Δευτέρα 25 Μαρτίου 2013

ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ Α΄ΜΕΡΟΣ



Αντί προλόγου, αφήνουμε τον ίδιο τον ΄Αγγελο Σικελιανό να μας μιλήσει με το ποίημά του ΙΕΡΑ ΟΔΟΣ, από τη συλλογή Ορφικά του 1935, που έχει μία ξεχωριστή θέση στην καρδιά μας, βοηθώντας  να κατανοήσουμε αρκετά, το πνεύμα και την ψυχή του ποιητή.


Εἰκόνα

Ο Σικελιανός απαγγέλλει:
http://youtu.be/2bXcKXRebu0 

Ἀπὸ τὴ νέα πληγὴ ποὺ μ᾿ ἄνοιξεν ἡ μοίρα ἔμπαιν᾿ ὁ ἥλιος, θαρροῦσα, στὴν καρδιά μου μὲ τόση ὁρμή, καθὼς βασίλευε, ὅπωςἀπὸ ραγισματιὰν αἰφνίδια μπαίνει τὸ κύμα σὲ καράβι π᾿ ὁλοένα βουλιάζει. Γιὰ ἐκεῖνο πιὰ τὸ δείλι,σὰν ἄρρωστος, καιρό, ποὺ πρωτοβγαίνει ν᾿ ἀρμέξει ζωὴ ἀπ᾿ τὸν ἔξω κόσμον, ἤμουν περπατητὴς μοναχικὸς στὸ δρόμο ποὺ ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν Ἀθήνα κ᾿ ἔχει σημάδι του ἱερὸ τὴν Ἐλευσίνα.Τί ἦταν γιὰ μένα αὐτὸς ὁ δρόμος πάντα σὰ δρόμος τῆς Ψυχῆς.Φανερωμένος μεγάλος ποταμός, κυλοῦσε ἐδῶθε ἀργὰ συρμένα ἀπὸ τὰ βόδια ἁμάξια γεμάτα ἀθεμωνιὲς ἢ ξύλα, κι ἄλλα ἁμάξια, γοργὰ ποὺ προσπερνοῦσαν,μὲ τοὺς ἀνθρώπους μέσα τοὺς σὰν ἴσκιους.Μὰ παραπέρα, σὰ νὰ χάθη ὁ κόσμος κ᾿ ἔμειν᾿ ἡ φύση μόνη, ὥρα κι ὥρα μίαν ἡσυχία βασίλεψε. K᾿ ἡ πέτρα π᾿ ἀντίκρισα σὲ μία ἄκρη ριζωμένη,θρονί μου φάνη μοιραμένο μου ἦταν ἀπ᾿ τοὺς αἰῶνες. K᾿ ἔπλεξα τὰ χέρια,σὰν κάθισα, στὰ γόνατα, ξεχνώντας ἂν κίνησα τὴ μέρα αὐτὴ ἢ ἂν πῆρααἰῶνες πίσω αὐτὸ τὸν ἴδιο δρόμο.Μὰ νά· στὴν ἡσυχία αὐτή, ἀπ᾿ τὸ γύρο τὸν κοντινό, προβάλανε τρεῖς ἴσκιοι.Ἕνας Ἀτσίγγανος ἀγνάντια ἐρχόταν,καὶ πίσωθέ του ἀκλούθααν, μ᾿ ἁλυσίδες συρμένες, δυὸ ἀργοβάδιστες ἀρκοῦδες.Καὶ νά· ὡς σὲ λίγο ζύγωσαν μπροστά μου καὶ μ᾿ εἶδε ὁ Γύφτος, πρὶν καλὰ προφτάσω νὰ τὸν κοιτάξω, τράβηξε ἀπ᾿ τὸν ὦμοτὸ ντέφι καί, χτυπώντας το μὲ τό ῾ναχέρι, μὲ τ᾿ ἄλλον ἔσυρε μὲ βία τὶς ἁλυσίδες. K᾿ οἱ δυὸ ἀρκοῦδες τότε στὰ δυό τους σκώθηκαν, βαριά.Ἡ μία,(ἤτανε ἡ μάνα, φανερά), ἡ μεγάλη,μὲ πλεχτὲς χάντρες ὅλο στολισμένο τὸ μέτωπο γαλάζιες, κι ἀπὸ πάνω μίαν ἄσπρη ἀβασκαντήρα, ἀνασηκώθη ξάφνου τρανή, σὰν προαιώνιο νά ῾ταν ξόανο Μεγάλης Θεᾶς, τῆς αἰώνιας Μάνας,αὐτῆς τῆς ἴδιας ποὺ ἱερὰ θλιμμένη,μὲ τὸν καιρὸν ὡς πῆρε ἀνθρώπινη ὄψη,γιὰ τὸν καημὸ τῆς κόρης της λεγόνταν Δήμητρα ἐδῶ, γιὰ τὸν καημὸ τοῦ γιοῦ της πιὸ πέρα ἦταν Ἀλκμήνη ἢ Παναγία.Καὶ τὸ μικρὸ στὸ πλάγι της ἀρκούδι,σὰ μεγάλο παιχνίδι, σὰν ἀνίδεο μικρὸ παιδί, ἀνασκώθηκε κ᾿ ἐκεῖνο ὑπάκοο, μὴ μαντεύοντας ἀκόματοῦ πόνου του τὸ μάκρος, καὶ τὴν πίκρα τῆς σκλαβιᾶς, ποὺ καθρέφτιζεν ἡ μάνα στὰ δυὸ πυρά της ποὺ τὸ κοίτααν μάτια!Ἀλλ᾿ ὡς ἀπὸ τὸν κάματον ἐκείνη ὀκνοῦσε νὰ χορέψει, ὁ Γύφτος, μ᾿ ἕνα῾πιδέξιο τράβηγμα τῆς ἁλυσίδας στοῦ μικροῦ τὸ ρουθούνι, ματωμένο ἀκόμα ἀπ᾿ τὸ χαλκὰ ποὺ λίγες μέρες φαινόνταν πὼς τοῦ τρύπησεν, αἰφνίδια τὴν ἔκαμε, μουγκρίζοντας μὲ πόνο,νὰ ὀρθώνεται ψηλά, πρὸς τὸ παιδί της γυρνώντας τὸ κεφάλι, καὶ νὰ ὀρχιέται ζωηρά.K᾿ ἐγώ, ὡς ἐκοίταζα, τραβοῦσα ἔξω ἀπ᾿ τὸ χρόνο, μακριὰ ἀπ᾿ τὸ χρόνο,ἐλεύτερος ἀπὸ μορφὲς κλεισμένεςστὸν καιρό, ἀπὸ ἀγάλματα κ᾿ εἰκόνες·ἤμουν ἔξω, ἤμουν ἔξω ἀπὸ τὸ χρόνο.Μὰ μπροστά μου, ὀρθωμένη ἀπὸ τὴ βία τοῦ χαλκὰ καὶ τῆς ἄμοιρης στοργῆς της,δὲν ἔβλεπα ἄλλο ἀπ᾿ τὴν τρανὴν ἀρκούδα μὲ τὶς γαλάζιες χάντρες στὸ κεφάλι,μαρτυρικὸ τεράστιο σύμβολο ὅλου τοῦ κόσμου, τωρινοῦ καὶ περασμένου,μαρτυρικὸ τεράστιο σύμβολο ὄλο υτοῦ πόνου τοῦ πανάρχαιου, ὁπ᾿ ἀκόμα δὲν τοῦ πληρώθη ἀπ᾿ τοὺς θνητοὺς αἰῶνες ὁ φόρος τῆς ψυχῆς.Τί ἐτούτη ἀκόμα ἦταν κ᾿ εἶναι στὸν Ἅδη.Καὶ σκυμμένο τὸ κεφάλι μου κράτησα ὁλοένα,καθὼς στὸ ντέφι μέσα ἔριχνα, σκλάβος κ᾿ ἐγὼ τοῦ κόσμου, μιὰ δραχμή. Μὰ ὡς, τέλος,ὁ Ἀτσίγγανος ξεμάκρυνε, τραβώντας ξανὰ τὶς δυὸ ἀργοβάδιστες ἀρκοῦδες,καὶ χάθηκε στὸ μούχρωμα, ἡ καρδιά μου μὲ σήκωσε νὰ ξαναπάρω πάλι τὸ δρόμον ὁποὺ τέλειωνε στὰ ῾ρείπια τοῦ Ἱεροῦ τῆς Ψυχῆς, στὴν Ἐλευσίνα.K᾿ ἡ καρδιά μου, ὡς ἐβάδιζα, βογγοῦσε:«Θά ῾ρτει τάχα ποτέ, θὲ νά ῾ρτει ἡ ὥρα ποὺ ἡ ψυχὴ τῆς ἀρκούδας καὶ τοῦ Γύφτου,κ᾿ ἡ ψυχή μου, ποὺ Μυημένη τηνὲ κράζω,θὰ γιορτάσουν μαζί;» Κι ὡς προχωροῦσα,καὶ βράδιαζε, ξανάνιωσα ἀπ᾿ τὴν ἴδια πληγή, ποὺ ἡ μοίρα μ᾿ ἄνοιξε, τὸ σκότος νὰ μπαίνει ὁρμητικὰ μὲς στὴν καρδιά μου,καθὼς ἀπὸ ραγισματιὰν αἰφνίδια μπαίνει τὸ κύμα σὲ καράβι ποὺ ὁλοένα βουλιάζει. Κι ὅμως τέτοια ὡς νὰ διψοῦσε πλημμύραν ἡ καρδιά μου, σᾶ βυθίστη ὡς νὰ πνίγηκε ἀκέρια στὰ σκοτάδια,σὰ βυθίστηκε ἀκέρια στὰ σκοτάδια,ἕνα μούρμουρο ἁπλώθη ἀπάνωθέ μου,ἕνα μούρμουρο,κ᾿ ἔμοιαζ᾿ ἔλεε:«Θὰ ῾ρτει.»

Ὁ Ἄγγελος Σικελιανὸς (Λευκάδα, 15 Μαρτίου 1884 – Ἀθήνα, 19 Ἰουνίου 1951) ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς μείζονες Ἕλληνες ποιητές. Τὸ ἔργο του διακρίνεται ἀπὸ ἕναν ἔντονο λυρισμὸ καὶ ἕναν ἰδιαίτερο γλωσσικὸ πλοῦτο. 
Ἔργο
Ποιήματα

Ὁ ποιητὴς ἐξέδωσε ὁ ἴδιος τὰ ἔργα του σὲ τρεῖς τόμους μὲ τὸν τίτλο Λυρικὸς Βίος(1946 Α καὶ Β, 1947 Γ), ἀφήνοντας ἔξω κάποια ἔργα ποὺ δὲν θεώρησε ἀπαραίτητο νὰ συμπεριλάβει.
Τὸ 1965 ἄρχισε ἡ ἔκδοση τῶν «Ἁπάντων» του μὲ ἐπιμέλεια τοῦ Γ. Π. Σαββίδη. Ἐκδόθηκαν πέντε τόμοι μὲ τὸ ἔργο ποὺ εἶχε δημοσιεύσει ὁ ποιητής (1965-1968) καὶ ἕκτος τόμος (1969) μὲ ὅσα ποιήματα εἶχε ἀφήσει ἐκτὸς τοῦ Λυρικοῦ Βίου.
Πεζὰ κείμενα
Συγκεντρωτικὴ ἔκδοση τῶν «Ἁπάντων»:
· Πεζὸς Λόγος Α (1978)
· Πεζὸς Λόγος Β (1980)
· Πεζὸς Λόγος Γ (1981)
· Πεζὸς Λόγος Δ (1983)
· Πεζὸς Λόγος Ε (1985)
Τραγῳδίες
· Ὁ Διθύραμβος τοῦ Ρόδου (1932)
· Σίβυλλα (1940)
· Ὁ Δαίδαλος στὴν Κρήτη (1942)
· Ὁ Χριστὸς στὴ Ρώμη (1946)
· Ὁ Θάνατος τοῦ Διγενῆ (1947)
· Ἀσκληπιὸς (ἡμιτελής)
Συγκεντρώθηκαν σὲ τρεῖς τόμους μὲ τὸν τίτλο Θυμέλη, Α καὶ Β 1950, Γ 1954

Εἰκόνα



ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ. Αποσπάσματα από το βιβλίο του Παντελή Πρεβελάκη (Ρέθυμνο, 18 Φεβρουαρίου 1909 - Αθήνα, 15 Μαρτίου 1986) Κρητικού, λογοτέχνη και καθηγητή της Ιστορίας της Τέχνης στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) το οποίο εξέδωσε το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, το 1990.


