Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΙΠΤΑΜΕΝΟΥ ΑΡΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΠΡΩΤΟΕΛΛΗΝΩΝ



Για αιθεροβάμονες η ανάρτησή μας, από το βιβλίο του αειμνήστου ερευνητού και συγγραφέως Ιωάννου Φουράκη "ΜΕΙΞΙΣ-ΑΝΑΚΥΚΛΗΣΙΣ ΜΥ-ΘΟΛΟΓΙΑΣ και ΙΣΤΟΡΙΑΣ" ( σφαιρική περιήγησις εις τον ναόν της Θεάς Μνημοσύνης και τα Ιαρά άλση των Ελικωνίδων και Πιερίδων Μουσών) από τις εκδόσεις ΤΑΛΩΣ. ΄Ενα μικρό απόσπασμα , από το συναρπαστικό αυτό βιβλίο , το οποίο αξίζει να το αναζητήσετε και να το "μελετήσετε". Περί των ιπταμένων αρμάτων ο λόγος εδώ. Μύθος ή πραγματικότητα;

Bimanas ,http://timetravelinstitute.com/threads/golden-jets-of-the-past.6917

Ο  Αθανάσιος Στεγειρίτης (βλ ΩΓΥΓΙΑ , κεφ. Ζ΄)  αναφέρει 
« Αφ΄ού έλαβε τον σπόρον ο Τριπτόλεμος, και των πτερωτών δρακόντων το άρμα, παρά της Δήμητρος, περιήρχετο την οικουμένην ιπτάμενος δια του αέρος, και εδίδασκε τους ανθρώπους, όσα εδίδαξε και η Δήμητρα, εις τόπους μακρινούς, όπου δεν ήλθεν εκείνη. ΄Οθεν ελθών και εις την Σκυθίαν κατέλυσεν εις τον οίκον του βασιλέως των Σκυθών Λύγκου, όστις υπεδέχθη αυτόν φιλοφρόνως. Αφ΄ού όμως έμαθε τον σκοπόν της περιηγήσεως αυτού απεφάσισε να τον φονεύση κοιμώμενον, δια ματαιοδοξίαν, και δείξη αυτός ύστερον τον σπόρον του σίτου εις τους υποκειμένους αυτού, δια να φανή αυτός ευρετής. Προφθάσασα η Δήμητρα μετεμόρφωσεν αυτόν εις ζώον Λύγκα, το οποίον είναι σύμβολον σκληρότητος και αρπαγής…»…


Δια της πρώτης εκ των δύο πληροφοριών, ήτοι, περί του άρματος των πτερωτών δρακόντων, δεν υπονοείται απλώς αλλά αναφέρεται σαφώς, πως και κατά την «άμοιρον ιστορίας περίοδον» οι Πρωτοέλληνες ( Πελασγοί – Ατθίδες- Τυνδαριδείς- Αιγιαοκρήται), αλλά και οι ΄Ελληνες είχον και εχρησιμοποίουν αεροπλάνα, ή άλλα όμοια ή παρόμοια οχήματα. Περί της υπ΄αυτών χρησιμοποιήσεως του αεροπλάνου, αλλά και περί της υπ΄αυτού χρησιμοποιουμένης προωθητικής ύλης, εις την Μυθολογίαν αυτών αλλά και των Ινδών ( ΡΑΜΑΓΙΑΝΑ-ΜΑΧΜΠΑΡΑΤΑ) έχουν αποτυπωθή πολλαί σκόρπιαι  αλλά και ενδεικτικαί, εάν όχι αποδεικτικαί, αναφοραί και πληροφορίαι.

Αι αποτυπωμένοι εις την των δευτέρων Μυθολογίαν θα είχον ίσως μικροτέραν, εάν όχι μηδαμινή, σημασίαν, εάν αυταί κατά το πνεύμα των, εάν όχι και κατά το γράμμα των, δεν περιέγραφον και δεν προσδιόριζον


Α. Την υπό των Ραμάνα χρησιμοποίησιν «αιθερίων αρμάτων», των «ΒΙΜΑΝΑΠΟΥΣΠΑΚΑ», εναντίον των εσμών και ορδών των ανθρωπομορφοποιημένων και ανθρωπομορφοποιουμένων πιθήκων, Βανάρα αποκαλουμένων.


Β. Την από την Αιγηίδα καταγωγήν των Ραμάνα, και την εις την Ινδικήν χερσόνησον και κυρίως, εις την νήσον Λάνκα (Σριλάνκα= Κευλάνην) εξανθρωπιστική των εκστρατείαν.


΄Όπως λοιπόν ο Τριπτόλεμος (= Πρωτοέλληνες Πελασγοί) εχρησιμοποίει «των πτερωτών δρακόντων το άρμα» και δια αυτού «περιήρχετο την οικουμένην ιπτάμενος δια του αέρος» , ούτω και ο βασιλεύς των Ραμάνα ( Πρωτοελλήνων, Αιγαιοκρητών ή Δαρβιδών) εχρησιμοποίει « το αιθέριον άρμα», το Βιμάνα-Πουσκάπα:

« που ήταν μαγικό χρυσό ιπτάμενο άρμα, που το έσερναν άλογα και έλαμπε ως το φεγγάρι ανάμεσα στα σύννεφα καθώς πετούσε εις τον αέρα. Και το οποίον τον μετέφερε γρήγορα εις τον αέρα μαζί με τους φίλους του…και εν συνεχεία προσγειώθηκε εις το Μπαράνβα κι΄έστειλε μήνυμα» (βλ. σελ. 126,129,140,141,201,258,260 κσι 306 του υπό τον τίτλον «ΡΑΜΑΓΙΑΝΑ» Ινδικού έπους τμήματος, μεταφρασθέν εις την ελληνικήν από τον Κ.Στεφανίδην το 1975 εκδόσεις  ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΕΝΑΣ ΕΠΟΧΗΣ).

Ο πολυ γνωστός Αμερικανός ερευνητής των μυστικών της  αρχαιότητας και πολυδιαβασμένος συγγραφεύς ΄Αντριους Τόμας , εις την 110ην σελ. του έργου του ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΑΤΛΑΝΤΙΔΟΣ εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ), αναφερόμενος εις τας περί των Βιμάνα-Πουσκάκα ανωτέρω περιγραφάς και αναφοράς της των Ινδών Μυθολογίας , σημειοί:

« Είναι πολύ λογικό να φανταστούμε ότι οι περισσότεροι θρύλοι για τα ουρανόπλοια  σε    παλιές εποχές  είναι απόηχοι της αεροπορίας  και της αστροναυτικής  ενός αναπτυγμένου πολιτισμού  στο θολό παρελθόν. Παρά τη μεγάλη αντίδραση σ΄αυτή τη θεωρία , που κυρίως προέρχεται από την πλειοψηφία των επιστημόνων , υπάρχουν αναρίθμητα γεγονότα που την ενισχύουν.


Το «Ραμαγιάνα» της Ινδίας περιέχει λεπτομερώς  περιγραφές ενός «βιμάνα» ή αερόπλοιου. ΄Ηταν αυτό-προωθούμενο από ένα κιτρινωπό άσπρο υγρό. Το βιμάνα  ήταν μεγάλο- είχε δύο ορόφους, παράθυρα κι΄ένα θόλο με μυτερή κορφή. Το αερόπλοιο της αρχαιότητας  μπορούσε να πετά με «ταχύτητα του ανέμου», ανάλογα με τις ικανότητες του πιλότου  και σκορπούσε « ένα μελωδικό ήχο». Ο χειρισμός του απαιτούσε μεγάλη ευφυία.Το σκάφος μπορούσε  να ταξιδεύει  στον ουρανό ή να σταματά ή να μένει ακίνητο στον αέρα.


« Τα βιμάνα φυλάσσονταν  στο «βιμάνα γριχά» ή υπόστεγο αεροπλάνων. Τα αρχαία κείμενα  δηλώνουν ότι  το βιμάνα πετούσε πάνω απ΄τα σύννεφα  κι από  κείνο το ύψος  που « ο ωκεανός φαινόταν σαν μικρή πισίνα νερού». Ο πιλότος μπορούσε να δει « τη χώρα γύρω απ΄τον ωκεανό και τα στόματα των ποταμών που συναντούσαν τον ωκεανό».


Επισημαίνων και ο γνωστός διανοητής και εμβριθής ερευνητής  Δ. Λαζογιώργος τας περί των αεροπλάνων  της απωτάτης  αρχαιότητας αναφοράς του Αισχύλου, κυρίως  τας εις το «ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ ΔΕΣΜΩΤΗΣ»  αποτυπωμένας εις τας σελίδας 17-20 του έργου του «ΟΙ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ ΤΟΥ ΑΙΣΧΥΛΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΤΛΑΝΤΙΔΑ», μεταξύ των άλλων σημειοί:

« Αλλά ποιά είναι  τα σημεία αυτά, όπου –με σοφό τρόπο και πολύ σκεπασμένα –κάνει ο Αισχύλος αποκαλύψεις ;

« Την προσοχή μας τραβά,πρώτ΄απ΄όλα, ο τρόπος και το μεταφορικό μέσο με το οποίο φθάνουν στον Καύκασο, για να συναντήσουν τον Προμηθέα, οι Ωκεανίδες : « σ΄άρμ.απέδιλ’ ήρθα εδώ φτερωτό». Μόνες τους λένε δηλαδή, ότι έφτασαν εκεί μ΄ένα απροσδιόριστο, κατ΄αρχάς, ιπτάμενο όχημα. Πιο κάτω  προκύπτει ότι με το ίδιο όχημα έχει φθάσει στον Καύκασο και ο πατέρας τους Ωκεανός, που όπως αποκαλύπτει  έρχεται από πολύ μακριά « κυβερνώντας χωρίς χαλινούς , με το νου μονάχα, το γοργόφτερο τούτο πετούμενο» δηλ. τηλεπαθητικά.


« Αλλά και οι Ωκεανίδες λένε ότι για να «πεζέψουν» όπως τους ζητά ο Προμηθέας , - το αφήνουν «στον αιθέρα» , δηλ. να στέκεται πάνω από τη γή! Τις πληροφορίες συμπληρώνει ο Ωκεανός, όταν χαρακτηρίζει το μεταφορικό τους μέσο σαν «τετράσκελο πουλί», που « χτυπά τις φτερούγες στο διάπλατο αιθέρα», έτοιμο για το ταξίδι του γυρισμού….».


Μιάν άλλη επισήμανσιν, περί των αεροπλάνων της απωτάτης αρχαιότητας έχει κάνει και ο Τσαρλς Μπέρλιτζ, την οποίαν έχει διατυπώσει εις το έργον του «Η ΣΥΝΤΕΛΕΙΑ» ( μετάφρασις Μάριου Βερέττα και έκδοσις ΩΡΟΡΑ) όπου , εις την σελ. 142 σημειοί:

«Πολλά από τα ανεξήγητα ευρήματα του παρελθόντος μοιάζουν με τα σημερινά επιτεύγματα της επιστήμης, με μόνη τη διαφορά ότι κατασκευάστηκαν πριν μερικές χιλιάδες έτη.


Σε τάφους της Κολομβίας βρέθηκαν μινιατούρες αεροπλάνων με φτερά σε σχήμα «Δ». Οι τάφοι αυτοί κατασκευάστηκαν τουλάχιστον πριν 15.000 χρόνια. Μοντέλα από ανεμόπτερα βρέθηκαν εις την Αίγυπτον. Οι αρχαιολόγοι του προηγούμενου αιώνος νόμιζαν ότι ήταν παιχνίδια…».


Και εις τα πολύ ελάχιστα εκ  των διασωθέντων έργων των Ελλήνων μυθογράφων, ποιητών και ιστορικών υπάρχουν πολλαί διάσπαρται, αλλά δηλωτικαί και προσδιοριστικαί αναφοραί περί της εις την απωτάτην αρχαιότητα ( την προ αλλά και μετά τον κατακλυσμόν του Ωγύγου) υπάρξεως και χρησιμοποιήσεως του αεροπλάνου, αλλά και μεθόδων και δυνατοτήτων «της δια και επί  του αέρος» μετακινήσεως (= δια της εκ της βαρύτητος αποδεσμέύσεως και αποϋλοποιήσεως).


Μεταξύ των αναφορών τούτων είναι και αι ακόλουθαι τέσσερεις:

Α, «Αφού λοιπόν ο Βελλερεφόντης ανέβη εις τον Πήγασον, ίππον πτερωτόν, τον οποίον είχε γεννήσει ο Ποσειδών από την Μέδουσαν, και υψώθη εις ύψος, εχτύπησε πολλές φορές με τόξον από αυτό (τα πτερωτόν άλογο) την Χίμαιραν…(βλ. ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΥ , ΜΥΘΟΛΟΓΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Β.32).


Β. « Ο δε Βοριάς άρπαξε την Ωρείθυια, καθώς έπαζε επάνως εις τις όχθες του Ιλισσού ποταμού, και συνουσιάσθη μαζί της. Αυτή δε γεννά θυγατέρας μεν Κλεοπάτρα και Χιόνην, υιούς δε Ζήτην και Κάλαϊν, οι οποίοι ήσαν πτερωτοί …» (βλ. ο.πΓ.199).


