Σάββατο 2 Μαρτίου 2013

Διονύσιος Σολωμός (β΄μέρος)


ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ


Στην περίοδο 1833 + ,ανήκει η τελευταία ελληνόγλωσση δημιουργία του ποιητή, η κορυφαία, παρά την αποσπασματική μορφή της, επίδοση της ποίησής του, οι "Ελεύθεροι Πολιορκημένοι". Είναι το ποίημα που τον απασχόλησε όσο κανένα άλλο, ένα "έργο ζωής" όπως θα λέγαμε σήμερα. Η σύνθεση περιλαμβάνει τρία σχεδιάσματα. Το πρώτο σχεδίασμα γράφτηκε στο τέλος του 1826, σε οχτάστιχες στροφές με αμφιβραχικούς εξασύλλαβους και πεντασύλλαβους στίχους, το δεύτερο την περίοδο 1834-1844 σε ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους και το τρίτο από το 1844 και έπειτα σε ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους ανομοιοκατάληκτους στίχους. Θέμα του ποιήματος είναι τα γεγονότα της δεύτερης πολιορκίας του Μεσολογγίου, που διάρκεσε από τις 15 Μαρτίου 1825 έως τη 10η Απριλίου 1826. Κυρίως προβάλλονται οι 15 τελευταίες ημέρες από τη μάχη της Κλείσοβας μέχρι την απεγνωσμένη και ηρωική έξοδο την παραμονή των Βαΐων, που αποτελεί συνάμα την υψηλότερη και αποφασιστικότερη στιγμής της Επανάστασης. Οι "Ελεύθεροι Πολιορκημένοι" του Σολωμού ξεπερνούν όλα τα ψυχικά και υλικά εμπόδια (πείνα, έλλειψη πολεμοφοδίων), νικούν τον "Πειρασμό" που τους δημιουργεί η ομορφιά της ανοιξιάτικης φύσης και έχοντας πλήρη συναίσθηση της αξίας της ζωής αποφασίζουν ή να ελευθερωθούν ή να πεθάνουν. Τα γεγονότα του Μεσολογγίου, παρόλο που τα ζει ο Σολωμός από κοντά -σε πολλές περιπτώσεις οι κανονιές από το πολιορκημένο φρούριο ακούγονται μέχρι τη Ζάκυνθο-, ωστόσο δεν τα περιγράφει την ίδια στιγμή αλλά πολύ αργότερα. Στη διάρκεια της δεύτερης και τρίτης επεξεργασίας του ποιήματος, ο Σολωμός δέχτηκε την επίδραση του γερμανικού ιδεαλισμού του Χέγκελ, του Σίλλερ, του Γκαίτε κ.ά. Χαρακτηριστικό της εξέλιξης του φιλοσοφικού προβληματισμού του ποιητή είναι και οι διαδοχικοί τίτλοι που βάζει στο ποίημα (Το Μεσολόγγι, Οι Αδελφοποιητοί, Το Χρέος), για να καταλήξει στην αντίθεση του τελευταίου τίτλου (Ελεύθεροι και συγχρόνως Πολιορκημένοι) που δείχνει τη νίκη του πνεύματος πάνω στις αισθήσεις.
To συγκεκριμένο έργο, μελοποιήθηκε πολλές φορές από πολλούς άξιους συνθέτες.
Πολύ γνωστή η μελοποίηση του Γιάννη Μαρκόπουλου με τη φωνή του Λάκη Χαλκιά , του Νίκου Ξυλούρη, αλλά του Ηλία Κλωναρίδη, χρόνια αργότερα δε και του Μάριου Φραγκούλη .

 
Εδώ μπορείτε ν΄ακούσετε ολόκληρη  τη " λαϊκή λειτουργία "του Γιάννη Μαρκόπουλου. Τραγουδούν: Χαράλαμπος Γαργανουράκης, Ηλίας Κλωναρίδης, Βασιλική Λαβίνα.
Αφηγείται η ηθοποιός Νίκη Τριανταφυλλίδη.
Συμμετέχει το Χορωδιακό Εργαστήρι Νέων Καλλιτεχνών.

 
(00:58 Προλογίζει ο Γιάννης Μαρκόπουλος)

ΣΤΟΧΑΣΜΟΣ - ΕΙΣΑΓΩΓΗ 02:34
ΜΗΤΕΡΑ ΜΕΓΑΛΟΨΥΧΗ 04:10
ΤΟ ΧΑΡΑΜΑ 10:01
ΑΚΡΑ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ ΣΙΩΠΗ 13:30
ΑΛΛ' ΗΛΙΟΣ ΑΛΛ' ΑΟΡΑΤΟΣ 17:20 - 18:00
Η ΘΕΛΗΣΗ ΜΟΥ ΒΡΑΧΟΣ 22:06
ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ 25:37
ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ... 32:58
ΟΠΟΥ Ν' ΕΡΜΙΑ ΚΑΙ ΣΚΟΤΕΙΝΙΑ 37:04
ΒΑΡΩΝΤΑΣ ΓΥΡΟΥ ΟΛΟΓΥΡΑ 40:38
ΜΙΑ ΦΟΥΧΤΑ ΧΩΜΑ (ΕΠΑΨΑΝ ΤΑ ΦΙΛΙΑ ΣΤΗ ΓΗ) 43:54
ΑΡΑΠΙΑΣ ΑΤΙ... 49:51 - 50:28

ΕΞΟΔΟΣ - ΔΡΟΜΟ ΝΑ ΣΧΙΣΟΥΝ ΤΑ ΣΠΑΘΙΑ 58:58


Στα μάτια και στο πρόσωπο φαίνοντ’ οι στοχασμοί τους.
Τους λέει μεγάλα και πολλά η τρίσβαθη ψυχή τους,
αγάπη κι έρωτας καλού τα σπλάχνα τους τινάζουν.
Τα σπλάχνα τους κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν.
Γλυκιά κι ελεύθερ’ η ψυχή σαν να `τανε βγαλμένη
κι υψώναν με χαμόγελο την όψη τη φθαρμένη. 
(Μάριος Φραγκούλης)



 
 Μνήσθητι Κύριε,
Μουσική-ερμηνεία Νίκος Ξυδάκης




Απόσπασμα από το Β΄σχεδίασμα(Γ.Μαρκόπουλος)



Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·

λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.

Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·

στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα καί κλαίει:

«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω γω στο χέρι;

οπού συ μού ΄γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει».


II

Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν καί γελούνε,

κι όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.

................................................................................

 

 Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει,
και μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
π’ ολονυχτίς εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη.

Και μες στης λίμνης τα νερά, όπ’ έφθασε μ’ ασπούδα,
έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,

που ευώδιασε τον ύπνο της μεσα στον άγριο κρίνο·
το σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκειά κι εκείνο.

Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη·
η μαύρη πέτρα ολόχρυση καί το ξερό χορτάρι.

Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει:
«Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει».


III

 
 «Σάλπιγγα, κοψ’ του τραγουδιού τα μάγια με <τή> βία,
γυναικός, γέροντος, παιδιού, μήν κόψουν την αντρεία».

Χαμένη, αλίμονο, κι οκνή τη σάλπιγγα γρικάει·
αλλά πώς φθάνει στον εχθρό και καθ’ ηχώ ξυπνάει;
Γέλιο στο σκόρπιο στράτευμα σφοδρό γεννοβολιέται,
κι η περιπαίχτρα σάλπιγγα μεσουρανίς πετιέται·
και με χαρούμενη πνοή το στήθος το χορτάτο,
τ' αράθυμο, το δυνατό, κι όλο ψυχές γιομάτο,
βαρώντας γύρου ολόγυρα, ολόγυρα και πέρα,
τον όμορφο τρικύμισε καί ξάστερον αέρα·

τέλος μακριά σέρνει λαλιά, σαν το πεσούμεν’ άστρο,
τρανή λαλιά, τρόμου λαλιά, ρητή κατά το κάστρο.



...................................................................................
Χρυσή σφραγίδα του Διονύσιου Σολωμού, με το μονόγραμμά του και τη λατινική επιγραφή VERUM AMO VERUM VOLO (την αλήθεια αγαπώ την αλήθεια επιθυμώ).Μουσείο Μπενάκη

χειρόγραφο του Σολωμού


 Μητέρα, μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα
κι αν στο κρυφό μυστήριο ζουν πάντα τα παιδιά σου
με λογισμό και μ’ όνειρο, τι χάρη έχουν τα μάτια,
τα μάτια τούτα να σε ιδούν μες το πανέρμο δάσος,
που ξάφνου σου τριγύρισε τ’ αθάνατα ποδάρια.
Κοίτα, με φύλλα της Λαμπρής, με φύλλα των Βαϊώνε!
Το θεϊκό σου πάτημα δεν άκουσα, δεν είδα,
ατάραχη σαν ουρανός μ’ όλα τα κάλλη πώχει,
που μέρη τόσα φαίνονται και μέρη `ναι κρυμμένα.
Αλλά, Θεά, δεν ημπορώ ν’ ακούσω τη φωνή σου
κι ευθύς εγώ του Ελληνικού κόσμου να τη χαρίσω;
Δόξα `χ’ η μαύρη πέτρα του και το ξερό χορτάρι.

 


 Από το Χρήστο Λεοντή



«Το χάραμα επήρα
του Ήλιου το δρόμο
κρεμώντας τη λύρα
τη δίκαιη στον ώμο
κι' απ' όπου χαράζει
ως όπου βυθά,



Παράμερα στέκει
ο άντρας, και κλαίει'
αργά το τουφέκι
σηκώνει, και λέει:
«Σε τούτο το χέρι
τι κάνεις εσύ;
Ο εχθρός μου το ξέρει
πως μου είσαι βαρύ»

Της μάνας ω λαύρα!
τα τέκνα τριγύρου
φθαρμένα και μαύρα,
σαν ήσκιους ονείρου'
λαλεί το πουλάκι
στου πόνου τη γη,
και βρίσκει σπειράκι,
και μάννα φθονεί.

Γροικούν να ταράζη
του εχθρού τον αέρα
μιαν άλλη, που μοιάζει
τ' αντίλαλου πέρα'
και ξάφνου πετιέται
με τρόμου λαλιά'
πολληώρα γροικιέται
κι' ο κόσμος βροντά.

Αμέριμνον όντας
τ' Αράπη το στόμα
σφυρίζει, περνώντας
στου Μάρκου το χώμα'
διαβαίνει, κι' αγάλι
ξαπλώνετ' εκεί,
που εβγήκ' η μεγάλη
του Μπάιρον ψυχή.

Προβαίνει και κράζει
τα έθνη σκιασμένα.

Και ω πείνα και φρίκη!
δε σκούζει σκυλί!

Και η μέρα προβαίνει,
τα νέφια συντρίβει'
να, η νύχτα που βγαίνει,
κι' αστέρι δεν κρύβει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου