Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2013

ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ




Ἀντώνης Σαμαράκης (1919-2003)

Ὅταν μπῆκε στὸ καφενεῖο, κεῖνο τὸ ἀπόγεμα, ἤτανε νωρὶς ἀκόμα. Κάθισε σ᾿ ἕνα τραπέζι, πίσω ἀπὸ τὸ μεγάλο τζάμι ποὺ ἔβλεπε στὴ λεωφόρο. Παράγγειλε καφέ.

Σὲ ἄλλα τραπέζια, παίζανε χαρτιὰ ἢ συζητούσανε.

Ἦρθε ὁ καφές. Ἄναψε τσιγάρο, ἤπιε δυὸ γουλιές, κι ἄνοιξε τὴν ἀπογευματινὴ ἐφημερίδα.

Καινούριες μάχες εἶχαν ἀρχίσει στὴν Ἰνδοκίνα. «Αἱ ἀπώλειαι ἑκατέρωθεν ὑπῆρξαν βαρύταται», ἔλεγε τὸ τηλεγράφημα.

Ἕνα ἀκόμα ἰαπωνικὸ ἁλιευτικὸ ποὺ γύρισε μὲ ραδιενέργεια.

«Ἡ σκιὰ τοῦ νέου παγκοσμίου πολέμου ἁπλοῦται εἰς τὸν κόσμον μας», ἦταν ὁ τίτλος μιᾶς ἄλλης εἴδησης.

Ὕστερα διάβασε ἄλλα πράγματα: τὸ ἔλλειμμα τοῦ προϋπολογισμοῦ, προαγωγὲς ἐκπαιδευτικῶν, μιὰ ἀπαγωγή, ἕνα βιασμό, τρεῖς αὐτοκτονίες. Οἱ δυό, γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους. Δυὸ νέοι, 30 καὶ 32 χρονῶ. Ὁ πρῶτος ἄνοιξε τὸ γκάζι, ὁ δεύτερος χτυπήθηκε μὲ πιστόλι.

Ἀλλοῦ εἶδε κριτικὴ γιὰ ἕνα ρεσιτὰλ πιάνου, ἔπειτα κάτι γιὰ τὴ μόδα, τέλος τὴν «Κοσμικὴ Κίνηση»: «Κοκταίηλ προχθὲς παρὰ τῷ κυρίῳ καὶ τῇ κυρίᾳ Μ. Τ. Χάρμα εὐμορφίας καὶ κομψότητος ἡ κυρία Β. Χ. μὲ φόρεμα κομψότατο ἐμπριμὲ καὶ τὸκ πολὺ σίκ. Ἐλεγκάντικη ἐμφάνισις ἡ δεσποινὶς Ο. Ν.»

Ἄναψε κι ἄλλο τσιγάρο. Ἔριξε μιὰ ματιὰ στὶς «Μικρὲς Ἀγγελίες»:

ΠΩΛΕΙΤΑΙ νεόδμητος μονοκατοικία, κατασκευὴ ἀρίστη, ἐκ 4 δωματίων, χόλ, κουζίνας, λουτροῦ πλήρους, W.C.

ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ εἰς σοβαρὸν κύριον δωμάτιον εἰς β´ ὄροφον, εὐάερον, εὐήλιον...

ΖΗΤΕΙΤΑΙ πιάνο πρὸς ἀγοράν...

Σκέψεις γυρίζανε στὸ νοῦ του.

Ἀπὸ τότε ποὺ τέλειωσε ὁ δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, ἡ σκιὰ τοῦ τρίτου δὲν εἶχε πάψει νὰ βαραίνει πάνω στὸν κόσμο μας. Καὶ στὸ μεταξύ, τὸ αἷμα χυνότανε, στὴν Κορέα χτές, στὴν Ἰνδοκίνα σήμερα, αὔριο...

Πέρασε τὸ χέρι του στὰ μαλλιά του. Σκούπισε τὸν ἱδρώτα στὸ μέτωπό του· εἶχε ἱδρώσει, κι ὅμως δὲν ἔκανε ζέστη.

Ὁ πόλεμος, ἡ βόμβα ὑδρογόνου, οἱ αὐτοκτονίες γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους, ἡ «Κοσμικὴ Κίνησις»... Τὸ πανόραμα τῆς ζωῆς!

Δὲν εἶχε ἀλλάξει διόλου πρὸς τὸ καλύτερο ἡ ζωή μας ὕστερ᾿ ἀπὸ τὸν πόλεμο. Ὅλα εἶναι, τὰ ἴδια σὰν καὶ πρίν. Κι ὅμως εἶχε ἐλπίσει κι αὐτός, ὅπως εἶχαν ἐλπίσει ἑκατομμύρια ἄνθρωποι σ᾿ ὅλη τὴ γῆ, πῶς ὕστερ᾿ ἀπὸ τὸν πόλεμο, ὕστερ᾿ ἀπὸ τόσο αἷμα ποὺ χύθηκε, κάτι θ᾿ ἄλλαζε. Πὼς θἀρχόταν ἡ εἰρήνη, πὼς ὁ ἐφιάλτης τοῦ πολέμου δὲ θὰ ἴσκιωνε πιὰ τὴ γῆ μας, πὼς δὲ θὰ γίνονταν τώρα αὐτοκτονίες γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους, πὼς...

Σουρούπωνε. Μερικὰ φῶτα εἶχαν ἀνάψει κιόλας στὰ μαγαζιὰ ἀντίκρυ. Στὸ καφενεῖο δὲν εἴχανε ἀνάψει ἀκόμα τὰ φῶτα. Τοῦ ἄρεσε ἔτσι τὸ ἡμίφως.

Σκέφτηκε τὴ σύγχυση ποὺ ἐπικρατεῖ στὸν κόσμο μας σήμερα. Σύγχυση στὸν τομέα τῶν ἰδεῶν, σύγχυση στὸν κοινωνικὸ τομέα, σύγχυση...

Δὲν ἔφταιγε ἡ ἐφημερίδα ποὺ ἔκανε τώρα αὐτὲς τὶς σκέψεις. Τὰ σκεφτότανε ὅλα αὐτὰ τὸν τελευταῖο καιρό, πότε μὲ λιγότερη, πότε μὲ περισσότερη ἔνταση. Σκεφτότανε τὸ σκοτεινὸ πρόσωπο τῆς ζωῆς. Τὴν εἰρήνη, τὴ βαθιὰ τούτη λαχτάρα, ποὺ κρέμεται ἀπὸ μιὰ κλωστή. Σκεφτότανε τὴ φτώχεια, τὴν ἀθλιότητα. Σκεφτότανε τὸ φόβο ποὺ ἔχει μπεῖ στὶς καρδιές.

Στὸν καθρέφτη, δίπλα του, εἶδε τὸ πρόσωπό του. Ἕνα πολὺ συνηθισμένο πρόσωπο. Τίποτα δὲ μαρτυροῦσε τὴν ταραχὴ ποὺ εἶχε μέσα του.

Εἶχε πολεμήσει κι αὐτὸς στὸν τελευταῖο πόλεμο. Καὶ εἶχε ἐλπίσει. Μὰ τώρα ἤτανε πιὰ χωρὶς ἐλπίδα. Ναί, δὲ φοβότανε νὰ τὸ ὁμολογήσει στὸν ἑαυτό του πῶς ἤτανε χωρὶς ἐλπίδα.

Μιὰ σειρὰ ἀπὸ διαψεύσεις ἐλπίδων ἦταν ἡ ζωή του. Εἶχε ἐλπίσει τότε,...

Εἶχε ἐλπίσει ὕστερα...

Κάποτε, πρὶν ἀπὸ χρόνια, εἶχε ἐλπίσει στὸν κομμουνισμό. Μὰ εἶχε διαψευσθεῖ κι ἐκεῖ. Τώρα δὲν εἶχε ἐλπίδα σὲ καμιὰ ἰδεολογία!

Ζήτησε ἕνα ποτήρι νερὸ ἀκόμα. Αὐτὴ ἡ διάψευση ἀπὸ τὶς λογῆς-λογῆς ἰδεολογίες ἤτανε βέβαια γενικὸ φαινόμενο. Καὶ παραπάνω ἀπὸ τὴ διάψευση, ἡ κούραση, ἡ ἀδιαφορία, ποὺ οἱ πιὸ πολλοί, ἡ μεγάλη πλειοψηφία νιώθει μπροστὰ στὶς διάφορες ἰδεολογίες.

Κοίταζε τὰ τρόλλεϋ ποὺ περνάγανε ὁλοένα στὴ λεωφόρο, τὸ πλῆθος... Μπροστά του, ἡ ἐφημερίδα ἀνοιχτή. Ὅλα αὐτὰ ποὺ εἶχε δεῖ καὶ πρωτύτερα: ἡ σκιὰ τοῦ καινούριου πολέμου, ἡ Ἰνδοκίνα, οἱ δυὸ αὐτοκτονίες γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους, ἡ «Κοσμικὴ Κίνησις»...

Τσιγάρα! ἕνας πλανόδιος μπῆκε.

Πῆρε ἕνα πακέτο.

Στὶς ἕξι σελίδες τῆς ἐφημερίδας: ἡ ζωή. Κι αὐτός, ἤτανε τώρα ἕνας ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει ἐλπίδα.

Θυμήθηκε, πρὶν ἀπὸ χρόνια, ἤτανε παιδὶ ἀκόμα, εἶχε ἀρρωστήσει βαριὰ μιὰ θεία του, ξαδέρφη τῆς μητέρας του. Τὴν εἴχανε σπίτι τους. Ἦρθε ὁ γιατρὸς· βγαίνοντας ἀπὸ τὸ δωμάτιο τῆς ἄρρωστης, εἶπε μὲ ἐπίσημο ὕφος:

Δὲν ὑπάρχει πλέον ἐλπίς!

Ἔτσι κι αὐτός, τώρα, εἶχε φτάσει στὸ σημεῖο νὰ λέει:

- Δὲν ὑπάρχει πλέον ἐλπίς!

Τοῦ φάνηκε φοβερὸ ποὺ ἤτανε χωρὶς ἐλπίδα. Εἶχε τὴν αἴσθηση πὼς οἱ ἄλλοι στὸ καφενεῖο τὸν κοιτάζανε κι ἄλλοι ἀπὸ τὸ δρόμο σκέφτονταν καὶ ψιθυρίζανε μεταξύ τους: «Αὐτὸς ἐκεῖ δὲν ἔχει ἐλπίδα!» Σὰ νὰ ἦταν ἔγκλημα αὐτό. Σὰ νὰ εἶχε ἕνα σημάδι πάνω του ποὺ τὸ μαρτυροῦσε. Σὰ νὰ ἤτανε γυμνὸς ἀνάμεσα σὲ ντυμένους.

Σκέφτηκε τὰ διηγήματα ποὺ εἶχε γράψει, δίνοντας ἔτσι μιὰ διέξοδο στὴν ἀγωνία του. Ἄγγιζε θέματα τοῦ καιροῦ μας: τὸν πόλεμο, τὴν κοινωνικὴ δυστυχία... Ὡστόσο, δὲν τὸ ἀποφάσιζε νὰ τὰ ἐκδώσει. Φοβότανε! Φοβότανε τὴν ἐτικέτα ποὺ θὰ τοῦ δίνανε σίγουρα οἱ μὲν καὶ οἱ δέ. Ὄχι, ἔπρεπε νὰ τὰ βγάλει. Στὸ διάολο ἡ ἐτικέτα! Αὐτὸς ἦταν ἕνας ἄνθρωπος, τίποτε ἄλλο. Οὔτε ἀριστερὸς οὔτε δεξιός. Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ εἶχε ἐλπίσει ἄλλοτε, καὶ τώρα δὲν ἔχει ἐλπίδα, καὶ ποὺ νιώθει χρέος του νὰ τὸ πεῖ αὐτό. Βέβαια, ἄλλοι θἄχουν ἐλπίδα, σκέφτηκε. Δὲν μπορεῖ παρὰ νἄάχουν.

Ξανάριξε μιὰ ματιὰ στὴν ἐφημερίδα: ἡ Ἰνδοκίνα, ἡ «Κοσμικὴ Κίνησις», τὸ ρεσιτὰλ πιάνου, οἱ δυὸ αὐτοκτονίες γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους, οἱ «Μικρὲς Ἀγγελίες»...

ΖΗΤΕΙΤΑΙ γραφομηχανή...

ΖΗΤΕΙΤΑΙ ραδιογραμμόφωνον...

ΖΗΤΕΙΤΑΙ τζὶπ ἐν καλῇ καταστάσει...

ΖΗΤΕΙΤΑΙ τάπης γνήσιος περσικὸς...

Ἔβγαλε τὴν ἀτζέντα του, ἔκοψε ἕνα φύλλο κι ἔγραψε μὲ τὸ μολύβι του:

ΖΗΤΕΙΤΑΙ ἐλπίς

Ὕστερα πρόσθεσε τὸ ὄνομά του καὶ τὴ διεύθυνσή του. Φώναξε τὸ γκαρσόνι. Ἤθελε νὰ πληρώσει, νὰ πάει κατευθείαν στὴν ἐφημερίδα, νὰ δώσει τὴν ἀγγελία του, νὰ παρακαλέσει, νὰ ἐπιμείνει νὰ μπεῖ ὁπωσδήποτε στὸ αὐριανὸ φύλλο.

Ο ΜΥΗΤΙΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

  (Τρίτο Μέρος " ΠΕΡΙ ΤΡΟΦΩΝΙΟΥ ΜΑΝΤΕΙΟΥ" )
 
Ο Μυητικός Κύκλος

                                              

Ευ-τυχία, θα ήταν δυνατόν να χαρακτηριστεί, η διάσωση της περιγραφής του Περιηγητή, η οποία αναφέρεται στο Τυπικό, στην Τελετουργία, στο Δρώμενο, που διαδραματιζόταν στο λεγόμενο μαντείο του Τροφωνίου.
Τονίστηκε ήδη ότι, και το Άδυτο - Χρηστήριο, αλλά και η περιγραφή του Περιηγητή, αποτελούν Μοναδικότητα, μεταξύ όλων των αρχαίων Ελληνικών μαντείων.
Το γεγονός καταδείχνει συγχρόνως και την σπουδαιότητα του περίφημου μνημείου, της Λειβαδιάς. Απερίφραστα υποστηρίζεται ότι αποτελούσε το μοναδικό Ιερό του αρχαιοελληνικού Κόσμου, στο οποίο γινόταν μια τελετουργική Κατάβαση στον Άδη.
Έναν εξαιρετικό δηλ. Τ-όπο

Έμμεση μαρτυρία της πρότασης έρχεται από ένα κείμενο του Λουκιανού, στο οποίο περιγράφεται μια Κατάβαση στον Άδη, που έγινε κάπου στην Μεσοποταμία, αλλά η επακόλουθη Ανάβαση στον Επάνω Κόσμο, πραγματώθηκε στην Λειβαδιά.
Επειδή μάλιστα η περιγραφή του Παυσανία, παρά τις τολμηρές αποκαλύψεις κατά την έκφραση του Ιερού Λόγου, που από την φύση του είναι άρρητος, πολλά είναι εκείνα που αποκρύβει, η συμπλήρωση της όλης εικόνας, μιας διαυγέστερης Εικόνας, σχετικής με την Κατάβαση στο βασίλειο του Πλούτωνα, προκύπτει και αναγνωρίζεται στο προαναφερθέν κείμενο, του Λουκιανού, με τον τίτλο: ΜΕΝΙΠΠΟΣ Ή ΝΕΚΥΟΜΑΝΤΕΙΑ
Απ’ αυτήν την, κατά κάποιον τρόπο, αθυρόστομη Πραγματεία, θα γίνει και το έναυσμα της επίσκεψης στο Άντρο του Τροφώνιου.

Στον Παυσανία η επιβεβλημένη Ιερή Σιωπή απαγόρευε την ακριβή αναφορά των καθορισμένων ημερών εξαγνισμού, ήμερών αγνείας, οι οποίες εξ αιτίας του αρμονικού Χρόνου, ήταν αυστηρά καθορισμένες.
Ένα δηλαδή διάστημα, στο οποίο, ο μυούμενος διαβίωνε σε κλίμα σωματικής και πνευματικής Κάθαρσης. Στο κείμενο λοιπόν του Περιηγητή, είναι τελείως ασαφής ο αριθμός αυτών των ημερών.
Περιγράφονται ακαθόριστα και εν συντομία ως τεταγμένες ημέρες. (Σχλ.1)
Αντίθετα στην διήγηση του Λουκιανού, οι ημέρες παρά προσδοκίαν αναφέρονται.
Ήταν 29 περίπου. Ένας πλήρης δηλαδή Σεληνιακός κύκλος.
Τα κριτήρια που καθιέρωσαν αυτό το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, ώστε να χρησιμοποιείται κατά την Μύηση, είναι όντως θαυμαστά.
Πάνω απ’ όλα όμως δείχνουν με σαφήνεια την Σοφία της Θρησκευτικής Πρακτικής.




΄΄γής παίς είμι καί ουρανού αστερόεντος’’
( κείμενο ταφικής πινακίδας )


Η παρατήρηση είχε ήδη αποδείξει ότι ο ανθρώπινος οργανισμός, επηρεάζεται άμεσα από τις
λεγόμενες Σεληνιακές Φάσεις.
Όπως ακριβώς στα φυτά, έτσι και στα ζώα, οι χυμοί ανεβαίνουν και κατεβαίνουν στα σώματα, παρακολουθώντας, το ‘’άδειασμα και το γέμισμα’’ του Φεγγαριού.
Το γεγονός ωστόσο δεν είναι το σπουδαιότερο.
Η συγκεκριμένη διεργασία, με πολύ Σοφία, είναι ή έστω πρέπει να είναι, συμπέρασμα και αντίληψη πως ότι συμβαίνει στον Μεγάκοσμο ( δηλ.στο Σύμπαν ), ελαχιστοποιημένο φτάνει μέχρι τον Μικρόκοσμο ( στην Γή ).
Σαφέστερα.
Αυτή η εξεζητημένη κίνηση των υγρών όλου του έμβιου Κόσμου, που σημειώνεται ως Κατέβασμα-Ανέβασμα, εκδηλώνεται μεν στην Γή, αλλά ασφαλώς ως αιτία, έρχεται από το διάστημα.
Είναι, ή έστω πρέπει να είναι, το υποπολλαπλάσιο του Φαινόμενου, το οποίο ο Αριστοτέλης περιγράφει ως..

Αναπνοήν του Σύμπαντος η οποία
πραγματοποιείται στον Αιθέρα.

Έτσι εδώ παρατηρείται ένα σύνδρομο με το Μεγάλο Κοσμικό, αλλά έλλασσον φαινόμενο, το οποίο κατά την Μύηση, εύστοχα ονόμασαν..
Ανάβαση και Κατάβαση.

Δεν είναι άλλο από τον Μικρό Κύκλο των περίπου 29 ημερών.
Αυτό λοιπόν το διάστημα είναι ο ελαχιστοποιημένος κραδασμός της Αναπνοής του Σύμπαντος στον Αιθέρα. Είναι ο ελάχιστος Χρόνος της αναπνοής.
Είναι ήδη γνωστό ότι ο χρόνος δεν είναι τίποτε άλλο από ένα μήκος μετρούμενης κίνησης. Ο Χρόνος είναι εκείνο που προκύπτει από την ταχύτητα Κίνησης μεταξύ δύο σημείων. Επειδή όμως στο Σύμπαν παρατηρείται και μια καθαρή Κυκλική Κίνηση, δεν θα ήταν άστοχο να προταθεί ότι, η Γή, εναρμονίζεται ως υποπολλαπλάσιο, και πραγματοποιεί αυτή τη φορά τον Μεγάλο Κύκλο, που είναι ο ετήσιος με τις περίπου 365 ημέρες.
Διαπιστώνεται λοιπόν ότι ο πλανήτης Γή, και κατά συνέπεια όλοι οι έμβιοι, και άβιοι οργανισμοί από τους οποίους αποτελείται, ε π η ρ ρ ε ά ζ ο ν τ α ι από την κοσμική κίνηση και Αρμονία.
Βεβαίως όχι μόνον από την Αρμονία αλλά και από τις συνθήκες Χάους, που ασφαλώς επικρατούν, στο άγνωστο Σύμπαν. Έτσι γίνεται αντιληπτή μια αρμονική συμπεριφορά. Συν – περι – φορά.

Ώστε η επήρρεια, πιστοποιείται αναμφίβολα. Άλλωστε πώς θα ήταν δυνατόν να συμβαίνει αλλοιώς.
Το εν λόγω Φαινόμενο, επειδή αποτελεί και πλαίσιο μέσα στο οποίο διαδραματίζεται η Μύηση, και βέβαια όχι μόνον στο λεγόμενο Μαντείο του Τροφωνίου, θα πρέπει να αποτελεί στοιχείο Σπουδαίο.
Στοιχείο υπογράμμισης της σπουδαιότητας, δηλαδή της διδαχής και μάθησης, που απορρέει από την έρευνα τέτοιων μνημείων.



Επιγραμματικά, και παρά το ότι κινδυνεύει να ακουστεί ως βαρύγδουπο φθέγμα :
Η μύηση στο άδυτο του Τροφώνιου, είναι περισσότερο σοβαρή, απ’ όσο μπορεί κανείς αρχικά να υποθέσει. Όλο το δρώμενο υπακούει και εναρμονίζεται κατά την πράξη, και το αποτέλεσμα, στον πρότυπο και αένναο Κοσμικό Ρυθμό.
Είναι μια ελαχιστοποιημένη Εντελέχεια.
Η Μύηση ενυπάρχει μέσα στην κοσμική συν-περι-φορά της Γής.
Εκείνος που επιχειρούσε την οδυνηρή Κατάβαση, το Φρικτόν Μαρτύριον, ενταφιαζόταν όπως ο οπός μέσα στην γή, υποκείμενος σε όλους τους σχετικούς μεταβολισμούς.
Σπορά, Κυοφορία, Εκβλάστηση, Αύξηση.
Ο μυούμενος με κάποιον τρόπο εισχωρούσε στις αληθινές διαστάσεις του Σύμπαντος.

Ο Πίνδαρος είχε αποκαλέσει την Μύηση στο άδυτο του Τροφώνιου άβρόν πάθος.
Στην σημερινή θρησκεία, μια όμοια Κατάβαση στον Άδη, αποκαλείται από τον εκκλησιαστικό Πίνδαρο,
τον Ρωμανό, επονομαζόμενο και Μελωδό, χαρίεν πάθος.
Απομένει ως συνέπεια, να εξακριβωθεί, το τί ακριβώς, ή περίπου, ήταν αυτή η περίφημη Μύηση.


Ένα αναπάντεχο θραύσμα, από κάποιον χαμένο Θρήνο του Κύκνου της Θήβας, γίνεται πολύ βαρύ.

Όλβιος όστις ίδών
κείν’ είς ύπό χθόν’ οίδε μέν βίου τελευτάν
οίδεν δέ διόσδοτον άρχάν.
(1)

‘’τρισευτυχισμένος, εκείνος που γνώρισε τα μυστήρια κάτω από τη γή.
Γνώρισε το τέλος του βίου, γνώρισε και την αρχή που έδωσε ο Δίας…’’
(Σχλ.2)
Αν πράγματι έτσι συνέβαινε, ο μυούμενος γνώριζε πριν από χιλιάδες χρόνια εκείνο που ερευνούν σήμερα οι Αστροφυσικοί και οι Πυρηνικοί επιστήμονες στο πρόγραμμα CERN.
Αυτή ακριβώς η πρόταση, που εκφράζει και την Σοβαρότητα, της περίφημης Μύησης στο άντρο του Τροφώνιου, στο τέλος θα ισχυροποιηθεί στο έπακρο.
Όλη η διαδικασία, όλη η ζοφερή Εμπειρία, δεν ήταν τίποτε άλλο, από μια σύμφωνη Μεγάλη Πορεία, σύνδρομη των Κοσμικών δεδομένων, και του Κοσμικού Ρυθμού.
Το γεγονός θα εξακριβώνεται σε κάθε Στάδιο της Κατάβασης.
Αυτός ακριβώς είναι ό λόγος, που θέλει την Μύηση, σαν ένα δρώμενο, πολύ πιο σοβαρό, απ’ όσο μπορεί κανείς αρχικά να υποθέσει.
Ένα από τα πρώτα γεγονότα, αποδεικτικό της κοσμικής ταυτότητας, είναι ο προαναφερθείς Κύκλος των 29 ημερονυκτίων των 29 περιστροφών της Σελήνης γύρω από τη Γή.
Και βέβαια των αντίστοιχων περιστροφών της Γής γύρω από τον Ήλιο, με σημασία κυριολεκτικά Ζωτική. Είναι ήδη γνωστό ότι χωρίς τον Ηλιακό ιονισμό, η ανθρώπινη Ζωή πάνω στη Γή, θα είχε διάρκεια μόλις λίγων ημερών.

Ο Ήλιος χρειάζεται περίπου 220 εκατομμύρια χρόνια,
για να πραγματοποιήσει μία περιφορά γύρω από το κέντρο του Γαλαξία.
(Περιοδικό ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ : ΜΑΡΤΙΟΣ 2009, σελ,11 )

Η ιδιαιτερότητα του μυούμενου, ως αποκομμένου από την παράλληλη ‘’βέβηλη’’ κοσμική διαβίωση, αναγνωριζόταν στον ιερό χαρακτήρα της εναρμόνισής του, κατά το επίμαχο και συγκεκριμένο αυτό διάστημα.. Η διαφορά αναγνωριζόταν στα εξής.
Με βέβαιη απόλαυση της καθιερωμένης ‘’δίαιτας των τεταγμένων ημερών,’’ ήταν σε θέση υποχρέωσης να εκτελεί μια σειρά από Θυσίες και απαραίτητους Καθαρμούς, ενώ συγχρόνως το ίδιο διάστημα μαζί με το Πνεύμα, εξάγνιζε και το Σώμα, παίρνοντας καθημερινά ψυχρά Λουτρά στον ποταμό, Έρκυνα.

«..καί λουτρών είργεται θερμών,τό δέ λουτρόν
ό ποταμός έστιν ή Έρκυνα..»
(2)

Στο κείμενο μάλιστα του Λουκιανού, υπάρχει η μαρτυρία, ότι μετά το αντίστοιχο Λουτρό στον ποταμό Εύ-φράτη, ο μυούμενος επέστρεφε στο οίκημα όπου διαβίωνε, αναποδίζων. Περπατώντας δηλαδή ανάποδα.
Μια λογική ερμηνεία του παράδοξου Τυπικού, είναι ότι μ’ αυτόν τον τρόπο,
ο άνθρωπος ‘’επέστρεφε περπατώντας προς τα πίσω,’’ τη στιγμή της Γέννησής του στην Γή.
Το Φαινόμενο, αν βέβαια έτσι γινόταν και στην Λειβαδιά - πράγμα σχεδόν βέβαιο, δηλώνει μια συμπύκνωση του μηνιαίου χρόνου, ισοδύναμη με την ηλικία του μυούμενου.





Περί Καθαρμών


Όλο το νόημα και η αξία των μυητικών Καθαρμών, συνοψίζεται σ’ έναν λόγο του Πλάτωνος :

«…τώ όντι πάλαι αινίττεσθαι, ότι, ός άν αμύητος καί ατέλεστος είς Άιδου αφίκηται, έν βορβόρω κείσεται, ό δε κεκαθαρμένος τε καί τετελεσμένος εκείσε αφικόμενος μετά θεών οικήσει…» (3)

‘’Είναι αλήθεια ότι όποιος χωρίς Τελετή και χωρίς Μύηση φθάσει στον Άδη, θα περιπέσει σε βόρβορο, σε αντίθεση με όποιον έχει αποκαθαρθεί, που με την άφιξή του εκεί θα συγκατοικήσει με τους θεούς.’’


                                                      




Περί Θυσιών




‘’θυσία τώ θεώ….καρδίαν θεός ούκ εξουδενώσει.’’
( ψαλμός 50,4 )



Το θέμα των Θυσιών δεν έπαψε να δημιουργεί ερωτηματικά.
Θα ήταν δυνατόν μάλιστα να προταθεί ότι, στο προκείμενο πράγματι υπάρχει
Χαμένη Γνώση. Κανείς θεός, και ποτέ δεν ζήτησε καμιάν απολύτως θυσία.
Είτε φυτικής μορφής, είτε ζωικής,
Αμέτρητος βεβαίως ήταν ο αριθμός, αλλά και οι επιδιώξεις των θυσιών.
Στον Ψαλμό, γίνεται μια θυσιαστική επίκληση, υπέρ μη εξουθενώσεως της καρδιάς του λάτρη.
Αλλού περιγράφονται κάποιες άλλες, πάγκοινες θυσίες που ονόμαζαν Απαρχές.

Οι πρώτοι καρποί κατά την συγκομιδή, τα πρώτα γεννήματα, αμνοί, ερίφια, μόσχοι, και σε εξαιρετικές περιπτώσεις τα πρωτότοκα παιδιά, αποτελούσαν ιερεία θυσίας, με το αιτιολογικό ότι από τον Θεό προέρχονται και σε Εκείνον επιστρέφουν.
Αυτού του είδους οι λογικές, σήμερα φαντάζουν αλλόκοτες. Είναι δε αυτός ο κύριος λόγος, που οδηγεί σ΄ έναν βάσιμο σκεπτικισμό. Πράγματι υπάρχει Κενό.
Πραγματικά σήμερα διαπιστώνεται όλη η μεγαλοπρέπεια μιας Χαμένης Γνώσης….

Σε αντιστάθμισμα έχει αποδειχτεί ότι η Θυσία, παρά το ότι δείχνει σαν ένα μιμητικό, απλό και ατελέσφορο σχήμα Ακολουθίας και Επανάληψης, στην ολοκλήρωσή της αποδεδεικτικά αποβαίνει μια Πράξη με αυτογενή σκοπό.
Μιά Πράξη που έχει αποτέλεσμα.
Μόνον με Πράξη Θυσίας, επιτελείται και επιτυγχάνεται μια Τελετουργία.
Ένα τέλειο έργο.

Η σύγχρονη Εκκλησιαστική Πρακτική το επιβεβαιώνει .
Κατά την Κυριακή Ακολουθία ένα έστω αναίμακτο θυσίασμα,
μία αναίμακτος μυσταγωγία, οδηγεί, άγει, τον οποιονδήποτε Άρτο, και τον οποιονδήποτε Οίνο,
σε Σώμα και Αίμα της θεότητας.


«..τάς θυσίας προς τους θεούς όσίως κατά τά πάτρια έξωμεν..»
(4)




Στην επεξεργασμένη από τον Αριστοτέλη Θεολογία, που είναι ότι πληρέστερο πνευματικό έργο παρήγαγε η ανθρώπινη διανόηση, αφού εκεί περιλαμβάνονται, όχι μόνον όλα τα Νοητά και Αισθητά Αίτια, αλλά και η Γνώση αυτών των Αιτίων, από τα οποία αποτελείται ο Σωματοποιημένος Κόσμος, η Θυσία βρίσκεται σε θέση εξέχουσα. Και προτείνεται, και υποστηρίζεται.
Ο μεγάλος φιλόσοφος φτάνει μέχρι του σημείου να δίνει οδηγίες για την τέλεση των θυσιών. Δεν παραλείπεται η προσοχή στο :

’’ πώς δεί ποιείν τάς θυσίας.‘’
(5)

και η προτροπή στο Τέλειο Θυσίασμα:

‘’ουδέν κολοβόν προσφέρομεν προς τους θεούς.’’ (6)

Ένας τελευταίος λόγος, υποβοηθητικός στην κατανόηση των παντοειδών θυσιών προς τους θεούς, είναι ο ακόλουθος :

‘’ό θεός ζώον αΐδιον άριστον’’
(7)

Όπως επίσης,

‘’ο θεός ζώον νοητόν ‘’ (8)


Θεωρήθηκε, και πολύ ορθά ότι ο θεός εκτός από Νοητόν Αίτιον, συγχρόνως Άρχει ως
Σωματοποιημένο Είδος. Με αυτήν την παρ-Ουσία, η όποια θυσία είναι απόλυτα αποδεκτή.
Ο Αέτιος δίνει μια ερμηνεία, σχετική με το τι ασαφές, εννοούσε ο Αριστοτέλης.

«…Αριστοτέλης τον μέν ανωτάτω θεόν είδος χωριστόν, επιβεβηκότα τη σφαίρα του παντός, ήτις εστίν αιθέριον σώμα…… ζώον είναι σύνθετον έκ σώματος και ψυχής, ών το μέν σώμα έστιν αίθέριον, κινούμενον κυκλοφορικώς, ή ψυχή δε λόγος ακίνητος, αίτιος της κινήσεως κατ’ ενέργειαν...» (9)




Κάτου στου κάμπου τά χωριά,
Γυέμ’ στα πέντε βιλαέτια,
Φάτε πιείτε μωρ’ αδέρφια.
Δημώδες




Όσον αφορά τα ημέτερα, το κείμενο του Περιηγητή πληροφορεί ότι κατά την προκαταρκτική περίοδο
‘’Θύει ό κατιών τώ Τροφωνίω,’’ στον ίδιο τον Τροφώνιο, αλλά και στα παιδιά του Τροφώνιου, όπως επίσης στον Απόλλωνα, στον Δία Βασιλέα, και σε μια μοναδική μεταξύ των Ελληνικών Ιερών θεότητα.
Στον Κρόνο. Θυσία στον Κρόνο, (Σχλ.3) γινόταν μόνον στην Λειβαδιά.


Στα Δείπνα που επακολουθούσαν μετά τις θυσίες, υπήρχε αφθονία εδεσμάτων.
Μάλιστα όχι μόνον αφθονία αλλά και ποικιλία.
Μαζί με τις μελιττούτες, προσφερόταν καθιερωμένο αυγό, και θηράματα, όπως λαγοί και τσίχλες.

‘’Δικαίαρχος δ’ έν πρώτω τής είς Τροφωνίω Καταβάσεως φησίν ούτως.ή γέ τήν πολλήν δαπάνην έν τοίς δείπνοις παρέχουσα Δευτέρα τράπεζα προσεγένετο, καί στέφανοι καί μύρα και θυμιάματα καί τά τούτοις ακόλουθα πάντα. εδίδοτο δέ καί ώόν έν τή Δευτέρα τραπέζη, ώσπερ καί λαγώα και κίχλαι κοινή μετά τών μελιπήκτων προσεφέρετο.’’
(10)


Στο σημείο αυτό, θα διακοπεί προσωρινά η, πάντα υποκειμενική, προσέγγιση, και προσπάθεια ερμηνείας του δρώμενου στην Λειβαδιά των αυτοκρατορικών χρόνων.
Το απαραίτητο Λουτρόν, και η εν συνεχεία Πορεία προς το όρος, θα ακολουθήσουν προσεχώς.

Η Κατάβαση στο Άδυτο, δεν ήταν μια διαδικασία, ανάγνωσης ενός γραπτού κειμένου όπως το παρόν. Πάνω απ’ όλα ήταν κάποια Εμπειρία Μοναδική και ανεπανάληπτη.
Χρειάζεται χρόνος και κατάλληλη διάθεση, ώστε να γίνει εφικτή μια προσέγγιση Γνώσης τέτοιων θεμάτων. Τέτοιων εμπειριών ,που ασφαλώς είναι Πάθη.
Είναι Μαρτύρια.

Συμπερασματικά, κρίνεται ως βασικό να επανατονιστεί ότι ο, κατά τον Παυσανία, φέρελπις μύστης, με την ένταξή του στην μηνιαία δίαιτα – ενδιαίτηση στο οίκημα του Αγαθού Δαίμονα, και της Τύχης Αγαθής, έχει ήδη περάσει στην επήρεια ειδικότερων επιδράσεων.
Έχει ήδη μπει σε μια καλώς εννοούμενη Ζώνη Λυκόφωτος.
Ζεί και κινείται κάτω από συνθήκες υπαγορευμένες έμμεσα και άμεσα, από εξωκοσμικά Αίτια και Αρχές. Όλα, οτιδήποτε συμπεριλαμβάνεται και χρησιμοποιήται κατά την τέλεση του Ιεροτυπικού, υπόκεινται σε Κοσμική αρμονία.
Σε μια ανείπωτη λόγω επιβεβλημένης Ιερής Σιωπής Αισθητή αλλά και Νοερή Αρμονία.


Πόση άραγε αρμονία ; Υπάρχει απόδειξη ;
Ναι όσο οι συνθήκες του β΄μεταχριστιανικού αιώνα το επέτρεπαν :

«..τού περιβόλου δ’ εντός χάσμα γής εστίν ούκ αυτόματον,
αλλά σύν τέχνη καί αρμονία πρός το ακριβέστατον (με το έν ουρανώ, ) ωκοδομημένον..»
(11)

θα γράψει, και συγχρόνως δεν θα γράψει ο Παυσανίας!






Βαλλάς Στάθης
stathis.vallas@gmail.com




Σχόλια - Παραπομπές


(Σχλ.1) Η σημαντική εξακρίβωση, δείχνει με απόδειξη ένα σημερινό σφάλμα.
Είναι πολλοί εκείνοι που υποστηρίζουν ότι το μαντείο του Τροφώνιου, δεν μπορεί να βρίσκεται στον λόφο ‘’Προφήτης Ηλίας,’’ επειδή η απόσταση είναι μακρινή.
Ναι, θα ήταν μακρινή, αν κάποιος που επιχειρούσε μια Κατάβαση στο Άδυτο, δεν διέμενε πολύ περισσότερες από τριάντα μέρες στην αρχαία Λειβαδιά, και βεβαίως αν κυκλοφορούσε με αυτοκίνητο, όπως έχει συνηθιστεί να μετριέται η οποιαδήποτε απόσταση σήμερα.
Ο άσφαλτος δρόμος, ως συνέπεια του ασφάλτου οδοστρώματος, έχει ιστορικό παρών μόλις 60 χρόνια. Γνώρισα ανθρώπους που έκαναν την διαδρομή Θήβα – Λειβαδιά πεζή. Με τα πόδια. Αρκετά μικρός ταξίδεψα από την Νότια Βοιωτία στην Βόρεια, πάνω σ’ ένα άλογο.
Απλούστατα το 1944, δεν υπήρχαν αυτοκίνητα.
Ο Απολλώνιος Τυανεύς, ήρθε στο μαντείο του Τροφώνιου, με τα πόδια, από την Ολυμπία.
Στην αρχαία Ελλάδα ασφαλώς δεν κυκλοφορούσαν με αυτοκίνητα. Όλες οι μετακινήσεις γίνονταν πεζή. Αυτός ακριβώς ήταν ο λόγος που υπαγόρευε την ανάγκη σε περίπου κάθε τριάντα χιλιόμετρα, να υπάρχει και ένα επώνυμο Χάνι. Έ! λοιπόν αυτά τα περίφημα Χάνια, ήταν σε λειτουργία μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα.
Τα αυτοκίνητα ευρείας χρήσεως έχουν Ιστορία, πολύ λιγότερο από 100 χρόνια.
Τώρα άραγε, πόσο ‘’μακρυά,’’ είναι ο Προφήτης Ηλίας ;

(Σχλ.2) Δύο σύγχρονοι αποθεωμένοι, φέρεται ότι πέτυχαν εκείνο που με τόσο λυρισμό παραθέτει εδώ ο Πίνδαρος. Παράλληλα προσυπάρχει και επιστημονική υποστήριξη. '
‘’έξ ανθρώπων δι’ αρετής υπερβολήν γίγνονται θεοί’’ Αριστλ.Ηθ.ή 1145 α 28 )
Ο Γκοντάμα Βούδας, με ‘’τρείς δρασκελιές’’ βρίσκεται στην Αρχή του Κόσμου.
Ο Χριστός, αποκαλείται ‘’πρωτότοκος των νεκρών.’’ Ανάγεται και αυτός σε Αρχή.
Μια Αρχή Ταξινομήσεως, όπως ονομάζεται το περίφημο..
κινούν ακίνητον στην Αριστοτελική Θεολογία.
Είναι η ίδια με αυτήν που ο Θρήνος, την ονομάζει : ‘’διόσδοτον άρχάν.’’

(Σχλ.3) Το γεγονός έχει μια διπλή αξία.
Μια ακόμη μεταξύ άλλων παράλληλη αστρική παρουσία, πρέπει να θεωρείται δεδομένη.
Από την άλλη, εάν πράγματι ο Κρόνος ‘’που τρώει τα παιδιά του,’’ ήταν ήδη ένα Σύμβολο του ρευστού και ακαθόριστου Χρόνου, τότε η παρουσία και παρεμβολή του στο Δρώμενο, προαναγγέλλει τον μ ε τ έ ω ρο χ ρ ό ν ο τ η ς μ ύ η σ η ς.
Έχει ήδη προταθεί, και θα επαναληφθεί, ότι ο Χρόνος στο Άδυτο του Τροφώνιου, υπάκουε σε διαφορετικούς ρυθμούς ροής.
Κατά την διάρκεια της παραμονής μέσα στο Άδυτο, επιτυγχανόταν Επιβράβευση, αλλά και
Επιτάχυνση Χρόνου.
Επιβράδυνση και Επιτάχυνση, προκαλούμενη από τον μύστη…..
Μια Επιμηκυνόμενη Μακαριότητα επακολουθούσε….
Έτσι αναγόταν κάποιος σε Όλβιο σύμφωνα με τον Πίνδαρο, αλλά και Φωτισμένο….
Τόσο Φωτισμένο, ώστε το Αίμα του να γίνεται Γαλάζιο…..



(1) Πίνδ.fragm.sel.102,114
(2) Παυσανίας, Βοιωτικά 39,5,6
(3) Πλάτ.Φαίδ.69 C
(4) Αριστλ.ρητ.1446,39,α
(5) Ρητ. 39. 1446 α 36-β
(6) F 108, 1495 β 8
(7) Αριστλ. Μλ 7 1072 α 26, τε 128 β 19
(8) 6 136 β 7
(9) Άέτιος ( Άρατ. Phil.pertinentia,Lib.1) ) 126 a 25
(10) Αθήν.ΧΙV,641,f
(11) Βοιωτικά 39,10,1


(Συνεχίζεται)

Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2013

ΥΠΟ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΙΚΗΝ ΔΡΥΝ


                                                   
Όταν παιδίον διηρχόμην εκεί πλησίον, επί οναρίου οχούμενος, δια να υπάγω να απολαύσω τας αγροτικάς μας πανηγύρεις, των ημερών του Πάσχα, του Αγίου Γεωργίου και της Πρωτομαγιάς, ερρέμβαζον γλυκά μη χορταίνων να θαυμάζω περικαλλές δένδρον, μεμονωμένον, πελώριον, μίαν βασιλικήν δρυν. Οποίον μεγαλείον είχεν! Οι κλάδοι της χλωρόφαιοι, κατάμεστοι, κραταιοί· οι κλώνές της, γαμψοί ως η κατατομή του αετού, ούλοι ως η χαίτη του λέοντος, προείχον αναδεδημένοι, εις βασιλικά στέμματα. Και ήτον εκείνη άνασσα του δρυμού, δέσποινα άγριας καλλονής, βασίλισσα της δρόσου…
Από τα φύλλα της εστάλαζε κι έρρεεν ολόγυρά της «μάννα ζωής, δρόσος γλυκασμού, μέλι το εκ πέτρας». Έθαλπον οι ζωηφόροι οποί της έρωτα θείας ακμής, κι έπνεεν η θεσπεσία φυλλάς της ίμερον τρυφής ακηράτου. Και η κορυφή της βαθύκομος ηγείρετο ως στέμμα παρθενικόν, διάδημα θείον.
Ησθανόμην άφατον συγκίνησιν να θεωρώ το μεγαλοπρεπές εκείνο δένδρον. Εφάνταζεν εις το όμμα, έμελπεν εις το ούς, εψιθύριζεν εις την ψυχήν φθόγγους αρρήτου γοητείας. Οι κλώνες, οι ράμνοι, το φύλλωμά της, εις του ανέμου την σείσιν, εφαίνοντο ως να ψάλλωσι μέλος ψαλμικόν, το «Ως εμεγαλύνθη». Μ΄ έθελγε, μ΄ εκήλει, μ΄ εκάλει εγγύς της. Επόθουν να πηδήσω από του υποζυγίου, να τρέξω πλησίον της, να την απολαύσω· να περιπτυχθώ τον κορμόν της, όστις θα ήτον αγκάλιασμα δια πέντε παιδιά ως εμέ, και να τον φιλήσω. Να προσπαθήσω ν΄ αναρριχηθώ εις το πελώριον στέλεχος, το αδρόν και αμαυρόν, ν΄ αναβώ εις το σταύρωμα των κλάδων της, ν΄ ανέλθω εις τους κλώνας, να υψωθώ εις τους ακρέμονας… Και αν δεν μ΄ εδέχετο, και αν μ΄ απέβαλλεν από το σώμα της, και μ΄ έρριπτε κάτω, ας έπιπτον να κυλισθώ εις την χλόην της, να στεγασθώ υπό την σκιάν της, υπό τα αετώματα των κλώνων της, τα όμοια με στέμματα Δαυίδ θεολήπτου.
Επόθουν, αλλ΄ η συνοδία των οικείων μου, μεθ΄ών ετέλουν τας εκδρομάς εκείνας ανά τα όρη, δεν θα ήθελε να μοι το επιτρέψει. Και μίαν χρονιάν, ήτο κατά τας εορτάς του σωτηρίου έτους 186… , καθώς είχομεν διέλθει πλησίον του δένδρου, εφθάσαμεν εις το Μέγα Μανδρί· – ήτο δε το Μέγα Μανδρί μικρός συνοικισμός, θερινόν σκήνωμα των βοσκών του τόπου. Εκατοίκουν εκεί επτά ή οκτώ οικογένειαι αγροτών. Δύο εκ των οικογενειών τούτων συνεδέοντο προς τους γονείς μου δια δεσμών βαπτίσματος, κολληγοσύνης, κτλ. και όλοι ήσαν φίλοι και συμπατριώται μας.
Κατηρχόμεθα εκεί συνήθως τας ημέρας του Πάσχα, είτα πάλιν του Αγίου Γεωργίου ή την Πρωτομαγιάν, άλλοτε δε του Αγίου Κωνσταντίνου ή της Αναλήψεως. Επί τερπνού λόφου υπήρχε το παρεκκλήσιον του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, όπου ελειτουργούμεθα.
Ήγοντο εκεί χοροί και πανηγύρεις· δρόσος και αναψυχή και χάρμα εβασίλευεν. Εθύοντο αρνία και ερίφια, και σπονδαί εγίνοντο πυροξάνθου ανθοσμίου. Ετελούντο αγώνες αμίλλης, δισκοβολίαι και άλματα. Έπληττε τας πραείας ηχούς ο φθόγγος του αυλού και της λύρας, συνοδεύων το έρρυθμον βήμα των παρθένων προς κύκλιον χορόν. Και ξανθαί, ερυθρόπεπλοι βοσκοπούλαι επήδων, επέτων, εκελάδουν.


Καθώς είχομεν φθάσει εκεί, την χρονιάν εκείνην, με είχε κυριεύσει ζωηρότερον η εντύπωσις η μαγική της δρυός. Διηρχόμεθα εκάστοτε ουχί μακράν του δένδρου, απέχοντος ημισείας ώρας οδόν από το Μέγα Μανδρί. Ο δρόμος μας ήτον επί της κλιτύος, ολίγον υψηλότερον της θέσεως όπου ίστατο το δένδρον, έτεμνε δε πλαγίως το βουνόν… και η δρυς η μαγική, καθώς εξηκολούθουν να την βλέπω επί ικανήν ώραν, με εγοήτευε και με εκάλει, ως να ήτο πλάσμα έμψυχον, κόρη παρθενική του βουνού.
Κατά τας ποικίλας κυμάνσεις της οδού, σύμφωνα με τα κοιλώματα ή τας προεξοχάς του εδάφους, και κατά τας κινήσεις του οναρίου τας ιδιοτρόπους και πείσμονας – καθώς εξάνοιγα το πρώτον την δρυν, καθόσον επλησίαζα ή απεμακρυνόμην απ΄αυτής, τόσας θέας, απόψεις και φάσεις ελάμβανε το δένδρον. Εκ πλαγίου και μακρόθεν είχεν όψιν λιγυράς χάριτος· εγγύθεν και κατά μέτωπον, προέκυπτεν όλη μεστή και αμφιλαφής, βαθύχλωρος, επιβάλλουσα ως νύμφη.
Όλην την νύκτα, κοιμώμενος και αγρυπνών, ωνειρευόμην την δρυν, την θεσπεσίαν και υψηλήν… Την πρωίαν εκείνην του Μεγάλου Σαββάτου, καθώς είχεν ευωδιάσει ο ναΐσκος από δάφνας και λιβανωτίδας, και είχε κρουσθεί τρελά από παιδικάς χείρας ο μικρός κώδων ο υπεράνω του γείσου της στέγης της πλακοσκεπούς, χαιρετίζων το «Ανάστα ο Θεός», το οποίον έψαλλεν ο παπάς ραίνων τους πιστούς με πέταλα ρόδων και ίων…είτα, πριν απολύσει η λειτουργία, εγώ έγινα άφαντος.
Δια πλαγίου, κρυφού δρομίσκου τον οποίον είχον ανακαλύψει την προτεραίαν, ήρχισα να ανέρχομαι την ράχιν του βουνού… διευθυνόμενος προς το μέρος, όπου ευρίσκετο η βασιλική δρυς. Επίστευον ότι εγνώριζα καλά τον δρόμον.
Ήτον όλη η οδός ανωφερής, κι εγώ έτρεχον, έτρεχον δια να φθάσω ταχέως, ν΄ ασπασθώ την ερωμένην μου – επειδή η δρυς υπήρξεν η πρώτη παιδική μου ερωμένη – και ταχέως πάλιν να επιστρέψω, φανταζόμενος ότι η απουσία μου τότε δεν θα παρετηρείτο, και δεν θα είχον ν΄ ακούσω επιπλήξεις από τους οικείους.
Προ εμού είχον αναχωρήσει από το ποιμενικόν σκήνωμα ολίγοι εκ της τάξεως των βοσκών, απερχόμενοι εις την πολίχνην, δια να κομίσωσιν αρνία και τυρίον εις τους κολλήγας, αποφέρωσι δε άλλα οψώνια εκ της πόλεως. Ούτοι θα επέστρεφον προς εσπέραν, και δεν ήτο πιθανόν να συναντήσω τινάς καθ΄ οδόν. Πλην παρ΄ ελπίδα είδον μακρόθεν άλλους ερχομένους προς τα εδώ, εν συνοδία γυναικών και παίδων και υποζυγίων· ούτοι ήρχοντο εκ της πόλεως δια να συνεορτάσωσιν εν τη εξοχή πλησίον των συγγενών των, των βοσκών.
Πάραυτα εξετράπην της οδού, κι έσπευσα να κρυβώ όπισθεν πυκνών θάμνων. Οι άνθρωποι εκείνοι αν με συνήντων, μεμονωμένον, μακράν των γονέων μου, πορευόμενον άγνωστον πού, θα επαραξενεύοντο, και αν δεν μ΄έπειθον να κατέλθω μετ΄αυτών ευθύς οπίσω, εξ άπαντος θα με κατήγγελλον εις τους γονείς μου, τους οποίους θα εύρισκον κάτω εις το Μέγα Μανδρί. Ήμην ένδεκα ετών παιδίον.
Εκείνοι ταχέως αντιπαρήλθον, κι εγώ ανέλαβα τον δρόμον μου, αλλά μετ΄ ολίγον τον έχασα. Εις έν σταυροδρόμιον όπου έφθασα, επήρα τον δρόμον αριστερά, τον υψηλότερον, και ασθμαίνων έφθασα εις την κορυφήν του βουνού. Πλην η μεγάλη δρυς υπήρξεν ευεργέτις μου και κηδεμών μου. Αύτη μ΄ εξήγαγεν εκ της απάτης, εφαίνετο δε ως να μοι ένευε μακρόθεν, και με ωδήγει να έλθω πλησίον της.
Καθώς την είδα χαμηλότερον, δεξιόθεν, αρκετά μακράν, άφησα τον δρομίσκον εις τον οποίον έτρεχα, και στραφείς προς δυσμάς ήρχισα να κατέρχομαι, μέσω των αγρών, υπερπηδών αιμασιάς, χάνδακας, φραγμούς θάμνων και βάτων, σχίζων τας σάρκας μου, αιμάσσων χείρας και πόδας… Τέλος έφθασα πλησίον της ποθητής νύμφης των δασών.

Ήμην κατάκοπος, κάθιδρος και πνευστιών. Άμα έφθασα, ερρίφθην επί της χλόης, εκυλίσθην επάνω εις παπαρούνες και χαμολούλουδα. Αλλ΄ όμως ησθανόμην κρυφήν ευτυχίαν, ονειρώδη απόλαυσιν. Ερρέμβαζον αναβλέπων εις τους κλώνάς της τους κραταιούς, και ηνοιγόκλειον ηδυπαθώς τα χείλη εις την πνοήν της αύρας της, εις τον θρουν των φύλλων της. Εκατοντάδες πουλιών ανεπαύοντο εις τους κλώνάς της, έμελπον τρελά τραγούδια… Δρόσος, άρωμα και χαρμονή εθώπευον την ψυχήν μου….
Ήμην αποσταμένος, και δεν είχον κοιμηθεί καλά την νύκτα. Ο ύπνος μού έλειπεν. Εις την σκιάν του πελωρίου δένδρου, εν μέσω των μηκώνων του των κατακοκκίνων, ο Μορφεύς ήλθε και μ΄εβαυκάλησε, και μοι έδειξεν εικόνες, ως εις περίεργον παιδίον.
Μου εφάνη ότι το δένδρον –έσωζον καθ΄ύπνον την έννοιαν του δένδρου– μικρόν κατά μικρόν μετέβαλλεν όψιν, είδος και μορφήν. Εις μίαν στιγμήν η ρίζα του μου εφάνη ως δύο ωραίαι εύτορνοι κνήμαι, κολλημέναι η μία επάνω εις την άλλην, είτα κατ΄ολίγον εξεκόλλησαν κι εχωρίσθησαν εις δύο· ο κορμός μού εφάνη ότι διεπλάσσετο και εμορφούτο εις οσφύν, εις κοιλίαν και στέρνον, με δύο κόλπους γλαφυρούς, προέχοντας· οι δύο παμμέγιστοι κλάδοι μού εφάνησαν ως δύο βραχίονες, χείρες ορεγόμεναι εις το άπειρον, είτα κατερχόμεναι συγκαταβατικώς προς την γην, εφ΄ης εγώ εκείμην· και το βαθύφαιον, αειθαλές φύλλωμα, μου εφάνη ως κόμη πλουσία κόρης, αναδεδημένη προς τ΄ άνω, είτα λυομένη, κυματίζουσα, χαλαρουμένη προς τα κάτω.
Το πόρισμά μου, το εν ονείρω εξαχθέν, και εις λήρον εν είδει συλλογισμού διατυπωθέν, υπήρξε τούτο: «Α! δεν είναι δένδρον, είναι κόρη· και τα δένδρα, όσα βλέπομεν, είναι γυναίκες!»
Όταν μετ΄ολίγον εξύπνησα, ως συνέχειαν του ονείρου έσχον εν νώ την ανάμνησιν της ιστορίας του τυφλού, τον οποίον ο Χριστός εθεράπευσε, καθώς είχον ακούσει τον διδάσκαλόν μας εις την Ιεράν Ιστορίαν: «Καταρχάς μεν είδε τους ανθρώπους ως δένδρα· δεύτερον δε τους είδε καθαρά…»
Πλην δεν εξύπνησα ακόμη, πριν ακούσω τι έλεγε το φάσμα· η κόρη – η δρυς, είχε λάβει φωνήν και μοι έλεγεν:
-Ειπέ να μου φεισθούν, να μη με κόψουν….δια να μη κάμω ακουσίως κακόν. Δεν ειμ΄ εγώ νύμφη αθάνατος· θα ζήσω όσον αυτό το δένδρον…

Εξύπνησα έντρομος, κι έφυγον… Ήτο ήδη μεσημβρία, και ο ήλιος εμεσουράνει…. Έκαιεν υψηλά, υπεράνω της κορυφής της δρυός, ήτις ήτο σκιά αδιαπέραστος… Από τον αντικρινόν λόφον ήκουσα φωνήν να με καλεί εξ ονόματος.
Ήτο εις μικρός βοσκός, με την κάππαν του, με την στραβολέκαν του, και με δέκα αίγας, τας οποίας ωδήγει. Μου εφώναξεν ότι ο πατήρ μου με ανεζήτει ανήσυχος, και, να τρέξω, να φθάσω ταχέως εκεί κάτω….

Δεν ενόησα τίποτε από το μαντικόν όνειρον. Αργότερα εδιδάχθην από εγχειρίδιον Μυθολογίας ότι η Αμαδρυάς συναποθνήσκει με την δρυν, εν ή ευρίσκεται ενσαρκωμένη…
Μετά πολλά έτη, όταν ξενιτευμένος από μακρού επέστρεψα εις το χωρίον μου, κι επεσκέφθην τα τοπία εκείνα, τα προσκυνητάρια των παιδικών αναμνήσεων, δεν εύρον πλέον ουδέ τον τόπον ένθα ήτο ποτε η Δρυς η Βασιλική, το πάγκαλον και μεγαλοπρεπές δένδρον, η νύμφη η ανάσσουσα των δρυμώνων.
Μία γραία με την ρόκαν της, με δύο προβατίνας τας οποίας έβοσκεν εντός αγρού πλησίον, ευρίσκετο εκεί, καθημένη έξωθεν της μικράς καλύβης της.
Όταν την ηρώτησα τι είχε γίνει το «Μεγάλο Δέντρο», το οποίον ήτον ένα καιρόν εκεί, μοι απήντησεν:
-Ο σχωρεμένος ο Βαργένης το έκοψε…μα κι εκείνος δεν είχε κάμει νισάφι με το τσεκούρι του· όλο θεόρατα δέντρα, τόσα σημαδιακά πράματα… Σαν το ΄κοψε κι ύστερα, δεν είδε χαΐρι και προκοπή. Αρρώστησε, και σε λίγες μέρες πέθανε… Το Μεγάλο Δέντρο ήτον στοιχειωμένο.


(1901)Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2013

Το Μαγικό Βουνό


 ΜΕΡΟΣ Β΄ Περί του Τροφωνίου Μαντείου
                                                                             



Είναι ο πολύς Κλήμης, ο επιλεγόμενος Αλεξανδρεύς, που διασώζει άθελά του, μιαν ακόμη πολύτιμη πληροφορία. Σε μια απλή φράση, καταδείχνεται άμεσα και εμφανέστατα, κάποια ιδιαίτερη Σύνοδος Στοιχείων, εξαιρετικών.
Στοιχείων, από τα οποία κοσμείται μεταξύ άλλων, και το Ιερό Όρος της
Λειβαδιάς. Απευθύνοντας λοιπόν, υβριστικό αντεθνικό λόγο, κάπου μιλάει για άδυτα.

‘’άδυτα άθεα, βαράθρων
στόματα τερατείας έμπλεα.’’
(1)

Αυτό στην προκειμένη περίπτωση σημαίνει, επανατονιζόμενο, έστω και σαν επιμορφωτική Επανάληψη, ότι κάτω από το Τροφώνειο μέσω του ηφαιστειογενούς πετρώματος, ανοιγόταν, και ακόμη ανοίγεται, ένα αληθινό βάραθρο.
Ένα βάραθρο, που κάποτε ήταν λειτουργικό συνοδό της Ιερής Ακολουθίας.
Του Ιερού Τυπικού. Του Ιερού Δρώμενου.

(Ο Κλήμης, παρά προσδοκίαν, δεν κατανοεί ότι όλα τα φυσικά στοιχεία που χρησιμοποιούνται κατά την οποιαδήποτε θρησκευτική Τελετή, μέσω της Ιερατικής Τέχνης, παράγουν ωφελιμιστικό επιδιωκόμενο έργο και αποτέλεσμα με άμεση επενέργεια στον θρησκευόμενο άνθρωπο. Σε καμιά απολύτως περίσταση, δεν αποτελούν, ειδωλατρικά αντικείμενα. Η αρχαία θρησκεία χρησιμοποιεί φυσικά πρότυπα. Δεν τα λατρεύει, όπως ηθελημένα και διαστρεβλώνοντας την αλήθεια, πρεσβεύει ο Κλήμης, και οι άλλοι χριστιανοί αποκαλούμενοι Πατέρες).

Το Βάραθρο, που πηγάζει από το Κέντρο της Γης, και αναβλύζει στην επιφάνειά της, πάνω στην κορυφή του Μαγικού Βουνού της Λειβαδιάς, κάποτε ήταν εκμεταλλεύσιμο από τον άνθρωπο. Ήταν στοιχείο της αρχαίας Ελληνικής θρησκείας, αρωγό στην ευζωία του ανθρώπου. Ο άλλος πόλος, η Τερατεία, εκτός των άλλων εξηγείται και ως ‘’θεϊκή φωνή, χρησμός.’’
Έτσι το συγκεκριμένο Βουνό ανάγεται σε μαγικό, όχι με την αφηρημένη ποιητική εκδοχή, αλλά εξ αιτίας των πολυπληθών όσο και εξαιρετικών ζωντανών Επιφανειών, από τις οποίες κοσμείται. Ένα συμπλήρωμα στοιχείων, που υπάρχει στην κορυφή του, θα το αποδείξει.

Πολύ κοντά στο άδυτο, βρισκόταν ένα πρόσθετο θρυλικό μνημείο. Το περίφημο και γνωστό από άλλα αρχαιοελληνικά Ιερά, και Θρησκευτικά Κέντρα, Κυνήγι της Κόρης.
Η Θήρα της Κόρης Περσεφόνης από τον Αϊδωνέα, τον Πλούτωνα.
Μ’ αυτήν την εξακρίβωση, μία ακόμη είσοδος στον Άδη, προσέδιδε στο βουνό, το εξαιρετικό ενδιαφέρον του μαγικού.

Ο τριγύρω από την κορυφή τόπος συμπληρωνόταν από τα έως σήμερα διαιωνιζόμενα γνωρίσματα του ασφόδελου Αΐδου λειμώνος. Τα γεμάτα ασφόδελους λιβάδια του Άδη. Και βεβαίως από την αντιπροσωπευτική χλωρίδα, και πανίδα, που μαζί με την ύπαρξη εκεί της δίδυμης πηγής του Άδη, την Λήθη και την Μνημοσύνη, επισφράγιζαν την θεοφανειακή ταυτότητα του Ιερού Τόπου.
Επιλεκτικές Θεοφάνειες, που συναντούσε κάποιος, σε όλα τα επώνυμα
Θρησκευτικά Κέντρα, μέσα, αλλά και έξω από την Ελλάδα. Το φαινόμενο δεν ήταν, άλλο από την αυτόματη συνέπεια και αναλογία της μοναδικότητας, του κάθε γεωγραφικού χώρου.


«..στην Αχερουσία είμ’ εδώ, κι βάρκα μου έν’ από του Χάρου τα σκαφίδια..»

(ανωνύμου)


Άλλο παράδειγμα η Έρκυνα. Όπως προειπώθηκε σημαίνει έρκος – φράγμα.
Το ίδιο όνομα έχει και ένα από τα τέσσερα ποτάμια του χριστιανικού Παράδεισου.
Ο πολύ γνωστός Ευφράτης.
Πιζόν, Γκιχόν, Τίγρης, και Ευφράτης. Ένας εύ-φράτης αποτελούσε ένα καλό και αξιόπιστο φράγμα στον Παράδεισο, στον παρά τον Άδη, Κήπο. Ωστόσο η συμμετρία δεν σταματάει εδώ. Στην Βαβυλώνα, στην bab ilani, (η θύρα των θεών) σε κάποια λίμνη στην οποία ‘’αφανιζόταν’’ ο Ευφράτης, όπως η Έρκυνα ‘’αφανιζόταν’’ κάποτε στην Κωπαΐδα,
φέρεται ότι πραγματοποιήθηκε μια κατάβαση στον Άδη.
Το εκπληκτικό είναι ότι η συνεχόμενη Ανάβαση στον επάνω κόσμο συνέβη στην Λειβαδιά. (2)

Έτσι αυτό το βουνό είναι αληθινά μαγικό, αφού σε κανένα άλλο Ελληνικό Ιερό, δεν γινόταν Τελετή κατάβασης στον Άδη. Αυτός άλλωστε ήταν και ο λόγος που το αποκαλούσαν Καταβάσιο. Και βέβαια είναι σημαντικό να μην παρεισφρήσει σύγχυση, με ένα συγγενές δρώμενο που μοιάζει μεν με Κατάβαση, αλλά στην ουσία πρόκειται για Ψυχαγωγία, ανάκληση δηλαδή ψυχών από τον Άδη.
Σαν κι αυτήν που γινόταν στο νεκυομαντείο παρά τον Αχέρωντα ποταμό, ή την Νεκυομαντεία που έκανε ο Οδυσσέας σ’ έναν ίδιο βόθρο με εκείνον του Τροφώνιου,
εκεί που τον έστειλε η Κίρκη, στην άκρη του Ωκεανού.

Το ασθενέστερο σημείο των τειχών της Τροίας,
ήταν εκεί που βρισκόταν ο Ερινεός!!!
(3)


Το εκπληκτικότερο όμως ακόμη και σήμερα ζωντανό γνώρισμα, που ορθώνεται στο ψηλότερο σημείο του μαγικού βουνού, της Λειβαδιάς, είναι ο φοβερός και τρομερός Ερινεός.
Η γνωστή αγριοσυκιά. Ένα διαχρονικό Ιερό Δέντρο. Με ευκολία διακρίνεται ότι βρίσκεται σε δυώνυμη σύζευξη με τον πυριτολιθικό Βωμό. Εδώ συμβαίνει κάτι επίσης απίστευτο. Η πλούσια σε μέταλλο κορυφή, παρ’ ότι δέχεται εντονότερη ακτινοβολία, και κενώσεις ηλεκτρομαγνητισμού, τουλάχιστον κατά τον χρόνο βροχόπτωσης,
εξ αιτίας του Ιερού Δέντρου, του ε ρ ι ν ε ο ύ, της αγριοσυκιάς, γίνεται απρόσβλητη από κεραυνούς!!!
Το φαινόμενο στην αμφιδρομία του, είναι αληθινά θαυμαστό. Ο Πλούταρχος είναι καταυγαστικός.

«..Το πιο αξιοπερίεργο όμως είναι ότι, ενώ όλα όσα βλασταίνουν και δίνουν καρπούς βγάζουν άνθη, το μόνο που μένει χωρίς άνθη (ανανθές) είναι το φυτό της συκιάς. Αν πάλι όπως λένε οι άνθρωποι, δ ε ν π λ ή τ τ ε τ α ι α π ό κ ε ρ α υ ν ο ύ ς, θα μπορούσε να αποδώσει κανείς και τούτο στην πικράδα και την κακή ποιότητα του κορμού..» (4)



Ο θρησκευτικός λόγος μοιάζει φλύαρος,
αλλοίμονο αν δεν ήταν…..