Γ. « Δι΄αυτό κι ο Αυτομέδοντας ωδήγησε κάτω απ΄τον ζυγό τους γρήγορους ίππους, τον Ξάνθο και τον Βαλίο, που ίσα  με τους ανέμους πετούσανε, και τους έτεκε με τον άνεμο Ζέφυρο η ΄Αρπυια Ποδάργη, σαν βοσκούσε σ΄ένα λειβάδι πλάι εις τα ρέματα του Ωκεανού…» ( βλ. ΙΛΙΑΔΑ Β΄145-150, καθώς και την σχετική με τα ίδια άλογα, αναφοράν του Ευριπίδου, εις τους στίχους 180-185 της Τραγωδίας του  ΡΗΣΟΣ).


Δ. « Δεν αναφέρω βέβαια όσα λένε δια τον ΄Αβαρη, που τον θεωρούσαν υπερβόρειο και λένε πως ένα βέλος τον περιέφερε σε όλη τη γη….( βλ. ΗΡΟΔΟΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑ Δ . 36).


Εις την ανωτέρω σημείωσίν του, ο ΄Αντριους Τόμας, όπως διαβάσαμε , αναφερόμενος εις την προωθητική δύναμιν ( την καύσιμον ύλην) του  Βιμάνα σημειοί: « ΄Ηταν αυτοπροωθούμενο από ένα κιτρινωπό- άσπρο υγρό».

Η αναφορά αυτή προκαλεί  το ερώτημα . Τι χημικής συνθέσεως  ήταν το υγρό τούτο;Καίτοι η απάντησις ήτο δύσκολους, η πιθανοτέρα εκδοχή είναι ότι το υγρόν τούτο ήταν υδράργυρος. Την εκδοχήν ταύτην ενισχύει και μια σχετική αναφορά του Παμμεγίστου των Πανεπιστημόνων Θεοφόρου Αριστέλους, ο οποίος εις το έργον του «ΜΙΚΡΑ ΦΥΣΙΚΑ» και εις το βιβλίον «ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ» βλ. Α 406, 20 σημειοί:

« …διότι ούτος λέγει ότι ο Δαίδαλος κατεσκεύασε κινουμένην την ξυλίνην  Αφροδίτην, εγχύσαν χυτόν άργυρον ( υδράργυρον) καθ΄όμοιον τρόπον και ο Δημόκριτος λέγει…..».

Εις έτερον έργον του, εις το υπό τον τίτλον «ΠΟΛΙΤΙΚΑ» ( βλ.Α΄4) ο αυτός Παμμέγιστος Πανεπιστήμων, αναφερόμενος εις τους υπό τον Δαίδαλον κατασκευασθέντας «αυτομάτους ανθρώπους» (=Ρομπότ) και εις τους από τον ΄Ηφαιστον τρίποδας (= διαφόρους μηχανάς), σημειοί:

« …όπως λέγουν δια τους αυτομάτους ανθρώπους του Δαιδάλου ή τους τρίποδας του Ηφαίστου , δια τους οποίους ο ποιητής 
( ΄Ομηρος) λέγει ότι αυτομάτως εξετέλουν την εργασίαν των εις το εργαστήριον του Θεού….».


Ο δε Θείος ΄Ομηρος περιγράφων τους  και από τον Αριστοτέλην αναφερομένους «τρίποδας του Ηφαίστου», εις τους στίχους 370-380 της έκτης ραψωδίας της ΙΛΙΑΔΟΣ, γράφει:

« Κι η Θέτιδα η λευκόποδη φτάνει εις το αρχοντικό του Ηφαίστου το άφθαρτο και κατάλαμπρο , που ξεχώριζε, όλο από χαλκό, ανάμεσα εις των θεών τα οικήματα, και που ο ίδιος ο Στραβοπόδης το έφτιαξε. Τον βρήκε μες΄εις τον ίδρωτα να στριφογυρνά γύρω απ΄τα φυσερά του, διότι βιαζόταν. Ετοίμαζε είκοσι εν όλω τρίποδες, για να στέκουν γύρω εις την αίθουσα τη στεριοκάμωτη, κατά μήκος των τοίχων, και  κάτω απ΄τη βάση του καθενός άρμοσε χρυσούς τροχίσκους, δια να μπορούν μόνοι τους να εισέρχωνται εις των Θεών τη σύναξη και πλάι να γυρνούν εις το οίκημά του, ένα θαύμα να το βλέπη κανείς….».


 Περί του προωθητικού υγρού των βιμάνα, ο ΄Αντριου Τόμας, εικάζει ότι πρόκειται για τον χυτό άργυρο με τον οποίο ο Δαίδαλος κινούσε την ξυλίνη Αφροδίτη, δηλαδή απόσταγμα κινναβαρίου. Κατά την Χημείαν κινναβάριον ή κινναβάρι είναι το φυσικόν βερμίλιον, το ορυκτόν θειούχος υδράργυρος. Κατά δε την ορυκτολογία είναι «ορυκτός θειούχος υδράργυρος κρυσταλλούμενος εις το τριγωνικό σύστημα και αποτελείται από 86,2% υδραργύρου και 13,8% θείου.

Εις πολλλά εκ των γνωστών, κυρίως όμως των αγνώστων έργων ττων Ελλήνων Σοφών των προχριστιανικών αιώνων υπάρχουν και έχουν εντοπισθή δεκάδες σκόρπιαι αναφοραί περί της εντοπίσεως , εξορύξεως, τήξεως, χύσεως και κρυσταλοενεργοφορτίσεως του κινναβαρίου. Δήλα δη περί της κρυσταλλοενεργοποιήσεώς του και χρησιμοποιήσεώς του ως πανισχύρου προωθητικής δυνάμεως, όπως τον χυτόν υδράργυρον, δια της οποίας ο Δαίδαλος κινούσε την ξυλίνην Αφροδίτην και οι Αιγαιοκρήτες (Ραμάνα ή Δαρβίδαι των Ινδιών ) το αιθέριον άρμα……


Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2014

ΟΙ ΕΤΑΙΡΕΣ ΚΑΙ Η ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ



Η λατρεία της Αφροδίτης , Τιτσιάνο


Ξέρω ότι τελείται μια γιορτή, τα Εταιρίδεια, στη Μαγνησία, όχι για χάρη των εταιρών, αλλά για κάποια άλλη αιτία που τη μνημονεύει ο Ηγήσανδρος στα Υπομνήματά του γράφοντας έτσι: 
« Οι Μάγνητες τελούν τη γιορτή των Εταιριδείων. Αναφέρουν ότι πρώτος ο Ιάσονας, ο γιός του Αίσονα, συγκεντρώνοντας τους Αργοναύτες πρόσφερε θυσία στον Εταιρείο Δία και ονόμασε τη γιορτή Εταιρίδεια. Και οι βασιλείς των Μακεδόνων τιμούν με θυσίες τα Εταιρίδεια»
Υπάρχει στους Αβυδηνούς ιερό της πόρνης Αφροδίτης, όπως λέει ο Πάμφιλος. Όταν δηλαδή η πόλη τους ήταν σκλαβωμένη, κάποτε, όπως αναφέρει ο Νεάνθης στα Μυθικά του, οι φρουροί που ήταν μέσα σ΄αυτήν πρόσφεραν θυσία, μέθυσαν και πήραν κοντά τους πολλές εταίρες. Μια από αυτές , όταν τους είδε ότι κοιμήθηκαν , πήρε τα κλειδιά, πέρασε πάνω από το τείχος και το ανάφερε στους Αβυδηνούς. Εκείνοι αμέσως ένοπλοι, σκότωσαν τους φύλακες, κατέλαβαν τα τείχη, κέρδισαν την ελευθερία τους και ανταποδίδοντας ευχαριστία στην πόρνη, ίδρυσαν ναό της πόρνης Αφροδίτης.
 Ο ΄Αλεξης  από τη Σάμο στο δεύτερο βιβλίο των Σαμιακών Ωρών του λέει : « Την Αφροδίτη της Σάμου, που κάποιοι την λεν « αυτή που είναι στα καλάμια» και κάποιοι « αυτή που είναι στο βάλτο» , εταίρες από την Αττική ίδρυσαν, αυτές που συνόδεψαν τον Περικλή, όταν πολιορκούσε τη Σάμο, βγάζοντς αρκετά χρήματα από το επάγγελμά τους»
Ο Ευάλκης στα Εφεσιακά του λέει ότι και στην ΄Εφεσο υπήρχε ναός ιδρυμένος για την Εταίρα Αφροδίτη. Ο Κλέαρχος στο πρώτο βιβλίο των Ερωτικών του λέει: « Ο Γύγης, ο βασιλιάς των Λυδών, έγινε περιβόητος για την αφοσίωσή του στην ερωμένη του, όχι μόνο όσο αυτή ζουσε, δίνοντας σ΄εκείνη τον εαυτό του και όλη την εξουσία του, αλλά και όταν πέθανε, συγκέντρωσε όλους τους Λυδούς από τη χώρα του και έχτισε το μνήμα, που ακόμα  και τώρα λέγεται μνήμα της Εταίρας  υψώνοντάς το τόσο πολύ…ώστε, όταν περιόδευε στην περιοχή του βουνού Τμώλου, να βλέπει το μνήμα, προς όπου κι αν γύριζε , και να μπορούν να το βλέπουν όλοι όσοι κατοικούν τη Λυδία». 
Ο ρήτορας Δημοσθένης στο λόγο του Κατά Νεαίρας, αν ο λόγος αυτός είναι γνήσιος, (ο λόγος αυτός έχει εκφωνηθεί από τον Απολλόδωρο) λέει : " Τις εταίρες τις έχουμε για ηδονή, τις παλλακίδες  για την καθημερινή παλλακεία και τις συζύγους για να μας κάνουν παιδιά γνήσια και για να είναι πιστοί φύλακες των πραγμάτων του σπιτιού». 
 Θα σου αναφέρω, Κύνουλκε, κάποιο ιωνικό λόγο, εκτείνοντας , σύμφωνα με τον  Αγαμέμνονα του Αισχύλου , το θέμα των εταιρών, αρχίζοντας από την ωραία Κόρινθο, επειδή ονείδισες την εκεί σοφιστική δραστηριότητά μου. Είναι παλιά συνήθεια στην Κόρινθο, όπως αναφέρει και ο Χαμαιλέοντας από την Ηράκλεια στο έργο του  Περί Πινδάρου, όταν η πόλη προσεύχεται στην Αφροδίτη για μεγάλα ζητήματα, να παίρνει μαζί της στην ικεσία όσο γίνεται περισσότερες εταίρες, αυτές να προσεύχονται στη θεά και ύστερα να συμμετέχουν στις θυσίες. ΄Όταν λοιπόν οι Πέρσες έκαναν την εκστρατεία τους εναντίον της Ελλάδας, όπως αναφέρει και ο Θεόπομπος και ο Τίμαιος στο έβδομο βιβλίο του, οι Κορίνθιες εταίρες μπήκαν στο ναό της Αφροδίτης και προσευχήθηκαν για τη σωτηρία των Ελλήνων. Γι΄αυτό και ο Σιμωνίδης, όταν οι Κορίνθιοι αφιέρωσαν στη θεά έναν πίνακα, που ακόμα και τώρα βρίσκεται εκεί και έγραψαν χωριστά τα ονόματα των εταιρών που έκαναν την ικεσία και αργότερα συμμετείχαν στις θυσίες, συνέθεσε το ακόλουθο επίγραμμα:

Αυτές εδώ στάθηκαν να προσευχηθούν στη θεϊκή Κύπριδα για χάρη των Ελλήνων και των ευθύμαχων συμπολιτών τους, διότι η θεϊκή Αφροδίτη δε σκέφτηκε να προδώσει την ακρόπολη των Ελλήνων στους τοξοφόρους Πέρσες.



Και οι απλοί πολίτες τάζουν στη θεά, αν γίνουν αυτά για τα οποία δέονται, να οδηγήσουν σ΄αυτή και τις εταίρες. Καθώς λοιπόν υπάρχει τέτοια συνήθεια σχετικά με τη θεά, ο Ξενοφώντας από την Κόρινθο, όταν πήγαινε στην Ολυμπία για  συμμετοχή στους αγώνες,  υποσχέθηκε κι΄αυτός ότι, αν νικήσει, θα οδηγήσει εταίρες στη θεά. Και ο Πίνδαρος αρχικά έγραψε εγκώμιο γι΄αυτόν, που έχει στην αρχή τη φράση «επαινώντας την οικογένεια που έχει τρεις νίκες στην Ολυμπία», και ύστερα και σχόλιο, που τραγουδήθηκε κατά τη θυσία, με το οποίο στην αρχή απευθύνεται στις εταίρες, που συμμετείχαν στη θυσία, όταν ήταν εκεί ο Ξενοφώντας και πρόσφερε θυσία στην Αφροδίτη. Γι΄αυτό είπε:

Αφέντρα της Κύπρου, εδώ στο ιερό άλσος σου

Έφερε ο Ξενοφώντας μια ομάδα εκατό

Κοριτσιών που είναι πόρνες,

Ευχαριστημένος για την πραγμάτωση των ευχών του.



΄Ετσι αρχίζει το λυρικό τραγούδι:

Κοπέλες που δέχεστε πολλούς ξένους,

Υπηρέτριες της Πειθώς στην πλούσια Κόρινθο,

Που θυμιάζετε τα ξανθά δάκρυα του φρέσκου λιβανωτού

Πετώντας πολλές φορές νοερά προς την Αφροδίτη,

Την μητέρα των Ερώτων,

Σ΄εσάς , κόρες μου, έδωσε  χωρίς μομφή, σε ποθητά κρεβάτια

Να δρέπετε τον καρπό της μαλακής ομορφιάς.

΄Όταν η ανάγκη το απαιτεί, καθετί είναι καλό.



Και έχοντας αρχίσει , έτσι λέει στη συνέχεια:

Ωστόσο απορώ τι θα πουν για μένα οι κύριοι του Ισθμού,

Που βρήκα τέτοια αρχή του μελόγλυκου σκολίου,

Έχοντας συνδέσει τον εαυτό μου με τις κοινές γυναίκες.



Διότι είναι φανερό ότι, καθώς απευθυνόταν στις εταίρες, αγωνιούσε πώς θα φανεί η περίπτωση στους Κορίνθιους. ΄Αλλά έχοντας πεποίθηση στον εαυτό του, όπως φαίνεται, αμέσως έχει προσθέσει:

Δίδαξα πώς να δοκιμάζουμε το χρυσάφι με καθαρή πέτρα.



΄Ότι οι εταίρες εκεί τελούν ιδιαίτερα τη γιορτή των Αφροδισίων , το λέει ο ΄Αλεξης στην Φιλούσα του :



H πόλη τελούσε για τις εταίρες τη γιορτή των Αφροδισίων. Αλλ΄υπάρχει άλλη χωριστά για τις ελεύθερες γυναίκες. Αυτές τις ημέρες είναι συνήθεια να γλεντούν και είναι θεσπισμένο εδώ οι εταίρες να μεθούν μαζί μας.



Στη Λακεδαίμονα, όπως λέει ο περιηγητής Πολέμωνας στο έργο του Περί των αναθημάτων στη Λακεδαίμονα, υπάρχει εικόνα της διαβόητης εταίρας Κοττίνας, που λεν ότι αφιέρωσε και μια χάλκινη γελάδα. Έτσι γράφει: Yπάρχει και η μικρή εικόνα της εταίρας Κοττίνας, που εξαιτίας της φήμης της, ένα πορνικό οίκημα ονομάζεται με το όνομά της ακόμη και τώρα. Αυτό είναι πολύ κοντά στην Κολώνη, όπου είναι και ο ναός του Διόνυσου, φημισμένο και γνωστό σε πολλούς κατοίκους της πόλης. Το αφιέρωμά της είναι πέρα από το ναό της Χαλκιοίκου ( Αθηνάς) , μια μικρή χάλκινη γελάδα και η μικρή εικόνα που έχει προαναφερθεί». 

ΑΘΗΝΑΙΟΣ "ΔΕΙΠΝΟΣΟΦΙΣΤΑΙ" 
τόμος ΙΓ¨εκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ

Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014

Τ΄αηδόνι της Εφταλούς


Ο Γιώργος Τσαλίκης γεννήθηκε στις 24 Οκτωβρίου 1924 στη Μήθυμνα (Μόλυβο) της Λέσβου από γονείς Μικρασιάτες. Μέχρι το 1969 ζούσε στη γενέτειρά του, στην οποία διατέλεσε επί σειρά ετών αναπληρωτής δήμαρχος. Από το 1970 διαμένει στην Αθήνα. Στα Γράμματα πρωτοεμφανίστηκε το 1970 δημοσιεύοντας αφηγήματα, χρονογραφήματα, ποίηση και άρθρα σε εφημερίδες και στο φιλολογικό περιοδικό «Αιολικά Γράμματα». Διατέλεσε επίσης συντάκτης στης εφημερίδες «Δημοτικά Νέα Ζωγράφου» και «Βήμα Ζωγράφου». Εχουν εκδοθεί τα παρακάτω έργα του:
«Ανατολή», διηγήματα, 1975, «Μήθυμνα», ποιητική συλλογή, 1976, «Κατοχή», ιστορικά αφηγήματα της γερμανικής Κατοχής, 1977, «Χαραυγή», διηγήματα, 1979, «Ταξίδι στο χρόνο», διηγήματα 1991, «Μορφές και θύμησες», διηγήματα, 1996, Διηγήματά του έχουν μεταφραστεί στα πολωνικά και στα ουγγρικά. Επίσης, διηγήματά του περιλαμβάνονται σε ελληνικές και ξένες ανθολογίες. Εχει τιμηθεί με Α' έπαινο σε λογοτεχνικό διαγωνισμό. Είναι γενικός γραμματέας της Φιλολογικής Στέγης «Εφταλιώτης». Και είναι τακτικό μέλος της ΕΕΛ (Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών).




Η Εφταλού είναι μια εξοχή στα βορινά του Μολύβου, μια πεντακάθαρη ακρογιαλιά με βράχια και ξέρες απ' τη μια μεριά κι ένα μικρό κάβο από την άλλη. Ανάμεσά τους μια όμορφη θάλασσα με χρωματιστά χαλίκια και μια στενή αμμουδιά, γιομάτη μυρωδιές φυκιάδας, αλμυρίκια και σπασμένα θαλασσινά όστρακα. Ενας μικρός παραδεισένιος κάμπος με καταπράσινα δέντρα, φυτεμένος με ζαρζαβατικά μέσα στ' αυλάκια, σειρές βασιλικά, λεβάντες και κατιφέδες, που μοσχομυρίζουν καθώς τ' ακουμπάς περνώντας ανάμεσά τους.
Λεύκες, που ξεχωρίζουν, τ' αψήλου, από τα άλλα δέντρα και τ' ασημένια φύλλα τους σιγοτραγουδούν με το μελτέμι, τον μπάτη και στην κάθε ανασαιμιά του βουνού και της θάλασσας. Ελιές, συκιές, καρυδιές, αμυγδαλιές, πεύκα, πλατάνια και κυπαρίσσια. Χιλιάδες φτεροπούλια, κάνουν στα κλαδιά τους τις φωλιές και πριν χαράξει ακόμα η μέρα χαρούμενες συναυλίες γιομίζουν τον αγέρα. Ψηλότερα προς το βουνό, σκόρπιες βελανιδιές και γύρω - γύρω οι εφτά λόφοι, σκεπασμένοι αστιβιές, θυμάρι και ρίγανη. Κοπάδια πρόβατα βόσκοντας στις πλαγιές, στολισμένα με γλυκόλαλα κουδούνια σκορπάν μια χαμηλή μουσική, που σε συνεπαίρνει και σε ξεκουράζει αφάνταστα.
Από τη μεριά του μαΐστρου ανοιχτό πέλαγος. Κατ' αντίκρυ η Μικρά Ασία με το περήφανο βουνό της το Καζ - Νταγ (αρχαία Ιδη) και τον κάβο Μπαμπά. Ο ουρανός, γλυκά, πρόσχαρα, προστατευτικά σ' αγκαλιάζει ολούθε.
Η πιο όμορφη ώρα της Εφταλούς είναι τ' απόβραδο. Οπου και να βρίσκεσαι, η ματιά σου ξανοίγεται στο πέλαγος. Ο ήλιος γέρνει στον ορίζοντα και βλέπεις να ξεπροβάλλει περήφανο κι επιβλητικό το Αγιον Ορος, μοναδικός άρχοντας, που διαφεντεύει ολόκληρο το βόρειο Αιγαίο. Η δύση χρυσοκίτρινη προς το πορτοκαλί αλλάζει σιγά - σιγά χρωματισμό, σε βαθύτερη απόχρωση. Από τον κάβο Μπαμπά και την Τρωάδα, ξεκινούν θαλασσινές λουρίδες, βαθιά μπλε κι ασημί χρώμα, που σκουραίνουν κι αυτές, κοντά στις καταπράσινες ακρογιαλιές του νησιού μας. Ρέματα κατεβαίνουν αδιάκοπα από τον Ελλήσποντο, σχηματίζοντας πλατιούς ποταμούς, αυλακώνοντας άτσαλα τη θάλασσα, αλλάζουν κι αυτοί γρήγορα χρώμα και να χάνονται στα βαθιά νερά, για να σου θυμίσουν πως πέρασε πάλι μια καλοκαιριάτικη μέρα.
Το σούρουπο αγκαλιάζει σιγά - σιγά τους μπαξέδες και τα γύρω βουνά, κι η νύχτα της Εφταλούς τα μαγεύει όλα στην αγκαλιά της, τα κάνει όνειρο και φαντασία. Αστέρια πέφτουν στη θάλασσα και οι άνθρωποι κάνουν μια ευχή.
-------------------------------------
Στην Εφταλού τρεις τρανές οικογένειες είχαν μεγάλες ιδιοκτησίες, με τους πύργους τους και τα χωράφια τους: του Εφταλιώτη, των Κεπετζήδων και του Σέρεσλη. Πολλές οικογένειες με μικρά χωράφια και πεντακάθαρες κούλες, ζούσαν και εργάζονταν στην Εφταλού. Οι Αγγελήδες, οι Χαδούλες, οι Καράδες, οι Συρλάγγενες κι άλλοι ξωμάχοι και τσομπαναραίοι. Ο μπάρμπα Αντώνης ο Αγγελής είχε εφτά παιδιά. Δούλευε στα κτήματα, δικά του και ξένα, και το καλοκαίρι με τα σφουγγαράδικα. Αυτός ο γελαστός άνθρωπος είχε βαρύ πόνο. Από τότε που σκοτώθηκε ο αδελφός του, ο Αλέκος, προσπαθώντας οι δυο τους να κόψουν μια λεύκα για ξυλεία. Αφησε χήρα τη γυναίκα του τη Σεβαστή, μ' ένα μωρό δύο χρονών, τον Αγγελο. Η Σεβαστή δε θέλησε να ξαναπαντρευτεί. Γι' αυτήν ο κόσμος όλος γυρόφερνε, κοντά στο μοναχογιό της τον Αγγελο.
Τον αγαπούσε αφάνταστα, τον κανάκευε, τον περιποιόταν και χαιρόταν που μεγάλωνε και πρόκοβε μέρα με τη μέρα. Τελείωσε το δημοτικό και το Ελληνικό του Μολύβου με άριστα. Μιλούσε τόσο γλυκά, που χαιρόσουν να τον ακούς και από την πρώτη στιγμή σ' έκανε φίλο. Ο παπά Γιώργης, ο γείτονας τους, είχε κι αυτός ένα κτηματάκι στην Εφταλού. Επαιρνε τον Αγγελο, τον έντυνε παπαδοπαίδι στις λειτουργίες και τον μάθαινε να ψέλνει σωστά, μελιστάλαχτα, μ' εκείνη τη θεσπέσια φωνή του.
Δεκαοχτάχρονο πια παλικάρι γεροδεμένο, ψηλό, ξανθό σαν απριλιάτικος ήλιος με χρυσαφένια σγουρά μαλλιά και γαλάζια φωτεινά μάτια, που σ' έβλεπαν κι έλεγες πως αντίκριζες αρχαίο ελληνικό άγαλμα, τον Απόλλωνα. Είχε φίλους όλα τα παιδιά του Μολύβου, μα ξέχωρα αγαπούσε τον ξάδελφό του τον Γαβριήλ. Ηταν τρία χρόνια μεγαλύτερος του, μαυρόπλουμος ευκίνητος, θαρρείς πως πετούσε σαν βάδιζε. Αγαπούσε ο Γαβριήλ τη ζωή και τη ζούσε δυνατά. Εκαναν παρέα και δούλευαν μαζί στα κτήματα, και το απόγευμα κατέβαιναν στην ακρογιαλιά, να καμαρώνουν το ηλιοβασίλεμα που ζύγωνε. Δούλευε και η θεία Σεβαστή, μάζευε ελιές στα κτήματα των αρχοντάδων, για να έχει ο Αγγελος ό,τι τραβούσε η ψυχή του.
Εφτιαξαν την κούλα τους κι έμειναν πια ολοχρονίς στην Εφταλού. Δουλεύοντας ο Αγγελος τραγουδούσε τόσο γλυκά, που χαιρόσουν να τον ακούς.
Ο λογοτέχνης Χρύσανθος Μολίνος, γράφει στην εφημερίδα «Δημοκράτης» της Μυτιλήνης στις 08/05/1932 για μια εκδρομή που είχε κάνει το καλοκαίρι του 1907 στην Εφταλού. Εκείνο το καλοκαίρι ήταν και ο Εφταλιώτης με τον Πάλλη στην Εφταλού. Ακούγοντας ο Πάλλης να τραγουδά αυτός ο καλόφωνος νέος, λέγει στον Εφταλιώτη; Αργύρη είχες δίκιο όταν έλεγες, πως τ' αηδόνια της Εφταλούς κελαηδούν, πιο γλυκά απ' όλα του κόσμου τ' αηδόνια.
Γράφει λοιπόν ο Χρύσανθος Μολίνος για τον Αγγελο:
«Κατά ευχάριστη σύμπτωση, ζούσε τότε στην Εφταλού, αποτραβηγμένος στα κτήματά του, ένας γλυκόφωνος νέος, - πέθανε ο καημένος πριν την ώρα του - με απλή καρδιά και θρησκευτικό αίσθημα, ζωηρό και πηγαίο. Τραγουδούσε γλυκά, απέριττα, νοσταλγικά. Εψελνε σιγανά, ήμερα, απαλά. Πρόφερε καθαρά το λόγια του και συνέπαιρνε όλους μας με κατανυκτική διάθεση, χωρίς μυστικισμό, αλλά γεμάτη ποίηση, που την αναπολώ και σήμερα νοσταλγικά».
Ηρθε Οκτώβριος, τα πρωτοβρόχια έφτασαν και το βράδυ έκανε ψύχρα. Ο Αγγελος άρχισε να ξεροβήχει και να αισθάνεται κούραση σε κάθε προσπάθειά του.
Εμενε ώρες πολλές στο κρεβάτι, σηκωνόταν αργά κι ένας κρύος ιδρώτας σ' όλο το σώμα, του έκοβε κάθε διάθεση. Η μάνα του ανησύχησε, φώναξε τον γιατρό, τον εξέτασε, κι η όψη του γιατρού έγινε σοβαρή. Πρόωρη ανάπτυξη είπε. Διέταξε δυνατή τροφή, έγραψε δυναμωτικά φάρμακα και του απαγόρεψε κάθε κούραση.
Μέσα στο Νοέμβρη η υγεία του Αγγελου χειροτέρευε. Ξημέρωνε του Αη Αντρέα, πέρασε ο παπά Γιώργης να πάρει τον Αγγελο να λειτουργήσουν. Ο Αγγελος όμως δεν είχε κουράγιο. Τα μεγάλα μάτια του θολά και δακρυσμένα, έβλεπαν τον παπα Γιώργη απόκοσμα. Ενας βήχας βάραινε το στήθος του και ξαφνικά, ένα κόκκινο υγρό, γιόμισε το μαξιλάρι του. Ηταν η πρώτη του αιμόπτυση. Σαν αστραπή διαδόθηκε το άσχημο νέο. Ο Αγγελος χτυπήθηκε από τη φοβερή αρρώστια της εποχής, το χτικιό.
Ετρεξε ο Γαβριήλ με τη φοράδα κι έφερε το γιατρό, Σωκράτη Φωτιάδη. Επεσε στα πόδια του η θεία Σεβαστή και τον θερμοπαρακαλούσε να σώσει το παιδί της. Εχει ο θεός κυρά Σεβαστή, εγώ θα κάνω ό,τι μπορώ, θα βοηθήσετε κι εσείς, νέος είναι θα το ξεπεράσει.
Αρχισαν τα καινούρια φάρμακα, ο θείος του ο Αντώνης του κουβαλούσε τα πιο φρέσκα ψάρια που έπιανε ο ίδιος με τον πεζόβολο. Ο θείος του ο Περικλής, ο άντρας της Ασπασίας άσπρες μελόπιτες, μόλις τις έβγαζε από τις κυβέλες. Αρνάκια, κοτόπουλα, αυγά μόλις τα γεννούσαν οι κότες, γάλα, γιαούρτια κάθε μέρα κι ο Γαβριήλ να μην ξεκολλά από κοντά του.
Η κυρά Σεβαστή τσακιζόταν να τον περιποιείται. Εμειναν όλο το χειμώνα στην Εφταλού. Ετσι το θέλησε ο Αγγελος. Πέρασε το φθινόπωρο με τις ατέλειωτες βροχές και τους νοτιάδες, έγερναν οι λεύκες και φυλλομαδούσαν και η Εφταλού φάνταζε σα ξεμαλλιασμένη γριά. Ηρθε κι ο βαρύς χειμώνας με τους σκληρούς βοριάδες του Καζ - Νταγ κι ο Αγγελος πάλευε με τη χλωμή αρρώστια και δεν ήθελε να πεθάνει, γιατί τότε μόλις πάτησε στα είκοσι χρόνια. Μια μέρα ο Γαβριήλ του έφερε δύο πέρδικες να τις κάνει σούπα. Οχι ξάδελφε, δε θέλω να σκοτώνετε τις πέρδικες. Είναι τόσο όμορφες και θέλω, να χαίρουμε τα κακαρίσματά τους και την ομορφιά τους.
Ηρθε επιτέλους ο Μάρτης. Ανθισαν οι μυγδαλιές, οι ανεμώνες ξεπρόβαλαν στις πλαγιές, μπουμπούκιασαν οι γλάστρες στην αυλή τους κι ο χρυσός ήλιος, μπήκε από τα παράθυρα και χάιδεψε το πρόσωπό του, το αποκαμωμένο.
Η ζωή είναι όμορφη σκέφτηκε τότες ο Αγγελος, είναι κρίμα να πεθάνω. Οχι δεν πρέπει. Μέρα με τη μέρα, άρχισε να παίρνει το καλύτερο με καταπληκτική γρηγοράδα. Βιαζόταν να σηκωθεί μην πάει χαμένο το καλοκαίρι που ερχόταν. Ηρθε ο Απρίλης, η θαλπωρή της Ανοιξης φούσκωσε τα σαλκίμια και τις πασχαλιές, γιόμισε ο τόπος μοσκοβολιά κι ο γιατρός έδωσε στον Αγγελο την άδεια να βγαίνει καμιά βόλτα. Κατέβαινε με το Γαβριήλ στ' ακρόγιαλο, το βάδισμά του άρχισε να γίνεται στέρεο. Αν δεν ήξερε κανένας τι πέρασε κείνον το χειμώνα ο Αγγελος, τίποτα δε μαρτυρούσε πως αυτό το παλικάρι ήταν φυματικό. Μόνο στα μάγουλά του τα ροδάνθια ήταν ακόμα σβησμένα. Θέρισαν οι ζευγάδες τα σπαρτά τους και γιόμισαν θημωνιές τ' αλώνια. Τα παιδιά καβάλα στις αρκάνες με κοφτερές τσακμακόπετρες και τα βόδια τις γύριζαν ακούραστα μέσα στ' αλώνι, τρίβοντας τις θημωνιές και τις κάναν άχυρο και χρυσοκίτρινο - μαλαματένιο σιτάρι. Ηρθαν και οι παραθεριστές, άνοιξαν οι κούλες, οι πύργοι, γιόμισε η Εφταλού φωνές και τραγούδια.
Στου Σέρεσλη τον πύργο ήρθε μια γνωστή τους κοπελίτσα δεκαεννιά χρονών από την Κωνσταντινούπολη, για να περάσει δύο μήνες κοντά τους. Πανέμορφη με δύο τριανταφυλλένια μάγουλα γιομάτη ζωή, καλοσύνη κι ελπίδα. Ακουσε τη νύχτα να τραγουδά ο Αγγελος, μαγεύτηκε από τη φωνή του. Κι έμεινε ξάγρυπνη όλη τη νύχτα. Πρωί - πρωί φρόντισε να δει έστω κι από μακριά τον άξιο τραγουδιστή. Δεν ήταν δύσκολο, ένας χαμηλός μαντρότοιχος χώριζε το κτήμα του Αγγελου. Οταν αντίκρισε αυτόν τον όμορφο νέο, με το πηγαίο χαμόγελο, είδε ξαφνικά τη ζωή, ολοκαίνουρια, αληθινή, όπως την πρωτόπλασε ο Θεός. Ηρθε κοντά στον τοίχο η Αλίκη, έπιασαν κουβέντα, γνωρίστηκαν, μίλησαν οι καρδιές τους. Τ' απόβραδο έκαναν βόλτες στην ακρογιαλιά, ο Γαβριήλ, ο Αγγελος, η Αλίκη και η Ελένη Σέρεσλη, μοναχοκόρη μέσα σε πέντε αδέλφια. (Ατυχη κι αυτή, ύστερα από τέσσερα χρόνια, την προπαραμονή του γάμου της, στην πρόβα του νυφικού της, της φόρεσαν κορσέ πολύ σφιχτό, έπαθε οξύ ειλεό, δε βάσταξε, πέθανε).
Η Αλίκη ξετρελαμένη με τον Αγγελο, ξεμοναχιαζόταν οι δυο τους, βοηθούμενοι από τον Γαβριήλ και την Ελένη. Μα για τον Αγγελο η Αλίκη, ήταν τ' αγέρι του βουνού, το μυρωμένο, ήταν αχτίδα φωτεινή μες στη νυχτιά, ήταν ολάκερος ο ήλιος που φωτούσε την πονεμένη, κουρασμένη του καρδιά. Κι ήταν μερόνυχτα μετά παραμυθένια κι έζησαν οι δυο τους όμορφες στιγμές, περπάτησαν σε κήπους ανθισμένους, στ' απείρου βρέθηκαν τις μάγιες αγκαλιές.
Ζούσε πια ξένοιαστα σε πέλαγα ευτυχίας ο Αγγελος. Ηρεμη αισιοδοξία πλανιόταν στα μάτια του και τα κατάξανθα μαλλιά του ανέμιζαν στο μοσχομυρισμένο αγέρα της θάλασσας. Η ζωή του ήταν πάλι όμορφη. Η αγάπη έλεγε, είναι η δύναμη που συγκρατεί τον κόσμο. Κι ο ήλιος ήταν τόσο χρυσός καθώς μεσουράνιζε και οι σκιές μίκραιναν - μίκραιναν και σχεδόν εξαφανίστηκαν απ' τη ζωή του κι η καρδιά του γιόμισε ζεστό φως, χρυσαφί.
Η Αλίκη ετοιμαζόταν να γυρίσει στην Πόλη. Πώς πέρασαν τόσο γρήγορα οι όμορφες μέρες! Ο Αγγελος της χάρισε μια μισοκαμένη εικόνα της Παναγίας του δεκάτου έκτου αιώνα. Την είχε φέρει ο μπάρμπας του ο Αντώνης που δούλευε βουτηχτής με τα σφουγγαράδικα. Σαν έκαψαν οι Τούρκοι τα Ψαρά και τις εκκλησιές τους, όσα δεν κάηκαν ολότελα τα πέταξαν στη θάλασσα. Εκεί τη βρήκε και του την έφερε να τον φυλάγει η Χάρη της. Από την πόλη η Αλίκη του έγραφε ταχτικά κι εκείνος της απαντούσε σε μια διεύθυνση φίλης της. Η ζωής είχε πάρει το σωστό της νόημα. Η φωτιά του έρωτα είχε ανάψει ξανά τα τριαντάφυλλα στα μάγουλά του. Χαρούμενος αγκάλιαζε με τη ματιά του το πέλαγος. Εβλεπε τα βαπόρια που κατέβαιναν από τη μεγάλη πολιτεία, πιστεύοντας πως θα φέρουν κοντά του την Αλίκη. Ετσι πέρασε ένας χρόνος κι ο Αγγελος είχε γίνει άλλος άνθρωπος μ' αυτή την απαντοχή.
Η Αλίκη όμως δεν ξανάρθε. Οι δικοί της έμαθαν τον έρωτά τους και την εμπόδισαν. Το κακό μαντάτο ήρθε αναπάντεχα με γράμμα από τη φίλη της. Ενα γκριζόμαυρο χάος τον τύλιξε ολούθε. Ενα πούσι γιομάτο παράξενους αχούς φωνές λυπητερές, απόκοσμες, περνούσαν από το μυαλό του και βούλιαξε πια σε απύθμενα βάθη απελπισίας.
Το καλοκαίρι τελείωνε, άρχισαν τα πρωτοβρόχια. Μυρωδιά νοτισμένης γης, κύματα που χτυπούσαν τ' ακρόγιαλο, σύννεφα που άλλαζαν κάθε τόσο χρώματα, κάτι απροσδιόριστο πικραμένο στυφό, γέμιζε την καρδιά του. Ψηλός πυρετός τον βασάνιζε και ξαφνικά κείνος ο ξερόβηχας με συνεχείς αιμοπτύσεις τον ταλαιπωρούσαν αφάνταστα.
Είχε μπει πια ο Δεκέμβρης, οι ταϊφάδες με τους κεχαγιάδες μάζευαν ελιές. Κείνη τη μέρα φυσούσε δυνατός βοριάς. Κοντά στο μεσημέρι τον γύρισε στον γραιγολεβάντε με ψιλόχιονο. Το αηδόνι της Εφταλούς, ο Αγγελος, ζούσε τις τελευταίες ώρες της ζωής του. Δίπλα του ο γιατρός Φωτιάδης, η θεία Σεβαστή, ο Γαβριήλ, φίλοι του και συγγενείς. Τα σύννεφα ακούμπησαν στις κορφές του βουνού, ο αγέρας σταμάτησε, τα πουλιά δεν κελαηδούσαν, μακριά αλυχτούσε λυπητερά ένα σκυλί, μια φλογέρα από τη στάνη του γερο-Δυσσέα σκορπούσε ένα πένθιμο σκοπό κι έκανε τη φύση πνιγερή, φορτωμένη μελαγχολία κι απογοήτευση. Η κρυάδα του θανατικού αγκάλιασε την ορφανεμένη πια Εφταλού. Ο πλάτανος του Σέρεσλη βουβός, παραστεκόταν στην άγρια ώρα. Οι λεύκες έτρεμαν κι όλα τα δέντρα θαρρούσες πως έκλαιγαν σιωπηλά για το χαμό του παλικαριού
* *
Πέρασε από τότες κοντά ένας αιώνας και σ' ένα προσφυγικό σπίτι στην Καισαριανή, μια οικογένεια από την Κωνσταντινούπολη έχει μια μισοκαμένη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας. Η γυναίκα που την έχει, λέει με καμάρι, πως στη γιαγιά της, την είχε χαρίσει στη Λέσβο ένα αηδόνι.