« ΠΡΟΛΟΓΟΣ
.........................
Τον Σικελιανό τον πρωταντάμωσα στις Δελφικές Εορτές του 1927, μέσα στο ιερώτερο τοπίο του κόσμου. Εκείνος ήταν στην ακμή της ηλικίας και ενσάρκωνε την ιδέα του Ποιητή. Εγώ ήμουν ένας άπραγος νέος, με μόνο το θαυμασμό μου ως εφόδιο για να τον πλησιάσω. Με τη γνωστή γενναιοφροσύνη του, μου προσέφερε ευθύς τη φιλία του, που την ανταπέδωσα με ενθουσιασμό. Στα μετέπειτα χρόνια, όσο βρισκόμουν στην ξενιτιά για σπουδές, ανταλλάξαμε μερικά γράμματα, και παρακολούθησα από μακριά τις περιπέτειες του βίου του και την ποιητική δημιουργία του. Η επικοινωνία μας έγινε αμεσώτερη μετά το 1937, όταν είχαμε και οι δυο κατοικία στην Αθήνα. Ο Σικελιανός διατηρούσε ακόμα την ελπίδα ν’ αναστήσει τις Δελφικές Εορτές, και από τη δημόσια θέση που κατείχα του παραστάθηκα στις προσπάθειές του. Στα 1939 μου έκαμε την τιμή να μου αφιερώσει το ποιήμά του «Το Χρονικό μιας Πολιτείας», ως ευλογία στο πρώτο μου πεζογράφημα.
Κατά τον πόλεμο, την Κατοχή και τον Εμφύλιο, το πατριωτικό μας φρονημα μας έφερε πιο κοντά. Τότε άρχισα να καταγράφω εντυπώσεις και κρίσεις, που γρήγορα αποτέλεσαν ογκώδη φάκελο, με το σκοπό να συντάξω μια πραγματεία για το βίο και το έργο του. Ο φάκελος φέρει ως χαρακτηριστική επιγραφή τους στίχους του Χαίλντερλιν που ο Παυσανίας (ο μαθητής) απευθύνει στον Εμπεδοκλή (Το δασκαλό του)
Ω, μάθε απ’ την αγάπη μου ποιος είσαι
κι αναλογίσου τι ήσουνα και ζήσε.
Το συγγραφικό μου σχέδιο υπήρξε από την αρχή μεγαλεπήβολο, και τούτο στάθηκε η ατυχία του.
Η προθεσή μου δεν ήταν να πλάσω ένα άγαλμα, αλλά να περιγράψω με φιλοδίκαιο πνεύμα τον αγώνα του ποιητή και να ερμηνεύσω το έργο του. Όταν ο θανατός του κατέστησε το βλέμμα μου ευλαβέστερο, ένιωσα πως ο χρόνος που μου έμενε να ζήσω θα ήταν ανεπαρκής για να εκπληρώσω το χρέος μου. Γιατί κάθε μέρα που μας φέρνει πιο κοντά στον τάφο, αυξάνει το συναίσθημα της ευθύνης. Μια νέα απαίτηση ανακόπτει την τόλμη μας. Να συμπεράνεις για ένα ποιητή με το ανάστημα του Σικελιανού, μου φαίνεται σήμερα απερισκεψία. Η μελέτη των καταλοίπων του ενίσχυσε τους δισταγμούς μου. Εδώ εφαρμόζεται το ρητό: «Ο βίος βραχύς, η τέχνη μακρά».
Ευνοϊκές περιστάσεις ωστόσο, με ώθησαν να παρουσιάσω τρία κεφάλαια της βιογραφίας του Σικελιανού, τα δυο από το βήμα της Ακαδημίας, το τρίτο από το βήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο αναγνώστης που θα τα βρει εδώ συγκεντρωμένα, γνωρίζει ήδη απ’ όσα εξέθεσα ότι δεν είναι γεννήματα της μιας ή της άλλης ευκαιρίας, αλλά αποστάγματα μακράς σπουδής και ανεξάλειπτων βιωμάτων. Η εκδοσή τους ας θεωρηθεί ως μνημόσυνο του Ποιητή για τα εκατό χρόνια από τη γεννησή του.
.........................................................................
Ένα άλλο περιστατικό στάθηκε κι εκείνο ικανό να μου καταδείξει την κρισιμότητα του έγου που σχεδίαζα. Ένα πρωί που ο Σικελιανός με επισκέφτηκε στο σπίτι μου (στην οδό Μονής Αστερίου 8), μου διηγήθηκε τ’ ονειρό του της περασμένης νύχτας, όπου είχε δει δυο άλογα, «το μαυροχήτη Αρίωνα και τον ξανθό Δημογοργόνα», να τριποδίζουν στο δρόμο της Ελευσίνας. Το όνειρο δεν είχε ακόμα μετουσιωθεί σε ποίημα. Χωρίς να πω λέξη, πήρα από τη βιβλιοθήκη μου ένα βιβλίο και του έδειξα το Δυο άλογα του Giorgio de Chirico, το ένα μαύρο, το άλλο λευκό, που βαδίζουν με αναμαλλιασμένες χαίτες στην Ιερά Οδό, με φόντο την Ακρόπολη των Αθηνών. Ο Σικελιανός έμεινε μια στιγμή άναυδος. «Πώς είναι δυνατό; Αυτά ακριβώς τα άλογα είδα στ’ ονειρό μου!» Όπως είναι γνωστό, το ποίημα «Αττικό» που γεννήθηκε υπό αυτές τις περιστάσεις μου έκαμε την τιμή να μου το αφιερώσει. Αναβάτες των αλόγων είναι ο Ποιητής και ο «αδελφός» του.
Δεν θα παρασυρθώ ν’ αφηγηθώ τα περιστατικά που συμβολίζουν την ιερότητα μιας πνευματικής σχέσης όπου «εισπνήλας» υπήρξε ο Ποιητής και «αίτας» ένας θαυμαστής του. Πολλά απ’ όσα αποσιωπώ τα γνωρίζει η Άννα, και πιθανώς θα τα συμπεριλάβει στα Απομνημονεύματα που συντάσσει με ευλάβεια. Θα ήθελα ωστόσο να περισώσω ένα από τα ρήματα του Σικελιανού, επειδή εκφράζει τη ρομαντική του ψυχή. «Όταν γράφω, όλο μου το είναι φιλοτιμείται σα να πρόκειται περί ζωής ή θανάτου» μου εκμυστηρεύτηκε κάποτε. Αυτή η ένταση ιδιάζει πράγματι στο ρομαντικό δημιουργό. Ο κλασικός σταματάει εδώθε από τις δυνατοτητές του και τούτο όχι από ραθυμία, αλλά από ένα είδος ταπεινοφροσύνης, που ισοδυναμεί με αίσθηση του μέτρου.
Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Σικελιανός αναγνωρίστηκε ως «ρομαντικός» από την ώρα που δημοσίευσε τον Αλαφροϊσκιωτο.
«Τι είναι ο Αλαφροϊσκιωτος; Αναρωτήθηκε ο Βλάσης Γαβριηλήδης.
–Είναι η νέα ποίησις (...), Δροσοβολούσα και μυροβολούσα και ακάθεκτος και ακανόνιστος και παλαβή (...), ένα όμορφο χάος παρθένου νεοελληνικής ψυχής από το οποίον κάποιος ήλιος θα ξεκαμπίσει μια μέρα.»
Η φυσική εμφάνιση του Σικελιανού ομολογούσε προς τον εσωτερικό του κόσμο. Σε παλιότερο κείμενό μου, έγραφα κατά την έκτη επέτειο του θανάτου του: Οι αυριανοί θιασώτες της ποιησής του θα σκύψουν δίχως άλλο πάνω στις προσωπογραφίες του και θ’ αναζητήσουν το συναίσθημα του θαυμασμού που εμείς δοκιμάζαμε όταν τον αντικρίζαμε. Αυτό το υψηλό καθαρό μέτωπο, που τον κάνει να μοιάζει τον Προφήτη Ιωήλ του Μιχαηλάγγελου, θα υποβάλλει πάντα την ιδέα της μεγαλοφυϊας. Ο τρόπος που κρατούσε το κεφάλι του πάνω στο στιβαρό του λαιμό. Το ιερατικό του παράστημα Το χαμόγελο που αποτυπώθηκε στη νεκρική προσωπίδα του – όλα αυτά θα μαρτυρούν συναίσθημα, εκείνο που θα τον ξαναφέρει ανάμεσά τους με όλο τον παλμό της ζωής, οι μεταγενέστεροι θα έχουν να το αναζητήσουν μέσα στην ίδια την ποίησή του: στην έξαρσή της, στη μεγαλοδωρία της, ακόμα και στην αναπνοή που απαιτεί η εκφώνησή της. Η ποίηση του Σικελιανού θα τους μεταδώσει κάποτε και την αίσθηση από τη φυσική επιβολή του: στα ποιήματα λ.χ «Το βρέφος» και « Ελληνικός νεκρόδειπνος», ο Σικελιανός αυτοπαρουσιάζεται να άρχει σε μια τελετή και σ’ ένα συμπόσιο και να τολμά πράξει –σύμβολα, όπως την ώρα εκείνη που έβαλε τον ώμο του κάτω από το φέρετρο του Παλαμά. Την ανάμνηση του Σικελιανού την διατρέχει ο ήχος της φωνής του. Ο ίδιος θεωρούσε τη φωνή του ανθρώπου ως το καθαυτό σήμα της παρουσίας του. Είχε φωνή καθαρή και ισχυρή, όπως απαιτούσαν στην αρχαιότητα από τον Ελευσίνειο ιεροφάντη
Λαμπρή η φωνή μου και μεστή κι ολοένα πιο ψηλώνει,
Αλλά η αχώ του θόλου Σου βροντή τη μεγαλώνει!
Η αυτοπεποίθηση και ο πόθος του να εξουσιάζει το ακροατήριό του, τον έκαναν συχνά να δείχνει τα φυσικά δώρα του. Ήτανε μια απόλαυση να τον ακούς ν’ απαγγέλει τα ποιήματά του, αισθησιακή και πνευματική. Αισθησιακή, γιατί το στήθος του παλλόταν σαν την καμπάνα της «Παναγίας της Σπάρτης», πνευματική, γιατί στα χείλη του οι λέξεις αποχτούσαν μεγαλύτερο βάρος και μεστότερο νόημα.
Με την απαγγελία του, η ποίησή του αποκάλυπτε την ίδια την ψυχή της γλώσσας μας και κατ’ ακολουθία την ίδια την ψυχή του λαού μας. Ο ενθουσιασμός και η αγαλλίαση συνεπαίρναν τότε το ακροατήριο, ακόμα και σε περιστάσεις που απαιτούσαν τη σιωπή. Ποιος θα λησμονήσει τα χειροκροτήματα που σκέπασαν την τελευταία στροφή από τον επικήδειο χαιρετισμό του Μαλακάση μέσα στην εκκλησία του Α΄ Νεκροταφείου; Αγκαλά ο λαός μας, ο εραστής του ωραίου, είχε προσφέρει και στο Διονύσιο Σολωμό την ίδια επιδοκιμασία όταν είχε εκφωνήσει τον επιμνημόσυνο λόγο του για το Φώσκολο στην εκκλησιά των Λατίνων στη Ζάκυνθο.
Το γενναίο πνεύμα που φανερωνόταν με την απαγγελία του Σικελιανού, ήτανε το πνεύμα που κατοικούσε μέσα του. Η ποιητική δημιουργία ισοδυναμούσε για κείνον με εκπλήρωση φυσικής επιταγής. Η ανάλυση των σκοπών της ποίησης και μεθόδων της ποιητικής που επιχειρούσαν οι νεώτεροι, μολονότι τραβούσε το ενδιαφέρο του και κάποτε τον μαγνήτιζε με τα ευρήματά της, κατά βάθος του φαινόταν στενόκαρδη και ματαιόσπουδη. Η αυθόρμητη φύση του απόστεργε τον προγραμματισμό και την περιτέχνηση:
«Ένα μονάχα μένει Δαίδαλε...Να νοιώθεις
τη δυναμή Σου, όπως ετούτη τη σφραγίδα,
βαθιά να μπαίνει μες στη σάρκα των πραγμάτων...»
Μίλησα για ένα Σικελιανό που προσφερόταν στην κοινή θέα. Αλλά το κύριο βιωμά του, που υπήρξε ο έρωτας, δε φανερώθηκε παρά σε προνομιούχους αποδέκτες. Ο έρωτας είναι το μεγάλο μυστικό που ο άντρας παραδίδει στη γυναίκα της εκλογής του, ενώ για όλους τους άλλους το εμφανίζει μεταμφιεσμένο. Ο λόγος μας θα ήταν ελλιπής αν δεν αγγίζαμε αυτό το βασικό θέμα. Ο Σικελιανός λυτρωνόταν με τον έρωτα όσο τουλάχιστο με την ποίηση. Ο έρωτας ήτανε για κείνον όργανο ολικής γνώσης, μέσο υπέρβασης της μοίρας των θνητών και πρόσβασης στη θεότητα. Ο έρωτας για το θήλυ δεν αντιβάλλεται εδώ προς τον έρωτα της δημιουργίας. Οι δυο έρωτες έχουν κοινή ρίζα. Από τη συλλειτουργία τους μέσα στην ψυχή του Ποιητή παράγεται η διονυσιακή μέθη που εκμηδενίζει το εγώ και εξισώνει τη ζωή με το θάνατο. Ο Διγενής που πεθαίνει θέλει να πάρει μαζί του στον Κάτω Κόσμο τη Βδοκιά του.

Ο μεγαλοφυής άνθρωπος που αναπολούμε και που δε δίσταζε ν’ αυτονομάζεται «θεός», λαβώθηκε μέσα στην καρδιά γύρω στα εξήντα του χρόνια. Ώρες-ώρες έχανε το φως του, μια σκοτεινή δύναμη καταπονούσε το πνεύμα του. «Είδα το απόλυτο μαύρο» είπε μια μέρα σ’ ένα επισκέπτη του. Ο έμπιστος του κοσμικού θελήματος, ο θυρσοφόρος του διονυσιακού οργίου, ο ερμηνευτής των δελφικών χρησμών δεν υπόφερε λιγότερο από τον κοινό άνθρωπο. Αλλά την ποιητική δημιουργία δεν την εγκατέλειψε. Στο Διγενή και στον Ασκληπιό μεθερμήνευσε με περιώδυνη προσπάθεια τη δοκιμασία του. Η καρδιά του έπασχε, αλλά η θέλησή του παρέμεινε ακαταδάμαστη. Η έννοια «θυσία των ταγών» που είχε ανέκαθεν απασχολήσει το πνεύμα του, έπαιρνε στα ύστερα χρόνια του συγκεκριμένη μορφή από ειρωνεία της Μοίρας. Όσοι είχαν το προνόμιο να τον επισκέπτονται εκείνα τα δίσεχτα χρόνια καταθέτουν από χρέος τη μαρτυρία τους για τον αγώνα του να σταθεί άξιος του πεπρωμένου του.
Ο Σικελιανός είχε το προαίσθημα ότι συχνά η υγεία «τελειούται εν ασθενεία». Στην πρώτη του ομιλία για τον Παλαμά (Στην αίθουσα του «Παρνασσού» στις 3 Απριλίου 1936, ημέρα αλησμόνητη) είχε πει:
«Η ασθένεια είναι το κέντρισμα προς μιαν ανώτερη συνολική ισορρόπηση της έννοιας και της αίσθησης της ζωής. Είναι οι κνησμοί και οι αγωνίες και τα οιδήματα, είναι οι φλογεροί ιδρώτες και τα ρίγη που, κατά τον απόλογο του Πλάτωνα, προηγούνται απ’ το ξεφύτρωμα των ζωντανών και αυθεντικών φτερών στους ώμους της ψυχής».
Στη δεύτερη ομιλία του για τον Παλαμά (στο Θέατρο Κυβέλης, στις 25 Μαίου 1943), όταν είχε ήδη προσβληθεί από την καρδιοπάθεια, επανέλαβε τα ίδια ακριβώς λόγια. Ο Σικελιανός ήθελε να βλέπει την αρρώστια του ως κρίση αναγέννησης, ως θεοδικία απαραίτητη για το πλήρωμα του μεγαλείου του.
Τούτο ακριβώς μ’ έκαμε να προσέξω μια παράγραφο στις Συνομιλίες του Γκαίτε με τον Έκκερμαν. Τη μετάφρασα και την έγραψα καθαρά σ’ ένα φύλλο χαρτί:

«Ενώ οι κοινοί άνθρωποι δεν είναι νέοι παρά μια μονάχα φορά, τα εξαιρετικά πνεύματα έχουν το προνόμιο μιας δεύτερης εφηβείας. Κάθε εντελέχεια είναι τμήμα αιωνιότητας, και τα λίγα χρόνια που διαβιώνει μέσα στο θνητό ένδυμα ενός γήινου σώματος δεν την κάνουν να γεράσει. Αν η εντελέχεια είναι μέτρια από φυσικού της, η νεότητά της δεν κατορθώνει να νικήσει τη φθορά του σώματος που γερνά. Αν, αντιθέτως, είναι ανωτέρου τύπου, όχι μονάχα ασκεί ζωογόνο επίδραση στον οργανισμό που εμψυχώνει, αλλά και προσπαθεί ώστε να υπερισχύσει, σ’ ένα σώμα που το έχουν προσβάλει τα γερατιά, το προνόμιο της αιώνιας νεότητας, που είναι η μοίρα της. Έτσι βλέπουμε στους εξαιρετικούς ανθρώπους, ακόμα και στα γερατιά τους, να αναβιώνουν εποχές μοναδικής παραγωγικότητας...»
Παράδωσα το χαρτί στον άρρωστο Σικελιανό, και κείνος, αφού το διάβασε με φανερή συγκίνηση, το δίπλωσε και το έβαλε στην αριστερή τσέπη του σακακιού του, πάνω στην καρδιά του, σα φυλαχτό.
Εκεί ακριβώς το βρήκε η Άννα μετά την τελευτή του. Το καθαγιασμένο χειρόγραφο το φυλάγω τώρα εγώ σαν κειμήλιο.

Το ποιητικό έργο είναι ο καθαυτό βίος του ανθρώπου που το γέννησε. Επομένως, αυτό που ο μελετητής ποθεί να συλλάβει είναι ο άνθρωπος που λυτρώθηκε με το έργο του και έγινε έργο, δηλαδή ο Λυρικός Βίος του, κατά τον εύστοχο τίτλο του συνόλου της ποιητικής παραγωγής του Σικελιανού. Ο βίος και το έργο του ποιητή συναποτελούν το μοναδικό οντολογικό γεγονός που ο μελετητής αγωνίζεται να εννοήσει, και ακολούθως να εκφράσει στη γλώσσα των ιδεών ό,τι ο νους του συνέλαβε και η καρδιά του αισθάνθηκε. Έπαθλο του αγώνα του είναι η συνολική εικόνα, η «ενότης εν τη πολλότητι».
Στην περίπτωση του Σικελιανού, ο άθλος είναι χαλεπός, επειδή δίπλα στο λυρικό έργο του, όπου η ψυχική του ουσία έχει διαχυθεί χωρίς ενδιάμεσα, υπάρχουν οι τραγωδίες του, όπου ο ποιητής έχει μετουσιώσει τα μύχια βιωματά του σε δρώμενα ζώντων συμβόλων...Παραλείπω να μιλήσω για τα προβλήματα που προκύπτουν από τη φιλολογική έρευνα...
Μακάριος όποιος έχει τον ενθουσιασμό της νεότητας για ν’ αποτολμά τέτοια εγχειρήματα!