Το σημείο είναι κατάλληλο, για την κατάθεση ενός μακρύτερου, αλλά διαφωτιστικού και συναφούς ωστόσο λόγου, κυρίως πάνω στην αγριοσυκιά, η οποία και ενδιαφέρει αποκλειστικά. Αποκλειστικά, και με ενδιαφέρον ζωηρό, γιατί κατά την διαδικασία του Δρώμενο της Μύησης στο Τροφώνειο, το Στάδιο της επίσκεψης και επαφής του μυούμενου με την αγριοσυκιά ήταν από τα πλέον κορυφαία της όλης διαδικασίας.
Ο αείζωος ερινεός, της εποχής που λειτουργούσε ακόμη το Άδυτο, από εξαιρετική εύνοια, διασώθηκε έως σήμερα ζωντανός, και με κάθε πιθανότητα θα διασώζεται με την ίδια μορφή στο διηνεκές.

Η σημερινή εικόνα στην κορυφή του λόφου ‘’Προφήτης Ηλίας,’’ όχι μόνον διατηρεί τις αρχικές ιερές καταβολές, τις Απαρχές, αλλά σημαδεύει το μέλλον, με τις αξίες μιας συνεχούς Αναγέννησης. Η αγριοσυκιά, αυτό ακριβώς προϋποθέτει, και συνεπάγεται. Την Αιωνιότητα.
Η αγριοσυκιά εκεί, είναι ένα ζωντανό Ιερό Δέντρο, με Ιστορικό παρών, από την εποχή που κατοικούσε στην περιοχή ένα Μινυακό φύλλο, οι Φλεγύες.
Άκρως φιλοπόλεμοι, τους οποίους μάλιστα ο Όμηρος περιγράφει ως υβριστές. (5)
Το γεγονός δεν εμπόδισε τον Απόλλωνα να νυμφευθεί την Κορωνίδα, κόρη του Φλεγύα, η οποία φέρεται ως μητέρα του Τροφώνιου.



Ο απαγορευμένος καρπός στον Χριστιανικό Παράδεισο ασφαλώς δεν είναι το μήλο.
Πουθενά δεν αναφέρεται το είδος ούτε του Δέντρου ,ούτε του καρπού…..
Ποιος άραγε να ήταν ο περιβόητος καρπός;



Στην αρχαία Ελλάδα, Ερινεός ή Ερινεώς, σήμαινε: θεός, ή σύκον άρρεν. (6)
Σ’ αυτό το μοναδικό προϊόν, που δεν είναι γνήσιος καρπός, αλλά ένα συγκάρπιο, αποτελούμενο από την ταξιανθία, μαζί με την ανθοδόχη, είναι δυνατόν να αναγνωριστούν ικανότητες Ισχυοφάνειας, που έχουν ομοιοπαθητική επίδραση, και εξασκούν βάρος, τόσο στην περιοδική, όσο και στην ίδια την συνεχή Αναγέννηση.
Περιληπτικά. Το άγριο σύκο είναι ο ‘’φορέας’’ που γονιμοποιεί τους καρπούς της ήμερης συκιάς. Τόσο το άγριο σύκο, όσο και το ήμερο είναι.. ο εκπληκτικότερος μικρόκοσμος, συγκεντρωμένων μικρόκαρπων, σε αριθμό θαυμαστό.
Αμέτρητος αριθμός σπερμάτων, βρίσκεται περιβεβλημένος από μια λεπτή μεμβράνη η οποία στάζει γαλακτερό χυμό, ακριβέστερα οπό.
Είναι ο μοναδικός καρπός που μοιάζει ανατομικά, αλλά και οντολογικά, στους όρχεις, όπου βρίσκεται και η ‘’καρδιά της λειτουργίας,’’ του ανθρώπινου οργάνου αναπαραγωγής.
Μ’ αυτήν την παρατήρηση, δεν είναι δύσκολο ν’ απαντηθεί, γιατί ο ερινεός εκτός των βασικών προτερημάτων, δηλαδή του να χάνει και να ξαναποκτά τα φύλλα,
’’να πεθαίνει και να ανασταίνεται,’’ δια-λέχτηκε ως ομοιοπαθητικό πρότυπο, και καθιερώθηκε ως αντικείμενο με ιερή σημασία. Όλη την διάρκεια του έτους, και ανεξάρτητα από το εάν επικρατεί δριμύ ψύχος, διατηρεί στην άκρη των κλαδιών ένα πράσινο μάτι. Είναι αυτό που λέει και το όνομά του.
Ένας Ερι-νεός, ένας πολύ νέος.

Γι’ αυτό και ονομάζεται θεός, γι αυτό και εκεί ναίει ο θεός.
Από το ξύλο του φτιάχνονταν στην αρχαιότητα ‘’ομοιώματα’’ του Διόνυσου, οι περίφημοι δηλαδή Φαλλοί.
Απαραίτητοι σε κάθε Πομπή, η οποία αντιστοιχεί με την σημερινή λιτανεία εικόνος επώνυμου Αγίου. Μια ευεργετική ροή οπού διέτρεχε τον οικισμό κατά την αρχαία Πομπή, όπου επί πάντων εδέσποζε ο Διόνυσος Συκίτης, αλλά και κατά την σημερινή Λιτανεία Εικόνας, επώνυμου Αγίου, διακρίνεται, ένα όχι υποδεέστερο φαινόμενο…….

Όμως και στην σύγχρονη θρησκεία ο Ερινεός βρίσκεται σε θέση δεσπόζουσα.
Όπως οι Βυζαντινοί πρώτοι διατείνονταν, σε μιαν αγριοσυκιά στο κέντρο του χριστιανικού Παράδεισου, σταυρώνεται και ο σημερινός θεός, ενώ ως νυμφίος, ομοιώνεται κατά την παροχή έργου στην ανθρώπινη κοινότητα, με τον καρπό του Θεοφανειακού Δέντρου.
Το συμπέρασμα προκύπτει από τρείς τουλάχιστον συνεκδοχές.
Το Δέντρο της Ζωής και του Θανάτου, το οποίο ποτέ δεν αναφέρεται ονομαστικά, είναι το ίδιο με το Δέντρο της Γνώσεως, του Καλού και του Κακού. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, βρίσκεται στο κέντρο του χριστιανικού Παράδεισου. Πάνω στα τέσσερα αντίθετα κλαδιά, διαδραματίζεται το περιοδικό Θείον Δράμα. Εκεί ο Σωτήρας θεώνεται, ενώ ο Ιούδας αναιρείται. Εκεί οικονομείται ώστε δύο ληστές να επέχουν την υπόσταση του Καλού και του Κακού.
Το πλέον επιβαρυντικό όμως στοιχείο προκύπτει από τα περίφημα..
περιζώματα εκ φύλλων συκής των πρωτόπλαστων.
Ασφαλώς και υπήρχαν καταλληλότερα φύλλα για να κρύψουν την γύμνια τους.
Το φύλλο συκής κρυφά επιβεβαιώνει το είδος του Δέντρου της Χριστιανικής
Ανθρωπογονίας. Και όχι μόνον. Ο Βούδας ενσαρκώνεται 43 φορές σε μιαν αγριοσυκιά, που μάλιστα διασώζεται έως σήμερα ζωντανή στην Ινδία.

Ο Ερινεός Της Χάρυβδης, στον οποίο κρεμμιέται ο Οδυσσέας, είναι η καρδιά της Οδύσσειας.!!! (7)


Ακριβώς το ίδιο παράλληλο, η ίδια συμμετρία, παρατηρείται στην Λειβαδιά.
Στο κέντρο του αρχαίου τεμένους βρίσκεται ζωντανό το Ιερό Δέντρο σε συζυγία, σε δυώνυμη παρουσία με τον πυριτολιθικό Βωμό. Το δέντρο παρέχει μια προστασία στον βράχο, αφού τον καλύπτει με τα κλαδιά του, προστατεύοντάς τον από την θερμότητα, τον ιονισμό, τη βροχή, τα διάφορα καιρικά φαινόμενα. Τουλάχιστον αυτό γινόταν μέχρι πριν λίγα χρόνια. Πρωτού καεί.
Ο βράχος ανταποδίδει την ευεργεσία, εξασφαλίζοντας στην αγριοσυκιά, την απαιτούμενη και ζωτική για έμβιο οργανισμό υγρασία. Είναι μάλιστα τέτοιας αποτελεσματικότητας ώστε, γύρω από τον Βωμό, και πάνω την ξηρή κορυφή, να βλασταίνουν φυτά υδρόφιλα και υδροχαρή!!
Φαινόμενο σπουδαίο, παρά το ότι στην Θρησκειολογία είναι γνωστό ότι τέτοια

‘’υγρασία στο Ιερό Δέντρο της κορυφής ανεβαίνει από τα ποτάμια
που περιτριγυρίζουν την εξαιρετική περιοχή.’’


Ορίστε γιατί εκεί διακρίνεται αβίαστα η εκδήλωση της Αιωνιότητας. Το δυώνυμο είναι αναμφίβολα αείζωο, αφού συνεχώς υπόκειται αρμονικά στην περιοδική κοσμική Αναγέννηση.
Πάνω στην επιφάνεια του εν λόγω Βωμού υπάρχει ένα τετράγωνο αβαθές λάξευμα.
Είναι η περίφημη βώμοιος έδρη, που μνημονεύεται και από τον Όμηρο σε παρόμοιες περιπτώσεις.

Ορίστε γιατί εκεί και μόνον εκεί βρισκόταν τοποθετημένο το ξύλινο ξόανο του Τροφώνιου, που αναφέρεται από τον Περιηγητή, και το οποίο οι ιερείς δεν απέκρυβαν, αλλά όπως επιγραμματικά αναφέρει το κείμενο, δεν επεδείκνυαν.
Δεν έκρυβαν το ξόανο από κανέναν, αφού ακόμη και σήμερα όποιος βρίσκεται έξω από το μικρό Τέμενος της κορυφής του Μαγικού Βουνού της Λειβαδιάς, είναι αδύνατον να ρίξει ’’ιερόσυλο βλέμμα’’ στο εσωτερικό του χώρου.
Το ξόανο λοιπόν, σ’ αυτήν την θέση, στην μέση του συμπλέγματος βράχου και δέντρου,
μια αληθινή μορφή Μεσία, είναι φανερό ότι φορτιζόταν από τον αένναο κύκλο της αιωνιότητας έτσι όπως αυτός εκδηλωνόταν σε μια κυκλική φορά μεταξύ του άβιου ορυκτού, και του έμβιου φυτικού εκπροσώπου. Το ξόανο εκεί, σ’ αυτήν την θέση, ασφαλώς φορτιζόταν όπως ένας σύγχρονος συσσωρευτής.
Ευδιάκριτα και με δυνάμεις φυσικές, πού αντλούσε από πρότυπα ενεργειακά στοιχεία


Χαίρετε δαίμονες οί Λεβάδειαν Βοιώτιον
ούθαρ άρούρης…

Κρατίνος
                                                                           

Γινόταν ένας πλήρως φορτισμένος δαίμων. Μ’ αυτήν την προϋπόθεση αναφέρεται από τον Περιηγητή, ότι παρείχε την επιζητούμενη ευεργεσία στον μυούμενο, όταν αυτός ο τελευταίος λίγο πριν την Κατάβαση ,έφτανε στον Βωμό και θεράπευε το εν λόγω ξόανο. Τί ακριβώς σημαίνει θεραπεία θεού ή δαίμονος θα εννοηθεί όταν γίνει ο προσήκων προσεχής λόγος.
Κι επειδή καμιά θρησκεία δεν είναι Καινή, και ανεξάρτητη, αλλά όλες λειτουργικά συμμορφώνονται στις βασικές αρχές της καθόλου Θεολογίας, πάντα θα περισσεύουν άδηλα επικουρικά στοιχεία. Ας γνωρίσουμε μερικά ακόμη.
Εξ’ αιτίας της πρότυπης Πράξης που φέρεται ότι διαδραματίστηκε κάπου, σε μιαν άγνωστη πόλη, η Σαλήμ, ονομάστηκε από τους Έλληνες Ιερή και έτσι προέκυψαν τα Ιεροσόλυμα. Η Ιερουσαλήμ.

Στην Λειβαδιά η ιερά Λεβαδειήων πόλις αναφέρεται σε αρκετές Επιγραφές επιβεβαιώνοντας έτσι τον χαρακτήρα της Πόλης ως Ιερής. Φαινόμενο όχι συχνό στον Ελλαδικό χώρο.
Στην Ιερουσαλήμ, στην επονομαζόμενη ‘’ οδό του Μαρτυρίου,’’ σώζεται μέχρι σήμερα, μια καμάρα, μια Αψίδα, που έχει το όνομα ‘’ ίδε ο Άνθρωπος.’’
Στον ναό του Διός Βασιλέως, πάνω στο μαγικό βουνό της Λειβαδιάς, άκρως σημαντική ήταν μια Αψίδα, με ζωτική σύμπραξη στην Τελετή της βασιλικής Ενθρονίσεως, αφού κάτω από την συγκεκριμένη Αψίδα, μέσα στον ναό του Διός Βασιλέως, και πολύ κοντά στο Άδυτο, βρισκόταν ο γνωστός..
Θρόνος της Μνημοσύνης.


Στην βιβλιοθήκη του Βατικανού, καλά κρυμμένο βρίσκεται,
ένα βιβλίο που έγραψε ο Απολλώνιος ο Τυανέας στο Τροφώνειο.
το περιεχόμενο του βιβλίου,’’ περιείχε τις απόψεις του Πυθαγόρα,
και όλη την υπάρχουσα Σοφία του μαντείου του Τροφωνίου.’’



Εάν θα έπρεπε να γίνει λόγος, και για το ’’ίδε ο άνθρωπος,’’ η νύξη θα σταματούσε στην οπή του αδύτου.
Μέσα στην Οπή, ο χρηστηριαζόμενος για όσους είναι σε θέση να εννοήσουν κατά την προσεκτική ανάγνωση (8) του κειμένου, και κάποια άρρητα πράγματα, που έντεχνα και από ανάγκη, μιάς επιβαλλόμενης Ιερής Σιωπής,
υποκρύβει ο Παυσανίας κέρδιζε τον μυητικό βαθμό άνθρ-ωπος.

Στο κείμενο έχουν ήδη προηγηθεί δύο επωνυμίες του μυούμενου,
καταβάντι, και ανήρ, δηλαδή ’’εκείνος που κατεβαίνει, και ο άνδρας.’’
Μετά την αναστροφή, ή την ενστροφή στην Οπή ο μύστης τότε και μόνον αποκαλείται
από τον Παυσανία ά ν θ ρ -ω π ο ς.
Απλούστατα γιατί η Οπή δεν είναι άλλο, από το θηλυκό του Οπός.
Απλούστατα, γιατί ο όρος άνθρωπος, δεν είναι όπως όλοι νομίζουν όνομα ουσιαστικό, αλλά κάτι επίθετο. Κάτι που περιγράφει κάποιαν ιδιότητα.
Κάτι, που κερδίζεται μετά από κάποια ή κοσμική αναγνώριση, ή ιερή τελετουργία. Κάτι που οι ασχολούμενοι με την αρχαία Ελληνική φιλολογία, και τουλάχιστον αυτοί, θα ώφειλαν και να γνωρίζουν και να διδάσκουν……
ο Άνθρωπος,-- και --η Άνθρωπος. (9)
Το ίδιο συμβαίνει με τον όρο Επίσκοπος,
που είναι προϊόν μιας ειδικότερης μυητικής βαθμίδας, ο Επίσκοπος και η Επίσκοπος. (10)



(Εκείνο το ‘’άνω θρώσκω,’’ ως ετυμολογική παραγωγή του όρου άνθρωπος, που επικρατεί ακόμη και σε Πανεπιστήμια, δεν ικανοποιεί. Ο ίδιος ο Κλήμης, πρεσβεύει ‘’ ούκ όντες εκ των κάτω, παρά δε του άνωθεν ελθόντες.’’[/b] Η εκ των άνω έλευση, ως μία προσωπική άποψη περιγράφεται με λεπτομέρεια κατά την ερμηνεία της τελετής Θυρσοτίναξης,
στην Εισαγωγή του βιβλίου. (11)
Ο [b]οπός
που καταχέεται από το Ιερό Δέντρο, πάνω στο προσ-ωπο, και το μέτωπο,
δίνει στον μυούμενο το προσηγορικό άνθρ-ωπος. Αν-θ-ρ-ωπος ‘’ο άνω του θεού ρέων οπός.’’)


‘’Κείνοι γάρ(οι θεοί) τ’ άνοσοι καί αγήραοι
πόνων τ’ άπειροι, βαρυβόαν
πορθμόν πεφευγότες Αχέροντος.’’
(12)


Και ενώ κρίνονται στοιχεία μιας, σε διαφορετικούς γεωγραφικούς χώρους, Κατάβασης, αφού πρόκειται για την Ιερή Λειβαδιά, και την Ιερή Σαλήμ, κάποια δεδομένα σε μεγένθυνση, συνειρμικά οδηγούν στην πληρέστερη Γνώση αυτής της φαινομενικά όμοιας, αλλά και ουσιαστικά ανόμοιας αντιστοιχίας.
Τουλάχιστον κατά το αποτέλεσμα. Ενώ στην μια περίπτωση η μύηση είναι
αποκλειστικά ατομική, και χωρίς σκοπιμότητες, στην άλλη ήδη διακρίνεται ο καθαρά πολιτικός χαρακτήρας μιας Νέας Θρησκείας. Μιας πολιτικής θρησκείας, και καθόλου θρησκευτικής, με υστερόβουλη εξουσία, την οποία επέβαλαν ανευλαβείς αρμόδιοι, ως Καινή, ως Νέα Διαθήκη….
Ανευλαβείς, οι οποίοι σε αρκετές περιπτώσεις εκμεταλλεύθηκαν και τους κληρικούς…

Εδώ άλλωστε εκδηλώνεται, αλλά και διακρίνεται η καθοριστική Διαφορά
της αρχαίας Ελληνικής θρησκείας, από τον Χριστιανισμό.

Για τον Τροφώνιο της Λειβαδιάς, κάποιο κείμενο έχει ιδιαίτερη αξία.

«...Περιμένουν (οι Χριστιανοί) να δούν τον θεό με τα ίδια τους τα μάτια, και με τα αυτιά του σώματός τους ν’ ακούσουν τη φωνή του, και με τα χέρια να τον ψαύσουν. Αν αναζητούν τον θεό με τέτοιο τρόπο, τότε θα πρέπει να πάνε στα Ιερά του Τροφώνιου ή του Αμφιάραου, ή του Μόψου – εκεί να δείς θεούς με όψη ανθρώπινη, και μάλιστα να συνδιαλέγονται αληθινά και όχι ψεύτικα. Και θα τους δείς ανά πάσα στιγμή να μιλούν στους ενδιαφερομένους, και όχι να
εμφανίζονται φευγαλέα μια φορά, σαν τον άλλον που τους εξαπάτησε…»
(13)


Ήταν η χρήση όπως προ ειπώθηκε, και όπως στην συνέχεια θα πιστοποιηθεί, των Ζωντανών Φυσικών Στοιχείων, που αναδείκνυαν και επιβεβαίωναν την αεί παρουσία του ζωντανού θεού σε τέτοιους τόπους. Ορίστε, γιατί αυτοί οι Τόποι περιγράφονται από τον Θαλή, και τον Αριστοτέλη, ως πλήρεις θεού και θειότητος.
Στο απόσπασμα παρατηρείται ένα εγγενές σημείο αναφοράς μεταξύ των δύο θεοτήτων, που εδώ μια όμοια δραστηριότητα ενδιαφέρει, καθώς κρίνεται τόσο στη μορφή του Δρώμενου, όσο και στην όμοια σύνοδο στοιχείων που καταγράφονται σε διάφορο γεωγραφικό στίγμα.

Και όσον αφορά την όμοια ομάδα στοιχείων, υποστήριξης του Δρώμενου, αυτή ήδη παρατέθηκε.
Εκτός ίσως από την διευκρίνιση ότι ό Πανάγιος Τάφος, όπου Επαναλαμβάνεται και εορτάζεται η Ανάσταση του σύγχρονου θεού, παλαιότερα ήταν Σπήλαιο λατρείας του Άδωνη. Σ’ αυτόν λοιπόν τον Τάφο ένας επώνυμος θεός, επιχειρεί μια καίρια Κατάβαση, όπου φέρεται ότι κατανικά τον Θάνατο, χαρίζοντας μια συνεχόμενη Ζωή σε κάθε πιστό της Νέας Θρησκείας.

(Νεκρώνεται και Ανασταίνεται Ένας, χαρίζοντας Ανάσταση σε Όλους.
Οι ατομικές μυήσεις, καταργούνται. Ένας θεός υποβάλλεται στο Πάθος, και κατά την επακόλουθη Ανάστασή του ευεργετείται όλη η ανθρώπινη Κοινότητα. Η μόνη υπο-χρέωση της Κοινότητας, είναι, η μύηση στη Νέα Θρησκεία.)


Ακριβώς εδώ εντοπίζεται και η ουσιαστική διαφορά από το επιτελούμενο στην Λειβαδιά δρώμενο.
Την θρυλική Κατάβαση στο άδυτο του Τροφώνιου. Η διαφορά λοιπόν παρατηρείται στο γεγονός ότι στο Τροφώνειο, η μύηση είναι ατομική. Ο μυούμενος εδώ επιτυγχάνει μια ατομική Αναγέννηση.
Στα Ιεροσόλυμα ο νέος θεός επαγγέλλεται μιαν ολοκληρωτική Ανάσταση.
Κάποιος σύγχρονος Στοχαστής, θα αναγνώριζε στο προκείμενο, ένα είδος μοιραίας για τον άνθρωπο κατάληξης. Μιας μοιραίας για τον χθεσινό Ευδαίμονα Άνθρωπο ζοφερής και θλιβερής Κατάληξης. Ενός κυριολεκτικού θρησκευτικού ξεπεσμού, που είναι Επιταγή του φαινόμενου Πόλις.
Γι αυτό και ονομάστηκε Μοιραία Κατάληξη. Γι αυτό και οι απαρχές αυτής της μοιραίας Κατάληξης θα πρέπει να αναζητηθούν πίσω ακόμη και από την κλασσική περίοδο.
Ήδη την εποχή του Περικλή, χρηματιζόμενοι γιατροί και φιλάργυροι ιερείς, βρίσκονταν σε ημερήσια διάταξη. Ο θρησκευόμενος άνθρωπος, από την κλασσική κιόλας εποχή, χρησιμοποιεί μια θρησκεία, και μια λατρευτική πρακτική, που είναι εν πολλοίς ανίσχυρη και αναποτελεσματική.
Ακριβώς γιατί χρησιμοποιεί Σύμβολα. Όλα έως σήμερα είναι συμβολικά.
Από τον ζωντανό θεό, μέχρι τον συμβολικό ναό, όπου μέσα φέρεται ότι ναίει, ότι ανανεώνεται ο θεός.
Ο ζών θεός, και ο επίσης ζωντανός ερινεός απουσιάζουν. Το ομοίωμα του συμβολικού θεού, που κάποτε ήταν φτιαγμένο από το ξύλο του Ιερού Δέντρου πάνω στον Βωμό, τώρα έχει αντικατασταθεί από ευτελές ανενεργό υποκατάστατο.
Το παλαιότερο ξόανο ήταν όντως φορτισμένο με ενέργεια.
Για να γίνει αντιληπτή η δυσθεώρητη διαφορά, παρατίθεται ένα φθέγμα που αποτελεί επιστέγασμα και καταστάλαγμα της αρχαίας Ελληνικής Θρησκευτικής Σκέψης και Σοφίας.

‘’ ο θεός ζώον αοίδιον άριστον.’’ , (14) και ενώ διευκρινίζεται ως
‘’ζώον νοητόν’’ (15) είναι αυτός που δέχεται θυσίες αιματηρές και αναίμακτες.

Όμως, επειδή τα όσα προηγήθηκαν, είναι απόψεις ερασιτεχνικές, οι οποίες στερούνται οποιασδήποτε επίσημης, γνωστικής αξίας του αντικειμένου, ας αλλάξουμε κλίμα, και ας γνωρίσουμε ανυπέρβλητους Επιστήμονες, στην άρθρωση λόγου, που καταθέτουν σχετικά με το Τροφώνειο.
Ας μάθουμε επί τέλους από επιφανείς Πανεπιστημιακούς, πώς και με ποιόν τρόπο,
‘’ στο μαντείο του Τροφώνιου, οι ιερείς εξαπατούσαν τους επισκέπτες και τους τρόμαζαν.’’

Υπάρχουν απτυχίωτοι με στοιχεία, όπως και πτυχιούχοι αστοιχείωτοι.

Μια ξεχωριστή συνάντηση φιλοδοξεί να έχει
αυτές τις μέρες στο Βιέτναμ, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας
πέραν της πολιτικής ηγεσίας της χώρας, επιθυμία
του Κάρολου Παπούλια είναι να δεί τον υπέργηρο στρατηγό
Νγκουγιέν Γκιάπ, τον άνθρωπο που τσάκισε
δύο αυτοκρατορίες, τη γαλλική το 1954,
και τους Αμερικανούς στην συνέχεια.
Ο ζωντανός θρύλος ηλικίας σήμερα 96 ετών,
δεν είχε σπουδάσει την τέχνη του πολέμου.
Ήταν καθηγητής Ιστορίας. (16)


Ο Απάτσι Τζερώνυμο, ο περίφημος Ινδιάνος Αρχηγός,
μετά το τέλου του πολέμου, δίδαξε πολεμική τέχνη
στην Στρατιωτική Ακαδημία των ΗΠΑ.
AMERIKAN HERITAGE



Κάτι, ανάδρομο όμως, και αφύσικο, από πλευράς, υψηλόβαθμων μάλιστα επιστημόνων, παρατηρείται σήμερα στις διάφορες αναφορές που σχετίζονται με το Μαντείο του Τροφωνίου.
Τέσσερις επιφανείς Πανεπιστημιακοί καθηγητές, οι οποίοι έχουν ασχοληθεί τα τελευταία χρόνια με την Λειβαδιά και το αρχαίο μαντείο της, διατυπώνουν απόψεις που προκαλούν τουλάχιστον απορία.
Οι απίστευτες εκτιμήσεις ενός από τους τέσσερις, του κ. Pierre Bonnechere, καθηγητού, διευθυντού του Κέντρου Κλασσικών Σπουδών Πανεπιστημίου Μοντρεάλ, σχολιάστηκαν ήδη στο πρώτο Σημείωμα. Πρέπει ωστόσο να τονιστεί ότι, ο τίτλος και τα οποιαδήποτε πτυχία δεν περιποιούν τιμή στον κ. καθηγητή να ισχυρίζεται ούτε λίγο ούτε πολύ, πως..
‘’η Λειβαδιά δεν μπορεί να υπερηφανευθεί για κάποιον τάφο του Τροφώνιου.’’
Και μάλιστα η θέση αυτή να προβάλλεται ως επίσημη άποψη του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ.


Αλλά όποιος έχει, έστω και επιφανειακά ασχοληθεί με το Τροφώνειο, γνωρίζει ότι το μαντείο, ήταν και ο τάφος του ήρωα, το μνήμα, (τούτον έγνωσαν είναι τόν τόπον τού μνήματος.) ένα μνημείο του Τροφώνιου. (17)
Το ίδιο άλλωστε συνέβαινε και στα λοιπά μαντεία. Σε όλα υπήρχε τάφος.
Διαφορετικά, ένας χρησμός ήταν αδύνατον να δοθεί. Ο τάφος του Θνήσκοντος Θεού, ή του επώνυμου ήρωα, είναι το ενδιαίτημα όπου διαμένει με μια διπλή οντότητα. Εκπροσωπεί τους ζωντανούς στον Άδη, ενώ συγχρόνως είναι και αντιπρόσωπος των νεκρών στην ανθρώπινη κοινότητα. Έτσι μόνον είναι δυνατό να λειτουργήσει ένα χρηστήριο. Το οποιοδήποτε χρηστήριο.

Διαφορετικά και κατά κανόνα, οι απλοί ιερείς θα έπρεπε να εξαπατούν την όντως καταυγαστική σε ιερότητα,
αρχαία Ελληνική θρησκευτική συνείδηση.
Εδώ ο Γαλλοκαναδός καθηγητής παρουσιάζει αναγνωστικό έλλειμμα, και επιστημονική έκπτωση.

Οι νικημένοι του πολέμου
παραδίδουν τα ξίφη στους νικητές.


Κάποιος άλλος, Πανεπιστημιακός, ο σπουδαιότερος ίσως από τους τέσσερις, ο Walter Burkert, πολυγραφότατος σε θέματα της αρχαίας Ελληνικής θρησκείας, καθηγητής του Πανεπιστημίου της Ζυρίχης, στο ογκωδέστατο έργο του, ’’ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ, ’’Εκδόσεις Μ.Καρδαμίτσα 1993, έχει τις εξής σχετικές απόψεις.

‘’ οι ιεροί τόποι πρέπει να δηλώνονται με σαφήνεια, αλλά φυσικές ιδιότητες είναι μάλλον ακατάλληλες γι’ αυτόν τον σκοπό. Σπήλαια και κοιλώματα παίζουν περιθωριακό μάλλον ρόλο. Το άγριο, πλούσιο σε πηγές, βραχώδες φαράγγι στην Λειβαδιά δάνεισε ορισμένα στοιχεία στην χθόνια λατρεία του Τροφώνιου.’’ (18)
‘’Βεβαίως η λατρεία δεν ήταν κάποια απήχηση της εμπειρίας του τοπίου.’’
(19)

Η τελευταία φράση σηματοδοτεί και το μεγάλο υπόλοιπο άγνοιας γύρω από την αρχαία Ελληνική Θρησκεία. Στο προκείμενο εντοπίζεται μια καθοριστική αυτοαναίρεση, και όχι ένα απλό λάθος.
Μια τέτοια άποψη ισοδυναμεί με ομολογία και κατάθεση κενού γνώσεως όλης της Αρχαίας Ελληνικής Θρησκείας. Σφάλμα εξόχως σοβαρό, για καθηγητή Ιστορίας των Θρησκειών. Αυτό, γιατί στην πραγματικότητα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.
Η λατρεία ήταν αποκλειστικά η απήχηση της εμπειρίας του τοπίου.

Πουθενά στην αρχαία Ελλάδα δεν Επαναλαμβανόταν μια ίδια Τελετουργία, μια ίδια Ακολουθία, ένα ίδιο Δρώμενο. Ο κάθε τόπος είχε και το δικό του Ιερό Τυπικό.
Η ιδιαιτερότητα των στοιχείων του κάθε Τόπου εκμαίευε, γεννούσε το κάθε Δρώμενο. Ο ειδικός αέρας, το ειδικό νερό, το ειδικό χώμα, ακόμη και η ειδική φωτιά του κάθε επώνυμου Ιερού Τόπου, είχαν μια μοναδικότητα. Στο άδυτο, του Τροφώνιου, το δρώμενο ήταν αποκλειστική παραγωγή από άβιο πυρίτιο και έμβιο αίμα κριού.

Τα αποκλειστικά στοιχεία, του Ιερού του Τροφωνίου που παρατέθηκαν προηγουμένως, δεν συναντώνται σε κανέναν Ελληνικό Χώρο, από τον Μαραθώνα, έως την Κόνιτσα, ή το Σιδηρόκαστρο. Όμως δεν είναι το μοναδικό παράδειγμα.
Ως επιβεβαιωτικό της ιδιαιτερότητας του κάθε τόπου, βαρύνουσα αξία έχει το ακόλουθο.
Ο αέρας των Δελφών σύμφωνα με τον Πλούταρχο κοσμείται από την ιδιοσυστασία του. (20)
Το ίδιο συμβαίνει και με την Δωδώνη.

Σύμφωνα μάλιστα, με μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ‘’Περισκόπιο της
Επιστήμης,’’ μια ίδια ποιότητα καταγράφτηκε μόνον στην Σουηδία, από ολόκληρη την Ευρώπη. Το νερό με τις αντιθετικές ιδιότητες της Λήθης – Μνημοσύνης, πήγαζε παραγωγικά, μόνον στην Λειβαδιά. Κισσός υπήρχε και πλησιέστερα στην Αθήνα, όμως οι εξ Αττικής μαινάδες σύμφωνα με τον Ευριπίδη, σείουν τον μεγαλύτερο Βάκχειο Βότρυ, στην δικόρυφη πλάκα των Δελφών.

Ο Οδυσσέας στέλνεται στη Άκρη του Ωκεανού για να διανοίξει έναν πηγούσιο, ενός πήχη βόθρο, και να επιτελέσει μιαν αιματηρή θυσία, Ψυχαγωγίας, Ανάκλησης δηλαδή ψυχών από τον Άδη.
Γιατί στην άκρη του Ωκεανού; Ένας βόθρος θα μπορούσε να ανοιχτεί οπουδήποτε.
Αλλά ένας βόθρος στο οπουδήποτε, θα ήταν ανίσχυρος στην παραγωγή, Θρησκευτικού Έργου…..
Σ’ έναν τέτοιο βόθρο, θα χυνόταν αίμα για το τίποτα….

Ορίστε γιατί στην Θρησκειολογία τονίζεται ότι ο κάθε Ιερός Τόπος, δεν ιδρύεται, δεν ανακαλύπτεται καν από τον άνθρωπο,
αλλά αποκαλύπτεται σ’ αυτόν, εξ αιτίας των εξαιρετικών εκεί φαινομένων. Το κάθε Θρησκευτικό Κέντρο είναι φορτισμένο από τις λογής επιμερισμένες Επιφάνειες, Ισχυοφάνειες, Ιεροφάνειες, και τέλος Θεοφάνειες που συμβάλλουν στην προέλευση και εκδήλωση εκείνου που είναι γνωστό αργότερα, ως Θρησκευτικό Συναίσθημα.

Ακόμη και σήμερα είναι δυνατόν, να καταγραφούν διαφορετικές εντυπώσεις, και συγκινήσεις μεταξύ ενός Κοσμικού, και ενός Ιερού Χώρου. Μια απλή είσοδος στον σύγχρονο ναό, παρά το ότι είναι υποκατάστατο και Σύμβολο της άλλοτε φυσικής ενδιαίτησης, (νέωσης-νεώς-ναός) που έχαιρε κάποτε ο θεός, επιβεβαιώνει αυτήν την διαφορά. Και βέβαια μια απλή είσοδος, όχι αποκλειστικά στον συμβολικό σήμερα ναό. Και σε άλλους χώρους είναι δυνατόν να παρατηρηθεί κατάνυξη, και
εξωκοσμική συμπεριφορά.

Οι Θεοφανειακοί Τόποι διαιωνίζονται πάντοτε αναλλοίωτοι.
Πολλά χριστιανικά μοναστήρια, και εξωκκλήσια, αρκετά ως κατάλοιπα αρχαιότερων χώρων λατρείας, με την κληρονομική παρουσία των τεσσάρων στοιχείων, διατηρούν την εξαιρετική ταυτότητα, του διαχρονικού Ιερού Χώρου.
Μ’ αυτές τις προϋποθέσεις ένα είδος αντίθεσης, είναι διακριτό, στις αστικές εκκλησίες-Σύμβολα.

Οι αστικές εκκλησίες ιδρύονται σήμερα με κριτήρια αποκλειστικώς δημογραφικά.
Μάλιστα, το τελευταίο αμάρτημα των εκκλησιαστικών Ταγών, είναι ότι,
κατάργησαν από τους ναούς, το νερό. Ένα από τα τέσσερα κοσμογονικά Στοιχεία, απαραίτητο για την τέλεση της κάθε Ιερής Ακολουθίας. Αλλά έτσι η παραγωγή θρησκευτικού έργου, αποβαίνει ημιτελής.
Ο Αριστοτέλης δεν πρέπει να παραβλέπεται.

‘’ούδέν κολοβόν προσφέρομεν πρός τούς θεούς.’’ (21)



‘’Η επιστήμη, περί των καθόλου έστιν υπόληψις
και των εξ ανάγκης όντων.’’ (22)



Ο ορισμός σημαίνει ότι όσοι Επιστήμονες οποιασδήποτε επιστήμης,
κομπορρημονούν, γίνονται θλιβεροί. Το πολυδιαγνωστικό τους συνοψίζεται
απλά σε μιαν υπό-ληψη εκ του καθόλου. Ούτε κάν το ήμισυ.


Ένας τρίτος πανεπιστημιακός ο Πολυχρόνης Κ. Ενεπεκίδης, ομότιμος καθηγητής του
Πανεπιστημίου της Βιέννης, αναφερόμενος στην περιγραφή του περιηγητή Hettner, την σχετική με το μαντείο του Τροφώνιου, τελειώνει ως εξής.

‘’στη σπηλιά του Τροφώνιου…. σ’ αυτό το μαντείο, ποιά υπνωτικά και φρικιαστικά ακόμη μέσα χρησιμοποιούσαν οι ιερείς και οι ιέρειες (!),για να ανάψουν (!),την εύπιστη φαντασία των μεμυημένων, και να προκαλέσουν τον εκστασιασμό τους.’’

Σύμφωνα με τον καθηγητή κ. Ενεπεκίδη, τα μαντεία που καθόριζαν τις τύχες ολόκληρων κρατών, πόλεων, αποικιών, που τα συμβουλεύονταν σε καταστάσεις φυσικών καταστροφών, πριν από κάθε μάχη ή πόλεμο, που οδηγούσαν βασιλείς και στρατηγούς να θυσιαστούν, οι ίδιοι ή τα παιδιά τους, ήταν ένα έργο απάτης διεφθαρμένων ιερέων. Αυτή ήταν λοιπόν η περίφημη αρχαία Ελληνική θρησκεία, των ποιητών, των φιλοσόφων, των ιστορικών, και όλων των επιφανών που γέννησε αυτή η χώρα; Ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης έχουν διαφορετική άποψη.
Το Ιερό του Τροφώνιου, επισκέφτηκαν επιφανείς προσωπικότητες.

Εκεί μυήθηκαν οι Μακεδόνες βασιλείς, από τον Αμύντα και τον πολύ Φίλιππο, έως τον Αντίοχο τον Δ/ τον Επιφανή. Ο Επαμεινώνδας πήρε από εκεί χρησμό, που τελικά, οδήγησε στην ηγεμονία της Ελλάδας. Άραγε τι είδους ιερείς ήταν αυτοί που τρόμαζαν τέτοιους ανθρώπους, ώστε να υπάρχει κίνδυνος να χάσουν το γέλιο τους για όλη τους τη ζωή; Οι αρχαίοι ιερείς σε τίποτα δεν διέφεραν από τους σημερινούς. Ακόμη και στην ιερατική Στολή Σε όλα βεβαίως τα μαντεία, αλλά ειδικότερα στο Τροφώνειο, συνέβαιναν τελείως διαφορετικά πράγματα. Θα τα γνωρίσουμε στην συνέχεια.

Ο Ηράκλειτος έλεγε ότι η Σίβυλλα επί χίλια χρόνια,
«..φθεγγομένη άκαλλώπιστα, άγέλαστα καί
άμύριστα έξικνείται τή φωνή διά τόν θεόν..»
(23)


Συναντήθηκε ήδη, ο Κλήμης να συνομολογεί το δικό του όμοιο φθέγμα.

«..οι χρησμοί τα εις την θεοσέβειαν ημίν εναργέστατα προτείνοντες,
θεμελιούσι την αλήθειαν..»
(24)

Βεβαίως δεν γίνεται να μην επανακάμψει ο δικός μας Πλούταρχος.

«.. Όταν η Πρόνοια των θεών
εγκατέλειψε τους Έλληνες, πήρε ως αποσκευές τα χρηστήρια..»
(25)

«..ποείσθαι πορείαν προς θεών αποθεραπείας..» (26)


Ο τέταρτος καθηγητής, κ. Νίκος Παπαχατζής, του οποίου μάλιστα η εργασία ‘’ΠΑΥΣΑΝΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ,’’ βραβεύθηκε από την Ακαδημία Αθηνών, σχολιάζοντας την Λειβαδιά του Παυσανία, σημειώνει πολλά παράδοξα.
Επιγραμματικά, ελέγχεται εφ’ όλης της ύλης.

Απορρίπτει την θέση του μαντείου στον λόφο ‘’Προφήτης Ηλίας,’’ με το αιτιολογικό ότι απέχει μισή ώρα από τις πηγές. Ωστόσο ο Περιηγητής αναφέρει σαφώς την θέση, πάνω σε κάποιο όρος.
Περισσότερο όμως επιβαρυντικός στο προκείμενο είναι ο λόγος του Απολλώνιου του Τυανέα.
Ο περιβόητος μύστης εμφαντικά δηλώνει ότι κατά την επίσκεψή του στο άδυτο, περπάτησε. Περπάτησε πολύ.
Αλλοιώς εκείνο το βαρύ..
‘’εις Τροφωνίου εβάδισεν,’’ (27)
δεν θα είχε λόγο ιδιαίτερης αναφοράς. Τί σημαίνει άραγε,
‘’στου Τροφώνιου βάδισε;’’

Τι άλλο, από το δεδομένο ότι μετά το λουτρό στην Έρκυνα, ο δρόμος μέχρι το Χρηστήριο πάνω στο όρος, ήταν μακρύς;
Άλλωστε και στην περίπτωση της Επιδαύρου εντοπίζεται ένα ίδιο φαινόμενο.
Το μεν Ασκληπιείο βρίσκεται στην κοιλάδα, ο δε τάφος του τοπικού ήρωα Μαλεάτα, πάνω στο όρος, που επίσης απέχει μισή ώρα από το Ασκληπιείο, και συμπτωματικά ονομάζεται κι εκείνος ‘’Προφήτης Ηλίας.’’
(και η Κατάβαση του σύγχρονου θεού, περιέχει
το γνωστό Στάδιο της Πορείας προς το Όρος.)

Διατυπώνει την άποψη ότι: 



                                                                           

 

‘’το δάπεδο του ναού του Διός στρωμένο με ογκώδεις πωρόλιθους,-
ενώ ο στυλοβάτης και ο τοιχοβάτης του σηκού, έγιναν με εκλεκτό ασβεστόλιθο, λατομημένο επί τόπου. Τα σωζόμενα κατάλοιπα αποτελούν μάρτυρες μιας ακόρεστης φιλοδοξίας των Λεβαδέων να χτίσουν έναν εξαιρετικά μεγάλο ναό, σε τόσο μεγάλη απόσταση από την Πόλη’’

Η αλήθεια είναι ότι ο πωρόλιθος έφτασε από πολύ μακρυά, ίσως από την Κόρινθο, ενώ ο ‘’εκλεκτός ασβεστόλιθος’’ ήρθε στην κορυφή του λόφου από πολύ χαμηλά, όπου υπάρχει σύμφωνα με την Επιγραφή (I.G.VII,3073),
’’ η σκληρή Λεβαδειηκή πέτρα.’’ Στην κορυφή, αλλά και σε όλη την
έκταση που εκτείνεται ο λόφος, δεν υπάρχει ασβεστόλιθος.
Το κόστος μεταφοράς ήταν τεράστιο για ‘’επαρχιακή αρχιτεκτονική.’’ Τηρουμένων των αναλογιών, είχε την ίδια ακριβώς επίπονη εργασία, που καταβλήθηκε κατά την μεταφορά των δομικών μελών του Παρθενώνα, έστω από τους πρόποδες της Ακρόπολης.
Το λάθος όμως για να γίνει αντιληπτό, αναγνωρίζεται στον ισχυρισμό:
’’λατομημένο επί τόπου,’’ που κυριολεκτικά ακούγεται τόσο άστοχο, όσο θα ήταν και ο ισχυρισμός, ότι οι Αθηναίοι, λατόμησαν τα μάρμαρα του Παρθενώνα, επί τόπου, πάνω στην Ακρόπολη.


Η δεύτερη αστοχία, πάνω στο ίδιο Σχόλιο, έχει ως εξής:

‘’Τον υπερμεγέθη ναό του Διός Βασιλέως στην Λειβαδιά,
ίδρυσε ο γνωστός Αντίοχος Δ΄ο Επιφανής, και ήταν ‘’εκ κατασκευής ημιτελής’’


Το γιατί θα διαπιστωθεί αργότερα, κατά την ερμηνεία του Δρώμενου.
Αλλά η δαπανηρότατη κατασκευή, θα έπρεπε να έχει εμβάλλει την ιδέα, ότι,
‘’τόσο μακρυά από την Πόλη,’’ δεν ναοδομεί κάποιος τόσο τεράστιο ναό, για να χρησιμοποιηθεί περίπου ως σημερινό ξωκκλήσι.
Ο τεράστιος ναός, με την μοναδική επωνυμία του Διός Βασιλέως, και την αποκλειστική στον ηπειρωτικό Ελληνικό χώρο, ύπαρξη Αψίδας, υπονοεί ήδη την υφέρπουσα Βασιλική Μύηση, στο Θρησκευτικό Κέντρο της Λειβαδιάς, στο οποίο οι Μακεδόνες βασιλείς, από τον παππού του Μεγάλου Αλέξανδρου, είχαν ισχυρή παρουσία και δράση. Είναι ευκαιρία να τονιστεί ότι μ’ αυτήν την προϋπόθεση, ο ναός ασφαλώς εντασσόταν άμεσα στο Τυπικό του Ιερού.
Λάβαινε μέρος στην χρησμοδοσία. Ήταν αναπόσπαστο τμήμα της Ακολουθίας.
Αυτό πολύ απλά σημαίνει ότι, ο χρηστηριαζόμενος, έτσι ή αλλιώς ανέβαινε πάνω στον λόφο.
Στον ‘’πολύ μακρυά’’ για μερικούς λόφο…….

Απαράδεκτο όμως λάθος, για πανεπιστημιακό, όπως ο καθηγητής Παπαχατζής, και η ομάδα εργασίας του, καταγράφεται κατά την αναπαράσταση του καθ’ αυτό,
μαντείου-αδύτου-χρηστηρίου.
Χωρίς καμία προσωπική άποψη, αντιγράφεται και αναπαράγεται ένα Σχέδιο, φιλοτεχνημένο τον 19ο αιώνα, το οποίο είναι έργο δύο Γερμανών Περιηγητών.
Σε όσους έχουν ασχοληθεί με το Τροφώνειο, είναι γνωστό, επειδή μεταφέρεται και προτείνεται από πολλούς παράγοντες.
Από τα τουριστικά φυλλάδια του Δήμου Λειβαδιτών, έως τα ‘’επιστημονικά’’ Περιοδικά, των Αρχαιολογικών Δελτίων, απεικονίζει ‘’το μαντείο σε κάθετη τομή.’’
Ο αντίλογος συνοψίζεται στα εξής:
Η αναφερόμενη από τον Περιηγητή, στενή και ελαφρά σκάλα, δεν μπορεί να είχε δεκατέσσερα σκαλοπάτια, για ένα ύψος υπολογίσιμο σε μόλις δύο μέτρα
περίπου, γιατί σε μια τέτοια περίπτωση, δεν θα υπήρχε χώρος να πατήσει κάποιος.!!!

(Είχε, ή πρέπει να είχε, σύμφωνα με τις σκάλες Καταβάσεως, Αναβάσεως οι οποίες στο προκείμενο αγνοούνται, μόλις επτά σημαδιακά σκαλοπάτια. Το πρώτο ήταν από μολύβι, και αντιστοιχούσε στον ουρανό του πλανήτη Κρόνου, το δεύτερο από κασσίτερο στην Αφροδίτη, το τρίτο από ορείχαλκο στον Δία, το τέταρτο από σίδηρο στον Ερμή, το πέμπτο από κράμα μετάλλων στον Άρη, το έκτο από ασήμι στην Σελήνη, και το έβδομο από χρυσάφι στον Ήλιο.(Ωριγ.κ.Κέλσ.6,22) Η σκάλα ήταν,
με βεβαιότητα μεταλλική, γι’ αυτό άλλωστε περιγράφεται ως στενή και ελαφρά.)

Άλλο λάθος επισημαίνεται στην Περίφραξη. Με δεδομένη την μαρτυρία του Απολλώνιου Τυανέα, ότι για να επιτύχει την αυθαίρετη είσοδο στο άντρο, ουσιαστικά δηλαδή μια διάρρηξη του χώρου, αναγκάστηκε να ξεριζώσει τέσσερις οβελίσκους, αυτή η Περίφραξη, που σχεδιάστηκε και ως τρόπαιο μεταφέρεται, δεν μπορεί να είχε τους οβελίσκους τα κολωνάκια του πλέγματος σε τόσο αραιή απόσταση.

Έτσι εισχωρεί κάποιος άνετα, και ανάμεσα, και περνώντας από πάνω, αφού το
ύψος σχεδιάστηκε πολύ χαμηλό. Κάτι επίσης απαράδεκτο για θρυλούμενο Μαντείο, Τάφο, Χρηστήριο, και κυρίως πρώην ενδιαίτημα,
’’Τροφώνιος ποιήσας κατωρυχήν οίκισιν διετέλει,’’
είναι η απερίσκεπτη έκθεση του εσωτερικού χώρου στην βροχή.!!!
Τραγελαφική εικόνα παρουσιάζει και η αναπαράσταση της περίφημης Οπής, που αναφέρεται από τον Παυσανία. Έχει τοποθετηθεί στο πλάι μεταξύ του δαπέδου και του οικοδομήματος, απ’ όπου μάλιστα φαίνεται άνθρωπος σε αφύσικη σωματική θέση, έτοιμος να περάσει κάπου.
Στο κείμενο τέτοια φιλολογική μαρτυρία δεν υπάρχει Διατυπώνεται με ζωηρό τρόπο είναι αλήθεια, μια δίνη ποταμού και ένα βίαιο καταβύθισμα, αλλά αυτό για όσους μπορούν να αναγνώσουν με ηρεμία το κείμενο είναι υποθετικό.
Είναι ένα παράδειγμα.
Παραδίδεται με έναν υποθετικό λόγο.
Με μια λεγόμενη δυνητική ευκτική έγκλιση.

Αποκρύψειεν άν ‘’μια δίνη ενός ποταμού
θα ήταν δυνατόν να αποκρύψει κάποιον….’’

Και όχι βέβαια ότι τον αποκρύβει στ’ αλήθεια….
Με σαφήνεια περιγράφεται ότι η Οπή είναι πλάτους μόλις δύο σπιθαμών.
Και το σπουδαιότερο, ότι μπορεί να χωρέσει μόνον την άκρη των ποδιών.
Τώρα, πώς γίνεται από δύο σπιθαμών άνοιγμα μια δίνη ποταμού κυριολεκτικά να ρουφήξει έναν άνθρωπο, και στην συνέχει πώς γίνεται αυτός να επανεμφανίζεται με τα πόδια μπροστά, είναι κάτι ανάμεσα στο εξωφρενικό και ανήκουστο….
Θα ήταν τραγικό, αν δεν ήταν γελοίο, ή το αντίστροφο.
(Μάλλον πρέπει να έχεις πτυχίο για να το καταλάβεις.)

Εκείνο πάντως που έχει την βαρύτερη σημασία στο προκείμενο είναι η σαφέστατη κατάθεση εύστοχου λόγου και από τον Παυσανία, και από τον Ευριπίδη.
Ο πρώτος μεταχειρίζεται το ρήμα αναστρέφω, και δεύτερος το ενστρέφω.
Και τα δύο δεν μιλάνε για πηγαιμό και Επιστροφή, αλλά για είδος αναστροφής και συστροφής μέσα στην αβαθή αύλακα που έφεραν σε φώς οι ανασκαφές από την πρώτη κιόλας ημέρα.
Σήμερα οι τροχαίες πινακίδες τουλάχιστον, δείχνουν εμφανέστατα, τι σημαίνει Αναστροφή.!!!

Υπάρχει ένας ακόμη καθηγητής. Ένας πέμπτος καθηγητής, ο καθ’ ύλην και αρμοδιότητα διορισμένος από το Υπουργείο Πολιτισμού, Έφορος Αρχαιοτήτων Βοιωτίας.
Όμως επειδή, τόσο οι απόψεις του, όσο και τα έργα και ημέρες της Θ΄ Εφορείας
Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων, για την αρχαιολογική έρευνα,
και το πολιτιστικό παρόν της Λειβαδιάς, είναι πολύ σοβαρές, θα σχολιαστούν εδώ
στο τέλος της σειράς για το Τροφώνειο.




Στάθης Βαλλάς
Stathis
.vallas@gmail.com


Σχόλια - Παραπομπές

(1) Κλ. Προτρ.1,2,11
(2) Λουκιαν.Μεν.Νεκ. 486,22
(3) Ομ.Ιλ. Ζ,433
(4) Πλούτ.Πρόβλ.684 C
(5) Ομ.Υμν.Απόλ.278
(6) Ησύχιος,κ.α
(7) Ομ.Οδ.μ,432
(8) Προσεκτική ανάγνωση του κειμένου δείχνει ότι, ο Παυσανίας δεν πραγματοποίησε Κατάβαση στο άντρο. Το εγχείρημα της Κατάβασης ήταν ένα αληθινό Πάθος. Πολύ λίγοι φέρεται ότι το είχαν κατορθώσει Με το σχήμα λόγου ‘’άλλους τε ειδών και αυτός τω Τροφωνίω χρησάμενος, και κάπου αλλού είρηταί μοι, δηλ. μου τα διηγήθηκαν’’ πληροφορεί, ότι έκανε μια απλή χρήση. Στο Τροφώνειο συνέβαιναν διάφορες δραστηριότητες. Πολλές άγνωστες φοιτήσεις. Μία τουλάχιστον μαρτυρία του Πολύαινου αναφέρει ονειρομαντεία. Στο Ιερό του Τροφώνιου μπορούσε κάποιος να σπουδάσει εκτός των άλλων, Μετεωρολογία, Ιατρική, ακόμη και Διαιτητική, αφού πολλές Επιγραφές αναφέρονται σε όσπρια, λαχανικά, κρέατα ακόμη και ψάρια…
(9) Όμηρος. Ιλ.1,134
(10) Πίνδ.0λ.10,4
(11) ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ, ‘’Το άντρον του Τροφωνίου.’’ Βαλλάς Στάθης
(12) Πίνδαρος
(13) Κέλσος. Αληθής Λόγος κ.Ζ
(14) Αριστλ. Μλ 7,1072, b 29
(15) Αριστλ. τε. 16,1335, b 7
(16) Εφημ.’’ΕΘΝΟΣ’ 12-10-08
(17) Σχολ.Λουκιαν.1,191,2. Σχολ.Αριστφν.Νεφ.503-6
(18) Ο.α.σελ.194
(19) Σελ.193.
(20) Πλούταρχος, Περί του μην χράν έμμετρα νυν την Πυθίαν 396,b
(21) Frag. Αριστοτέλης, 16,101,4
(22) Αριστλ. Νικομάχεια 1140b,31
(23) Ηράκλειτος, frag, 92,4
(24) Προτρεπτικός, 8,77,1,4
(25) Περί των εκλελοιπότων χρηστηρίων, 413,Α,8
(26) Αριστλ.Πη 16.1335,b15
(27) Βίος Απολλώνιου Τυανέα 4,24,3


(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)

Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2013

ΧΙΝΟΠΩΡΟ-ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ






Μιλτ. Μαλακάσης
ΧΙΝΟΠΩΡΟ

(Περιοδικόν Παναθήναια)


Χινόπωρο, στολίστηκες νεκρό κι ωραίο από προχτές.

με το παλιό Βενέτικο χρυσάφι

και τώρα οι βοριάδες οι πικροί σου γίνονται τραγουδιστές

και τα νερά τα πένθιμα ζωγράφοι.

............................................

Στράτης Μυριβήλης: Φθινόπωρο.
(Εφημερίς Πρωϊα )

Σήμερα, έκαμα μια συγκινητικήν ανακάλυψι. Βρήκα τα πρώτα κυκλάμινα. Και δεν ήταν, να πης, λίγα. Έγιναν ένα σωστό μάτσο. Τάβαλα μέσα σ' ένα κόκκινο μικρό κανάτι και τάχω κοντά μου. Είναι το ευγενικό αγριολούλουδο του φθινοπώρου. Τα βρήκα ξαφνικά, ψάχνοντας μέσα σε μια λαγκαδιά για καρύδια. Σαν ωριμάσουν τα καρύδια, ανοίγει από μοναχό του το πράσινο καρυδότσουφλο. Σκάει σταυρωτά και πέφτει από ψηλά το καρύδι, σαν μέσα από τη χοντρή φασκιά ενός κάλυκα. Κι έτσι, που η λαγκαδιά είναι γιομάτη μέντες και φτέρη και φύλλα πεσμένα, που σαπίζουν πάνω στο χώμα, τα καρύδια κρύβονται και ψάχνεις να τα βρης.

Σε μια απόμερη γωνίτσα, κάτω από μια τούφα πουρναρόκλαδα, τα βρήκα, μια μεγάλη παρέα κυκλάμινα. Τα πρώτα φετεινά μας κυκλάμινα. Η φρέσκη μοσκοβολιά τους είναι απ' τα πιο ακριβά χαρίσματα τούτης της εποχής. Εδώ στη Συκαμινιά, τα κυκλάμινα τα λένε ακόμα «καντινούλες», που θα πει χανουμάκια. Έτσι τα παρωμοίασαν οι κάτοικοι του χωριού, γιατί τους θυμίζουν τις χανουμίτσες, που αντάμωναν τα παλιά τα χρόνια στα σοκάκια του χωριού και τις έβλεπαν να σταματούν μονομιάς παραπέρα και να σκύβουν το κεφαλάκι τους κατ' από το γιασμάκι, ταπεινές και ντροπαλές, να μην τις ιδή ανθρώπου μάτι στο πρόσωπο.

Έτσι κρύβουνται και τα σεμνά κυκλάμινα στις υγρές γωνίτσες. Έτσι κρύβονται παράμερα και μυρίζουν μυστικά ανάμεσα στα κεντημένα του φύλλα οι «καντινούλες» της Συκαμινιάς. Σε λίγες μέρες σαν κάνη ακόμα μια-δυο βροχές, θα πλουμίσουν με το μωβ κέντημά τους δασωμένους λόφους ως κάτω στην ακρογιαλιά. Θα πλημμυρίσουν τον κόσμο. Θα βγούνε παρέες-παρέες μέσα στους χωραφόδρομους, μέσα στα λιοχτήματα, φουντωμένες σύρριζα στις «ποδόμες», όπως λέγονται εδώ οι μακρυές ξερολιθιές, που είναι μέσα στα κατηφορικά χωράφια, για να συγκρατήσουν το χώμα στα λιόδεντρα.

Οι Συκαμινιωτοπούλες τις αγαπούνε πολύ τις «καντινούλες». Και σαν αρχίσουν να ραβδίζουν τις ελιές, τα χωράφια γιομίζουν τραγούδια και κοπέλλες με τα σαλβάρια, «μαζώχτρες» δροσερές, με το καλαμένιο καλάθι στο μπράτσο, κάνουν μεγάλα δεμάτια, για να πάνε το βράδυ στις φτωχικές τους κάμαρες. Κάνουν ακόμα όμορφα μάτσα από φρεσκοκομμένα κυκλάμινα και τα προσφέρουν στην Παναγιά, μαζί με τις μυστικές προσευχές τους, που είναι κι αυτές ντροπαλές και σκεπασμένες στ' απόσκια της καρδιάς τους. Έτσι μπήκε το φθινόπωρο με ένα στεφάνι από κυκλάμινα στο κεφάλι.

Αυτό είναι ένα μεγάλο γεγονός, όπως είναι όλα τα σπουδαία και σημαντικά πράγματα που γίνονται στην εξοχή και στη θάλασσα τις τέσσερις εποχές της χρονιάς. Στην πολιτεία δεν παίρνουμε είδησι. Εκεί η ζωή ξεφεύγει ανούσια απ' τον ημεροδείχτη, που φυλλοροεί αδιάκοπα, με ανόητη ομοιομορφία, τα τετράγωνα χαρτάκια των ημερών του.

Εδώ, όμως, όλα έχουν τόση σπουδαιότητα. Όλες τις μέρες, όλες τις ώρες γίνονται πράγματα σοβαρά και συγκινητικά. Γυρίζεις μέσα στα χωράφια, σκαλώνεις στις ρεμματιές, που βρυάζουν τα μοσκόχορτα, φορτωμένα από πολύχρωμα έντομα και μικροσκοπικές πεταλουδίτσες, μικρές σαν πανσέδες. Εκεί μέσα, βασιλεύουν τα αρχαία πλατάνια και οι δροσερές καρυδιές. Οι γαλιές πηδάνε από δέντρο σε δέντρο τρομαγμένες. Τινάζονται πάνωθέ σου και μόλις βλέπεις ανάερα το φουσκωτό θύσανο της ουράς τους να χαϊδεύει τον αέρα. Αγαπούν ξεχωριστά τα μύγδαλα αυτές οι λιχούδες.

Προχτές οι χωριανοί είχαν πανηγύρι στις καρδιές, Έρριξε μια γερή, μια καλή βροχή όλη τη νύχτα. Φέτος είναι καλή η χρονιά, δόξα να' χη ο Θεός! Ο ελιώνας είναι ένα καμάρι να γυρίζης κάτω από τα δέντρα. Χόντρυναν οι ελιές, ψύχωσαν, άρχισαν κιόλας να κοκκινίζουν. Και περίμεναν ένα νερό πως και πως. Έβρεξε λοιπόν πάνω στα δέντρα, έβρεξε χαρμόσυνα. Άνοιξαν οι ουρανοί πάνω στη ζεστή γη και χύθηκε ποτάμι η ευλογία του Θεού. Αν κρατήση ως το τέλος ο καρπός, οι αγρότες θα ξεχρεώσουν πια φέτος και θα φάνε, λέω, μια φέτα μερωμένο ψσωμί.

Είδα έναν απλόν άνθρωπο να στέκεται στη μέση του δρόμου, μέσα στη βροχή. Είχε το πρόσωπό του σηκωμένο προς τον ουρανό και το νερό του Θεού έπεφτε πάνω στα μάγουλά του τα' αργασμένα από το λιοπύρι.

-Έ, μπάρμπα, του φώναξα, θα γίνης μουσκίδι!

Εγύρισε σιγά-σιγά το κεφάλι του και με κοίταξε ήσυχα. Τότες είδα πως χαμογελούσε φιλικά προς τον ουρανό.

Εσήκωσε το χέρι του και μούδειξε ψηλα. Είπε:

-Είδες; Βρέχει.

Χαμογελούσε ακόμα και εγώ μόλις κατάλαβα τη σπουδαία είδησι.

Πήγα και ξάπλωσα μια ζεστή μέρα κάτω από τις φυλλωσσιές ενός «ποτιζάμενου». Ένα χωράφι με όλα τα φρούτα της εποχής. Τα σταφύλια κρέμονται σκαλωμένα τετράψηλα πάνω στις λαμπαδωτές λεύκες. Οι ρωδιές. Πρέπει να δήτε τις ρωδιές. Είναι από τα πιο όμορφα πλάσματα της ελληνικής εξοχής. Η κλάδωσί τους είναι λεπτή, η φυλλωσσιά τους έχει τόσο άφθονο το πράσινο φως, που γεμίζει τρυφεράδα το τοπίο τα λουλούδια τους είναι εξαίσια σύνθεσι ενός ειδικού κόκκινου με το τρυφερό πράσινο της ρωδιάς. Τώρα τα λυγερά κλωνιά τους λυγάνε απ' τον καρπό.

Τα ρώδια κρέμονται χοντρά, στρογγυλά, τσιτωμένα απ' τις σφιχτές «ρωδοπαππούδες», που ζουλιούνται αλύπητα στριμωγμένες μέσα στον ίδιο κορσέ. Το ντόπιο παραμάντεμα έτσι ορίζει το ρώδι: «χίλιοι μύριοι καλογέροι σ' ένα ράσο τυλιγμένοι». Μερικά ρώδια σκάνουν απ' το ασυγκράτητο σφρίγος τους. Σκάνουν ψηλά σαν ειρηνικές χειροβομβίδες και σε ραντίζουν με τους τριανταφυλλιούς σπόρους τους, που αστράφτουν στον ήλιο. Σαν να σου ρίχνουν κατακέφαλα μια φούχτα ρουμπίνια. Είναι μερικές, που έχουν ωριμασμένους καρπούς και την κορφή τους στολισμένη ακόμα με μερικά από τα απ' τα θαυμαστά λουλούδια τους.

Μοιάζουν με κοπελλιές, που φορούνε στ' αφτί γαρύφαλλο κνικάτο. Κοντά τους οι κυδωνιές σκύβουν ως κάτω τα ελαστικά κλωνάρια τους. Είναι δέντρα βεργάτα, χαριτωμένα, με τη φυλλωσσιά τους θαμπή και σκούρα- Αμ' πώς να μην σκύψουν; Οι καρποί τους κρέμονται ογκώδεις, σκεπασμένοι από κιτρινωπό χνούδι. Το παραμερίζεις με το δάχτυλο και γυαλίζει από κάτω το τσιτωμένο φλούδι. Είναι κάτι νέα κυδωνίτσες τόσο φορτωμένες, που απορείς, πως το σηκώνουνε τόσο πράγμα.

Όλα τα δέντρα έτσι έσκυβαν μέσα σε τούτο το χωράφι. Ωρίμαζαν υπομονετικά τα μεγάλα φρούτα τους, εστέκονταν φορτωμένα απ' τ' αγαθά τους, εστέκονταν σκυφτά κι περιμέναν νάρθουν οι άνθρωποι, να τα ξαλαφρώσουν απ' το βάρος της δημιουργίας τους. Είναι η χαρά του «δίνειν». Μα υπάρχει πιο μεγάλη ευτυχία απ' αυτή; Αν δεν υπήρχαν οι τρυγητές, όλη η δημιουργία, η κάθε δημιουργία θα γινότανε δυστυχία πάνω στη γη.

Ξάπλωσα αποσταμένος γλυκά πάνω σε νιοθέριστη φτέρη. Μύριζε δυνατά. Πάνω στις απλωμένες ρίγανες. Παρέκει, εστέγνωναν τα σύκα. Μέσα απ' τους αγριόβατους, που τα βατόμουρά τους μαύριζαν πια και κανένας άλλος απ' τα πουλιά δεν τα καταδέχεται, έβγαιναν ξαφνικοί, βιαστικοί κελαηδισμοί. Το νερό έτρεχε μές' απ' το χορταριασμένο αυλάκι και τραγουδούσε. Είχα κλεισμένα τα μάτια και άκουγα συγκινημένος. Ένας μαλακός δούπος με ξάφνισε κοντά μου. Πλάϊ στον αγκώνα μου. Ανοίγω τα μάτια. Είναι ένα ροδάκινο μεγάλο σαν τη γροθιά μου. Μου τόρριξε τούτη η σγουρή ροδακινίτσα που γέρνει από πάνω μου.

Το παίρνω και λέω δυνατά «ευχαριστώ»- Ζουλιέται στα δάχτυλά μου σαν κερένιο. Χαϊδεύω το δέρμα του, που είναι λεπτότατο σαν ατζαλένιο, που είναι χνουδάτο και διάφανο. Σ' ένα μέρος είναι πληγωμένο απ' το πέσιμο και στάζει ο γλυκός χυμός του μέσα στη φούχτα μου.

Χώνω τα δόντια μου βαθιά στη σάρκα του και σηκώνω τα μάτια μου και χαμογελώ στη σγουρή ροδακινίτσα. Έτσι χαμογελούσε προς τον ουρανό κείνος ο απλός άνθρωπος, που στεκόταν μέσα στη βροχή και τη λουζόταν ευτυχισμένος.

Πετώ το κοκκινωπό κουκούτσι, κι αυτό κυλάει και κρύβεται κάπου. Ξέρω. Του χρόνου σ' αυτό το μέρος θα τεντώνη με λαχτάρα τα φύτρα της μια νέα ροδακινίτσα.