Από το βιβλίο του «Μορφές και θύμησες». Εκδοση 1996

Ο ΘΡΥΛΟΣ ΤΟΥ ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΩΝ ΛΑΩΝ



Κων/νος Παλαιολόγος

Ο θρύλος του μαρμαρωμένου βασιλιά είναι, αναμφίβολα, ο πιο συναρπαστικός θρύλος των Ελλήνων. Συνδέεται -κυρίως -με τον Κωνσταντίνο τον ΙΑ΄Παλαιολόγο , ο οποίος  υπήρξε ο τελευταίος αυτοκράτορας τού Βυζαντίου, που με το φρόνημα και την αυτοθυσία του, σημάδεψε χαρακτηριστικά το γεγονός τής πτώσης της Κωνσταντινούπολης στα χέρια των Οθωμανών. Ο αυλικός του Γεώργιος Φραντζής αφηγείται με απλότητα τον θάνατο τού τελευταίου βυζαντινού αυτοκράτορα:

  • «Ο βασιλεύς οὖν ἀπαγορεύσας ἐαυτόν, ἰστάμενος βαστάζων σπάθην και ἀσπίδα, είπε λόγον λύπης άξιον "οὐκ έστί τις τῶν χριστιανῶν τοῦ λαβεῖν τήν κεφαλήν μου ἀπ΄ ἐμοῦ;" ἦν γάρ μονώτατος ἀπολειφθείς. τότε είς τῶν Τούρκων δούς αὐτῷ κατά πρόσωπον καί πλήξας, καί αὐτός τῷ Τούρκῳ ἐτέραν ἐχαρίσατο' τῶν ὁπισθεν δ΄ἐτέρος καιρίαν δούς πληγήν, ἔπεσε κατά γῆς' οὐ γάρ ῄδεισαν ὃτι ὁ βασιλεύς ἐστιν, ἀλλ΄ ὡs κοινόν στρατιώτην τοῦτον θανατώσαντες ἀφῆκαν».
Σύμφωνα με την περιγραφή του Φραντζή, οι κατακτητές, μετά το τέλος του αγώνα, αναζήτησαν το σώμα του αυτοκράτορα:
    «πλείονας κεφάλας τῶν άναιρεθέντων ἔπλυναν, εἰ τύχοι καί τήν βασιλικήν γνωρίσωσι, καί οὐκ ἡδυνήθησαν γνωρίσαι αὐτήν, εἰ μή τό τεθνεώς πτῶμα τοῦ Βασιλέως εὐρόντες ὄ ἐγνώρισαν ἐκ τῶν βασιλικῶν περικνημίδων, ή και πεδίλων ένθα, χρυσοί ἀετοί ἦσαν γεγραμμένοι, ὡs ἔθος ὑπῆρχε τοῖς βασιλεύσι».
Η αναγνώριση του νεκρού αυτοκράτορα συνοδεύθηκε από την εντολή τού σουλτάνου Μωάμεθ Β΄ να ταφεί με τις αρμόζουσες βασιλικές τιμές, χωρίς όμως να ανακοινωθεί και ο τόπος της ταφής. Οι μυστικοί πόθοι τού λαού συνέδεσαν τον θρύλο τού μαρμαρωμένου βασιλιά, με την ελπίδα για την απελευθέρωση και την αποκατάσταση τής αυτοκρατορίας.
Ο θρύλος λέει ότι τη στιγμή που ο βασιλιάς περικυκλώθηκε από τους Τούρκους, ένας άγγελος του Κυρίου τον άρπαξε και τον έκρυψε σε μια σπηλιά, αφού πρώτα τον μαρμάρωσε. Στη σπηλιά αυτή περιμένει για αιώνες ο "Μαρμαρωμένος Βασιλιάς" να ξαναέρθει την κατάλληλη στιγμή, "το πλήρωμα του χρόνου", και ο άγγελος Κυρίου θα του ξαναδώσει τη ζωή και το σπαθί του για να διώξει τους Τούρκους από την Κωνσταντινούπολη. Άλλοι θρύλοι και προφητείες αναφέρουν ότι θα τους κυνηγήσει μέχρι την " Κόκκινη Μηλιά" και στη μάχη που θα γίνει οι Τούρκοι θα νικηθούν και "θα κολυμπήσει το μοσχάρι στο αίμα τους". Ο θρύλος προσθέτει, ακόμα, ότι οι Τούρκοι ψάχνουν συνεχώς να ανακαλύψουν τη σπηλιά, όπου βρίσκεται ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς για να χτίσουν την είσοδό της, ώστε να μην μπορεί να ξαναβγεί από εκεί. Όμως, οι προσπάθειες τους είναι συνεχώς άκαρπες, αφού ο άγγελος προστατεύει τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά και περιμένει την εντολή του Θεού για να τον ξυπνήσει.(βικιπαίδεια)

Τέσσερις είναι οι τόποι , που διάφορες παραδόσεις τοποθετούν τον τάφο του τελευταίου αυτοκράτορα του Βυζαντίου , Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. 1) Στο δεξιό διάδρομο του Γεσίλ τζαμί στο Τζουβαλί, όπου ήταν η εκκλησία της αγίας Θεοδοσίας. Σ΄αυτήν μετακομίσθηκαν τα ιερά λείψανα της μεγάλης εκκλησίας των αγίων Αποστόλων από τον αρχιτέκτονα Χριστόδουλο 2) στην πλατεία του Βεφά, που άλλοτε έκαιγε κανδήλα και μια ιτιά σκίαζε «τον ύπνον του αποθαμένου». Μετά ήρθαν μετανάστες και χάλασαν τον τάφο 3) στο αγίασμα του Βαλουκλί 4) δεξιά από το ιερό της αγίας Σοφίας ο ιμάμης δείχνει ένα μάρμαρο βεβαιώνοντας ότι εκεί είναι θαμμένος ο τελευταίος αυτοκράτορας. Ο λαός μετά το μεσονύκτιον της Μεγάλης Παρασκευής πηγαίνει παραπλεύρως του ιερού και ακούει ήχο ψαλμωδίας που εξέρχεται από τα έγκατα της γής και βλέπει «ωσάν ένα νεκρόν θαμμένον κατάβαθα και έναν παπά να λειτουργεί κατάλευκα ντυμένον. ΄Εχει την όψη ο νεκρός ζωντανή , σαν να κοιμάται. Σε κάθε κνήμη του χρυσοκοπάει δικέφαλος αετός μισοσβησμένος και στο πλάι είναι ένα σπαθί στο χρώμα της φωτιάς με σπασμένο το θηκάρι». (Ν. Βασιλειάδου).



 Μέχρι τούδε δεν ήταν γνωστή άλλη παράδοση για τον τάφο του Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου, πλην αυτής στο Βαφά Μεϊδάνι. Ο δε λυρικός και ρητορικός τόνος της διατριβής αυτής , γεννά την υπόνοια , μήπως και οι παραδόσεις που μνημονεύονται σ΄αυτήν είναι πλάσματα της φιλοπάτριδος φαντασίας. ( Ν.Πολίτης)



 
Ιωάννης Βατάτζης

΄Ενας λιγότερο διαδεδομένος θρύλος είναι αυτός του Δούκα Ιωάννη Βατάτζη, αυτοκράτορα της Νίκαιας, ο οποίος βρέθηκε παντελώς άφθαρτος στον τάφο του στην Μικρασία, τόσο ο ίδιος, όσο και τα βασιλικά του ενδύματα!
Όμως με τις αλώσεις των Φράγκων και των Τούρκων, χάθηκαν τα ίχνη λειψάνου, το οποίο βρίσκεται  κατά το θρύλο, στην Κωνσταντινούπολη, κεκρυμμένο σε μυστικό σπήλαιο, το οποίο γνωρίζουν μόνο λίγοι κρυπτοχριστιανοί, που φυλούν το ιερό μυστικό για αιώνες, αναμένοντας την έγερση του μαρμαρωμένου! Μάλιστα έχουν υπάρξει και μαρτυρίες ανθρώπων , επί της εποχής μας, που ορκίζονται πως είδαν το σπήλαιο αυτό και τον μαρμαρωμένο βασιλιά με πλήρη πολεμική και το χέρι του στο ξίφος ,έτοιμο σχεδόν  ν΄αποσπαστεί από τη θήκη του.



 Ο θρύλος αυτός ακολουθείται και από αρκετούς βυζαντινούς χρησμούς και  προφητείες, όπως αντιγράφουμε απ΄το Αγιορείτικο Βήμα:

 1. Η ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΕΘΟΔΙΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΠΑΤΑΡΩΝ γράφει: "απέλθετε επί τα δεξιά μέρη της Επταλόφου, και εκεί ευρήσεται άνθρωπον επί δύο κίονας, ιστάμενον εν κατηφεία πολλή (έσται δε λαμπρός το είδος, δίκαιος, ελεήμων, φορών πενιχρά, τη όψει αυστηρός και τη γνώμη πράος) έχοντα επί τον δεξιόν αυτού πόδα καλάμου τύλωμα, και φωνή υπό του αγγέλου κηρυχθήσεται, συνήσατε αυτόν Βασιλέα, και δώσουσιν αυτώ εις την δεξιάν χείρα ρομφαίαν, λέγοντες αυτώ, ανδρίζου Ιωάννη, και ίσχυε και νίκα τους εχθρούς σου, και επάρας την ρομφαίαν παρά αγγέλου, πατάξει τους Ισμαηλίτας Αιθίοπας, και πάσαν γενεάν άπιστον"!
2. Η ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΜΕ ΚΩΔΙΚΑ ΣΎΜΦΩΝΩΝ (χωρίς φωνήεντα) ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ (την οποία αποκωδικοποίησε ο Πατριάρχης Γεννάδιος) γράφει: "σπεύσατε πολλά σπουδαίως εις τα δεξιά μέρη άνδρα εύρητε γεναίον θαυμαστόν και ρωμαλέον τούτον έξετε δεσπότην"!
3. Η ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΤΟΥ ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΥ αναφέρει: " Εν γαρ ταίς εσχάτοις ημέραις αναστήσει Κύριος ο Θεός βασιλέα από πενίας και πορεύεται εν δικαιοσύνη πολλή..."
4. Η ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΑΡΑΣΙΟΥ γράφει σχετικά: "Καί τότε εξυπνήσει ο Άγιος Βασιλεύες, ο εν αρχή μεν του ονόματος αυτού το ι, και εν δε τω τέλει σ, έχων, α σημαίνουσι σωτηρίαν...." δηλαδή το όνομα Ιωάννης.
5. ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΥ-ΚΟΙΜΩΜΕΝΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΔΙΝΟΥΝ ΧΡΗΣΜΟΙ ΤΟΥ ΛΕΟΝΤΟΣ ΤΟΥ ΣΟΦΟΥ:
"Περί του θρυλουμένου πτωχού και εκλεκτού βασιλέως, τοϋ γνωστού και άγνωστου, τοϋ κατοικοϋντος εν τη άκρα της Βυζαντίδος. Ο αληθινός βασιλεύς... ον εδίωξαν της οικίας αύτοϋ οι άνθρωποι... εις το τέλος των Ίσμαηλιτών αποκαλυφθήσεται... εν ημέρα Παρασκευή, ώρα τρίτη... αποκαλυφθήσεται..."

Καί σε άλλο σημείο: "Ερωτώσι δε τον Βασιλέα, γελόντες πώς ακούει το όνομά σου; ο δε αποκριθείς λέγει, ο πτωχός, ο πτωχολέων, το όνομά μου Ιω, των πάντων ήμην δραπέτης, και ήλθον να πληρώσω μόνον τας λστ' ημέρας. εγώ ειμί ο ο βασιλεύς ο πένης.  ελεών πτωχούς και πένητας, το δε όνομά μου, ιώτα και ω, συν τη μακρά, ο λέγεται Ιω, και ελήλυθα εις τον κόσμον εις Χριστιανών πρεσβείαν, ίνα φυλάττω χρόνους λστ'. Έπειτα πορεύομαι, όθεν εξήλθον, είτα έρχεται και ο λύκος ολίγας τινάς ημέρας"!
6. Η ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΑΓΙΟΥ ΑΝΔΡΟΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΕΑ ΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟ γράφει: "Τότε άγγελος εξ ουρανού καταβήσεται διά νεύσεως Θεού, έχων εν τη χερί αυτού σκήπτρον και ξίφος του Αγιωτάτου Βασιλέως Κωνσταντίνου, και τον ειρηνικόν στέψει βασιλέα. Ος και αυτόν μέσον πάντων εστίν εν τω πολέμω, δώσει δε αυτώ το σκήπτρον και το ξίφος, και το όνομα αυτού Ελεήμονα καλέσει"!

 
Φρειδερίκος ο Κοκκινογένης ( Μπαρμπαρόσα)

  Τον μαρμαρωμένο βασιλιά  τον συναντάμε , εκτός από την  βυζαντινή παράδοση όμως, και τις παραδόσεις άλλων ευρωπαϊκών λαών.( από ΙΔΕΑΠΟΛΙΣ http://www.ideapolis.info/2013/09/blog-post_27.html)



Στην Κέλτικη παράδοση της Ιρλανδίας και της Σκωτίας ο Fionn mac Cumhaill που πολεμούσε τα ξωτικά δεν πέθανε ποτέ, αλλά κοιμάται κάπου σε μια σπηλιά κάτω από ένα βουνό, σε ένα άγνωστο σημείο της Ιρλανδίας. Βρίσκεται εκεί, περιτριγυρισμένος από τους υπόλοιπους Fianna και θα ξυπνήσει μια μέρα, όταν το κυνηγετικό του κέρας ηχήσει τρεις φορές, για να υπερασπίσει και να σώσει τη χώρα του από το μέγιστο κίνδυνο που την απειλεί. 



Στην Ιβηρική χερσόνησο, στο βασίλειο που είχαν δημιουργήσει οι Βισηγότθοι, ο εγγονός του βασιλιά Chindaswinth Ρόντερικ, όταν ανέβηκε στο θρόνο, μάζεψε όσους ευγενείς ανταποκρίθηκαν στο αίτημά του, τους ελάχιστους ελεύθερους άντρες που μπορούσε, και πολλούς δούλους φτωχά εξοπλισμένους και ξεκίνησε την εκστρατεία του εναντίον της Αραβικής εισβολής που όμως οδηγήθηκε σε πρωτοφανή ήττα το 711 μ.Χ. Το Τολέδο, η πρωτεύουσα του, ήταν η πρώτη μεγάλη πόλη της Ισπανίας που αλώθηκε από τους Μουσουλμάνους αμέσως μετά την μάχη, και ήταν η αρχή της ισλαμικής κατοχής της Ιβηρικής, που διήρκεσε πολλούς αιώνες. Για τον Ρόντερικ, τον βασιλιά που επέλεξε να πολεμήσει τους εισβολείς, ο θρύλος τον θέλει να επιβιώνει. Σύμφωνα μ΄αυτόν κατόρθωσε να ξεφύγει μόνος από το πεδίο της μάχης, μετά από θεϊκή παρέμβαση, και  βρίσκεται κάπου τώρα, έτοιμος να ξυπνήσει και να ξαναοδηγήσει τον λαό του σε μια μάχη που αυτή την φορά θα έχει θετική έκβαση. 



Ένας ακόμα βασιλιάς, που η λαϊκή κουλτούρα αποφάσισε να κρατήσει μακριά από τον θάνατο, είναι ο αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους, Φρειδερίκος Μπαρμπαρόσα. Με σχέσεις λατρείας από τους υπηκόους του, με απεριόριστες φιλοδοξίες και οργανωτικές ικανότητες, ανάλωσε μεγάλο τμήμα της βασιλείας του στη διαμάχη του με τον Πάπα. Σε αυτή την διαμάχη, χρησιμοποίησε ως νομικό όπλο τον Ιουστινιανό Κώδικα, επαναφέροντας το Ρωμαϊκό Δίκαιο στη δυτική Ευρώπη και μόνο στα τελευταία χρόνια της ζωής του συμφιλιώθηκε με την Καθολική εκκλησία αποτελώντας έναν από τους οργανωτές της Τρίτης Σταυροφορίας. Στην πορεία προς τους Αγίους Τόπους, κατά τη διάσχιση ενός ποταμού, στις 10 Ιουνίου 1190, πνίγηκε, βάζοντας τέλος στη χρυσή εποχή της δυναστείας των Χοχεστάουφεν. Όμως, ο απλός λαός δεν πίστεψε ποτέ πως πέθανε τόσο άδοξα. Ο θρύλος μιλάει για μια σπηλιά στους πρόποδες του όρους Κυφχάουζερ στη Θουριγγία ή στο όρος Ουντερσμπέργκ στη Βαβαρία. Εκεί, κάθεται στο θρόνο του, με ιππότες γύρω του, ενώ τα κόκκινα γένια του μεγαλώνουν και έχουν καλύψει όλο το τραπέζι μπροστά του. Κοιμάται, αλλά μερικές φορές ανοίγει τα μάτια του και στέλνει ένα αγόρι έξω απ' την σπηλιά να δει αν τα κοράκια πετούν ακόμα γύρω απ' το βουνό. Γιατί είναι γραφτό πως όταν τα κοράκια πάψουν να πετούν, τότε ο Μπαρμπαρόσα θα ξυπνήσει και θα αποκαταστήσει το κύρος και το μεγαλείο της Γερμανίας. 

 
Edward Burne- Jones, o τελευταίος ύπνος του βασιλιά Αρθούρου στο ΄Αβαλον.

Στην αγγλοσαξωνική και κέλτικη παράδοση βρίσκουμε τα αντίστοιχα του γνωστού σε όλους βασιλιά Αρθούρου, αλλά και του Βασιλιά της Ουαλίας Μπράν. Ο Αρθούρος, στην τελική μάχη δεν πέθανε, αλλά η Κυρά της Λίμνης τον μετέφερε στο Άβαλον, όπου κοιμάται και περιμένει να επιστρέψει στην Αγγλία, στην ώρα της μεγάλης ανάγκης. Ίδιος είναι σχεδόν ο μύθος και για τον Μπραν τον Ευλογημένο, έναν μυθικό βασιλιά της Ουαλίας, που εκστράτευσε στην Ιρλανδία για να σώσει την αδερφή του. Με όλο τον στρατό που μπόρεσε να συγκεντρώσει, πέρασε την θάλασσα. Η μάχη που ακολούθησε ήταν μεν νικηφόρα αλλά τόσο αιματηρή που μόλις επτά από τους συντρόφους του επιβίωσαν. Ο Μπραν, ετοιμοθάνατος, τους ζητά να του κόψουν το κεφάλι και να το πάρουν μαζί τους, ώστε να ταφεί στα πάτρια εδάφη. Για επτά χρόνια μένουν σε ένα μέρος και άλλα οκτώ σε άλλο, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι ο χρόνος περνάει, καθώς έχουν ως συντροφιά το κεφάλι του Μπραν που συνεχίζει να τους μιλάει - στοιχείο παρμένο από την κέλτικη δρυιδική παράδοση πως το κεφάλι είναι το σπίτι της ψυχής. Στο τέλος, περνούν πίσω στην Αγγλία και κατά το θρύλο το κεφάλι του Μπραν τους οδηγεί εκεί που τώρα βρίσκεται ο Πύργος του Λονδίνου, με την εντολή να θάψουν το κεφάλι του εκεί, με το πρόσωπο στραμμένο προς την Γαλλία, ώστε ακόμα και νεκρός ο Μπραν, με τις μαγικές του δυνάμεις, να αποτρέπει κάθε προσπάθεια εισβολής. Και σ' αυτή την περίπτωση ο Ήρωας αναμένει την ύστατη στιγμή για να σηκωθεί ξανά. Ο Μπραν θα ξυπνήσει και το κεφάλι του θα ενωθεί ξανά με το σώμα του, για να σώσει τον λαό του για μια ακόμα φορά και να επιβεβαιώσει το όνομά του ως Μπραν ο Ευλογημένος, οδηγώντας τους σε μια χρυσή εποχή. Η ίδια πίστη υπάρχει και για τον τελευταίο Ουαλό με τον τίτλο του Πρίγκιπα της Ουαλίας, τον Owain Glydwr. Ηγέτης της τελευταίας Ουαλικής προσπάθειας ανεξαρτησίας, ποτέ δεν προδόθηκε από τους συντρόφους του και ποτέ δεν δέχτηκε καμία απ' τις αγγλικές απονομές χάριτος, αλλά μέχρι το τέλος της ζωής του πάλεψε για μια ανεξάρτητη κι ελεύθερη Ουαλία, ενώ ακόμα και ο βασιλιάς Χάρολντ επεβίωσε στο μύθο, δεν σκοτώθηκε κατά την μάχη του Χέιστινγκς, αλλά κάποια στιγμή θα επιστρέψει και θα σώσει τον λαό του από τους Νορμανδούς. 



Ο κατάλογος είναι μακρύς ακόμα. Ο Καρλομάγνος, ο πρώτος μεσαιωνικός Δυτικοευρωπαίος που διεκδίκησε τον τίτλο του Ρωμαίου Αυτοκράτορα, κείται στο Ούντερσμπεργκ, κοντά στο Σάλτσμπουργκ. Ο Χοσρόης, ο Πέρσης βασιλιάς. Ο Väinämöinen, ο πρωταγωνιστής της φιννικής Καλεβάλα, που κατά το μύθο δεν πέθανε αλλά αποχώρησε σε μια βάρκα, υποσχόμενος να επιστρέψει όταν ο λαός του τον έχει ανάγκη. Ο Αλί-Μαχντί στην σιιτική παράδοση, που είναι μπόλιασμα της ισλαμικής μεταφυσικής με τον ευρωπαϊκό εσωτερισμό. Ο Σεμπαστιάν Α' στην Πορτογαλία, που κατά τους οπαδούς του θα προβάλλει μια μέρα να έρχεται απ' τον Ατλαντικό μέσα σε μια βάρκα για να ξανακυβερνήσει. Ο Βάσλαβ της Βοημίας, που κοιμάται στο βουνό Μπλάνικ με μια τεράστια στρατιά Τσέχων ιπποτών και στην χείριστη των στιγμών θα επιστρέψει για να προστατέψει την χώρα του καβάλα στο λευκό του άλογο και κραδαίνοντας το θρυλικό σπαθί του Μπρούνσβικ. Ακόμα και για τον Βλαντ Τέπες, τον περιβόητο Παλουκωτή, που πολεμούσε μέχρι τέλους τους Οθωμανούς, προσαρμόστηκε ο θρύλος. Οι υπήκοοί του μπορεί να έτρεμαν την σκληρότητά του, αλλά εκτιμούσαν τη δικαιοσύνη του, γνωρίζοντας πως η αγριάδα του στρεφόταν κατά των αντιπάλων του και όχι κατά των υποτελών του. Στην Σερβία, στη Νορβηγία, στην Λετονία, σε όλη την Ευρώπη, σχεδόν σε κάθε λαό, υπάρχει και αντίστοιχος μύθος, λίγα παραδείγματα του οποίου παρουσιάστηκαν σε αυτό το κείμενο. 



Είναι η πίστη στην παράδοση πως ο Ήρωας αγγίζει την αθανασία, που αρνείται να τον παραχωρήσει στον θάνατο, που δεν δέχεται πως ο Άριστος απλά ταξιδεύει προς τον Άδη. Για την ευρωπαϊκή παράδοση, ο Ήρωας που πέρασε το στάδιο του απλού ανθρώπου είναι ωσεί παρών, κοιμώμενος, σε αναμονή για να πολεμήσει ξανά, για να προσθέσει κι άλλα ανδραγαθήματα σε όσα ήδη έχει κάνει. Γιατί για τους Ευρωπαϊκούς λαούς, τα πρότυπα προς μίμηση και παραδειγματισμό δεν ήταν όσα έφερναν εφήμερη δόξα ή υλικό πλούτο. Ήταν όσοι κατόρθωσαν να εξυψωθούν πάνω από τη φθορά του χρόνου και τα επιτεύγματά τους στέκουν αιώνιοι οδηγοί, κληρονομιά και κατάρα για τους απογόνους τους. Ποιοι Ευρωπαίοι σήμερα μπορούν να διεκδικήσουν αυτή την σύνδεση; Πόσοι είναι αυτοί που νιώθουν το βάρος της κληρονομιάς μας; Ας ελπίσουμε πραγματικά πως θα γεννηθούν κι άλλοι μέσα απ' τους λαούς μας, για να αξιώσουν την αιώνια κι αθάνατη ζωή που προσφέρει ο θρύλος για τους λίγους και ξεχωριστούς.

John Keats, ένας ρομαντικός φιλέλλην ποιητής


              Πορτρέτο του Τζoν Κητς από τον Γουίλιαμ Χίλτον. National Portrait Gallery, Λονδίνο

 Ο Τζoν Κητς (John Keats) (1795 - 1821) ήταν ΄Αγγλος ρομαντικός λυρικός ποιητής που γεννήθηκε στο Λονδίνο  και πέθανε στην Ρώμη. Αφιέρωσε τη σύντομη ζωή του στην τελειοποίηση μιας ποίησης που χαρακτηρίζεται από δυνατές εικόνες και σχήματα λόγου, τη μεγάλη αισθητική έλξη που ασκεί και την προσπάθεια να εκφράσει μια φιλοσοφική στάση μέσα από τους μύθους της κλασικής αρχαιότητας.  Πέθανε στα 25 του χρόνια από φυματίωση . Τα γνωστότερα ποιήματα του είναι ο Ενδυμίων (Endymion), Η ωραία χωρίς οίκτο (La Belle Dame sans Merci), Ωδή στην μελαγχολία (Ode on melancholy), Ωδή σ'ένα αηδόνι (Ode to a Nightingale), Ωδή σε μια ελληνική Υδρία (Ode to a Grecian Urn), Ωδή στην ψυχή (Ode to Psyche), Η παραμονή της Αγίας Αγνής (The eve of St. Agnes) και ο Υπερίων (Hyperion).

Βιβλιογραφία στα Ελληνικά

  • Επτά Ωδές, Μετάφραση: Κώστας Μπουρναζάκης - Εκδόσεις: Ίκαρος, Αθήνα 1997- 
  • Όθων ο Μέγας - Εκδόσεις: Έλλην-
  • Το εντευκτήριον, Μετάφραση: Στυλιανός Αλεξίου (Περιλαμβάνει και άλλους ποιητές)- Εκδόσεις: Στιγμή, Αθήνα 2004
  • Την παραμονή της αγίας Αγνής - Εκδόσεις: ΟΜΒΡΟΣ-

Βιβλιογραφία στα Αγγλικά

  • SELECTED POEMS - ΕΚΔΟΣΕΙΣ : Penguin
  • The Complete Poems of John Keats - ΕΚΔΟΣΕΙΣ : Wordsworth

Βιογραφίες του Κητς στα Αγγλικά

  • John Keats-Walter Jackson Bate, (1963)
  • John Keats-Robert Gittings, (1968)
  • John Keats: The Making of a Poet- Aileen Ward, (1963)
 Ωδή σε μια Ελληνική Υδρία (1819)
 
Ανέγγιχτη εσύ ακόμα νύφη της σιωπής!
Παιδί της σιγαλιάς και του αργού χρόνου,
παραμυθά του δάσους, μια ιστορία θα πείς
γλυκύτερα απ’ το στίχο το δικό μου:
ποιος θρύλος ανθοστόλιστος έχει στοιχειώσει
τριγύρω σου, για αθάνατους ή για θνητούς μιλάει;
Είναι στα Τέμπη ή σε κοιλάδα αρκαδική;
Θεοί είναι ετούτοι ή άνθρωποι; Γιατί διστάζουν
οι κόρες; Ποιος ξεφεύγει; Ποιος παλεύει να γλυτώσει;
Τι ντέφια και φλογέρες; Τι μανία τρελή;
Γλυκές οι μελωδίες που ακούς, μα πιο γλυκές
οι ανάκουστες. Γι’ αυτό φλογέρες σιγανές, ηχήστε.
Όχι στ’ αυτιά μας, μα, πιο αισθαντικές,
άηχους σκοπούς στο πνεύμα τραγουδήστε.
Νιότη ωραία, κάτω απ’ τα δέντρα, δεν μπορείς
να πάψεις το τραγούδι, ούτε ποτέ θα γυμνωθούν τα κλώνια.
Γενναίε εραστή, δε θα φιλήσεις την καλή σου
κι ας είσαι πλάι της – μα μη λυπηθείς.
Δε θα σου φύγει, κι ας μη γίνεται δική σου.
Αιώνια θ’ αγαπάς, κι ωραία θα ’ναι εκείνη αιώνια.
Ευτυχισμένα δέντρα! Που δε ρίχνετε ποτέ
τα φύλλα σας, κι ούτε την άνοιξη αποχαιρετάτε.
Κι ευτυχισμένοι, ακούραστοι τραγουδιστές,
για πάντα νέους σκοπούς θα τραγουδάτε.
Και χαίρε εσύ, έρωτα! Χαίρε, χαίρε, έρωτα!
Πάντα θερμός, πάντα ευτυχία θα σε προσμένει,
πάντα θα νοιώθεις πόθο, νέος για πάντα!
Θα ζεις μακριά απ’ τα πάθη μας τ’ ανθρώπινα,
που αφήνουν την καρδιά χορτάτη και θλιμμένη,
το μέτωπο καυτό, στεγνή τη γλώσσα.
Ποιοι να ’ναι που ’χουν ξεκινήσει για θυσία;
Σε ποιο χλοερό βωμό, παράξενε ιερέα,
πας τη δαμάλα που φωνή σέρνει στα ουράνια
μ’ άνθη γύρω στα μεταξένια της πλευρά;
Ποια μικρή πόλη, σε ποτάμι ή ακρογιαλιά
ή σε βουνό, που ακρόπολη την κλείνει ειρηνική,
τούτο το άγιο πρωΐ την έχουν όλοι αφήσει;
Οι δρόμοι σου, πόλη μικρή, αιώνια πια
θα μείνουν σιωπηλοί. Κι ούτε ποτέ ψυχή
να πει το πώς ερήμωσες δε θα γυρίσει.
Σχήμα αττικό! Στάση ωραία! Ολόγυρά σου
μορφές μαρμάρινων αντρών και κοριτσιών,
χορτάρια πατημένα και κλαριά του δάσους.
Συ, σιωπηλή μορφή, ειδύλλιο παγερό,
παράλογα, σαν αιωνιότητα, μας τυραννάς.
Όταν ο χρόνος θ’ αφανίσει τούτη τη γενιά,
στη μέση νέων δεινών εσύ θα ζήσεις,
φίλη του ανθρώπου, για να του μηνάς:
‘‘Η ομορφιά είναι αλήθεια, η αλήθεια ομορφιά’’ –
να ποια είναι η γνώση κι ό,τι αξίζει να γνωρίσεις.

Μετάφραση: Ασπασία Λαμπρινίδου


Thou still unravished bride of quietness,
      Thou foster child of silence and slow time,
Sylvan historian, who canst thus express
      A flowery tale more sweetly than our rhyme:
What leaf-fringed legend haunts about thy shape
      Of deities or mortals, or of both,
            In Tempe or the dales of Arcady?
What men or gods are these? What maidens loath?
      What mad pursuit? What struggle to escape?
            What pipes and timbrels? What wild ecstasy?
Heard melodies are sweet, but those unheard
      Are sweeter; therefore, ye soft pipes, play on;
Not to the sensual ear, but, more endeared,
      Pipe to the spirit dities of no tone.
Fair youth, beneath the trees, thou canst not leave
      Thy song, nor ever can those trees be bare;
            Bold Lover, never, never canst thou kiss,
Though winning near the goal---yet, do not grieve;
      She cannot fade, though thou hast not thy bliss
            Forever wilt thou love, and she be fair!
Ah, happy, happy boughs! that cannot shed
      Your leaves, nor ever bid the Spring adieu;
And, happy melodist, unweari-ed,
      Forever piping songs forever new;
More happy love! more happy, happy love!
      Forever warm and still to be enjoyed,
            Forever panting, and forever young;
All breathing human passion far above,
      That leaves a heart high-sorrowful and cloyed,
            A burning forehead, and a parching tongue.
Who are these coming to the sacrifice?
      To what green altar, O mysterious priest,
Lead'st thou that heifer lowing at the skies,
      And all her silken flanks with garlands dressed?
What little town by river or sea shore,
      Or mountain-built with peaceful citadel,
            Is emptied of this folk, this pious morn?
And, little town, thy streets for evermore
      Will silent be; and not a soul to tell
            Why thou art desolate, can e'er return.
O Attic shape! Fair attitude! with brede
      Of marble men and maidens overwrought,
With forest branches and the trodden weed;
      Thou, silent form, dost tease us out of thought
As doth eternity. Cold Pastoral!
      When old age shall this generation waste,
            Thou shalt remain, in midst of other woe
Than ours, a friend to man, to whom thou say'st,
      "Beauty is truth, truth beauty"---that is all
            Ye know on earth, and all ye need to know.

Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2014

Οι Δροσουλίτες (Φραγκοκάστελλο)



Oι άνθρωποι του καιρού μας δύσκολα παραδέχονται τ' άπιαστα περιστατικά των θρύλων. Η εποχή μας έχει δικούς της δρόμους, που δεν συμπλέκονται με της φαντασίας τα μαγικά μονοπάτια.
Μα όσοι βρεθούν στο Φραγκοκάστελο, δε γίνεται να μην αισθανθούν το ρίγος που σκορπούν οι πέτρες και το χώμα, ο αέρας το νερό, οι ίσκιοι και οι ανταύγειες των βράχων!
Όσοι οδοιπορήσουν για τούτο το κάστρο θα εντυπωσιαστούν από τη θέα του Σφακιανού τοπίου και θα συγκλονιστούν από τις πολλαπλές φανταστικές μεταμορφώσεις που ίσως πάρουν στη σκέψη τους τα ζωντανά και τ' άψυχα και προπαντός τα δέντρα, τα πεύκα που υψώνονται μέσα από Κυκλώπειες πέτρες, που πετάγονται πάνω απ' τις βουερές χαράδρες , που μετεωρίζονται στο χάος των γκρεμών, φαντάζουν απλά σαν αφύσικα δημιουργήματα. Καθώς παρατηρείς νομίζεις πως έχουν ψυχή, σκέφτεσαι μήπως οι πολεμιστές που δέθηκαν αιώνια με τούτη τη γης και υπερασπίζονται στο πείσμα όλων των καιρών...Κι έτσι που σε συντροφεύουν σ' όλο το δρόμο, μοιάζουν σαν να σου υπενθυμίζουν ότι σε τούτο το χώρο αυτά που βλέπουν τα υλικά μάτια μπορεί να είναι αφάνταστα λιγότερα από τ' άλλα...
Με τέτοιες εμπειρίες φτάνεις στον κάμπο του Φραγκοκάστελου.Σε περασμένους καιρούς τούτο τον κάμπο τον στόλιζαν μοναστήρια και μεγάλες εκκλησίες που σήμερα κείτονται σ' ερείπια. Μονάχα ο 'Αι-Νικήτας βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση. Παλιότερα, στη θέση που είναι το σημερινό ξωκλήσι υψωνόταν μεγάλη παλαιοχριστιανική βασιλική και κάθε χρόνο στη γιορτή του Αγίου, γινόταν σπουδαίο πανηγύρι με αγωνίσματα και χορούς και δίδονταν βραβεία στους καλύτερους.
Ο λαϊκός ποιητής εμφαντικά το διακηρύσσει: «θέλεις να δεις και να χαρείς όμορφα παλικάρια και δυνατά και τρομερά ως είναι τα λιοντάρια; Άμε στο Φραγκοκάστελο να 'ναι τ' Άγιου Νικήτα, να δεις ξανθούς, να δεις σγουρούς κι όμορφους κοπελιάρους. Κάνουν γυμνάσια φριχτά π" άνθρωπος τα τρομάζει κι οι τρίχες του σηκώνονται κι ο νους του παραλλάσσει.
Μεγάλο και ξακουστό το πανηγύρι σ' ολόκληρη την επαρχία... Και το βραβείο ήταν ξεχωριστή τιμή για όποιον το 'παιρνε... Η προσωπική αξία και η παλικαριά βρισκόταν πάντα σε μεγάλη υπόληψη.
Μια φορά όμως σε κάποια απονομή επάθλων γίνηκε παρεξήγηση ανάμεσα στα «πέρα χωριά» και στα «πόδε» κι οι ιερείς, για να μη χειροτερέψει το κακό, κανόνισαν να παίρνουν μέρος στον εορτασμό τη μια χρονιά οι κάτοικοι των «πέρα χωριών και την άλλη των «πόδε».
Πέρασαν κάμποσα χρόνια κι ύστερα, ίσως από λάθος, ίσως και σκόπιμα, οι ιερείς κάλεσαν ταυτόχρονα όλους τους κατοίκους.
Μόλις ανταμώθηκαν στην εκκλησιά του Αγίου, ζωντάνεψαν οι παλιές έχθρες και χωρίς να λογαριάσουν, την ιερότητα του χώρου, 40 παλικάρια, λέει, (20 από κάθε μεριά) τράβηξαν τις πιστόλες τους κι αλληλοπυροβολήθηκαν. Όμως κανένα όπλο δεν πυροδότησε... Όλα έπαθαν αφλογιστία!
Μπήκαν στη μέση οι γεροντότεροι και κατάφεραν να τους συμφιλιώσουν. Τα μίση παραμερίστηκαν κι αποφάσισαν να γιορτάσουν όπως παλιά. Διασκέδασαν όλοι μαζί και στη συνέχεια οι 40 νέοι πήραν μέρος στο σημάδι. Πυροβόλησαν με τα ίδια όπλα, και με τα ίδια φυσέκια. Κανένα «δεν έσφαλε»!..
Μια άλλη φορά ένας βοσκός έταξε στον Άγιο να του χαρίσει ένα συγκεκριμένο νεογέννητο τράγο. Μα καθώς περνούσαν οι μήνες κι ο τράγος γινόταν ένα μεγαλόπρεπο ζώο, ο βοσκός λυπήθηκε να τον σφάξει και πήρε στη θέση του έναν άλλο «αχαμνότερο», κατά την τοπική έκφραση, και τον πήγε στο πανηγύρι.Ενώ όμως συνεχιζόταν η λειτουργία κι έβραζαν τα καζάνια για ψηθεί το κρέας από τις δωρεές, ακούστηκε ήχος από λέρι που όλο και πλησίαζε. Ήταν ο εκλεκτός τράγος που κατέβαινε ολομόναχος απ' τη Μαδάρα, πλησίασε την εκκλησιά, πήδησε τον μαντρότοιχο, έφτασε στην πόρτα του ναού κι εκεί σωριάστηκε στο έδαφος και ξεψύχισε!
Ο βοσκός έκπληκτος και τρομαγμένος, διηγήθηκε στους άλλους πανηγυριώτες τι είχε συμβεί και ζήτησε συχώρεση...
Τέτοιοι θρύλοι κυκλοφορούν πολλοί. Μα ο μεγάλος, ο ανεξήγητος θρύλος είναι στο Φραγκοκάστελο!



Το Φραγκοκάστελο!
Πάνω από 600 χρόνια σε τούτη την απόμερη γωνιά της Κρητικής γης υψώνεται το ρημαγμένο σήμερα κάστρο, που το' χτισαν οι Βενετσιάνοι για να κρατούν σε υποταγή τους απροσκύνητους Σφακιανούς.Οι εκατοντάδες Έλληνες επισκέπτες που έρχονται για να χαρούν τη θάλασσα, το παρατηρούν με μια αδιαφορία που φτάνει συχνά στα όρια της αποστροφής, λες κι ασυναίσθητα συνεχίζουν την περιφρόνηση και την εχθρότητα που έδειξαν οι ντόπιοι στο φανέρωμα του.
Ας ξαναθυμηθούμε την ιστορία του:
Στα 1340 οι φεουδάρχες των Χανιών ζήτησαν από τη Βενετία να χτιστεί ένα φρούριο κοντά στην εκκλησιά του Αγίου Νικήτα, στα Σφακιά, για ν' ασφαλίσουν, απ' τις κουρσάρικες επιδρομές, τον ορμίσκο που βρίσκεται εκεί κοντά, μα προπαντός για να' χουν ένα στήριγμα στην «καταστολή των εξεγέρσεων» των κατοίκων της περιοχής. Η Γαληνότατη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου δεν είχε αντίρρηση στο χτίσιμο, μα δεν έδιδε τ' απαραίτητα χρήματα. Μπροστά όμως στην επιμονή των φεουδαρχών υποχώρησε και στα 1371 αποφασίστηκε η ανέγερση του φρουρίου.

Έτσι, ξαφνικά, η άλλοτε ερημική περιοχή γίνηκε σωστό μελισσολόι. Οι Βενετσιάνοι έφεραν εργάτες και μαστόρους, πετροκόπους και κουβαλητάδες, κόσμο και κόσμο και τους έριξαν στη δουλειά. Άλλοι άνοιγαν θεμέλια; άλλοι κουβαλούσαν υλικά, άλλοι έκοβαν ξύλα. άλλοι έφτιαχναν ασβεστοκάμινα. Βιάζονταν να τελειώσω μιαν ώρα γρηγορότερα, γιατί φοβούνταν να μένουν σ' αυτό τον επικίνδυνο τόπο. Κι είχαν δίκιο να φοβούνται. Οι Σφακιανοί που ποτέ δεν κάθονταν με σταυρωμένα χέρια, κινήθηκαν και τώρα. Μόλις συνειδητοποίησαν τις προθέσεις των καταχτητών έκαμαν επιδρομή κι έσφαξαν αρκετούς. Οι απώλειες συμπληρώθηκαν και ταυτόχρονα πάρθηκαν ισχυρά μέτρα ασφαλείας: Στρατός φύλαγε όλη μέρα τους εργαζόμενους και το βράδυ όλοι έμπαιναν σε βάρκες, πήγαιναν στα καράβια που ήσαν στ' ανοιχτά αγκυροβολημένα και αυτά περνούσαν τη νύχτα.
Μα οι Σφακιανοί με αρχηγούς τα έξι ηρωικά αδέρφια, τους Πατσούς, γκρέμιζαν τη νύχτα ό,τι οι Βενετσιάνοι έχτιζαν την ημέρα και συγχρόνως χαλούσαν τ' ασβεστοκάμινα. Πώς να χτιστεί έτσι το κάστρο που «ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ γκρεμιζόταν;».Οι καταχτητές τότε φέρανε πολύ στρατό, ζώσανε τον τόπο γύρω, μέρα νύχτα, και το κάστρο χτίστηκε. Σ' αυτό το διάστημα κατάφεραν κι έπιασαν τα έξι αδέρφια, τους Πατσούς, και τους κρέμασαν στους πύργους και στην είσοδο του φρουρίου...
Μα η ιστορία του κάστρου δεν τελειώνει εδώ: Στα χρόνια της τουρκοκρατίας πέρασε, όπως ήταν φυσικό, στα χέρια των καινούριων καταχτητών κι εδώ ήρθε ο πρωτομάρτυρας της Λευτεριάς, ο Δασκαλογιάννης με τις 70 κεφαλές του σηκωμού και παραδόθηκε στους Τούρκους.Με δραματική λιτότητα το ιστορεί ο ριμαδόρος: «...Φτάνουν στο Φραγκοκάστελο και στον πασά ποσώνου, κι εκείνος δούδει τ' όρντινο κι ευτύς τσοι ξαρματώνου. Ούλους τσοι ξαμαρτώσασι και τσοι μπισταγκωνίζου και τότες δα το νιώσασι πως δεν ξαναγυρίζου...».
Μα η μέρα που στάθηκε σφαδιακή για το κάστρο ήταν η 18 του Μάη του 1828. Εκείνη την ημέρα γίνηκε ολοκαύτωμα ο Χατζή Μιχάλης Νταλιάνης, ο Ηπειρώτης αγωνιστής, που συνεπαρμένος από τους αγώνες και τις θυσίες των προγόνων μας, ήρθε στο αιματόβρεχτο νησί μας με 100 καβαλάρηδες και 600 πεζούς, να βοηθήσει την επανάσταση που τρεμόσβηνε. Και στάθηκε μπροστά σ’ αυτό το κάστρο, αποφασισμένος να σταματήσει το Μουσταφά πασα. Κι έδωσε τη ζωή του για τη λευτεριά της Κρήτης, μαζί με 385 παλικάρια του...
Μπροστά στο Φραγκοκάστελο γίνηκε άγριο μακελειό. Κι οι πολεμίστρες του κάστρου είδαν ηρωισμούς που γλώσσα δεν μπορεί να περιγράψει. Από το χαροπάλεμα αναταράχτηκε ο τόπος κι έτρεξε ποταμός το αίμα και βάφτηκε η γης...
Ύστερα, όπως γίνεται πάντα, όλα ησύχασαν. Και τα σημάδια το μακελειού κάθε μέρα λιγοστεύουν. Κι ίσως να 'σβηναν κάποτε, αν έλειπαν οι Δροσουλίτες που διατηρούνε ζωντανή στη μνήμη, τη θυσία των γενναίων.
Το μήνα Μάη, 17-18 με το παλιό ημερολόγιο, την ώρα π' αρχίζει ν' αχνοφέγγει τότε που παιγνιδίζουν οι σκιές των θάμνων, καθώς ετοιμάζονται να δεχτούν τον ήλιο που θα φανεί, κείνη την ώρα που η δροσούλα σκεπάζει τα κλαδιά που μένουν ακίνητα μέσα στην ηρεμία του πρωινού, παρουσιάζεται ένας αυλός στρατός, μια συνοδεία από ίσκιους, μια σειρά από φιγούρες που δεν ξεχωρίζουν καλά καλά αν είναι ανθρώπινες ή όχι και προχωρούν, σαν σε παρέλαση, από το μοναστήρι του Άι-Χαραλάμπη στο Φραγκοκάστελο. Είναι ντυμένοι με μαύρα, άλλοι πεζοί και άλλοι καβαλάρηδες, φορούν περικεφαλαίες, κρατούν όπλα και ξίφη που αστράφτουν. Είναι οι Δροσουλίτες.
Όταν τους πλησιάσει κανείς, φεύγουν και χάνονται προς τη θάλασσα...Εκείνοι που τους βλέπουν - γιατί δεν τους βλέπουν όλοι - πιστεύουν ότι είναι οι ψυχές των σκοτωμένων που ξαναγυρίζουν στο Φραγκοκάστελο κάθε επέτειο της σφαγής:
«Μ' ακόμα και το σήμερα στση 17 τον Μάη,
ούλο τ' ασκέρι φαίνεται με το Χατζημιχάλη.
Και πολεμούν στα σύννεφα κι ακούγονται οι μπορμπάδες,
φωναίς κι αλογοπεταλιαίς στον καστελλιού τση μπάνταις.
Ούλοι οι γι' αλαφρόστρατοι θωρούν τση και τρομάζουν,
μα κείνοι ο θεός σχωρέσει των κανένα δεν πειράζουν...»

Οι επιστήμονες δε συμφωνούν μ' αυτή την εξήγηση, αλλά μήπως όλα μπορεί να τα εξηγήσει η επιστήμη; Υπάρχουν τόσα και τόσα μυστήρια γύρω μας...
Ένα τέτοιο μυστήριο είναι ασφαλώς κι οι Δροσουλίτες. Κι άμα βρεθείς εκεί που φανερώνονται, δεν μπορείς παρά θα συμφωνήσεις με το Γιώργη Μανουσάκη, ότι «Οι Δροσουλίτες είν' οι νεκροί του Φραγκοκάστελου, καθώς τους βλέπουνε με την απλή την αδιάφθορη ματιά τους οι Σφακιανοί και καθώς τους εξηγούνε με τη μυθοπλαστική φαντασία τους. Ποιος βεβαιώνει πως δεν υπάρχει θύρα απ' όπου να επικοινωνεί το εδώ με το επέκεινα;

Για όσους ζούνε στην πλατύστερνη αγκαλιά της φύσης συνταιριασμένοι με το ρωμαλέο ρυθμό της, οι δυο κόσμοι, τούτος των σωμάτων κι ο άλλος των ίσκιων βρίσκονται σ' αδιάκοπη επικοινωνία. Οι ψυχές των σκοτωμένων ανεβαίνουνε στο χώμα που ζήσανε και πεθάνανε, να ξαναδούνε τη θάλασσα και το φως, ν' ανασάνουνε την ευωδιά του θύμου και του φασκόμηλου που 'ρχονται από τη Μαδάρα, να νιώσουνε την αυγινή δροσιά και να θυμηθούνε τις ομορφιές της γης και την αιματερή θυσία τους. Κι οι ζωντανοί «θωρούσι και τρομάσου» με την παρουσία μέσα στο χώρο της καθημερινής ζωής τους τούτης της αυλής συνοδείας, που 'ρχεται από τον άγνωστο μεταθανάτιο κόσμο, σαν να επιβεβαιώνει την ύπαρξη του. Άνθρωποι και υπερφυσικοί ίσκοι βαδίζουνε πάνω στα ίδια χώματα απόλυτα φιλιωμένοι»..............
(Θρύλος παρμένος απο το βιβλίο "Θρύλοι και Παραδόσεις")
Η Ερμήνευση του Θρύλου
Κατά το Ά Παγκόσμιο πόλεμο και κατα τη διάρκεια της μάχης του Mons του Βελγίου, έπεσε στην αντίληψη χιλιάδων στρατιωτών ένα περίεργο φαινόμενο, κινούμενων ανθρωπίνων σκιών πάνω απο τους μαχώμενους στρατιώτες, και εδώθη τότε το όνομα "Οι άγγελοι του Mons". Στήλες ολόκληρες του αγγλικού τύπου, διέθεσαν για την περιγραφή του φαινομένου αυτού και διάφορες εξηγήσεις δόθηκαν απο τους ασχολούμενους περι ψυχικά και πνευματιστικά φαινόμενα. Τελικά οι " Οι άγγελοι του Mons" παρέμεινε γεγονός ιστορικό και ανεξήγητο μέχρι και σήμερα. Έτσι λοιπόν έκαναν και την εμφάνισή τους, στη Νήσο Κρήτη στο Ενετικό και ερειπωμένο φρούριο του Φραγκοκάστελου, "Οι Δροσουλίτες"Στη νοτιοανατολική παραλία της επαρχίας Σφακίων, σχεδόν κάθε χρόνο, κατά τα μέσα του μηνός Μαΐου, στρατιά ολόκληρη ιππέων και πεζών κάνει την εμφάνισή τους, σαν σκιές που κάνουν παρέλαση πάνω στο λυβικό πέλαγος, πρίν ο ήλιος ανατείλει, την ώρα που η φύση έχει απλώσει τη δροσουλιασμένη της πάχνη γύρω της....... Εφόσον οι κατάλληλες ατμοσφαιρικές συνθήκες το επιτρέπουν, μια ελαφριά ομίχλη, η δροσούλα, όπως ονομάζεται στην κριτική διάλεκτο, απλώνεται και απο κεί πήρε το όνομα άλλωστε αυτό το παράξενο φαινόμενο.
Πριν πολλά χρόνια, ο Πρόεδρος της Φυτολογικής Εταιρίας του Λονδίνου, Κύριος G.Baker, επισκέφθηκε την Κρήτη προκειμένου να συλλέξει σπάνια φυτά. Κατα τη διαμονή του σε ξενοδοχείο της περιοχής, χωρικοί της περιοχής άρχισαν να διηγούνται για τα "φαντάσματα" που είναι ορατά, σχεδόν κάθε χρόνο. Ο τόνος και η λεπτομερής διήγηση προξένησαν μεγάλη εντύπωση στον Κύριο G.Baker, αφού και ο ίδιος ασχολούνταν με πνευματιστικά φαινόμενα, και η γνώμη που σχημάτισε και ο ίδιος, ήταν οτι δεν πρόκειται για κάποιο τυχαίο γεγονός, ή για κάποιο συνηθισμένο μύθο και Θρύλο της Κρητικής παράδοσης, αλλά πίσω απο αυτό το φαινόμενο κρύβεται μια αληθινή ιστορία.
Αποφάσισε λοιπόν να ξαναέρθει τον επόμενο Μάιο αφού πρώτα ζήτησε κάποιος να συλλέξει πληροφορίες. Οι πληροφορίες ήταν οι εξής:
Κάθε χρόνο, περί τα μέσα Μαΐου και όταν ο καιρός είναι ομιχλώδης, λίγα λεπτά πρίν την ανατολή του Ήλιου, στη θέση Θυμέ Κάμπος, και προς το φρούριο του Φραγκοκάστελου, παρελαύνει, απο τη δύση προς την ανατολή, πλήθος σκιών ιππέων και πεζών στρατιωτών, με περικεφαλαίες και ξίφη. Ανατέλλοντας ο ήλιος οι σκιές αυτές σιγά - σιγά γίνονται δυσδιάκριτες, και εξαφανίζονται εντελώς μόλις πέσουν οι πρώτες ακτίνες του Ήλιου. Το φαινόμενο διαρκεί περίπου 8' (λεπτά) της ώρας. Εν πάση περιπτώσει είναι ένα αδιαμφισβήτητο ιστορικό γεγονός με ενδιαφέρουσες πληροφορίες αλλά ανεξήγητο απο επιστημονικής πλευράς... Τώρα αν με ρωτήσετε εμένα, εκδοχές υπάρχουν πολλές, αλλά ο Θάνατος του Χατζη-Μιχάλη και ο χαμός των 338 ανδρών, είναι το μόνο που με συγκίνησε ...........

"Η Κρήτη των Θρύλων"
Χαρωνίτης Βασίλειος
Εκδ. "Σμυρνιωτάκη".


http://www.chania-info.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=178&Itemid=137