Παντελής Πρεβελάκης 14-16 Ιουνίου 1984

Υπάρχει αρκετό οπτικοακουστικό υλικό που αφορά τη ζωή και το έργο του Σικελιανού το οποίο μπορεί κανείς ν΄αναζητήσει στο διαδίκτυο..Εδώ, μπορείτε να παρακολουθήσετε ένα  ολοκληρωμένο ντοκυμαντέρ για τη ζωή και το έργο του ποιητή.

Από την ποίηση του Σικελιανού το πιο αγαπημένο από τους μουσικούς συνθέτες ποίημά του είναι το ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ, το οποίο μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης .Το Πνευματικό Εμβατήριο δημοσιεύτηκε στο 3ο τεύχος του περιοδικού «Ελεύθερα Γράμματα», στις 19.5.1945. Συνοδεύεται από σημείωμα του ποιητή, που λέει: «Είχα μόλις απαντήσει στην προχθεσινή συνέντευξη, όταν αυτή η ίδια μώγινε άξαφνα αφορμή για τη μετάβασή μου, πάνω στο ίδιο θέμα, στην ολοκληρωμένη μορφή του Ποιητικού Λόγου που δίνω παρακάτου». Πράγματι, στο πρώτο τεύχος του περιοδικού είχε δημοσιευτεί συνέντευξη με τον Σικελιανό με θέμα την «πνευματική Ελλάδα εμπρός στο δράμα της Κατοχής».

Εἰκόνα

Σαν έριξα και το στερνό δαυλί στο φωτογώνι
(δαυλί της ζωής μου της κλεισμένης μες στο χρόνο)
στο φωτογώνι της καινούργιας Λευτεριάς Σου Ελλάδα,

μου αναλαμπάδιασε άξαφνα η ψυχή, σα να ’ταν
όλο χαλκός το διάστημα, ή ως να ’χα
τ’ άγιο κελί του Ηράκλειτου τριγύρα μου
όπου χρόνια,
για την Αιωνιότη εχάλκευε τους λογισμούς του
και τους κρεμνούσε ως άρματα
στης Έφεσος το Ναό·
γιγάντιες σκέψες
σα νέφη πύρινα ή νησιά πορφυρωμένα
σε μυθικόν ηλιοβασίλεμα


άναβαν στο νου μου,
τι όλη μου καίγονταν μονομιά η ζωή
στην έγνια της καινούργιας Λευτεριάς σου Ελλάδα!

Γι’ αυτό δεν είπα:
Τούτο είναι το φως της νεκρικής πυράς μου.
Δαυλός της Ιστορίας Σου, έκραξα, είμαι,
και να, ας καεί σα δάδα το έρμο μου κουφάρι,
καταβολάδα του Εμπυραίου,
με την δάδα τούτην,
ορθός πορεύοντας ως με την ύστερη ώρα,
όλες να φέξουν τέλος, τις γωνιές της Οικουμένης
ν’ ανοίξω δρόμο στην ψυχή, στο πνέμμα, στο κορμί Σου, Ελλάδα!

Είπα κι εβάδισα
κρατώντας τ’ αναμμένο μου συκώτι
στο Καύκασό Σου
και το κάθε πάτημά μου
ήταν το πρώτο, κι ήταν, θάρρευα, το τελευταίο
τι το γυμνό μου πόδι επάτει μέσα στα αίματά Σου
τι το γυμνό μου πόδι εσκόνταβε στα πτώματά Σου
γιατί το σώμα, η όψη μου, όλο μου το πνέμμα
καθρεφτιζόταν σα σε λίμνη, μέσα στα αίματά Σου.

Εκεί, σε τέτοιον άλικο καθρέφτη, Ελλάδα,
καθρέφτη απύθμενο, καθρέφτη της αβύσσου
της Λευτεριά Σου και της δίψας Σου, είδα τον εαυτό μου
βαρύ από κοκκινόχωμα πηλό πλασμένο,
καινούργιο Αδάμ της πιο καινούριας πλάσης
όπου να πλάσουμε για Σένα μέλλει, Ελλάδα!

Κ’ είπα:
Το ξέρω, ναι, το ξέρω, που κ’ οι θεοί Σου
οι Ολύμπιοι, χθόνιο τώρα γίνανε θεμέλιο,


γιατί τους θάψαμε βαθιά-βαθιά να μην τους βρουν οι ξένοι.
Και το θεμέλιο διπλοστέριωσε, κι ετριπλοστέριωσε όλο,
μ’ όσα οι οχτροί μας κόκαλα σωριάσανε από πάνω.
Κι ακόμη ξέρω, πως για τις σπονδές και το τάμα
του νέου Ναού π’ ονειρευτήκαμε για Σένα Ελλάδα,
μέρες και νύχτες, τόσα αδέλφια σφάχτηκαν ανάμεσό τους
όσα δε σφάχτηκαν αρνιά ποτέ για Πάσχα!

Μοίρα· κ’ η μοίρα Σου ως τα τρίσβαθα δική μου!


Κι απ’ την Αγάπη, απ’ τη μεγάλη δημιουργόν Αγάπη,
να που η ψυχή μου εσκλήρυνεν, εσκλήρυνε και μπαίνει
ακέρια πια μέσα στη λάσπη και μες στο αίμα Σου να πλάσει
τη νέα καρδιά που χρειάζεται στο νιο Σου αγώνα Ελλάδα!
Τη νέα καρδιά που κιόλας έκλεισα μέσα στα στήθη,
και κράζω σήμερα μ’ αυτή προς τους Συντρόφους όλους:

«Ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα,
ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο!


