Νεαρή ερωτοχτυπημένη μάγισσα στήνει τα μαγικά της υπό το φώς της σελήνης.
΄Ενα ειδύλλιο του Θεόκριτου,με την σύγχρονη ματιά και γλώσσα ενός επίσης ποιητή,
του Ιωάννη Πολέμη.
Θέστυλι, πούν' οι δάφνες μου και πού τα μαγικά μου;
Με πρόβειο κόκκινο μαλλί στόλισε τη λεκάνη,
αυτόν που με βαρέθηκε να τον μαγέψω πάλι.
Δώδεκα 'μέρες πέρασαν, ούτ' ήρθε κι ούτ' εφάνη,
ούτε και ξέρει ο άκαρδος αν ζούμε ή αν δε ζούμε,
ούτ' έκρουσε την πόρτα μου δώδεκα 'μέρες τώρα.
Ω! δίχως άλλο ο Έρωτάς κ' η πονηρή Αφροδίτη
θα του σηκώσαν το μυαλό κ' έπιασεν άλλη αγάπη.
Ταχυά θα πάω να τόνε βρω μονάχη στην παλαίστρα
και θα του παραπονεθώ για όσα κακά μου κάνει.
Τώρα μ' ευωδιαστούς καπνούς θε να του κάνω μάγια.
Σελήνη, αθόρυβη θεά, φέγγε γλυκά και λάμπε·
στα μάγια πριν καταπιαστώ θα τραγουδήσω εσένα
και την Εκάτη πούρχεται μέσ' απ' της γης τα σπλάχνα
και τριγυρνά στα μνήματα και την φοβούνται οι σκύλλοι.
Ω! χαίρε, Εκάτη τρομερή, παρακαλώ σε, Εκάτη,
συντρόφεψε και βόηθα μας απ' την αρχή ως το τέλος
και κάνε και τα μάγια μας όμοια μ' αυτά της Κίρκης,
κατώτερα να μη γενούν απ' της Μηδείας τα μάγια
μηδ' απ' τα μάγια της ξανθής εκείνης Περιμήδης.
Α'
Φέρε τον, σουσουράδα (2) μου, τον άντρα μου στο σπίτι.
Για σένα αλεύρι στη φωτιά θα ρίξω πρώτα-πρώτα.
Θέστυλι, σκόρπα το λοιπόν. Άμοιρη, πούν' ο νους σου;
Σιχαμερή είμαι τάχα εγώ και περιγέλιο μ' έχεις;
Σκόρπα και λέγε αυτά: «σκορπώ τα κόκκαλα του Δέλφι».
Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι.
Ο Δέλφις μου με πίκρανε· δάφνη γι' αυτόν θα κάψω·
κι όπως η δάφνη στη φωτιά κροταλιστά θα σκάση
και θε ν' ανάψη στη στιγμή και στάχτη δε θ' αφήση
έτσι κι ο Δέλφις να καή στου πόθου μου τη φλόγα.
Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι.
Τώρα θα κάψω πίτουρα κ' η Άρτεμι ας μαλάξη
και το διαμάντι το σκληρό και κάθε στέρεο άλλο.
Θέστυλι, άκου τα σκυλλιά στην πόλη πώς γαυγύζουν·
θάνε στους δρόμους η θεά και θα περιδιαβαίνη.
Κρούσε μιαν ώρ' αρχήτερα την χάλκινη τη λάμα.
Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι.
Οι ανέμοι καταλάγιασαν, ησύχασε κι ο πόντος,
ο πόθος μέσ' στα στήθια μου ποτέ δεν ησυχάζει,
μα καίω και φλέγομαι γι' αυτόν, που μ' έκανε τη μαύρη,
αντί γυναίκα του σωστή, γυναίκα ντροπιασμένη.
Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι.
Όπως ετούτο το κερί μέσ' στη φωτιά το λειώνω
έτσι κι από τον έρωτα να λειώση ευθύς κι ο Δέλφις·
κι όπως αυτή τη ρόδα μου γυρίζει η Αφροδίτη
έτσι κι αυτός να τριγυρνά στην πόρτα τη 'δική μου.
Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι.
Στάζοντας τρεις φορές σπονδές τρεις φορές τέτοια κράζω:
Μ' όποια γυναίκα τώρ' αυτός ερωτικά πλαγιάζει,
τόσο να την απαρνηθή, όσο ο Θησέας στη Νάξο
την Αριάδνη αρνήθηκε την ωμορφομαλλούσα.
Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι.
Στην Αρκαδία τη δασωτή φυτρώνει ένα χορτάρι,
το τρώνε και τρελλαίνονται κι άλογα και φοράδες
κι ορμούν και παίρνουν τα βουνά και τρέχουνε με λύσσα.
Έτσι το Δέλφι να τον 'δώ ν' αφήση την παλαίστρα
κ' έτσι με λύσσα σαν τρελλός στο σπίτι μου να δράμη.
Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι.
Τούτο το κουρελόπανο του Δέλφι τώχω πάρει,
κ' είν' απ' το γύρο χαμηλά της χλαίνας του κομμένο·
το ξαίνω και τα νήματα μέσ' στη φωτιά τα ρίχνω.
Αχ! Έρωτα σκληρόκαρδε, γιατί μούχεις ρουφήξει
όλο το αίμα της καρδιάς σαν απ' τη λίμνη αβδέλλα;
Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι
Σαύρα θα κάψω στη φωτιά και θα την κάνω σκόνη
κ' ένα πιοτό, κακό πιοτό ταχυά θε να σου φέρω.
Πάρε τα μάγια, Θέστυλι, πάρε τα μάγια τώρα
και την κορφή της πόρτας του σύρε μ' αυτά ν' αλείψης
και λέγε ψιθυρίζοντας: «τα κόκκαλά του αλείφω.»
Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι.
Β'
Τώρα, πούμεινα μόνη μου, τον έρωτά μου ας κλάψω.
Πούθε ν' αρχίσω να θρηνώ, ποιος μου τον έχει φέρει;
Κανιστροφόρα η Αναξώ, η κόρη του Ευβούλου
στο λόγγο της Αρτέμιδος μας είχεν έρθει τότε·
θεριά την ετριγύριζαν και θηλυκό λιοντάρι.
Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθ' η αγάπη
Κ' η παραμάννα η άμοιρη του Θευχαρίδη, που ήταν
το σπίτι της στο σπίτι μου κοντά, πόρτα με πόρτα,
με θερμοπαρακάλεσε να πάω στο πανηγύρι·
κ' η δόλια εγώ ξεκίνησα να πάω ν' ακλουθήσω
φορώντας το ξανθόλινο κι ώμορφο φόρεμά μου
και στολισμένη με ταχνό της Κλεαρίστας πέπλο.
Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη.
Στο δρόμο, μόλις έφθασα στου Λύκωνα το σπίτι,
μαζί με τον Ευδάμνιππο είδα το Δέλφι εμπρός μου·
ξανθότερ' από ελίχρυσο είχαν κ' οι δυο τα γένεια
κ' εγυάλιζαν τα στήθια των πειότερ' απ' τη Σελήνη,
δείχνοντας πως εγύριζαν μόλις απ' την παλαίστρα.
Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη.
Τον είδα κ' ετρελλάθηκα κι άναψεν η καρδιά μου,
ξεθώριασεν η όψη μου κ' έσβυσ' η ωμορφιά μου,
κι ούτ' ένοιωσα τι γίνηκε στο πανηγύρι εκείνο
ούτε και ξέρω η δύστυχη πώς γύρισα στο σπίτι·
μα κάποια αρρώστια πύρινη άλλαξε τη θωριά μου
κ' ήμουν δέκα μερόνυχτα πεσμένη στο κρεββάτι.
Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη.
Συχνά-πυκνά το χρώμα μου κιτρίνιζε σα θράψος,
έπεφταν αναρίθμητες της κεφαλής μου οι τρίχες
κ' εκόλλησε το δέρμα μου στα κόκκαλά μου απάνω.
Και πού δεν πήγα η δύστυχη γυρεύοντας να γιάνω,
και ποια γερόντισσ' άφησα που ξέρει να ξορκίζη;
Τίποτα δε μ' αλάφραινε κ' έλειωνα με το χρόνο.
Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη.
Κ' εκάλεσα τη σκλάβα μου κι άνοιξα την καρδιά μου.
«Θέστυλι, βρες μου γιατρικό στη φοβερή μου αρρώστια
»Ο Δέλφις την ταλαίπωρη όλη δική του μ' έχει·
»μα στην παλαίστρα πήγαινε και παραμόνευέ τον
»εκεί συχνά πηγαίνει αυτός, εκεί ταρέσει νάνε».
Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη.
«Κι όταν μονάχο τον ιδής γνέψε του να σιμώση,
και πες του πως τονε καλώ και φέρε τον στο σπίτι».
Έτσ' είπαμε' κ' επήγε αυτή και μούφερε το Δέλφι,
κ' εγώ μόλις τον ένοιωσα κ' εγώ μόλις τον είδα
να διασκελίζη ανάλαφρα της πόρτας το κατώφλι,
(Πες μου, Σελλήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη)
μου 'πάγωσ' όλο το κορμί πειότερο κι απ το χιόνι
κ' έσταζ' ιδρώτας άφθονος από το μέτωπό μου
σαν τη δροσούλα της νοτιάς, κ' εκόπηκ' η φωνή μου
και δε μ' απόμεινε φωνή μηδ' όση έχει το βρέφος
που ψιθυρίζοντας καλεί τη μάννα του στον ύπνο·
κ' ενέκρωσαν τα μέλη μου σαν της κερένιας κούκλας.
Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη.
Και μόλις μ' είδε ο άπονος χαμήλωσε τα μάτια
και στο σκαμνί εθρονιάστηκε και τέτοια λόγια μούπε:
«Πρόλαβες και μ' εκάλεσες στο σπίτι σου, Σιμαίθα,
»όπως εγώ στο τρέξιμο πρόλαβα το Φιλίνο.»
Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη.
«Όμως λογάριαζα κ' εγώ νάρθω τη νύκτ' απόψε,
»μα το γλυκό τον Έρωτα, μαζί μ' άλλους μου φίλους,
»κρύβοντας μέσ' στον κόρφο μου γλυκόμηλα του Βάκχου
»κ' ένα στεφάνι ολόγυρα στην κεφαλή φορώντας,
«στεφάνι λεύκας, ιερό κλωνάρι του Ηρακλέους,
«στεφάνι καταστόλιστο με κόκκινες κορδέλλες.»
Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη.
»Κι αν με καλοδεχόσαστε, θα τώχα για χαρά μου
»αν μοναχά το στόμα σου το γλυκερό 'φιλούσα
» — γιατ' είμαι νιος ευγενικός κι ώμορφος μέσα σ' όλους —
»μ' αν εύρισκα την πόρτα σας κλειστή, μανταλωμένη,
»θάχα πελέκια κοφτερά, θάχα δαυλιά για δαύτη».
Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη.
«Και τώρα χάρη εγώ χρωστώ στην Αφροδίτη πρώτα
»κ' ύστερα χάρη δεύτερη χρωστώ σε σένα πάλι
»που μ' έβγαλες απ' τη φωτιά του πόθου πριν με κάψη
»κ' έστειλες και μ' εκάλεσες ναρθώ στο σπιτικό σου·
»γιατί κι από το φλογερό ηφαίστειο της Λιπάρας
»πιο καυτερά, πιο φλογερά ο έρως καίει και φλέγει».
Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη.
«Αυτός σηκώνει τα μυαλά και κάνει και την κόρη,
»την κόρη την ανήξερη, να φεύγη από το σπίτι,
»και κάνει και τη νιόνυφη ν' αφήνη, ν' απαρνιέται
»το στρώμ' ακόμη το ζεστό του αντρός της και να φεύγη».
Είπε' κ' εγώ ευκολόπιστη τον έπιασ' απ' το χέρι
κι αγάλια τον επλάγιασα στο μαλακό μου στρώμα·
κι άρχισαν να μαλάζωνται μαζί τα δυο κορμιά μας
και τα ζεστά μας πρόσωπα ν' ανάβουν, να κορώνουν·
κ' εψιθυρίζαμε γλυκά στόμα με στόμα οι δυο μας.
Και να μη σ' τα πολυλογώ, Σελήνη αγαπημένη,
τα πιο μεγάλα εκάναμε κ' ήρθαμ' οι δυο σε πόθο.
Κι ως χθες κανείς μας απ' τους δυο παράπονο δεν είχε·
μα σήμερα ήρθε σπίτι μου η μάννα της Φιλίστας
και της χορεύτρας Μελαξώς, την ώρα που φοράδες
φέρνουν απ' τον ωκεανό στον ουρανό τρεχάτες
τη ροδοχέρα την Αυγή· και κοντά στάλλα μούπε
πως έχει πιάσει ο Δέλφις μου κάποια καινούργια αγάπη,
μα ποια αγαπά, δεν ήθελε να μου το φανερώση,
παρά μονάχα πως συχνά πίνει κρασί για κάποια
και πως το πίνει ανέρωτο και πως στολίζει ακόμα
την κάμαραν όπου μεθά μ' ευωδιαστά στεφάνια·
κ' ύστερα φεύγει βιαστικός. Αυτά μούπεν εκείνη
κ' εγώ ταναλογιάζομαι κι αληθινά τα βρίσκω·
γιατ' άλλοτε πολλές φορές ερχόταν την ημέρα
κι άφηνε και στο σπίτι μου το Δωρικό λαγήνι. (3)
Μα τώρα πούχω να τον 'δώ σωστά δώδεκα 'μέρες
κάποια άλλη θα τονε τραβά και με ξεχνάει εμένα.
Μα τώρα με τα μάγια μου θε να τον σφικτοδέσω,
κι αν πάλι θα με τυραγνά, τωρκίζομαι στις Μοίρες,
την πόρτα του Άδη ο άκαρδος ταχυά να πάη να κρούση.
Βαθυά μέσ' στο σεντούκι μου κρύβω κακά φαρμάκια
που ένας Ασσύριος κάποτε μου τάχει μαθημένα.
Μα εσύ στρέψε χαρούμενη ταλόγατά σου τώρα,
Σελήνη, στον ωκεανό· κ' εγώ θε να υπομένω
όπως ως τώρα υπόμενα τον πόνο της καρδιάς μου.
Σ' αφήνω 'γειά, λαμπρόχρωμη Σελήνη και σεις άστρα,
που αθόρυβα την άμαξα της νύκτας ακλουθάτε.
*************************
2) Η σεισοπυγίς (σουσουράδα) ήτο αφιερωμένη εις την Αφροδίτην
και δια τούτο την μετεχειρίζοντο εις τας ερωτικάς μαγγανείας.
3) Το ελαιοδοχείον δια την παλαίστραν. Θέλει να δείξη την μεγάλην
οικειότητα που τους συνέδεε.
Θεόκριτου, Ειδύλλια
Απόδοση στην Ν. Ελληνική: Ι.Πολέμης
(Βιβλιοθήκη Φέξη)
Περιφημη επιλογή. Με την αδεια σας το κοινοποιώ! καλό ξημερωμα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕλεύθερα! Καλό βράδυ!
Διαγραφή