιζαν,  να αφιερώνουν τις κούκλες τους στην Αφροδίτη και έτσι σφραγιζόταν το τέλος της παιδικής ηλικίας και το πέρασμα στην ωριμότητα.Η άτυχη αυτή νέα δεν πρόλαβε όμως , την χαρά του γάμου της  κι΄έτσι ετάφη με τα παιδικά της παιχνίδια, φορώντας κατά πάσα πιθανότητα το νυφικό της φόρεμα. Η κούκλα φέρει περίτεχνη κόμμωση  όπως αυτό των ευγενών γυναικών της εποχής με πρώτη την Faustina την σύζυγο του Μάκρου Αυρηλίου.΄Εχει την ανατομία μιάς γυναίκας στην εφηβεία και φέρει οκτώ συνδέσεις στα άκρα έτσι ώστε να εξασφαλίζεται πλαστικότητα στην κίνηση. Φυσικά ήταν ντυμένη , αλλά η ενδυμασία της δεν διεσώθη μέχρι την μέρα της ανακάλυψής της.Εξάλλου κατά την διάρκεια των αιώνων , ο τάφος είχε δεχθεί και τα νερά του Τίβερη.


Η κούκλα δεν ετάφη μόνη. Την συνόδεψαν και τα υπάρχοντά της, τα οποία αποτελούνταν από δύο δαχτυλίδια , ένα εκ των οποίων έφερε ένα κλειδί με το οποίο άνοιγε μιά περίτεχνη κασετίνα επίσης από ελεφαντόδοτο, με  δύο κτένες  στο εσωτερικό και έναν μικρό ασημένιο καθρέφτη. Από τα ευρήματα άλλων παιδικών τάφων τόσο στην Ελλάδα , όσο και στην Ιταλία διαπιστώνουμε , με έκπληξη, πως όλα τα αντικείμενα της καθημερινής ζωής των ανθρώπων αναπαράγονταν σε μικρογραφία ( από τραπεζάκια μέχρι μαγειρικά σκεύη) για το παιχνίδι των παιδιών με τις κούκλες τους. 




΄Οταν είμασταν μικρές, παίζαμε "τις κουμπάρες" και καλούσαμε για τσάι, φαγητό κλπ, χρησιμοποιώντας όλο το νοικοκυριό της μαμάς μας σε μικρογραφία. Απ΄ότι φαίνεται και στην αρχαιότητα γινόταν ακριβώς το ίδιο. Ο τότε κόσμος , επομένως,  δεν ήταν τόσο διαφορετικός, ούτε τόσο "αρχαίος" όσο νομίζουμε .Για την ακρίβεια βλέποντας εκθέματα όπως αυτά, αισθανόμαστε πως ήταν πολύ πιό  "προχωρημένος" απ΄τον δικό μας. Εμείς δεν είχαμε ασημένιο καθρεφτάκι για παιχνίδι, ούτε βέβαια κούκλα από ελεφαντόδοτο.΄Οσο για χρυσό δαχτυλίδι κούκλας, ούτε λόγος.Ζηλεύουμε την Τρύφαινα για τα παιχνίδια της, όχι όμως και για την τύχη της.




Σάββατο 26 Απριλίου 2014

ΘΡΗΣΚΕΙΑ - ΜΑΓΕΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ και "ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ" του ΑΠΟΥΛΗΪΟΥ

΄Ενα άρθρο του David Jordan , τ. διευθυντή της Γενναδείου Βιβλιοθήκης που δημοσιεύθηκε στο ένθετο "ΙΣΤΟΡΙΚΑ" της  εφημερίδας "ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ" στις 5 /2/2004.

 

Το θέμα της μαγείας στην Αρχαιότητα θεωρείται όλο και πιό σοβαρά, ως θέμα άξιο μελέτης. Αποτέλεσμα αυτού ήταν ο πολλαπλασιασμός των συνεδρίων για τις νέες εξελίξεις και τις νέες μαρτυρίες που έχουν δει το φως της δημοσιότητος. Σχεδόν αναπόφευκτα, ένα τέτοιο συνέδριο θα αρχίσει με μιά σοβαρή διάλεξη κατά την οποία ο ομιλητής θα προσπαθήσει να ορίσει τη μαγεία και να συζητήσει τη διαφορά μεταξύ αυτής και της θρησκείας. Το αποτέλεσμα δεν φαίνεται να δικαιώνει ποτέ την προσπάθεια, γιατί κάθε συμμέτοχος, συνήθως, έχει τη δική του άποψη για το τί σημαίνει μαγεία, και η άποψη αυτή είναι η άποψη του εξωτερικού παρατηρητή. Κάπως πιό "βιωματική" είναι η άποψη του συμμετόχου για τη δική του θρησκεία. Μιά συζήτηση που διεξήχθη κατά τη διάρκεια ενός συνεδρίου στο Νορβηγικό Ινστιτούτο στην Αθήνα, το 1997, κατέληξε στο γενικό συμπέρασμα ότι η ίδια η ιδέα της διάκρισης μεταξύ μαγείας και θεωρουμένης  μαγείας είναι μεγαλύτερη σε ορισμένες χώρες από άλλες, όπως παρατήρησαν μερικοί συμμέτοχοι από βορειότερες χώρες.Οι ίδιοι και οι συμπατριώτες τους συνήθιζαν να συζητούν το θέμα με μεγαλύτερο ενθουσιασιασμό από τους νοτιότερους Ευρωπαίους.

΄Οσον αφορά τη διάκριση αυτής της μορφής στην αρχαία Ελλάδα, είμαστε σε ακόμη χειρότερη θέση, γιατί ενώ για τη μαγεία έχουμε την περιορισμένη αρχαιολογική μαρτυρία που αναφέρθηκε πριν, και έχουμε σημαντικό υλικό για τη θρησκεία, σε καμιά περίπτωση δεν μπορούμε να ξέρουμε πώς - αν ξέρουμε- ο μέσος πιστός, σε οποιαδήποτε περίοδο, θεωρούσε τις δικές του πρακτικές διαφορετικές από αυτές της μαγείας.Ούτε βέβαια έχουμε κάποιους αρχαίους μάγους για να ρωτήσουμε πώς ξεχώριζαν οι ίδιοι από εκείνους τους πιστούς. Το αποτέλεσμα είναι ότι σε συνέδρια για την αρχαία ελληνική μαγεία οι συμμέτοχοι έχουν την τάση, να εισάγουν μοντέλα και αντιλήψεις από τη σύγχρονη κοινωνική  ανθρωπολογία, ένα γεγονός που κάνει τη συζήτηση χαοτική.
Εγώ ο ίδιος γίνομαι αρκετά αντιπαθής επιμένοντας ότι επειδή δεν μπορούμε να αποκτήσουμε  μια αρχαία "βιωματική " άποψη για το άν υπήρχε διάκριση, θα έπρεπε να περιορίζουμε τη συζήτησή μας στη λιγοστή καθαρή αρχαιολογική μαρτυρία που υπάρχει. Πρόσφατα ,όμως , διάβασα έναν συγγραφέα που συνεχίζει να τραβά την προσοχή μου, τον Απουλήιο, που έγραψε ένα μυθιστόρημα το 2ο μ.Χ αι. με τίτλο Οι Μεταμορφώσεις, ή ο Χρυσός Γάϊδαρος. Ο ίδιος ήταν από τη βόρεια Αφρική και έγραφε στα λατινικά, αλλά σπούδασε στην Αθήνα, οι ιστορίες του εξελίσσονται στην Ελλάδα και πιστεύω ότι όλοι οι αναγνώστες θα συμφωνήσουν ότι η χροιά τους είναι εντελώς ελληνική.





Αυτό που διακρίνει τον Απουλήιο από τους περισσότερους άλλους αρχαίους είναι  ότι ήξερε τη μαγεία από τα μέσα. Ανεξάρτητα άν άσκησε τη μαγεία, σύρθηκε σε δίκη ως μάγος.Σίγουρα ήξερε το αντικείμενο αρκετά καλά για να το κάνει κύριο θέμα του μυθιστορήματός του, το οποίο αναφέρεται επίσης στη διαφορά μεταξύ μαγείας και θρησκείας. Με άλλα λόγια , στο μυθιστόρημα έχουμε μιά μοναδική αρχαία "βιωματική συζήτηση για τη διάκριση.
Το μυθιστόρημα του Απουλήιου δεν είναι εντελώς πρωτότυπο. Η βασική ιστορία βασίζεται σε μιά πρωτότυπη ελληνική, που τώρα σώζεται σε μικρή περίληψη που έφτασε σε εμάς, κατά λάθος, ανάμεσα στα έργα του Λουκιανού από τα Σαμόσατα.

Οι Μεταμορφώσεις ομιλούν για έναν νεαρό από την Κόρινθο που λεγόταν Λούκιος και επισκέφθηκε την Υπάτη στη Θεσσαλία, ένα μέρος γνωστό για τις μάγισσές του και τη μαγεία του, δύο θέματα  τα οποία ο Λούκιος θέλει να γνωρίσει περισσότερο. Στην Υπάτη μαθαίνει ότι η σύζυγος του οικοδεσπότη είναι μάγισσα που μεταμορφώνεται σε πουλί κάθε νύχτα και πετάει μακριά, και ανακαλύπτει επίσης ότι η βοηθός της, η υπηρέτρια του σπιτιού, είναι πολύ ελκυστική και ελεύθερη με τα θέλγητρά της. Μιά νύχτα του επιτρέπει να δει την κυρά της να μεταμορφώνεται σε πουλί και μετά ο Λούκιος πειθει τη βοηθό να του επιτρέψει να χρησιμοποιήσει μερικές από τις αλοιφές της μάγισσας για να μπορέσει να  πετάξει και αυτός. ΄Οταν βάζουν τις αλοιφές πάνω του, έντρομος διαπιστώνει ότι γίνεται γάιδαρος. Η βοηθός έφτιαξε λάθος αλοιφή! Διαβάζει στο βιβλίο της ότι το γιατρικό είναι να φάει ένα τριαντάφυλλο, αλλά είναι νύχτα και μέχρι να βρεθεί ένα τριαντάφυλλο την επόμενη ημέρα, πρέπει να τον βάλει στο στάβλο.΄Ομως τη νύχτα έρχονται κλέφτες, τον φορτώνουν με ό, τι έχουν κλέψει από το σπίτι και φεύγουν μαί του. Το υπόλοιπο του μυθιστορήματος είναι για την περιπέτειά του ως γαϊδάρου, η οποία συνεχίζεται μέχρι που βρίσκει και τρώει ένα τριαντάφυλλο. Το θέμα, έτσι, είναι πως η περιέργεια για τη μαγεία και τα μυστικά πράγματα, οδηγεί σε ξεπεσμό και πως ο Λούκιος τελικά ξεπερνά την κατάστση αυτή.

Ο Απουλήιος πρόσθεσε τρία στοιχεία που δεν υπήρχαν στο ελληνικό πρωτότυπο 1) στο δρόμο για την Υπάτη ο Λούκιος συναντά έναν ξένο που του λέει μιά ιστορία 2) περίπου στη μέση του βιβλίου, ο Λούκιος ως γάϊδαρος ακούει μιά γριά που λέει την ιστορία " ¨Ερωτας και Ψυχή" και 3) στο τέλος είναι η θεά ΄Ισις που φροντίζει να δοθεί ένα τριαντάφυλλο στο Λούκιο, ο οποίος μυείται στα μυστήριά της και γίνεται πιστός λάτρης της. Στο πρώτο και στο τρίτο από τα στοιχεία του Απουλήιου, παρατηρούμε τις απόψεις του συγγραφέα για τη διαφορά μεταξύ μαγείας και θρησκείας.

Ας συνοψίσω λοιπόν την ιστορία του ταξιδιώτη που είναι σε πρώτο πρόσωπο, και αφορά -ισχυρίζεται ο αφηγητής- τις δικές του περιπέτειες στην Υπάτη. Στο τέλος της πρώτης μέρας εκεί, πήγε στα λουτρά και εκεί προς έκπληξή του βρήκε τον παλιό του φίλο τον Σωκράτη, σκελετωμένα, με ρούχα κουρελιασμένα. Είχε εξαφανιστεί χρόνια και όλοι μαρτυρούσαν ότι ήταν νεκρός. Ο Σωκράτης εξήγησε ότι ταξίδευε προς την Λάρισα, όταν έπεσε πάνω σε κλέφτες που τον λήστεψαν και τον παράτησαν στο δρόμο, νομίζοντας ότι είναι νεκρός. Κατάφερε όμως να φτάσει σε ένα πανδοχείο που διατηρούσε μιά κάπως ελκυστική , γηραιότερη από αυτόν, γυναίκα, που του έδωσε να φάει και να πιεί και τον πήρε στο κρεβάτι της. ΄Ηταν μιά μάγισσα, που λεγόταν Μερόη, γνωστή στην περιοχή, και από τότε ο Σωκράτης ήταν σκλάβος της, αφού έγινε αχθοφόρος και μετά ζητιάνος και της έδινε όλα τα εισοδήματά του. (Δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί σύμπτωση ότι το όνομα της Μερόης, είναι εκείνο της πρωτεύουσας της Νουβίας, μιάς πόλης φημισμένης για τη μαγεία της).


Ο ταξιδιώτης, του οποίου το όνομα  ήταν Αριστομένης, φιλονίκησε με τον Σωκράτη που εγκατέλειψε τη σύζυγό του και τα παιδιά του συντροφεύοντας μιά τόσο αταίριαστη γριά γυναίκα. Ο Σωκράτης τότε ανέφερε παραδείγματα από τις δυνάμεις της γυναίκας. Ο Αριστομένης αποφάσισε ότι οι δυό τους έπρεπε να φύγουν από την Υπάτη και εγκατέστησε τον Σωκράτη στο πανδοχείο όπου έμενε ο ίδιος. Δείπνησαν, κλείδωσαν την πόρτα και πήγαν για ύπνο στο ίδιο δωματιο. Τα μεσάνυχτα , η πόρτα άνοιξε διάπλατα, αναποδογυρίζοντας το κρεβάτι του Αριστομένη, αφήνοντάς τον να κρυφοκοιτάζει κάτω από τα σκεπάσματα, ενώ η Μερόη με την αδελφή της βάδιζαν κρατώντας μιά λάμπα, ένα σπαθί και ένα σφουγγάρι. Πλησιάζουν τον Σωκράτη που κοιμάται. Η Μερόη λέει στην αδελφή της "Να ο αγαπητός Ενδυμίων"(ελληνικά στο πρωτότυπο) και βυθίζει το ξίφος της βαθιά στο λαιμό του. Μετά η Μερόη βάζει το χέρι στην πληγή και βγάζει την καρδιά του Σωκράτη, και η αδελφή της στουμπώνει την πληγή με το σφουγγάρι, λέγοντας "Σφουγγάρι που γεννήθηκες στη θάλασσα θα επιστρέψεις με τον νερό που κυλάει"..Βλέπουν ότι ο Αριστομένης τα βλέπει όλα αυτά, στέκονται από πάνω του, τον ουρούν και μετά φεύγουν, κάνοντας την πόρτα να κλείσει και να κλειδώσει πίσω τους.

Το επόμενο πρωί ο Σωκράτης ξυπναέι, παραπονούμενος ότι είδε ένα κακό όνειρο στο οποίο μάγισσες έβγαλαν την καρδιά του, και ο Αριστομένης υπέθεσε πως ό,τι είδε ήταν όνειρο επίσης, παρά τις οσφρητικές μαρτυρίες για το αντίθετο. Ξεκίνησαν για να φύγουν από την Υπάτη και στο δρόμο ο Σωκράτης που είχε φάει λίγο τυρί, δίψασε πολύ. ΄Εφτασαν σε ένα μοναχικό δέντρο που είχε δίπλα του ένα ρυάκι. Ο Αριστομένης είπε στον Σωκράτη να σκύψει και να πιεί. Το σφουγγάρι έπεσε στο νερό που κυλούσε και ο Σωκράτης πέθανε.

Αυτή είναι η ιστορία, αλλά ο συμβολισμός της είναι μεγαλύτερος απ΄ότι φαίνεται. Το 1879 η Ερσελίνα Λαβατέλι έφερε στο φως της δημοσιότητας μιά μαρμάρινη τεφροδόχο στάμνα, από την Ρώμη , της εποχής του Αυγούστου. Δείχνει τρεις σκηνές που φαίνεται να βασίζονται σε ελληνιστικά ή προγενέστερα ελληνικά πρωτότυπα, που διαβάζονται από δεξιά προς τα αριστερά. Η πρώτη δείχνει τον Ηρακλή να κρατάει ένα γουρούνι πάνω από ένα βωμό, πάνω από τον οποίο ένας ιερέας κάνει μιά εξαγνιστική σπονδή. Η δεύτερη δείχνει τον Ηρακλή πάλι, καθισμένο με το κεφάλι του καλυμμένο με τον μανδύα του, και πίσω από αυτόν στέκεται μιά  ιέρεια με ένα κάνιστρο πάνω από το κεφάλι του, από το οποίο τον ραίνει με ιερούς σπόρους. Η τρίτη δείχνει τη Δήμητρα καθιστή, ανάμεσα στον ΄Ιακχο και την Κόρη, που είναι όρθιοι. ΄Οπως αναγνώρισε η Λοβατέλι, οι σκηνές είναι από τα Μικρά Μυστήρια, που καθιερώθηκαν με σκοπό να εξαγνίσουν Ηρακλή έτσι ώστε να μυηθεί στα Ελευσίνια Μυστήρια. Λίγο μετά τη δημοσιευσή της Λοβατέλι, ο ΄Αλμπρεχτ Ντίτεριχ, εντόπισε τη δεύτερη σκηνή στις "Νεφέλες" του Αριστοφάνη, όπου ο Στρεψιάδης κάθεται πάνω σε ένα ράντζο με το κεφάλι του καλυμμένο, ενώ οι Νεφέλες οι ίδιες τον ραντίζουν με νερό. Μετά εισάγεται στο φροντιστήριον (ελληνικά στο πρωτότυπο) όπως στο Ελευσίνιο τελεστήριον. Ο κάθε ακροατής θα αναγνώριζε την παρωδία, που υπεδείκνυε ο Ντίτεριχ.

Στην ιστορία του ταξιδιώτη του Απουλήιου βρίσκουμε άλλη μιά τέτοια παρωδία εκείνης της δεύτερης σκηνής. Ο Αριστομένης έχει το κεφάλι του καλυμμένο. Μπροστά του οι μάγισσες εκτελούν μιά τελετουργική θυσία και μετά στέκονται από πάνω του, για να τον ραντίσουν όχι με σταγόνες της βροχής ή με ιερούς σπόρους , αλλά με τα ίδια τους τα ούρα. Χωρίς να το αναγωρίσουμε ως συμβολική αναπαράσταση σκηνής από τα μυστήρια,ο Αριστομένης, έχει την ίδια αντίδραση με το μύστη, στον οποίο η μύηση είναι ένας θάνατος και μιά αναγένννηση, τρομοκρατημένος, αισθάνεται ότι έχει πεθάνει, αλλά επιτρέφει στη ζωή πάλι σαν ένα βρεγμένο νεογέννητο μωρό .Είναι μιά πολύ αηδιαστική διακωμώδηση μιάς ιερής τελετουργίας, μιά μαύρη τελετή, έργο μάγων.

Το μυθιστόρημα τελειώνει αντίθετα, με μιά πραγματική - μη διακωμωδούμενη- τελετουργία των μυστηρίων της θεάς ΄Ισιδος. Ο Λούκιος μοχθεί και δοκιμάζεται. Ο τελευταίος ιδιοκτήτης του ανακαλύπτει ότι ο γάϊδαρος προτιμάει την τροφή των ανθρώπων. Ο Λούκιος μαθαίνει να κάθεται, να τρώει και να πίνει στο τραπέζι του ιδιοκτήτη, και ο ιδιοκτήτης τον διδάσκει ένα είδος νοηματικής γλώσσας με την οποία μπορούν να επικοινωνούν. Ο ιδιοκτήτης επιπλέον δέχεται χρήματα από μιά γυναίκα για τον Λούκιο ως γάϊδαρο προκειμένου να πάει στο κρεβάτι μαζί της. Στο σημείο αυτό μιά γυναίκα δολοφόνοτς συλλαμβάνεται στην Κόρινθο, όπου έχουν φέριε τον Λούκιο τα ταξίδια του. Τα εγκλήματά της είναι τόσο αποτρόπαια ώστε φαίνεται δίκαιο στους δικαστές στην επερχόμενη γιορτή της Αφροδίτης να αναγκαστεί να κάνει έρωτα δημοσίως  με το γάϊδαρο. Η ιδέα τώρα απωθεί τον Λούκιο και καθώς η γυνέκα σύρεται πάνω στη σκηνή και ότα τα μάτια πέφτουν επάνω της, ο Λούκιος ανενόχλητος δραπετεύει.

Τα πόδια του τον οδηγούν μέχρι τις Κεγχριές, όπου , εξαντλημένος, ξαπλώνει και αποκοιμιέται. Ξυπνάει το σούρουπο με την ανατολή της πανσελήνου. "Γύρω μου η νύχτα ήταν γεμάτη από σκιές, σιωπή και μοναξιά, κι΄εγώ ένιωσα τη βεβαιότητα πως η βασίλισσα θεά είναι παντοδύναμη και κυβερνά αυτή μοναχή όλα τ΄ανθρώπινα. Διώχνω τον ύπνο μονομιάς. Τεντώνω τα χαυνωμένα μέλη, σηκώνομαι γεμάτος χαρά κι΄ενθουσιασμό και δίχως άλλο να βραδύνω, τρέχω και βυθίζομαι στη θάλασσα για να εξαγνιστώ. κι έχοντας μπει στο νερό βουτάω το κεφάλι εφτά φορές στα κύματα, κι΄έτσι , με τα δάκρυα να κυλούν στο πρόσωπό μου, αρχίζω να ικετεύω την παντοδύναμη θεά. "Βασίλισσα των ουρανών, είτε είσαι η Δήμητρα η γόνιμη, η μάνα και γεννήτρα των καρπών,  που απ΄τη χαρά σου, όταν ξανάβρες την κόρη σου, κατάργησε τις παλιές και βάρβαρες σοδειές από βελανίδια, για ν΄αποκαλύψεις στους θνητούς άλλες τροφές γλυκύτερες, και τώρα κατοικείς στα χωράφια της Ελευσίνας. είτε είσαι η Αφροδίτη τ΄ουρανού, που από τη γέννηση του κόσμου , ένωσες τ΄αντίθετα φύλα και γέννησες τον Έρωτα εξασφαλίζοντας στο γένος των ανθρώπων τη συνέχιση του είδους , και τώρα λατρεύεσαι στο ιερό σου στην Πάφο, περιστοιχισμένη από τα κύματα, είτε είσαι η αδελφή του Φοίβου , είτε είσαι η Περσεφόνη....
Ώ, εσύ, όποια κι΄αν είναι τα ονόματα, η μορφή ή η προσευχή με την οποία μπορεί κανείς να σε παρακαλέσει, ευδόκησε επιτέλους  να συντρέξεις τη συμφορά μου, διώξε πιά την κακή μου μοίρα. ΄Υστερα από τόσα σκληρά βάσανα, ας μπορέσω ν΄αναπνεύσω εν ειρήνη, ελεύθερος από δουλείες και κινδύνους. Κάνε με να πετάξω πιά την απρεπή μορφή του ζώου, απόδωσέ με στους δικούς μου, απόδωσε τον Λούκιο στον εαυτό του. Και άν η αμείλικτη εκδίκηση ενός θεού που τυχόν τον πρόσβλα με καταδιώκει, ας μου επιτραπεί , άν όχι να ζήσω, τουλάχιστον να πεθάνω".

Η θεά του μιλάει, τον πληροφορεί για τις δυνάμεις της, εξηγεί ότι θα γίνει μιά γιορτή προς τιμήν της την επομένη και στην πομπή θα υπάρχει ένας ιερέας που θα του προσφέρει ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα για να φάει. Τελικά θα γίνει πάλι άντρας. Θα γίνει ο υπηρέτης της για το υπόλοιπο της ζωής του σε αυτόν τον κόσμο και στον επόμενο. Εξαφανίζεται , και "σηκώνομαι κάπως τρομαγμένος, μα εύθυμος και βουτηγμένος στον ιδρώτα. Ενθουσιασμένος από την οπτασία της παντοδύναμης θεάς γεμάτος έγνοια για τις σοβαρές διαταγές της, προσέχοντας να καθαριστώ μέσα στη θάλασσα, στριφογύριζα τις συμβουλές της στο μυαλό μου". 
Την επομένη μέρα τρώει τα τριαντάφυλλα και αποκτά την προηγούμενη μορφή του. Γίνεται ιερέας της ΄Ισιδος και περνάει την υπόλοιπη ζωή του χαρούμενος στη λατρεία της.



Ο Απουλήιος, τότε, στην ιστορία του ταξιδιώτη στο δρόμο για την Υπάτη απέδωσε την παρωδία των ιερών τελετουργικών από δύο μάγισσες, και στην παραλία κοντά στις Κεγχριές μιά σοβαρή εκτέλεση τέτοιων τελετουργιών, όχι από μάγισσες που δρουν ως αυτόκλητοι ιεροφάντες, αλλά από χρισμένους ιερείς. Υπάρχουν ορισμένες ομοιότητες και ορισμένες, εξ΄ίσου σημαντικές διαφορές. 

Η Μερόη και η ΄Ισις εμφανίζονται τη νύχτα ως οράματα στους κοιμωμένους ( ακόμη και άν ο Αριστομένης γρήγορα ξυπνάει και το διώχνει ως όνειρο). Η θεά εμφανίζεται ως η Σελήνη. Η Μερόη αυτοπαρουσιάζεται συμβολικά ως Σελήνη, γιατί αποκαλεί τον Σωκράτη, " ο αγαπητός μου Ενδυμίων". και ο Ενδυμίων, όπως θυμόμαστε από την αρχαία μυθολογία, ήταν ο αγαπημένος της Σελήνης. Η ΄Ισις δίνει πρασταγές, ο Λούκιος να φάει αύριο ένα τριαντάφυλλο. Οι μάγισσες δίνουν προσταγές επίσης ( τις οποίες ο Αριστομένης δεν προσέχει όσο πρέπει ), που απευθύνονται στο σφουγγάρι "σφουγγάρι της θάλασας, φυλάξου από το ποτάμι".Μετά την εξαφάνιση της ΄Ισιδος, ο Λούκιος γίνεται μούσκεμα στον ιδρώτα και περιλούζεται με εξαγνιστικό θαλασσινό νερό. ΄Οταν έφυγαν οι μάγισσες ο Αριστομένης είναι ξαπωλμένος , μουσκεμένος πάλι, αλλά όχι από ιδρώτα ή θαλασσινό νερό ή άλλο εξαγνιστικό. 

Ποιές είναι οι διαφορές μεταξύ των δύο διαδικασιών, που είναι αποτέλεσμα των εμφανίσεων των μαγισσών (μαγεία) και της θεάς (θρησκεία); Αν διάβασα τον Απουλήιο σωστά, η κύρια διαφορά είναι μεταξύ του Αριστομένη και του Λούκιου. Ο Αριστομένης δν ήρθε πρόθυμα στη μυσταγωγία την οποία έζησε-στην πραγματικότητα ούτε και την αναγνώρισε ως μυσταγωγία- και σίγουρα δεν προσφέρθηκε, με τη θέλησή του, να πεθάνει και να ξαναγεννηθεί. Η κύρια σκέψη του ήταν να δραπετεύσει από τις δύο γυναίκες. Με τον Λούκιο συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. πρόσφερε ελεύθερα τον εαυτό του στη θεά, ανυπομονώντας να χάσει την προηγούμενη ζωή του και να αγκαλιάσει την καινούργια υπηρετώντας τη θεά για πάντα.

Με άλλα λόγια, η διαφορά στις δύο συμπεριφορές μπορεί να είναι για τον Απουλήικο ό,τι χαρακτηρίζει τη διαφορά μεταξύ μαγείας και θρησκείας. Αν χρησιμοποιούσε τους όρους της σύγχρονης ανθρωπολογίας, θα έλεγε χωρίς αμφιβολία, ότι η διαφορά εμπλέκει την άποψη του ίδιου του συμμέτοχου. Η διαφορά είναι αυστηρά "βιωματική¨". ΄Αν ένας παθητικός συμμέτοχος σε μιά μαγικοθρησκευτική τελετή συμμετέχει με τη θέλησή του, είναι θρησκεία. ΄Αν όχι , είναι μαγέια.
Ο Απουλήιος θα πρόσθετε πιθανόν ότι αυτή η ανάλυση του μυθιστορήματός του, είναι υπεραπλουστευμένη , και θα συμφωνούσα. Αλλά πιστεύω ότι έρευνες του τύπου αυτού μπορούν να μας βοηθήσουν να δούμε τουλάχιστον ένα μέρος του ελάχιστου που σκεφτόταν ένας αρχαίος για τη διαφορά μεταξύ θρησκείας και μαγείας.

Δευτέρα 21 Απριλίου 2014

Ἀνεβαίνοντας στὸν Ὄλυμπο



Στεφάνι Ολύμπου, φωτο: adteam.gr 
(ἀποσπάσματα)
Γιὰ νὰ γνωρίσω τοὺς θεούς σου
ἄνοιξα μόνος μου τὸ δρόμο,
γιὰ ὅλο μου τὸ δρόμο
τὴν ἀπόφασή μου παίρνοντας
ὡσὰ μονάκριβο καρπὸ
γιὰ νὰ δροσίζω, στὶς ἀκρότατες στιγμὲς
τῆς δίψας μου, τὰ χείλια!

Ὄλυμπε, ἀνήφορε τοῦ Δία,
τὸ χῶμα σου εἶναι μαῦρο
ζυμωμένο μ᾿ ὅλα τὰ χινόπωρα
τῶν καστανιῶν καὶ τῶν πλατάνων,
καὶ τὸ πόδι χώνεται βαθύτερα ἀπὸ τὸ ῾στραγάλι
γιὰ νὰ σ᾿ ἀνεβεῖ!

Ἀδιάκοπα
μὲ τὸ μαχαῖρι
-δαφνοτόμος
κισσοτόμος-
πρέπει νὰ κόβει τὸ στενό του μονοπάτι
μὲς ἀπ᾿ τὰ παλιούρια
ὅποιος γυρέψει νὰ σὲ ἰδεῖ!
Κι ἀπάνωθέ του σὰ λυροχορδὲς
οἱ κληματίδες ἀμποδᾶνε νὰ διαβεῖ

Ὦ νήπιε Δία!
Καθὼς μιὰ μέρα
ταξιδεύοντας στὴν Ἤπειρον
ἄκουσα ξάφνου μιὰ βοὴ κρυφὴ
μιὰ μουσικὴ χλαλοὴ μικρῶν φτερῶν νὰ τρέμει μὲς στὸν ἀέρα
καὶ δὲν ἤξερα ἀπὸ ποῦ,
ἀλλὰ ψάχνοντας
ηὗρα ἕνα βράχο πιὸ γλιστερὸ ἀπὸ φίλντισι
σὰν αἰώνων καταρράκτες νὰ περάσανε ἀπὸ πάνω του
ποὺ ἀλλαξοδρόμησαν
ἀφήνοντας τὸν πίσωθέ τους στὴ γυμνὴ τελειότητα,
καὶ σκύβοντας στὴ μέση του
ποὺ ἀνοίγονταν βαθιὰ σὰν ἀργυρὸ λεβέτι
Εἶδα στὸ βάθος ἕν᾿ ἀγριομελίσσι νὰ σαλεύει ἀδιάκοπα ὡς πηγή·

ἔτσι κι ἡ κούνια σου στ᾿ ὡραῖο βουνὸ
ἐβούιζεν ὅλη
ἀπ᾿ τ᾿ ἀγριοπερίστερα ὅπου Σοῦ ᾿φερναν στὰ ράμφη τους
τὸ μέλι τῶν ἀνθῶν τῆς γῆς!

Πατέρα Δία·
ἂν οἱ ἱερεῖς σου κάθε χρόνο
στὴν κορφὴ τοῦ Ὀλύμπου
ὅπου ποτὲ δὲν πνέει ὁ ἄνεμος
γράφουνε στὴν ἁπλωμένη στάχτη τῶν θυσιῶν
τὴν ὑψηλή τους προσευχὴ
καὶ τήνε βρίσκουν ἄγγιχτη τὸν ἄλλο χρόνο
καθὼς τὴ στιγμὴ ποὺ μὲ τὸ δάκτυλο
ἐχαράξανε τὰ λόγια της
κι ἂν οἱ καρποί,
ποὺ ὁλόγυρα ἀπιθώνουν ἀφιερώματα,
κρατοῦνε ὁλοχρονὶς ὁλόδροσοι
καθὼς τὴν ὥρα ποὺ ἐκοπήκανε ἀπὸ τὸ κλαδὶ

πόσο περισσότερο ὁ καλός μου Λόγος
ποτισμένος τὴ δροσιά,
ποὺ ὡσὰ βαρὺ ροδάκινο μὲς στὸ νερὸ
ἀστράφτει ὅμοια ἀσημένια σφαῖρα,
δὲ θὰ μείνει αἰώνιος
ὅπου κι ὅπως
στὴν κορφὴ τοῦ Ὀλύμπου τὸν ἀπίθωσα!


' Αγγελος Σικελιανός

Κυριακή 20 Απριλίου 2014

ΚΗΠΟΙ ΑΔΩΝΙΔΟΣ ΣΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ ΚΑΙ ΜΑΝΤΕΙΑ








Στα αθηναϊκά Αδώνια, στην αρχαία  εποχή, οι γυναίκες θρηνούσαν μπροστά σε δύο νεκροκρέβατα που ήταν τοποθετημένα στις εισόδους των σπιτιών. Πάνω στα νεκροκρέβατα έβαζαν ξύλινα ομοιώματα του Άδωνη και της Αφροδίτης. Γύρω από τα ειδώλια τοποθετούσαν τους "κήπους του Άδωνη" (Ἀδώνιδος κῆποι), δηλαδή γλάστρες με φυτά που αναπτύσσονταν γρήγορα, τα οποία αργότερα τοποθετούσαν πάνω στις στέγες των σπιτιών για να μεγαλώσουν γρήγορα με τη βοήθεια του ήλιου. Η ανάπτυξη των φυτών αποτελούσε σημάδι της ανάστασης του θεού.
Κοντά στον επιτάφιο (νεκροκρέβατο) τοποθετούσαν κούκλες που παρίσταναν έρωτες και πουλιά και δίπλα στο ομοίωμα του Άδωνη άφηναν πλακούντες και γλυκίσματα. Η γιορτή τέλειωνε με θυσίες αγριόχοιρων. Με την επικράτηση βέβαια του Χριστιανισμού όλα αυτά τα λατρευτικά έθιμα εγκαταλείφθηκαν και ξεχάστηκαν , ή μήπως όχι;

 Στα Λαογραφικά Σύμμεικτα του Νικολάου Πολίτη λαμβάνουμε πολλές ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τις θρησκευτικές αλλά και μαντικές συνήθειες,των Ελλήνων ,  και άλλων ευρωπαικών λαών , μέχρι τα μέσα του προηγούμενου αιώνα τουλάχιστον, που ως φαίνεται συνδέονται με το αρχαίο θρησκευτικό έθιμο των κήπων Αδώνιδος που φυτεύονταν για να συνοδεύσουν τον νεκρό ΄Αδωνι ο οποίος θ΄αναστηνόταν στην συνέχεια.  Μας πληροφορεί λοιπόν πως  πρώτος ο Brugsch και μετά απ΄αυτόν ο Maury υπέδειξαν την ομοιότητα προς τα Αδώνια ,των τελετών της δυτικής εκκλησίας κατά την Μεγάλη Παρασκευή.



Την δε τελετή του επιταφίου στην ελληνική εκκλησία ο C.Wachsmuth την συγκρίνει με αυτά που γίνονταν κατά τα Ελευσίνια μυστήρια.Αλλά όπως παρατήρησε ο R.Wunsch και ο Frazer καταφανέστατη είναι μάλλον η ομοιότητα των τελετών του επιταφίου στην ανατολική και δυτική εκκλησία με την εορτή των Αδωνίων στα οποία γινόταν εκφορά του θανατωθέντος και μέλλοντος ν΄αναστηθεί θεού, και μάλιστα στην Συρία οι τελετές ελάμβαναν χώρα τον ίδιο χρόνο με το χριστιανικό Πάσχα. ΄Ένα δε επί πλέον λείψανο των αρχαίων Αδωνίων φαίνεται ότι είναι και οι κήποι του Αδώνιδος.



Οι συνήθειες της σποράς σε αγγεία, που γίνονται σε διάφορα μέρη της Ευρώπης σε άλλες μέρες, δεν φαίνεται να έχουν άμεση σχέση με τις τελετές του επιταφίου, ώστε να θεωρηθούν πως αποτελούν συνέχεια των τελετών της αρχαιότητας  ωστόσο, υπάρχουν ενδείξεις πως είναι πιθανόν να συνδέονται. Στη Σικελία , λέει ο Frazer, οι Αδώνιδος κήποι σπείρονται ακόμη και τώρα κατά την ΄Ανοιξη και το θέρος, οπότε μπορούμε ίσως να συμπεράνουμε, ότι και στη Σικελία υπήρχε η εαρινή γιορτή του θανόντος και αναστηθέντος θεού, όπως στη Συρία.



 Λίγο πριν το Πάσχα οι γυναίκες της Σικελίας, σπέρνουν, σιτάρι, φακή και σπόρο καναρίου σε πιάτα, τα οποία βάζουν σε σκοτεινό μέρος και τα ποτίζουν μέρα παρ΄ημέρα. Οι σπόροι βλασταίνουν γρήγορα. Τα βλαστάρια τα δένουν με κόκκινες ταινίες και βάζουν τα πινάκια στους επιτάφιους, τους οποίους κατά την Μεγάλη Παρασκευή κα κατασκευάζουν με ομοιώματα του τεθνεώτος Χριστού στις καθολικές και ελληνικές εκκλησίες, απαράλλακτα όπως οι Αδώνιδος κήποι τοποθετούνταν στον τάφο του νεκρού Αδώνιδος. Η συνήθεια δεν υπάρχει μόνο στη Σικελία, αλλά παρατηρήθηκε και στην Κοσέντζα της Καλαβρίας, στην δαλματική νήσο   Lesina και πιθανόν και σε άλλους τόπους. Το όλο έθιμο , ήτοι επιτάφιοι με δοχεία με βλαστωμένους σπόρους, είναι πιθανώς η εξακολούθηση της λατρείας του Αδώνιδος με άλλο όνομα.



Και στον ελληνικό λαό υπάρχουν συνήθειες, που διατηρούν τον τύπο των Αδώνιδος κήπων. Στην Μεσσηνία  οι  γυναίκες κατά τις ημέρες του Πάσχα και ύστερα κατά τους θερινούς μήνες συνηθίζουν να θέτουν σπόρους, σίτου ή κριθής ή φακής ή κέχρου σε μικρά πινάκια που έχουν λίγο νερό. Καθώς επίσης και στην εξωτερική επιφάνεια πορωδών κανατιών γεμάτων νερό. Οι σπόροι αυτοί ποτιζόμενοι  από το νερό, βλασταίνουν γρήγορα σε λίγες μέρες  , αλλά γρήγορα επίσης μαραίνονται.  Η συνήθεια αυτή που επικρατεί και σε άλλα μέρη της Ελλάδας  , όταν ερωτηθούν οι γυναίκες γιατί φυτεύουν τους σπόρους αυτούς, απαντούν πως γίνεται για τον στολισμό του σπιτιού με χλόη. Είναι φανερό ότι  ο αληθινός σκοπός της συνήθειας αυτής λησμονήθηκε με την πάροδο των αιώνων. ΄Αλλωστε και στην αρχαία Αθήνα, ήδη από τον Δ΄αιώνα, καλλιεργούντο οι Αδώνιδος κήποι όχι μόνο χάριν της γιορτής αλλά και χάριν ευχαρίστησης, όπως αναφέρουν και αρχαίοι συγγραφείς.( Πλάτων Φαίδρος)





Το ότι όμως η συνήθεια αυτή είχε στην αρχή θρησκευτικό χαρακτήρα και είναι συναφής με την  εορτή του επιταφίου, συνάγεται από αυτά που γίνονται στις Σέρρες της Μακεδονίας. Εκεί μια εβδομάδα περίπου πριν την Μεγάλη Παρασκευή οι γυναίκες θέτουν σε πινάκια με λίγη ποσότητα νερού σπόρους σίτου και κριθαριού και όταν βλαστήσουν, κόβουν συμμετρικά τις κορυφές τους, ώστε να δημιουργηθεί κανονικό επίπεδο σχήμα. Την δε νύχτα κατά την περιφορά του επιταφίου, τοποθετούν τα πινάκια σε τραπέζι  μπροστά από τις εξώθυρες με θυμιατό και αναμμένη λαμπάδα και την εικόνα της σταυρώσεως του Χριστού, η οποία είναι συνήθως κεντημένη.



Πώς έγινε η μετάπτωση του θρησκευτικού εθίμου των Αδώνιδος κήπων σε μαντική ενέργεια εξηγεί επαρκώς ο Frazer. Μετατραπέντος δε του σκοπού αυτού σε μαντικό  μαζί με την σπορά αναμείχθηκαν και άλλα στοιχεία μαντικής , ειδικά της ονειρομαντίας, αμειγές δε διατηρήθηκε  το έθιμο στις Σέρρες και στην Σικελία και Καλαβρία και αμυδρά διεσώθηκαν ίχνη μόνο χάριν ευχαρίστησης ή διακοσμήσεως και σε πολλά άλλα μέρη της Ελλάδος.



Παραδείγματα σποράς για μαντική χρήση, έχουμε π. χ στο Εμμενθάλ της Ελβετίας κατά την εορτή του αγίου Ιωάννου, που κόβουν αμάραντο και βάζουν δύο κλαδιά σε ξηρό μέρος μελετώντας το πρόσωπο προς το οποίο έχουν συμπάθεια. Αν τα κλαδιά πιάσουν θα γίνει γάμος. Από τον αμάραντο, τον οποίο κόβουν του Αγίου Ιωάννου, βλέπουν και αν θα ζήσουν ή θα πεθάνουν κατά το τρέχον έτος. Το κλαδί πρέπει να αποτεθεί σε ξηρό μέρος και αν μείνει χλοερό θα ζήσουν, αν ξεραθεί θα πεθάνουν. Στην Βαυαρία την ημέρα της Αγίας Βαρβάρας (4 Δεκεμβρίου) οι νέες παίρνουν κλαδιά κερασιάς και τα βάζουν σε νερό,  κάνοντας μια ευχή. ΄Αν μέχρι τα Χριστούγεννα το κλαδί ανθήσει, η ευχή θα εκπληρωθεί. Οι γερμανικής καταγωγής νέες των Sette comuni της Βικεντίς φυτεύουν την νύχτα του αγίου Ιωάννου σε αγγείο γεμάτο με χώμα τρία φασόλια,  και στο καθένα μνημονεύουν το όνομα ενός νέου που τους αρέσει, ελπίζοντας πως θα παντρευτούν εκείνον του οποίου το όνομα φέρει το πρώτο φασόλι που θα βλαστήσει. Στην Σαρδηνία την παραμονή του αγίου Ιωάννου, οι άγαμες κοπέλες παίρνουν pubuzula , ένα είδος άγριας αγκινάρας την οποία αποφυλλίζουν κα φυτεύουν στον κήπο. Το πρωί της γιορτής μόλις ξημερώσει ρίχνουν στην δημόσια οδό γαρύφαλλο ή άλλο άνθος, νομίζοντας πως ο μέλλων σύζυγός τους θα έχει το όνομα εκείνου που θα σηκώσει το άνθος. ΄Επειτα πηγαίνουν στον κήπο για να δουν τι απέγινε η pubunzula. Αν βλαστήσει προοιωνίζεται αίσια η τύχη τους , αν μαραθεί κακή. Κατ΄αυτό τον τρόπο μαντεύουν και κατά την γιορτή της αγίας Αγάθης και του αγίου Νικολάου. Οι δε Πολωνίδες κατά τη γιορτή του αγίου Ανδρέα σπέρνουν λινάρι, για να τις αξιώσει ο άγιος να δουν στον ύπνο τους τον άνδρα που θα πάρουν. Μαντεία με την άγρια αγκινάρα γίνεται και στη Ζάκυνθο και  στην Θράκη με τα φύλλα της συκιάς.

Πηγή (Λαογραφικά Σύμμεικτα Ν.Πολίτη)




Πέμπτη 17 Απριλίου 2014

Ο ΑΛΙΒΑΝΙΣΤΟΣ


Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης Πασχαλινά Διηγήματα 

Ο Αλιβάνιστος


Αφού εβάδισαν επί τινά ώραν, ανά την βαθείαν σύνδενδρον κοιλάδα, η θειά Μολώτα, κ' η Φωλιώ της Πέρδικας, κ' η Αφέντρα της Σταματηρίζενας, τέλος έφθασαν εις το Δασκαλειό. Αι τελευταίαι ακτίνες του ηλίου εχρύσωναν ακόμη τας δύο ράχεις, ένθεν και ένθεν της κοιλάδος. Κάτω, εις το δάσος το πυκνόν, βαθεία σκιά ηπλούτο. Κορμοί κισσοστεφείς και κλώνες χιαστοί εσχημάτιζον ανήλια συμπλέγματα, όπου μεταξύ των φύλλων ηκούοντο ατελείωτοι ψιθυρισμοί ερώτων. Ευτυχώς το δάσος ενομίζετο κοινώς ως στοιχειωμένον, άλλως θα το είχε καταστρέψει κι' αυτό προ πολλού ο πέλεκυς του υλοτόμου. Αι τρεις γυναίκες επάτουν πότε επί βρύων μαλακών, πότε επί λίθων και χαλίκων του ανωμάλου εδάφους. Η ψυχή κ' η καρδούλα των εδροσίσθη, όταν έφθασαν εις την βρύσιν του Δασκαλειού.
Το δροσερόν νάμα εξέρχεται από μίαν σπηλιάν, περνά από μίαν κουφάλαν χιλιετούς δένδρου, εις την ρίζαν του οποίου βαθεία γούρνα σχηματίζεται. Όλος ο βράχος άνωθεν στάζει ωσάν από ρευστούς μαργαρίτας, και το γλυκύ κελάρυσμα του νερού αναμιγνύεται με το λάλον μινύρισμα των κοσσύφων. Η θεια Μολώτα, αφού έπιεν άφθονον νερόν, αφήσασα ευφρόσυνον στεναγμόν αναψυχής, εκάθισεν επί χθαμαλού βράχου διά να ξαποστάση. Αι δύο άλλαι έβαλαν εις την βρύσιν, παρά την ρίζαν του δένδρου, τις στάμνες και τα κανάτια, τα οποία έφεραν μαζύ των, διά να τα γεμίσουν. Είτα, αφού έπιαν και αυταί νερόν, εκάθισαν η μία παραπλεύρως της γραίας, η άλλη κατέναντι, κι' άρχισαν να ομιλούν.
– Πώς αλγεί 'παπάς; είπεν η Θεια Μολώτα.
Η γραία ήτο ιδιόρρυθμος εις την γλώσσαν της. Ετραύλιζε και απέκοπτεν όχι μόνον συλλαβάς, αλλά <και> τα άρθρα και άλλα μόρια.
– Νύχτωσε, θα 'πω! προσέθηκεν η Φωλιώ.
– Τα, τι λογάτε; επέφερεν η Αφέντρα.
Ευρίσκοντο κ' αι τρεις, από της ημέρας εκείνης του Μεγάλου Σαββάτου, εις τον Αϊ-Γιάννη, στον Ασέληνο. Ήτον έρημον παλαιόν μοναστηράκι. Είχε γνωσθή ότι ο παπα-Γαρόφαλος ο Σωσμένος, εις εκ των ιερέων της πόλεως, θα ήρχετο εις τον Αϊ-Γιάννην, στον Ασέληνον, διά να κάμη Πάσχα εις τους αιγοβοσκούς των αγρίων εκείνων μερών. Αι τρεις αυταί, και τινά άλλα πρόσωπα από την πόλιν, αγαπώντα την εξοχήν, είχον έλθη, χάριν του Πάσχα, πριν να ξεκινήση ο παπάς. Αλλ' όμως ενύκτωνεν ήδη, και ο παπα-Γαρόφαλος δεν είχε φανή ακόμη.
– Είνε αργοστόλιστος, θα 'πω, επέφερεν η Φωλιώ η Πέρδικα.
– Ναι, είδες πώς αργεί να 'ντυθή; υπέλαβεν ερμηνεύουσα κατά γράμμα τον λόγον η Αφέντρα της Σταματηρίζενας. Και καμμιά φορά βάζει και στραβά την «αλλαή» του.
Ωνόμαζεν ούτω το φελόνιον. Αι τρεις γυναίκες είχον έλθη από τον Αϊ-Γιάννην, απέχοντα ως τετάρτου της ώρας δρόμον, διά να γεμίσουν τα σταμνιά στο Δασκαλειό, επειδή η μικρά βρύσις του παλαιού ησυχαστηρίου, κάτω από τον ναΐσκον, είχε χαλάσει, και σχεδόν είχε χαθή το νερόν. Έμελλον δε να επιστρέψουν αμέσως εις τον Αϊ-Γιάννην. Αλλά, με την ομιλίαν, αργοπορούσαν.
Τέλος, αι δύο εσηκώθησαν, έκυψαν διά να φορτωθούν τ' αγγεία, και ήσαν έτοιμαι προς αναχώρησιν.
Αλλά την στιγμήν εκείνην, ζωηρά φωνή ηκούσθη από το κάτω μέρος, ανάμεσ' από τα δένδρα.
– Σ' έσκιαξα, θεια Μολώτα! είπεν η φωνή.
Είτα καγχασμός ήχησε, κ' ευθύς επαρουσιάσθη εις νέος υψηλός, αμύστακος, ως δεκαέξ ετών, κρατών κάτω του στέρνου του κάτι ως διπλωμένον και τυλιγμένον πράγμα.
– Α! κακό να μην έχης! έκραξεν η Φωλιώ. Εσύ 'σαι, αρέ Σταμάτη;
Δεν είχε νυκτώσει ακόμη καλά, κ' αι γυναίκες είδαν τα χαρακτηριστικά του, αφού πρώτον είχαν γνωρίσει την φωνήν του. Ήτον ο Σταμάτης το Τρυγονάκι, μάγκας ορφανός παιδιόθεν, καλόκαρδος, βολικός, όστις έζη εκτελών θελήματα ανά την πόλιν. Όταν όμως ήτο πουθενά εξοχικόν πανηγύρι, άφηνεν όλες τις δουλειές του, κ' έτρεχε πρώτος μεταξύ όλων των πανηγυριστών.
– Να, απ' τον Ασέληνο έρχομαι, είπεν ο νέος... φορτωμένος πράμματα, θάμματα... κυττάξετε!
Έθεσε την δεξιάν χείρα εντός του τυλιγμένου πανίου, το οποίον εκράτει, έλαβεν ένα μαύρον πράγμα, και, θέλων να παίξη, το έρριψεν εις την ποδιάν της Μολώτας, ήτις εκάθητο ακόμη επί της πέτρας.
– Ά! φωτιά που σ' ε!... έκαμεν αύτη, αναπηδήσασα ορθή, και τινάζουσα την ποδιάν της.
Το πράγμα, το οποίον της είχε ρίψει ο Σταμάτης, ήτο τεράστιος ζωντανός κάβουρας. Ο νέος είχε κατέλθη προ δύο ωρών εις τον Μικρόν Ασέληνον. Ούτως ωνομάζετο ο δυτικός αιγιαλός, μικρά αγκάλη, αντικρύζουσα το Πήλιον. Εκεί είχε γεμίσει το προσόψιον, το οποίον είχε περιζωσμένον εις την μέσην του, από κοχύλια, πεταλίδες και καβούρια.
– Αρέ, ζουρλάθηκες; είπεν αυστηρώς η Αφέντρα. Να κάμης την οικοκυρά να κόψη το αίμα της!
Ο Σταμάτης και πάλιν εκάγχασε.
– Να με συμπαθάς, θεια Μολώτα, είπε. Σα χωριάτης πούμαι, έσφαλα. Θέλησα να σου χαρίσω αυτό το καβούρι, για να κάμης μεζέ απόψε, και με τον τρόπο που σου τώρριξα στην ποδιά σου, σ' ετρόμαξα.
– Δεν τλώου καβούλγια, είπεν η Μολώτα. Θα μεταλάβου!
– Αλήθεια; Τότε, το χαρίζω της Πέρδικας.
– Μεγαλοσαββατιάτικα, καβούρια θα φάω; είπεν η Φωλιώ.
– Τότε, ας το παρ' η Σταματρίζενα, είπεν ο Σταμάτης.
– Να καβουρώσης και κάβουρας να γένης! απήντησεν η Αφέντρα.
– Μωρέ, ευχή που μου δίνεις! είπεν ο Σταμάτης. Ακούς! να ήμουν κάβουρας! Πώς θα περπατούσα τάχα;
– Και άμα είπεν, έκυψε και άρχισε να κάμνη λοξά πατήματα, μεταξύ των τριών γυναικών. Με την κεφαλήν του εκτύπησε το πλευρόν τής Μολώτας, με την πλάτην του έπληξε τον αγκώνα τής Φωλιώς, και με την πτέρναν του επάτησε την γόβα τής Αφέντρας.
Αι τρεις γυναίκες, μισοθυμωμέναι, εγέλασαν.
– Ζουρλάθηκες, βλέπω: δεν είσαι καλά! είπεν η Αφέντρα.
Και σηκώσασα με την αριστεράν χείρα το κανάτι της, εκολάφισεν ελαφρά την κεφαλήν του Σταμάτη, όστις εφάνη να εγοητεύθη.
– Ω! τι δροσιά, μωρέ Σταματρίζενα! είπε. Δώσε μου άλλη μια!
– Πάμε! νυχτώσαμε, έκαμεν εις απάντησιν η Αφέντρα.
Και πάραυτα εξεκίνησαν. Τότε ο Σταμάτης, αφού έδραξε, χωρίς να είπη τίποτε, την μεγάλην στάμναν, την οποία άλλως θα εφορτώνετο η Αφέντρα, εφιλοτιμήθη να τρέξη πρώτος, ως εμπροσθοφυλακή. Εις τον δρόμον άρχισε να διηγήται.
– Να ξέρατε ποιον ηύρα, τώρα, στο δρόμο π' ανέβαινα... πριν σας ενταμώσω στη βρύσι.
– Ποιον ηύρες, είπεν η Αφέντρα. Τον Μπαμπάο, ή τον Αράπη, ή τον Εξαποδώ;
– Ηύρα τον Αλιβάνιστο!
– Αλήθεια; για 'πές μας.
Άμα ήκουσε το όνομα τούτο η θεια Μολώτα, έκαμεν ακούσιον κίνημα, και με δύο βήματα ήλλαξε θέσιν εις τον δρόμον, κ' ετάχθη εξ' αριστερών του Σταμάτη, διά ν' ακούη καλλίτερα, επειδή ήτο κωφή από το εν ους. Ο νέος διηγήθη ότι εις την άκρην του βουνού, όχι μακράν τής ακτής, είχε περάσει από την κατοικίαν του αλλοκότου εκείνου ανθρώπου, όστις από τριάκοντα ετών δεν είχε κατέλθη εις την πόλιν, κ' εμόναζεν εις μίαν καλύβην, ή μάλλον σπηλιάν, της οποίας το στόμιον είχε κτίσει με τας χείρας του. Έβοσκεν ολίγας αίγας, και δεν συνανεστρέφετο κανένα άνθρωπον, παρά μόνον τον Μπαρέκον, τον μέγαν αιγοτρόφον του βουνού, όστις είχε κοπάδι από χίλια γίδια. Εις αυτόν έδιδε το ολίγον γάλα του, λαμβάνων ως αντάλλαγμα ολίγα παξιμάδια, παστά οψάρια, και πότε κανέν τρίχινον φόρεμα ή μάλλινον σκέπασμα.
– Άμα με είδεν, είπεν ο Σταμάτης, έκαμε να κρυφτή. Εγώ έτρεξα κατόπι του, τον εχαιρέτισα, και, για να τον φουρκίσω, άρχισα να τον λιβανίζω μ' αυτήν την πετσέτα, που κουδούνιζαν μέσα οι πεταλίδες... Να, πώς του έκαμα!
Και αποσπάσας την ποδιάν, την περιέχουσαν τα θαλασσινά είδη, από την μέσην του, έκαμε πως λιβανίζει μ' αυτό την θειά Μολώτα, ήτις αφήκεν άναρθρον κραυγήν διαμαρτυρίας.
– Έλα! θα ησυχάσης, βρε πειρασμέ; έκραξεν οργίλη η Αφέντρα.
* *
*
Εις τον Αϊ-Γιάννην, άμα ενύκτωσε, είχε φθάσει με όλον το ασκέρι του, γυναίκα, παιδιά και παραγυιούς του, ο μεγαλοβοσκός Γιάννης ο Μπαρέκος, καθώς κι ο Κώστας ο Πηλιώτης, άλλος τσομπάνος με την φαμίλια του, κι' ο Αγγελής ο Πολύχρονος, με όλον το όρδινό του. Είχαν ανάψει μεγάλην φωτιά, κ' εκάθισαν εις το ύπαιθρον, παρά τον βόρειον τοίχον του ναΐσκου, και διηγούντο παλαιά χρονικά του ποιμενικού κόσμου, κ' εκύτταζαν τους αστερισμούς και την Πούλια, πότε θα φθάση στην μέσην τ' ουρανού, διά να είνε μεσάνυχτα, και πότε θα φθάση, εις εν δυτικόν σημείον, διά να φέξη. Κ' επερίμεναν τον παπάν, πότε να έλθη, διά να τους κάμη Ανάστασιν. Ήτον δε μεσάνυχτα ήδη, και ο παπάς δεν είχεν έλθη.
– Καθώς τ' ομολογάει η φλάσκα... έλεγεν ο Αγγελής ο Πολύχρονος.
– Να τώξερε κανείς, να πήγαινε στη χώρα, είπεν ο Κώστας ο Πηλιώτης.
– Ο παπα-Γαρόφαλος, αν θα 'ρθη με το φεγγάρι, παρετήρησεν ο Μπαρέκος. Για κυττάξτε!
Έδειχνεν υψηλά εις το βουνόν, όπου αι κορυφαί των δένδρων είχαν αρχίσει να καταλάμπωνται από το αργυρούν φέγγος. Ήτο ήδη περί το τελευταίον τέταρτον.
Την ιδίαν στιγμήν έφθασεν ο Σταμάτης. Ούτος προ ώρας είχε γείνη άφαντος, χωρίς κανείς να προσέξη εις τούτο. Ο νέος είχεν αναβή υψηλά εις το βουνόν, διά να κατοπτεύση και ακροασθή αν θα ηκούετο ή θα εφαίνετο πουθενά ο παπάς.
Άμα επέστρεψεν, ένευσεν εις τον Μπαρέκον και τους άλλους να εξέλθουν μαζύ του από το περίβολον.
– Τι τρέχει;
– Ελάτε· κάτι φωνές ακούω. Βάζω στοίχημα!...
Ο Μπαρέκος και ο Κώστας ο Πηλιώτης τον ηκολούθησαν, και απεμακρύνθησαν διακόσια βήματα, κατά τον ανήφορον. Εκεί ήκουσαν τω όντι ήχους τινάς να ανέρχωνται βαθειά από το ρεύμα κάτω, προς το Δασκαλειό και τον Ασέληνον.
– Τί να είνε;
– Βάζω στοίχημα πως ο παπα-Γαρόφαλος έχασε το δρόμο, είπεν ο Σταμάτης.
– Τί θέλει αποκεί, κατά τον Ασέληνο;
– Γνώρισα τη φωνή του, είπεν ο Σταμάτης. Θα ήρθε από τον άλλον δρόμο, απ' τα χωράφια, κ' ύστερα έπεσε μέσα στ' ορμάνι, κ' εχάθηκε.
* *
*
Οι δυο βοσκοί κι' ο Σταμάτης, κι' ο Πολύχρονος, όστις έτρεξε κατόπιν των, ανήλθον την οφρύν του βουνού, και απήντησαν διά φωνών εις τας ηχούς τας οποίας ήκουον.
– Ελάτε!... Εδώ είμαστε!... έκραξε με στεντορείαν φωνήν ο Σταμάτης.
– Μα πώς, δεν βλέπουν κοτζάμ φωτιά; είπεν εν απορία ο Πηλιώτης.
– Θα έχουν πέση μέσα 'σε κακοτοπιά, στον ήσκιο του βουνού. Το φεγγάρι δεν ψήλωσε ακόμα.
– Πάω να φέρω το φανάρι! έκραξεν ο Σταμάτης.
Κ' έτρεξε κάτω, εις τον περίβολον του Αϊ-Γιαννιού, οπόθεν επανήλθε μετ' ολίγον φέρων φανάρι αναμμένον. Ο Σταμάτης κρατών τούτο, επροπορεύθη, και οι τρεις άνδρες τον ηκολούθησαν εν μέσω του δάσους. Μετ' ολίγα λεπτά αι φωναί ηκούοντο πλησιέστεραι, και τέλος, εφάνη ο παπάς, ακολουθούμενος από τον ανεψιόν, τον βοηθόν του, σύροντα από την τριχιάν ένα γαϊδουράκι, επάνω εις το οποίον ήσαν φορτωμένα τα «ιερά» του παπά. Αλλά τελευταία όλων εφάνη και μία σκιά, ήτις εφαίνετο αποφεύγουσα ν' αντικρύση το φως του φαναριού.
– Μπα! έκαμε γελών ο Σταμάτης. Και σιγά προς τον Μπαρέκον εψιθύρισεν:
– Ο Αλιβάνιστος!
– Μεγάλο θάμμα! είπεν ο Μπαρέκος.
*
* *
– Πώς έκαμες, βλοημένε κ' έχασες τον δρόμο; ηρώτησε τον παπάν ο Αγγελής ο Πολύχρονος.
– Μη ρωτάτε... θέλησα να πάω απ' τον άλλο δρόμο,... απ' τα 'Ρόγγια... είπεν ασθμαίνων ο παπάς· ήθελα να ιδώ το χωράφι·... είπε να το σπείρη, κείνος ο Ντανάκιας και τ' άφησε άσπαρτο... κ' εγώ χαμπάρι δεν είχα, τόσους μήνες τώρα... Ας είνε καλά ο άνθρωπος... Είχα και δυο τρεις αγιασμούς να κάμω, κ' ενύχτωσα... Καλά που έπεσα κοντά στο καλυβάκι του μπαρμπα-Κόλια εδώ (δεικνύων τον καλούμενον Αλιβάνιστον), και μ' εβοήθησε να βρω το δρόμο! ...Ας έχη την ευχή!
Ο παπα-Γαρόφαλος εδείκνυεν εκείνον, τον οποίον απεκάλει μπαρμπα-Κόλιαν, όστις όμως, ως αληθής σκιά είχεν αρχίσει να γλιστρά όπισθεν των δένδρων, και ν' απομακρύνεται.
Ο Μπαρέκος, τρέξας, τον έδραξεν ισχυρώς από τον βραχίονα.
– Πού πας, μπαρμπα-Κόλια; είπε. Τώρα δε σ' αφήνουμε... τελείωσε! Φέτος θα κάμωμε Ανάστασι μαζύ!...
Ο Σταμάτης, μη δυνάμενος να κρατήση τα γέλοια, άρχισε να κάμνη με το φανάρι το οποίον εκράτει, κινήματα ως να ελιβάνιζε, προς το βάθος εις το μέρος όπου ίστατο το σύμπλεγμα του Μπαρέκου και του μπαρμπα-Κόλια.
Ο γέρων εφαίνετο αληθής λυκάνθρωπος. Εφόρει είδος ράσου, απροσδιορίστου χρώματος, και μαύρην σκούφιαν, είχε μακράν κόμην, μαύρην ακόμη, και ψαρά, σγουρά γένεια. Εδυσανασχέτει διότι τον εκράτει με την ρωμαλέαν χείρα του ο Μπαρέκος, κ' ήθελε να φύγη.
– Άφσε με, να ζήσης! Δεν μπορώ!... τι Ανάστασι να κάμω 'γω... τι με θέλετ' εμένα... Εσείς κάμετε Ανάστασι. Με γεια σας, με χαρά σας!... Πάω στο καλύβι μου, 'γω!
Τότε ο παπα-Γαρόφαλος έλαβε τον λόγον·
– Νάχης την ευχή του Χριστού, παιδί μου! Έλα! ... Να πάρης ευλογία! ... Να μοσχοβολήσ' η ψυχή σου! Έλα ν' απολάψης τη χαρά του Χριστού μας! Μην αδικής τον εαυτόν σου! Μην κάνης του εχτρού το θέλημα! ... Πάτα τον πειρασμό! Έλα, Κόλια! Έλα, Νικόλαε, έλα! Νικόλαε μακάριε! Ο άγιος Νικόλαος να σε φωτίση!
Ο μπάρμπα-Κόλιας ήθελε να έλθη, αλλ' εντρέποντο. Επαραξενεύετο πολύ. Θα επεθύμει να τον απήγον διά της βίας.
Ο Μπαρέκος, ως να είχεν εισδύσει εις τα ενδόμυχα τής ψυχής του, έκραξε τους δύο άλλους βοσκούς πλησίον του. Ούτοι, ημιπαίζοντες, ημισπουδάζοντες, έβαλαν τας χείρας των εις τους βραχίονας και τας ωμοπλάτας του Κόλια. Εν πομπή και παρατάξει τον απήγαγον, κάτω νεύοντα, επιθυμούντα ν' ακολουθήση, και τείνοντα ν' αποσκιρτήση.
*
* *
Όταν έφθασαν εις τον Αϊ-Γιάννην, παράδοξον πράγμα συνέβη. Η θεια Μολώτα, καθώς εκάθητο έξωθεν του ναού, άμα είδε τον Κόλιαν, εταράχθη νευρικώς, εστράφη βιαίως προς τον τοίχον του ναού. Η Αφέντρα, ήτις ήτον στο πλάγι της, την είδε, και ενόησεν ότι κάτι συνέβαινε·
– Τι έχεις, θεια Μολώτα;
Η γραία τής ένευσε να σιωπήση. Εν τοσούτω, αφού η συνοδία επροχώρησεν εις το κέντρον του περιβόλου, η Μολώτα έρριψε πλάγιον βλέμμα προς το σύμπλεγμα των ανδρών, κ' εκατέβασε χαμηλά την μαύρην μανδήλαν της, έκρυψε τα οφρύδια, τους κροτάφους, και με τα τσουλούφια της κόμης της, και με τα κλωνιά της μανδήλας, εκάλυψε το κατωσάγονον και τα μάγουλα.
Η Αφέντρα την εκύτταζε με άπληστον περιέργειαν.
– Τί έπαθες, θειά Μολώτα; ηρώτησε και πάλιν.
– Σώπα, σ' λένε! εψιθύρισεν η Μολώτα.
Ευθύς τότε ο παπάς εισήλθεν εις τον ναΐσκον, τον οποίον ο Σταμάτης, από την ημέραν, πριν να πάγη ακόμα διά πεταλίδας και καβούρια, είχε στολίσει με δάφνας και μυρσίνας, και όστις ήστραπτεν από κοσμιότητα και καθαριότητα.
Ο ιερεύς έβαλεν Ευλογητόν, και μαζύ με τον ανεψιόν του άρχισε να ψάλλη το «Κύματι θαλάσσης». Η Αφέντρα, η Φωλιώ, κ' αι γυναίκες και τα θυγάτρια των ποιμένων, εισήλθον εις τον ναόν, κ' εκόλλησαν πολλά κηρία εις τα μανουάλια.
Η Μολώτα έμενε παραπίσω. Ήθελε να ιδή αν ο μπαρμπα-Κόλιας, ο Αλιβάνιστος, θα εισήρχετο εις τον ναόν ή όχι. Ο Κόλιας καταρχάς επέμενε να μένη έξω, επί προφάσει ότι θα εβοήθει τους δύο παραγυιούς του Μπαρέκου εις το σούβλισμα και ψήσιμον των αρνίων, διά τα οποία ετοίμαζαν μεγάλην φωτιάν. Ο Μπαρέκος όμως εφοβήθη μήπως «το στρίψη», και τον εβίασε να εισέλθη εις τον ναόν μαζύ του, λέγων ότι «ο μουσαφίρης δεν κάνει 'πηρεσία».
Τότε η Μολώτα έμεινεν απ' έξω, μισοκρυμμένη εις τον παραστάτην της θύρας του ναού και κυττάζουσα λαθραίως μέσα. Όταν εβγήκαν όλοι λαμπαδηφορούντες εις το ύπαιθρον, διά να κάμουν Ανάστασιν, αύτη απελθούσα εκρύβη εις την βορειανατολικήν γωνίαν, σιμά εις την θυρίδα τής Προσκομιδής. Εκείθεν ήκουσε κι' αυτή το «Χριστός ανέστη».
Όταν το πλήθος εισήλθε πάλιν εις τον ναόν, με το «Αναστάσεως ημέρα», το γοργόν εμβατήριον, η Αφέντρα της Σταματηρίζενας έμεινε παραπίσω και ήλθε πλησίον τής Μολώτας.
– Γιατί δεν έρχεσαι μέσ' στην εκκλησιά; της είπε. Λεχώνα είσαι;
– Σύλε, πιδί μ', ακούσης καλό λόγο· της είπεν η Μολώτα. Άφσ' εμένα.
– Μα τί έχεις;
– Τίποτα.
– Επέμεινε.
– Θα μου πης τί έχεις;
Η γραία ανένευσε, και απεμακρύνθη απ' αυτής. Η Αφέντρα ηναγκάσθη ν' απέλθη. Μετ' ολίγην όμως ώραν, όταν άρχισεν ο Ασπασμός, η Μολώτα επλησίασεν εις την θύραν του ναού, κ' ένευσεν εις την Αφέντραν να εξέλθη. Την έφερεν εις την ιδίαν και πριν θέσιν, αριστερόθεν του ναού.
– Τώλα, εγώ πώς θα μεταλάβου; της λέγει.
– Γιατί; τί τρέχει;
– Τώλα, δε φιλούν Βγαγγέλιο κι Ανάστασι;
– Ναι.
– Πώς να πάω 'γω ν' ανησπαστώ;
– Πώς θα πας; Με τα ποδάρια σ', είπεν η Αφέντρα.
– Είδες κείνον άθλωπο;
– Ποιόν;
– Κόλια;
– Τον Αλιβάνιστο; Ε, τί;
Η Μολώτα έκυψεν, εταπείνωσε την φωνήν και είπε:
– Σαν ήμουν εγώ μικλό κολίτσι, αυτός μ' ήθελε γυναίκα. Πλιν αλλωστήσω, κι πιαστή φωνή μου, μ' ηύλε σουλουπώματα, πηγάδι, στενό σοκάκι, μ' ε... (έκυψεν εις το ους της Αφέντρας, κ' εψιθύρισε με φωνήν μόλις ακουομένην) μ' εφίλησε...
Η Αφέντρα έπνιξε βαθύν, αργυρόηχον γέλωτα. Η γραία επανέλαβε:
– Πατέλας δεν τον ήθελε γαμπλό. Πήλα άλλον. Χήλεψα. Αυτός, είπαν, πήλε καϋμό, πήγε βουνά, αγλίεψε, δεν πάτησ' εκκλησιά... Εγώ έχω το κλίμα.
Η Αφέντρα ενόησεν αμέσως την απλοϊκήν ευσυνειδησίαν της γραίας.
– Ε, καλά, είπε· να που τον ηύρες τώρα, στην Ανάστασι. Ώρα του Ασπασμού, της αγάπης είναι. Να σχωρεθής, να το πης του παπά, και θα σ' αφήση να μεταλάβης.
* *
*
Η Μολώτα ηκολούθησε κατά γράμμα την συμβουλήν τής Αφέντρας. Εισήλθεν εις τον ναόν, ησπάσθη το Ευαγγέλιον και την Ανάστασιν, είτα εζήτησε συγχώρησιν από τον Κόλιαν.
Ακολούθως, την ώραν του Κοινωνικού, επλησίασε μαζύ με τας αλλάς γυναίκας εις την βορείαν πύλην του ιερού, όπου ο ιερεύς ανέγνωσεν επί των κεφαλών των την συγχωρητικήν ευχήν, ενώ ο μικρός ψάλτης εμινύριζε το «Σώμα Χριστού μεταλάβετε».
Μετά την Απόλυσιν, άμα οι άνδρες εξήλθον, ο Σταμάτης συναντήσας τον Κόλιαν τον εχαιρέτισε:
– Χριστός ανέστη, μπάρμπα-Κόλια! Καλή ώρα ήτον που σ' ηύρα χτες.
Και ο γέρων ερημίτης απήντησεν:
– Αληθώς ανέστη, βρε! Δεν είμαι αλιβάνιστος!
 
 

Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovoion.com/products/%CE%B1%CE%BB%CE%B5%CE%BE%CE%B1%CE%BD%CE%B4%CF%81%CE%BF%CF%85-%CF%80%CE%B1%CF%80%CE%B1%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CE%BC%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%B7-%CF%80%CE%B1%CF%83%CF%87%CE%B1%CE%BB%CE%B9%CE%BD%CE%B1-%CE%B4%CE%B9%CE%B7%CE%B3%CE%B7%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1/

Ἡ Μάνα τοῦ Χριστοῦ


Πῶς οἱ δρόμοι εὐωδᾶνε μὲ βάγια στρωμένοι,
ἡλιοπάτητοι δρόμοι καὶ γύρω μπαξέδες!
Ἡ χαρὰ τῆς γιορτῆς ὅλο πιότερο ἀξαίνει
καὶ μακριάθε βογγάει καὶ μακριάθε ἀνεβαίνει.

Τὴ χαρά σου, Λαοθάλασσα, κῦμα τὸ κῦμα,
τῶν ἀλλῶνε τὰ μίση καιρὸ τήνε θρέφαν
κι᾿ ἂν ἡ μαύρη σου κάκητα δίψαε τὸ κρῖμα,
νὰ ποὺ βρῆκε τὸ θῦμα της, ἄκακο θῦμα!

Ἄ! πὼς εἶχα σὰ μάνα κι᾿ ἐγὼ λαχταρήσει
(ἦταν ὄνειρο κι᾿ ἔμεινεν, ἄχνα καὶ πάει)
σὰν καὶ τ᾿ ἄλλα σου ἀδέρφια νὰ σ᾿ εἶχα γεννήσει
κι᾿ ἀπὸ δόξες ἀλάργα κι᾿ ἀλάργα ἀπὸ μίση!

Ἕνα κόκκινο σπίτι σ᾿ αὐλὴ μὲ πηγάδι. . .
καὶ μία δράνα γιομάτη τσαμπιὰ κεχριμπάρι. . .
νοικοκύρης καλὸς νὰ γυρνᾷς κάθε βράδι,
τὸ χρυσό, σιγαλὸ καὶ γλυκὸ σὰν τὸ λάδι.

Κι᾿ ἅμ᾿ ἀνοίγῃς τὴν πόρτα μὲ πριόνια στὸ χέρι,
μὲ τὰ ροῦχα γεμάτα ψιλὸ ροκανίδι,
(ἄσπρα γένια, ἄσπρα χέρια) ἡ συμβία περιστέρι
ν᾿ ἀνασαίνῃ βαθιὰ τ᾿ ὅλο κέδρον ἀγέρι.

Κ᾿ ἀφοῦ λίγο σταθῇς καὶ τὸ σπίτι γεμίσῃ
τὸν καλό σου τὸν ἤσκιο, Πατέρα κι᾿ Ἀφέντη,
ἡ ἀκριβή σου νὰ βγάνῃ νερὸ νὰ σοῦ χύσῃ,
ὁ ἀνυπόμονος δεῖπνος μὲ γέλια ν᾿ ἀρχίσῃ.

Κι᾿ ὁ κατόχρονος θάνατος θἄφτανε μέλι
καὶ πολλὴ φύτρα θ᾿ ἄφηνες τέκνα κι᾿ ἀγγόνια
καθενοῦ καὶ κοπάδι, χωράφια κι᾿ ἀμπέλι,
τ᾿ ἀργαστήρι ἐκεινοῦ, ποὺ τὴν τέχνη σου θέλει.

Κατεβάζω στὰ μάτια τὴ μάβρην ὀμπόλια,
γιὰ νὰ πάψη κι᾿ ὁ νοῦς μὲ τὰ μάτια νὰ βλέπῃ. . .
Ξεφαντώνουν τ᾿ ἀηδόνια στὰ γύρω περβόλια,
λεϊμονιᾶς σὲ κυκλώνει λεφτὴ μοσκοβόλια.

Φεύγεις πάνου στὴν ἄνοιξη, γιέ μου, καλέ μου,
ἄνοιξή μου γλυκιά, γυρισμὸ ποὺ δὲν ἔχεις.
Ἡ ὀμορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιέ μου,
δὲ μιλᾷς, δὲν κοιτᾷς, πῶς μαδιέμαι, γλυκέ μου!

Καθὼς κλαίει, σὰν τῆς παίρνουν τὸ τέκνο, ἡ δαμάλα,
ξεφωνίζω καὶ νόημα δὲν ἔχουν τὰ λόγια.
Στύλωσέ μου τὰ δυό σου τὰ μάτια μεγάλα.
Τρέχουν αἷμα τ᾿ ἀστήθια, ποὺ βύζαξες γάλα.

Πῶς ἀδύναμη στάθηκε, τόσο ἡ καρδιά σου
στὰ λαμπρὰ Γεροσύλυμα Καίσαρας νὰ μπῇς!
Ἂν τὰ πλήθη ἀλαλάζανε ξώφρενα (ἀλιά σου!)
δὲν ἤξεραν ἀκόμα οὔτε ποιὸ τ᾿ ὄνομά σου!

Κεῖ στὸ πλάγι δαγκάναν οἱ ὀχτροί σου τὰ χείλη. . .
Δολερὰ ξεσηκώσανε τ᾿ ἄγνωμα πλήθη
κι᾿ ὅσο ὁ γήλιος νὰ πέσῃ καὶ νἄρθῃ τὸ δείλι,
τὸ σταυρό σου καρφώσαν οἱ ὀχτροί σου κι᾿ οἱ φίλοι.

Μὰ γιατί νὰ σταθῇς νὰ σὲ πιάσουν! Κι᾿ ἀκόμα
σὰ ρωτήσανε: «Ποιὸς ὁ Χριστός;» τί ῾πες «Νά με!»
Ἄχ! δὲν ξέρει τί λέει τὸ πικρό μου τὸ στόμα!
Τριάντα χρόνια, παιδί μου, δὲ σ᾿ ἔμαθ᾿ ἀκόμα!


KΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ

Σάββατο 12 Απριλίου 2014

Η ΑΡΠΑΓΗ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ




ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ '42. Μέρες πείνας και εξαθλίωσης, οργής και οδύνης. Απάνω στο στερέωμα ένας σταυρωμένος ου¬ρανός και κάτω μια αιμάσουσα Αθήνα, μια καθημαγμένη Ελλάδα.Στο μαλακό, αμάλλιαγο στήθος τ' ουρανού είχαν χωθεί ασημοκάρφια. Κι ήρθε και μπλάβισε, όπως ανθρώπινο κορμί που του έφυγε το αίμα. Σ' ολόκληρο το κοκκινογάλαζο φόντο δυο τρία σύννεφα που 'μοιαζαν με πελώριες τουλούπες από μαλλί, έκρυβαν το πρόσωπο του φεγγαριού. Κι εκείνο τους έριξε μιαν επίβουλη, φονική, ματιά. Κι ως είδαν το κακό το μάτι, αναρίγησαν και κίνησαν τρομαγμένα κατά την Σαλαμίνα. Στο δρόμο σκόρπισαν κι απόμειναν τα κουρέλια τους να ουρανοδρομούν άσκοπα πάνω από το μοναστήρι της Φανερωμένης. Το ολόγιομο φεγγάρι γέλασε θριαμβευτικά κι έστρεψε τη ματιά του, μελιστάλαχτη τώρα, κατά τη γης. Και την περίχυσε με το φως του. Όχι το παχύ, λιπαρό φως του ήλιου, αλλά το στεγνό, αποστειρωμένο, το σχεδόν άυλο φως της σελήνης. Πρώτα φωτίστηκε η Αθήνα. Και ο οφθαλμός του θεού είδε καθαρά, την Ακρόπολη και πλάι στον Παρθενώνα τη μισητή σβάστικα να φτεροκοπάει πάνω από τα κεφάλια των Αθηναίων. Έπειτα πέσανε ασήμια στο λιμάνι του Πειραιά με τα λιγοστά καράβια, και στην ακάραβη θάλασσα της Ελευσίνας που πισώστρεψε στον ουρανό ασημένιες ανταύγειες. Οι λίγες κολόνες του ναού της Δήμητρας και του Σεπτήριου φεγγοβόλησαν. Και μονάχα το χθαμαλό κτήριο του μουσείου απόμεινε βυθισμένο στο σκοτάδι. Αυτό και η παράγκα του φύλακα αντικριστά...

Ο γερο - φύλακας ο Θεοδόσης κλείδωσε καλά την πόρτα του μουσείου, κρέμασε τα κλειδιά στη μέση, έκανε μια περατζάδα ανάμεσα στα αρχαία, και κίνησε βαρύθυμος και σιωπηλός κατά την παράγκα. Η πείνα τού 'χε ρουφήξει τη διάθεση και η λάμψη της Πανσέληνος του 'χε κρούσει το μυαλό. Τρύπωσε στην ανθρωποφωλιά του και ξάπλωσε τ' ανάσκελα στα βρώμικα στρωσίδια. Ένα κορμί λιπόσαρκο μετατοπίστηκε σχεδόν αθόρυβα στη γωνία. Ήταν ο Ευτύχης, ο εγγονός του. Δηλ. ό,τι είχε απομείνει από δαύτον, δύο μακριά καλαμοπόδαρα, μια κοιλιά πρησμένη κι ένα κεφάλι που 'μοιαζε πιο πολύ με νεροκολόκυθο.
— Έφερες τίποτα, παππού, να φάμε;
— Σαν τι δηλαδή;
— Μου 'χες τάξει μια πατάτα. Μια μεγάλη, βραστή πατάτα... με αλάτι και ξύδι.
— Όχι. Πού να τη βρω την πατάτα. Μη μιλάς και χάνεις δυνάμεις...
Αύριο γιορτάζει η Παναγία κι είναι κλειστά τα μουσεία. Θα κατέβω στο λιμάνι και κάτι θα βρω. Στ' ορκίζομαι στα κόκαλα της μάνας σου...

Σχεδόν όλα τα βράδια ο παππούς Θεοδόσης, όταν επέστρεφε από τη νυχτερινή βάρδια, κάτι έφερνε στο παιδί. Μια χούφτα σταφίδες, ένα κρεμμύδι, λίγο ψωμί καμωμένο από πριονίδια. Και άμα γύριζε με αδειανά χέρια, αναμασούσε παλιές ιστορίες για βασιλιάδες που 'ζησαν σε τούτον τον ιερό τόπο. Κι άλλοτε πάλι του μιλούσε για θεούς και θεές που μια φτερούγιζαν σαν πουλιά στον ουρανό και μια κατέβαιναν σαν σαύρες στα σπλάχνα της γης. Τούτες τις ιστορίες τις έκανε πολτό, ανακατεύοντας μύθο και ιστορία, ψευτιά κι αλήθεια, και τις έχυνε στην ψυχή του Ευτυχή. Κι εκείνη θέριευε από το όραμα μιας Ελλάδας, δυνατής, πλούσιας και δοξασμένης, σαν κι αυτή που 'δειχναν τ' αγάλματα του μουσείου.

Όμως απόψε ο παππούς σώπαινε. Σώπαινε πεισματικά και κοιτούσε μέσα από το ξεχαρβαλωμένο παράθυρο το φεγγάρι, με μάτι αλλιώτικο, αγριεμένο. Κι είχε η ματιά του τη λάμψη της τρέλας... "Τα μάρμαρα θα σώ¬σουν την Ελλάδα, φτάνει ν' αντέξει η ψυχή μας...", έλεγε και ξανάλεγε ανάμεσα στα παραμιλητά του. Ο Ευτύχης έβλεπε τ' αλλόκοτα φερσίματα του παππού και σκεφτόταν. "Ο παππούς δεν είναι στα καλά του. Θα πεθάνει". 
-Παππού Θεοδόση, θα πεθάνεις; Ρώτησε από το βάθος της παράγκας και αργοσάλεψε, ίσια που ακούστηκε το τρίξιμο στα κόκκαλά του.
— Να πεθάνω, γιατί; Φάε τη γλώσσα σου λυσσασμένο...
Ο Ευτύχης σύρθηκε ως την αμα
σχάλη του παππού. Τον κοίταξε με κάτι μάτια - πηγάδια που στάλαζαν όλη την πίκρα και τους καημούς της Ρωμιοσύνης. Ψιθύρισε:
— Παππού, ήσανε στα αλήθεια τόσο σπουδαίοι όσο λες οι παλιοί Έλληνες;
— Ήσανε... Μα τα ψίχουλα που πέφτουνε από τα τραπέζια των πλουσίων και τα γλείφουν τα σκυλιά. Δεν βλέπεις τ' αγάλματα του μουσείου; Από τι ανθρώπους θαρρείς πως γενήκανε
τούτα τα θάματα...
— Και γιατί, παππού, εμείς οι σημερινοί Έλληνες είμαστε σκλαβωμένοι; Δεν είμαστε σπουδαίοι εμείς;
— Γιατί αφήσαμε την ψυχή μας ν' αχαμνέψει. Όμως να ξέρεις πως τούτα τα αγάλματα θα σώσουν μια μέρα την Ελλάδα. Φτάνει ν' αντέξουμε...
Ο παππούς έδειχνε να ζωντανεύει. Ο Ευτύχης αναθάρρησε. Έδωσε μια κι ανέβηκε σαν χαδιάρικο γατί στο γεροντικό στήθος.
— Θα μου πεις, παππού, εκείνη την ιστορία για τη θεά που κατέβαινε στον Άδη έξι μήνες το χρόνο;
— Λες για την Περσεφόνη... Θα σου την πω. Όμως πρώτα μάθε πως τούτη η θεά που μια κατέβαινε στον Άδη και μια πετιόταν ως τον Ουρανό, μοιάζει πολύ με την Ελλάδα μας. Τώρα είναι στο σκοτάδι, μα σε κάμποσο καιρό θ' ανέβει ξανά στο φως. Εγώ τότε δεν θα ζω. Εσύ όμως θα ζεις και θα θυμάσαι τα λόγια μου...
— Ναι, παππού, θα ζω... Θέλω να ζήσω.


- Άκου τώρα προσεκτικά και χωρίς να με διακόπτεις. Αυτά που θα σου ιστορήσω δεν τα ξέρασε το γεροντίστικο μυαλό μου. Τα 'πε πριν από χρόνια πολλά έ¬νας άλλος παππούς πολύ πιο μεγάλος και πολύ πιο σοφός από μένα, ο Όμηρος...
Η Περσεφόνη που λες,ήταν κόρη μιας θεάς που ζούσε
κι αυτή στα μέρη τα δικά μας, της Δήμητρας. Ήταν όμορφη πολύ η Περσεφόνη, ξέγνοιαστη κι ευτυχισμένη. Ώσπου μια αέρα, παίζοντας με τις κόρες του Ωκεανού σ' ένα λουλουδιασμένο περιβόλι, πήρε το μάτι της ένα ολάνθιστο νάρκισσο. Τον λιμπίστηκε. Ζύγωσε να τον κόψει κι ευθύς άνοιξε η γης και βγήκε από τα σπλάχνα της ο γιος του Κρόνου, θεός κι αυτός και άρχοντας του Κάτω Κόσμου, ο Πλούτωνας. Η Περσεφόνη τρόμαξε και κίνησε να φύγει. Όμως ο Πλούτωνας ήτανε πιο δυνατός, την άρπαξε στα γερά μπράτσα του, την ανέβασε με το ζόρι στο χρυσό άρμα του, κι ενώ αυτή έκλαιγε και χτυπιόταν, εκείνος την κατέβασε στα σκοτεινά βασίλεια του... Θυμάσαι τη σπηλιά που σου είχα δείξει τις προάλλες, κοντά σε κάτι κολόνες που τις λέμε στους επισκέπτες Τελεστήριο; Ε, αυτός είναι ο τόπος, όπου άρπαξε ο Πλούτωνας την Περσεφόνη...

— Δηλαδή, παππού, ρώτησε ο Ευτύχης, η Περσεφόνη είναι η Ελλάδα και ο Πλούτωνας οι Γερμανοί;
— Ακριβώς...
— Είδα προχτές δύο απ' αυτούς, όμορφοι που ήσαν, παππού, να κόβουν βόλτες γύρω από το μουσείο και κάτι να ψιθυρίζουν μεταξύ τους...
— Τους είδα κι εγώ. Όμως τώρα, ξέχασε τους Γερμανούς και άκου τη συνέχεια. Κανένας που λες από τους ανθρώπους, ούτε κι από τους θεούς, δεν άκουσε τις κραυγές της Περσεφόνης, παρά μονάχα η θεά της νύχτας, η Εκάτη. Το 'πε στον Ήλιο κι εκείνος σαν ξημέ¬ρωσε φανέρωσε τον κλέφτη στη μάνα του κοριτσιού, τη Δήμητρα...

Όσο ο γέρο - φύλακας κεντούσε περίτεχνα τούτη την παλιά ιστορία, κι ο Ευτυχής έκλωθε με το δικό του νου τις λεπτομέρειες, μια μοτοσυκλέτα γερμανική σταμάτη¬σε στην άκρη του περιβόλου. Δύο ανθρώπινες σκιές ξεκαβαλίκεψαν και προχώρησαν βιαστικά κατά το πίσω μέρος του μουσείου. Στο πέρασμα τους τα σερπετά που σεργιάνιζαν στις χλιαρές πέτρες κρύφτηκαν τρομαγμένα και ένα τριζόνι έκοψε με βία το τριζοβόλημά του. Άνοιξαν με λοστό το μοναδικό παράθυρο και πήδηξαν μέσα στη σκοτεινή αίθουσα. Πίσω τους όρμησε το φως του φεγγαριού. Τα αγάλματα ως ανανογήθηκαν την εχθρική παρουσία, αναρίγησαν. Και απόμειναν ανυπεράσπιστα να κοιτάζουν με τρόμο τούτους τους ξένους ανθρώπους που 'σαν αλλιώτικα ντυμένοι και δεν έμοιαζαν του γέρο - φύλακα. Οι επιδρομείς έδρασαν με σιγουριά. Ανάμεσα στα εκθέματα διάλεγαν τα καλύτερα. Τα ξεκόλλαγαν από τις ξύλινες βάσεις τους και τα 'ριχναν με προσοχή σ' ένα μεγάλο ταχυδρομικό σάκο.
Das ist genug.Bitte lass uns gehen, beuor der aufseher pird ,είπε ο ένας, ο μικρότερος
Nein, nein. Noch nicht. Uns fehlt das beste , έλεγε ο άλλος κι έψαχνε φρενιασμένος σε κάθε γωνία του μουσείου.

Μέσα στο καμαράκι, ο παππούς Θεοδόσης συνέχιζε την ιστορία του... Ο Ερμής τότε κατέβηκε στον Άδη κι έπεισε τον Πλούτωνα ν' αφήσει ελεύθερη την Περσεφόνη. Ο Πλούτωνας υπάκουσε, όμως δεν ήθελε να χάσει για πάντα την αγαπημένη του. Και λίγο προτού φύγει της έδωσε να γευθεί καρπό ροδιάς. Έτσι δεν θα μπορούσε να ξεχάσει τον Άδη και θα 'μενε για πάντα δεμένη μαζί του. Από τότε η Περσεφόνη έξι μήνες ζούσε πάνω στη γης, κοντά στη μητέρα της τη Δήμητρα, και τους άλλους έξι στον κάτω Κόσμο, γυναίκα λατρεμένη του Πλούτωνα. Κι οι άνθρωποι αυτού εδώ του τόπου κτίσανε κι άλλο ναό. Και κοντά στη Μάνα ελάτρεψαν και την Κόρη. Μα και η Δήμητρα δεν ξέχασε τους Ελευσίνιους. Τους δίδαξε τα "Μυστήρια" να πλουταίνουν με την καλλιέργεια της Γης, να χαίρονται τη ζωή και να μη φο¬βούνται το θάνατο. Γιατί καλά το έμαθαν πως η ζωή γεννάει το θάνατο, μα και ο θάνατος ανασταίνει τη ζωή...

Ο γέρος σταμάτησε. Κάτι είχε πάρει το αυτί του κι αφουγκραζόταν τους θορύβους της νύχτας αλαφιασμένος. Μέσα στο μουσείο ο Γερμανός αξιωματικός που έψαχνε επίμονα αναφώνησε.
— Ηier ist! Ich habe es endlich gefunden! Κι έστρεψε το κλεφτοφάναρο κατά το αγαλματίδιο. Πάνω σε αψηλό βάθρο στεκόταν η θαυμαστή μορφή της "Φεύγουσας Κόρης", σκαλισμένη σε πεντελικό μάρμαρο. Κα-θώς έπεσε το φως πάνω της, η μορφή της άστραψε στο μισόφωτο, αποκαλύπτοντας ένα γλυκό και ντροπαλό κοριτσίστικο πρόσωπο. Το λυγερό κορμί της με το πτυχωτό μακρύ φόρεμα είχε μια κίνηση φυγής προς τα αριστερά, ενώ το κεφάλι στρεφόταν αντίρροπα, δεξιά, προς τη μεριά του διώκτη της. Η όλη έκφραση της Κόρης έδειχνε ήρεμη ψυχική διάθεση. Η ταραχή και το τρικύμισμα της ψυχής της εκδηλωνόταν με την κίνηση. Ώσπου να λυθούν τα μάγια τους, πέρασαν κιόλας μερικά λεπτά. Ο γερο - φύλακας, ανήσυχος, σηκώθηκε από το στρώμα του και με μάτι αγριεμένο τράβηξε κατά το μουσείο. Έβγαλε τα κλειδιά και βάλθηκε ν' ανοίξει την πόρτα. Οι Γερμαναράδες είχαν ορμήσει πάνω στο άγαλμα και προ¬σπαθούσαν να το ξεκολλήσουν από το βάθρο του. Η Κόρη αντιστεκόταν. Πάλευε απεγνωσμένα με τους απαγωγείς της αλλά η πάλη ήταν άνιση, όπως με τον Πλού¬τωνα. Σε λίγο παραδόθηκε νικημένη, κλαίουσα. Εκείνοι απόθεσαν το αγαλματίδιο μέσα στο σάκο τη στιγμή α-κριβώς που ο γέρος άμπωχνε την πόρτα. Η ψυχή του είχε ακούσει το θρήνο της Κόρης και το γέρικο κορμί του όρμησε να την προστατέψει. Οι Γερμανοί τον απώ¬θησαν βίαια. Όμως ο γέρος αγκριφώθηκε πάνω τους και δεν ξεκολλούσε. Απεναντίας αγωνιζόταν με νύχια και με δόντια.

Οι Γερμανοί, λυγισμένοι από το διπλό βάρος, των αγαλμάτων και του κορμιού, σύρθηκαν ως έξω στην αυλή και μαζί τους σερνόταν κι ο γέρος. Ο Γερμανός με το κλεφτοφάναρο, έσυρε από τη θήκη του το λάγκερ και σημάδεψε τον φύλακα στο μέτωπο. Ένας ξερός κρότος ακούστηκε. Σαν κεραυνός. Το γεροντικό σώμα τινάχτηκε πίσω κι έπεσε ξερό στο χώμα, ανασκελωμένο. Η ψυχή του βγήκε από την τρύπα και όρμησε ασυγκράτητη κατά τα γαλάζια βάθη τ' ουρανού. Όμως προτού χαθεί στο Σύμπαν και γίνει αστέρι, πρόλαβε να δει το φεγγάρι που κρυβόταν ντροπιασμένο, και να το παρακαλέσει να γδικιωθεί τούτο το άδικο...

Όσο κρατούσε η πάλη ανάμεσα στους Γερμανούς και το γερο - Θεοδόση, ο μικρός Ευτυχής μέσα στο καμαράκι, ψυχανεμίστηκε το κακό που πήγαινε να βρει τον παππού του. Κι έτρεξε ολοψυχής να του δώσει βοήθεια. Πώς όμως; Προσπάθησε να σηκωθεί όρθιος, μα τα πόδια του δεν τον κράτησαν και έπεσε βαρύς στο χωμάτινο δάπεδο. Ξαναπροσπάθησε και δεύτερη και τρίτη φορά. Έως ότου, βάζοντας όλα τα δυνατά του, στο τέλος τα κατάφερε. Στηρίχτηκε στον τοίχο κι έφτασε ως την πόρτα. Το δυνατό φως του φεγγαριού τού πήρε τα μά¬τια. Όμως είδε. Είδε τον παππού να έχει αγκριφωθεί στην πλάτη του ενός από τους ξένους και ν' αγωνίζεται να του τραβήξει τον σάκο. Είδε τον άλλον ξένο, τον πιο ψηλό, να βγάζει το όπλο του και να το ανάβει στο πρόσωπο του Θεοδόση. Είδε ακόμη και το πιο φοβερό. Τον παππού να τινάζεται προς τα πίσω, να τραμπαλίζεται μια στιγμή και να γκρεμίζεται ξερός στο χώμα. Και τότε ο Ευτυχής μάζεψε τα ξεσκλίδια της ψυχής του κι ένιωσε να θεριεύει σαν τους παλιούς Έλληνες που του λέγε ο παππούς. Έβγαλε μια δυνατή φωνή — Παλιοπούστηδεεεεεες! — και χίμηξε σαν το κακό σκυλί πάνω στους Γερμανούς που απομακρύνονταν με βήματα γοργά. Δύο φορές πήγε να πέσει, όμως μια παράξενη δύνα¬μη τον κρατούσε όρθιο. Οι Γερμανοί αξιωματικοί τώρα έτρεχαν, άρχισε να τρέχει ξοπίσω τους και ο Ευτύχης. Λίγο και θα τους έφτανε. Οι απαγωγείς είχαν ζυγώσει στη μοτοσυκλέτα. Καβάλησε ο ένας στη θέση του οδηγού και έβαλε μπρος. Κι ο άλλος ο ξανθός με το λάγκερ, καβάλησε πίσω, έχοντας τώρα αυτός στον ώμο του το πολύτιμο φορτίο. Ο Ευτύχης, λαχανιασμένος, κοντοζύγωνε. Ένιωσε τα αέρια της μηχανής να του καίνε τα καλαμοπόδαρα. Πόνεσε. Λίγο και θα 'πεφτε. Όμως κρατήθηκε. Έδωσε μια και σκαρφάλωσε στη σκάρα την ώρα που η μοτοσυκλέτα ξεκινούσε με ορμή. Δάγκωσε τον Γερμανό με λύσσα στο σβέρκο και του τράβηξε μ' όση δύναμη του απόμεινε το σάκο. Ο Γερμανός αξιωματικός, αλαλιασμένος από τον πόνο, ετοιμάστηκε να πυροβολήσει. Ο άλλος που έβλεπε μέσα από το καθρεφτάκι τον απέτρεψε.
—Ich bitte sie herr hauptmann. Ein toter mann ist genug ...
Ο λοχαγός γύρισε φρενιασμένος κατά τον Ευτύχη. Τον χτύπησε δυνατά με το κοντάκι του πιστολιού, κατακέφαλα. Τα χέρια του μικρού παρέλυσαν. Και το λιπόσαρκο κοκαλιάρικο κορμί του γλίστρησε κι έπεσε στον σκονισμένο δρόμο σαν δεμάτι με ξερές κληματόβεργες. Ο Ευτύχης κατρακυλούσε κι έσβηνε. Μα προτού χάσει ολότελα τις αισθήσεις του, ένιωσε να τον χτυπάει, στο υ-πογάστριο ένα βαρύ, μακρόστενο πράγμα που 'χε κατρακυλήσει κι αυτό πίσω του. Η μοτοσυκλέτα σταμάτησε. Μονάχα μια στιγμή. Έπειτα την άκουσε μέσα στο βύθισμά του, να ξεκινάει πάλι και να χάνεται μέσα στη νύχτα...

Φλεβάρης 1996. Μια μέρα κακοχείμωνη, άγρια, απειλητική. Αστραπές, καταύγαζαν κατά διαστήματα το σκοτεινό ουρανό προς τη μεριά του Ελικώνα και κεραυ¬νοί βίτσιζαν το κορμί του κι έφταναν οι πύρινες βιτσιές ως τις αρχαιότητες κι ακόμη πιο μακριά ως τη θάλασσα της Ελευσίνας. Μέσα στο καινούργιο μουσείο ένας Έλληνας ξεναγός ξεναγεί μια ομάδα ηλικιωμένων Γερμανών τουριστών. Ανθρώπινο κοπάδι υπάκουο, και πει¬θαρχημένο. Στρέφουν όπου στρέφει ο ξεναγός, στέκονται όπου στέκει και δέχονται ασχολίαστα, ό,τι τους λέει για την ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας. Τώρα στέκεται μπροστά στο αγαλματίδιο της "Φεύγουσας Κόρης" που βρίσκεται σε αψηλό βάθρο στην πιο περίοπτη θέση της κεντρικής αίθουσας. Μιλάει με ενθουσιασμό. Οι ξένοι τουρίστες, συνεπαρμένοι, τον ακούν με προσοχή που όλο και αυγαταίνει. "...Και τώρα βλέπετε το πιο πολύτιμο έκθεμα του μουσείου. Είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα της γλυπτικής τέχνης του 5ου αιώνα π.Χ.. Οι αρμονικές πτυχώσεις του ποδήρους φορέματός της και το πλούσιο διάδημα που στολίζει το χαριτωμένο κεφάλι της Κόρης μάς επιτρέπει να συμπεράνουμε πως είναι η Περ¬σεφόνη που την άρπαξε ο Πλούτωνας ή έστω μια από τις όμορφες κόρες του Ωκεανού που έπαιζαν μαζί της κατά την ώρα της αρπαγής...".

Ο ξεναγός σταμάτησε για λίγο. Ύστερα συνέχισε με κάπως χαμηλωμένη τη φωνή του. "Στα χρόνια της γερμανικής κατοχής, δύο ναζί αξιωματικοί προσπάθησαν να αρπάξουν το κομψό αγαλματίδιο από το παλιό μουσείο... Τους εμπόδισε όμως με αυτοθυσία ο φύλακας και ο εγγονός του. Ο γεροφύλακας πέθανε, ο εγγονός του επέζησε και σήμερα κατέχει τη θέση που είχε τότε ο παππούς του". Έπειτα μίλησε πιο σιγά.
"Είναι ο μεσόκοπος κύριος με τη βαθιά ουλή στο μέτωπο, που στέκεται στην πόρτα. Έχει ακόμα τα σημάδια της πάλης που έδωσε με τους απαγωγείς για να σώσει την Κόρη...".
Κάποιοι από τους τουρίστες έστρεψαν κατά τη μεριά του φύλακα σιγομουρμουρίζοντας και κάποιοι άλλοι με¬τατοπίστηκαν αμήχανα σε άλλους χώρους του μουσείου. Και ένας ψηλός γέρος ασπρομάλλης κίνησε βιαστικά κατά την έξοδο. Όταν βρέθηκε στον καθαρό αέρα έσκυψε και άδειασε στο χώμα τα ξερατά του. Έπειτα, σπρωγμένος από κάποια αόρατη δύναμη προχώρησε κατά την άκρη του περιβόλου πέρα από το Σεπτήριο. Οι α¬στραπές και οι βροντές είχαν δυναμώσει. Κάποια στιγμή σκόνταψε πάνω σ' ένα τάφο. Με τα φτωχά ελληνικά του διάβασε εκείνα που ήσαν γραμμένα στη βάση του σταυρού: "Θεοδόσης Αποστόλου, ετών 66. Φύλακας του μουσείου στα χρόνια της γερμανικής κατοχής. Δολοφονήθηκε από Γερμανούς αξιωματικούς στις 14 Αυγουστου 1942, υπερασπιζόμενος τις αρχαιότητες. Αιωνία του η μνήμη". Πισωπάτησε και πήρε να κατηφορίζει σε κατάσταση αλλοφροσύνης και πανικού. Ώσπου ακού¬στηκε ένα τεράστιο παρατεταμένο κρακ. Και μια φωτεινή γραμμή κομμάτιασε τον αγέρα, καταυγάζοντας για λίγο τον ουρανό. Η λάμψη έκαψε τα μάτια του γέρου και η πύρινη καμουτσιά του ξέσκισε το στήθος και του ξερίζωσε την καρδιά. Την άλλη μέρα έγραφαν οι εφημερίδες: "Στον αρχαιολογικό χώρο των Ελευσίνιων Μυστηρίων ηλικιωμένος Γερμανός τουρίστας χτυπήθηκε θανάσιμα από κεραυνό κατά τη χθεσινή καταιγίδα που έπληξε την περιοχή. Το σώμα του άτυχου τουρίστα βρέθηκε απανθρακωμένο και σε πολύ κακή κατάσταση. Εί¬ναι άγνωστο τι ανάγκασε τον ξένο επισκέπτη να εγκαταλείψει τον ασφαλή χώρο του μουσείου, να απομακρυνθεί από το υπόλοιπο γκρουπ και να προχωρήσει μόνος του προς τις αρχαιότητες, όπου εμαίνοντο τα αστραπόβροντα".
Ο Ευτύχης, ο παλιός και δοκιμασμένος φύλακας του Μουσείου Ελευσίνας, ευθύς ως διάβασε την είδηση, αναδίπλωσε την εφημερίδα και σήκωσε τα μάτια του κατά τη "Φεύγουσα Κόρη". Και του φάνηκε πως την είδε να του χαμογελά.

Γιώργος Σταματίου