Tι ιδέτε, εκόλλησεν η ρόδα του βαθιά στη λάσπη,
κι ά, ιδέτε, χώθηκε τ’ αξόνι του βαθιά μες στο αίμα!
Ομπρός παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος,
σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ’ τη λάσπη,
σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα.
Δέστε, ακουμπάμε απάνω του ομοαίματοι αδερφοί του!
Ομπρός, αδέρφια, και μας έζωσε με τη φωτιά του
ομπρός, ομπρός κ’ η φλόγα του μας τύλιξε, αδερφοί μου!»

"Ομπρός, οι δημιουργοί... Την αχθοφόρα ορμή Σας

στυλώστε με κεφάλια και με πόδια, μη βουλιάξει ο ήλιος!
Βοηθάτε με και μένανε αδερφοί, να μη βουλιάξω αντάμα!
Τι πια είν’ απάνω μου και μέσα μου και γύρα
τι πια γυρίζω σ’ έναν άγιον ίλιγγο μαζί του!
Χίλια καπούλια ταύροι τού κρατάν τη βάση
δικέφαλος αητός κι απάνω μου τινάζει
τις φτέρουγές του και βογγάει ο σάλαγός του
στην κεφαλή μου πλάι και μέσα στη ψυχή μου
και το μακρά και το σιμά για με πια είν' ένα!
Πρωτάκουστες, βαριές με ζώνουν Αρμονίες! Ομπρός συντρόφοι
βοηθάτε να σηκωθεί, να γίνει ο ήλιος Πνέμμα!

Σιμώνει ο νέος ο Λόγος π’ όλα θα τα βάψει


στη νέα του φλόγα, νου και σώμα, ατόφιο ατσάλι.
Η γη μας αρκετά λιπάστηκε από σάρκα ανθρώπου!
Παχιά και καρπερά, να μην αφήσουμε τα χώματά μας
να ξεραθούν απ’ το βαθύ τούτο λουτρό του αιμάτου
πιο πλούσιο, πιο βαθύ κι απ’ όποιο πρωτοβρόχι!
Αύριο να βγει ο καθένας μας με δώδεκα ζευγάρια βόδια,
τη γην αυτή να οργώσει την αιματοποτισμένη.
Ν’ ανθίσει η δάφνη απάνω της και δέντρο της ζωής να γένει,
και η Άμπελό μας ν’ απλωθεί ως τα πέρατα της Οικουμένης.

Ομπρός, παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος.
Σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ’ τη λάσπη,
σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα,
σπρώχτε με χέρια και κεφάλια, για ν’ αστράψει ο ήλιος Πνέμμα!»

Έτσι σαν έριξα και το στερνό δαυλί στο φωτογώνι
(δαυλί της ζωής μου της κλεισμένης μες στο χρόνο)
στο φωτογόνι της καινούριας λευτεριάς Σου, Ελλάδα,

αναψυχώθηκε άξαφνα τρανή η κραυγή μου, ως να ’ταν
όλο χαλκός το διάστημα, ή ως να ’χα
τ’ άγιο κελί του Ηράκλειτου τριγύρα μου, όπου, χρόνια
για την Αιωνιότη εχάλκευε τους στοχασμούς του
και τους κρεμνούσε ως άρματα
στης Έφεσος το ναό, ως σας έκραζα, συντρόφοι!

καθώς και το ακόλουθο του Κώστα Γανωτή σε στίχους του ποιητή,


Ὄχι, δὲν εἶναι χίμαιρα
νὰ καβαλᾶμε τὸ ὄνειρο
τὴ θείαν ἐτούτη μέρα
ποῦ ὅλα, ὁρατὰ καὶ ἀόρατα,
κι ἐμεῖς κι οἱ ἥρωες καὶ οἱ θεοὶ
στὴν ἴδια ὁρμᾶμε μέσα αἰώνια σφαίρα


Ἀπὸ τὸν Πρόλογο τῆς Συλλογῆς «Ἀντίδωρο», 1943.
"Ἡ εἰκόνα τοῦ παλιοῦ Γνωστικοῦ σφραγιδόλιθου μὲ τὸ σταυρωμένο Ὀρφέα ἀνταποκρίνεται στὴν τελευταία στροφὴ τοῦ ποιήματος «Πρόλογος στὴ Ζωή»:
Ὦ μυστικὰ κατορθωμένο σῶμα,σῶμα τῆς Θυσίας,ἀντίδωρο ἄμετρων ψυχῶν,Ἐσταυρωμένε Βάκχε· ὦ τσακισμένη ἀπὸ τὸ βάρος τῶν τσαμπιῶν ἀθάνατη κληρονομιά
καὶ συμβολίζει πὼς τὸ σῶμα τῆς Ποίησης, ὅσο κι ἂν μεράζεται, δὲν κομματιάζεται οὐσιαστικά, ἀλλὰ ὑπάρχει πάντα ὁλόκληρο μέσα σὲ κάθε της κομμάτι, ὅπως ὁ διαμελισμένος Ὀρφέας ξαναβρίσκεται, κατόπι ἀπ᾿ τὸ διαμελισμό του, ὁλόκληρος, γιὰ τὰ μάτια τῶν μυημένων, πάνω στὸ Σταυρό"

Εἰκόνα 
 (συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου