|
Τὴν κολακείαν ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ τὴν θεωρήσῃ ὡς ἐξευτελιστικὴν συναναστροφὴν ποὺ ὠφελεῖ τὸν κόλακα .
Ἰδοὺ δὲ τί λογῆς ἄνθρωπος εἶναι αὐτὁς· ὅταν εὑρίσκεται εἰς περίπατον μὲ
ἐκεῖνον ποὺ κολακεύει, τοῦ λέγει “παρατηρεῖς ὅτι ὅλος ὁ κόσμος ἔχει τὰ
βλέμματά του ἐπάνω σου; τοῦτο εἰς κανένα ἄλλον ἀπὸ τοὺς πολίτας δὲν
γίνεται.— Χθὲς εἰς τὴν (Ποικίλην) στοὰν
ἤκουσα νὰ σὲ ἐπαινοῦν· ἐκάθηντο ἐκεῖ περισσότεροι ἀπὸ 30 ἄνθρωποι· ὅταν
δὲ συνέπεσε λόγος, ποῖος εἶναι ὁ καλύτερος τῶν πολιτῶν, ὅλοι, ἀφοῦ
ἔκαμα ἐγω τὴν ἀρχήν, ἐσυμφώνησαν εἰς τὁ ὄνομά σου”· καὶ ἐνῷ λέγει αὐτά,
ἀφαιρεῖ ἀπὸ τὸ ἐπανωφόρι του νημάτιον ἢ συλλέγει ἀπὸ τὸ γένειόν του
κανὲν ἄχυρον ποὺ ἐφύσησεν ἐκεῖ ὁ ἀέρας καὶ γελώντας λέγει· “βλέπεις; δυὸ
ἡμέρας δὲν σὲ συνήντησα καὶ ἐγέμισαν τὰ γένεια σου ἀπὸ λευκὰς τρίχας,
ἂν καὶ σχετικῶς μὲ τὴν ἡλικίαν σου ἔχεις μαῦρα τὰ μαλλιὰ περισσότερον
ἀπὸ κάθε ἄλλον”· —ὅταν ἐκεῖνος (ὁ κολακευόμενος) ὁμιλῇ, ὁ κόλαξ
προστάζει ὅλους τοὺς ἄλλους νὰ σιωπήσουν·—ὅταν τραγουδῇ, τὸν ἐπαινεῖ καὶ
κάθε φορὰν ποὺ θὰ σταματήσῃ, ἐπικροτεῖ φωνάζων “εὗγε!” — ἂν κάμῃ κανένα
ἄνοστο χωρατό, γελᾷ καὶ σπρώχνει τὸ φόρεμα του εἰς τὸ στόμα του, διότι
τάχα δὲν ἠμπορεῖ νὰ κρατήσῃ τὰ γέλια.— Ὅσους συναντᾷ εἰς τὸν δρόμον
προστάζει νὰ σταματήσουν, ἕως ὅτου περάσῃ ὁ κύριος —
Ἀφοῦ ἀγοράσῃ μῆλα καὶ ἀπίδια διὰ τὰ τέκνα τοῦ προσώπου ποὺ κολακεύει,
τὰ φέρει εἰς τὸ σπίτι, τὰ προσφέρει εἰς αὐτὰ ἐμπρός του καὶ ἀφοῦ τὰ
φιλήσῃ λέγει· “πουλάκια ἀπὸ καλὸν πατερα”·—ὅταν ἀγοραζῃ μαζί του
ὑποδήματα, λέγει ὅτι τὸ πόδι του εἶναι κανονικώτερον ἀπὸ τὸ ὑπόδημα· —
ὅταν ἐκεῖνος (ὁ κολακευόμενος) πηγαίνῃ να ἐπισκεφθῇ φίλον του, ὁ κόλαξ
τρέχει πρωτύτερα καὶ λέγει “εἰς τὸ σπίτι σου ἔρχεται”, ἔπειτα ἐπιστρέφει
καὶ του λέγει “τὸν εἰδοποίησα”.—Ἐννοεῖται ὅτι ὁ κόλαξ εἶναι ἱκανὸς νὰ
μεταφέρῃ καὶ ἐκ τῆς γυναικείας ἀγορᾶς
τὰ ἀγορασθέντα χωρὶς νὰ πάρῃ τὴν ἀναπνοήν του·— ἀπὸ τοὺς
παρευρισκομένους εἰς εὐωχίαν πρῶτος ἐπαινεῖ τὸ κρασὶ καὶ λέγει εἰς τὸν
κολακευόμενον “πόσον ἀνόρεκτα τρώγεις”, ἀφοῦ δὲ πάρῃ κάτι ἀπὸ τα
εὑρισκόμενα εἰς τὸ τραπέζι, τὸ προσφέρει εἰς αὐτὸν καὶ λέγει “κοίταξε τὶ
λαμπρὸ κομμάτι!”— τὸν ἐρωτᾷ μήπως κρυώνει καὶ ἂν θέλει νὰ τοῦ δώσῃ τὸ
ἐπανωφόρι του, λέγοντας δὲ αὐτὰ τὸ παίρνει καὶ τὸ ρίπτει εἰς τοὺς ὤμους
του· προσέτι σκύπτει καὶ ψιθυρίζει συχνὰ κάτι εἰς το αὐτί του· -ἔχει
πάντοτε τὸ βλέμμα του καρφωμένο ἐπάνω του, ἀκόμα καὶ ὅταν ὁμιλῇ εἰς τοὺς
ἄλλους·— εἰς τὸ θέατρον παίρνει ἀπὸ τὸν δοῦλον τὰ προσκέφαλα καὶ τὰ στρώνει ὁ ἴδιος·— διὰ τὸ
σπίτι τοῦ ἀνθρώπου ποὺ κολακεύει λέγει ὅτι ἔχει ὡραῖον ἀρχιτεκτονικὸν
σχέδιον, διὰ τὸν κῆπον του ὅτι εἶναι ὡραῖα φυτευμένος καὶ διὰ τὴν εἰκόνα
του ὅτι τοῦ ὁμοιάζει πάρα πολύ . |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου