Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2013

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΒΑΠΤΙΣΤΙΚΗ




Αν άλλη τις χρηστή γυνή είδέ ποτε καλά νοικοκυριά εις τας ημέρας της, αναντιρρήτως είδε τοιαύτα και η θειά-Σοφούλα Κωνσταντινιά,
σεβασμία οικοδέσποινα εβδομηκονταετής, κάτοικος παραθαλασσίου κώμης εις μίαν των νήσων του Αιγαίου.

Την εκάλουν κοινώς Σαραντανού, και πολλοί υπέθετον ότι το επίθετον τούτο τη απεδόθη, διότι δήθεν είχεν ίσον με σαράντα γυναικών νουν, όπερ δεν ενομίζετο υπερβολή. Άλλοι όμως έλεγον, ότι η λέξις εσχηματίσθη εκ του Σαραντανοννού, ήτοι νοννά με σαράντα βαπτιστικούς.

Το βέβαιον είνε, ότι, αν δεν είχε φθάσει εις τον αριθμόν τούτον,
δυο ή τρεις μονάδες της έλειπον και ήλπιζε προσεχώς να συμπληρώση την τεσσαρακοντάδα. Ομολογητέον δε, ότι αυτή κατ' αρχάς είχε βαπτίσει οικειοθελώς πέντε ή έξ νήπια των γειτόνων της, όσα και πάσα άλλη καλή οικοκυρά βαπτίζει. Αλλ' όταν άπαξ εγνώσθη και απεδείχθη, ότι είχε καλό χέρι, τότε όλαι αι γειτόνισσαι, συγγενείς, παροσυγγενείς, κολλήγισαι ήρχισαν να την πολιορκούν.

Είχε πάρει καλό όνομα ότι της εζούσαν τα παιδιά, όσα ανεδέχετο
εκ της κολυμβήθρας. Είνε δε τόσον σπουδαίον να ευρεθή νοννά «να
της ζουν τα παιδιά», όσον και ιερεύς «να πιάνη το διάβασμά του».

Η θειά-Σοφούλα όμως υπέφερε μετά χάριτος την αγγαρείαν ταύτην.
Είνε αληθές, ότι τα φωτίκια εις την εποχήν εκείνην, χιτών και
κουκούλιον μετά σταυρού, καθώς και τα μαρτυριάτικα, εαρινή βροχή λεπτών και διλέπτων διά τους αγυιόπαιδας, εκόστιζαν εν όλω δέκα γρόσια.

Η θειά-Σοφούλα ωμοίαζε με την επιμελή ανθοκόμον, ήτις δεν αρκείται να φυτεύη μόνον τα άνθη της, αλλά τα περιθάλπει και τα καταρδεύει.
Ηγάπα τα πνευματικά της τέκνα ως τέκνα της εγκαρδιακά, τα
εθώπευε, τα εφίλευε και τα επαιδαγώγει.

Ο μπάρμπα-Κωνσταντής, ο πρώτος γρινιάρης του χωρίου, δεν
συνεμερίζετο την αδυναμίαν ταύτην της συζύγου του.

- Α, μπράβο! φίλευέ τα τ' αναδεξίμια σου, μουρή!... εγόγγυζεν
εκάστοτε, οσάκις την έβλεπε μεριμνώσαν περί των αναδεκτών της· -ηύρες κι' αλωνίζεις, μουρή!...

Η θειά-Σοφούλα ολίγον ανησύχει περί της ιδιοτροπίας ταύτης του
συζύγου της, όστις ήτο αγαθός άνθρωπος εις τας καλάς του ώρας.

Έπειτα ο μπάρμπα-Κωνσταντής σπανίως εφαίνετο εν τη πολίχνη. Αφότου έπαυσε τα θαλάσσια ταξείδια, ησχολείτο αποκλειστικώς εις την καλλιέργειαν των κτημάτων του. Κατά πάσαν πρωίαν ίππευεν επί του ευρώστου ημιόνου του, ετρέπετο εις τους αγρούς και επανήρχετο μετά την δύσιν του ηλίου.

Κατ' εκείνον τον χρόνον, περί τα 184..., η θειά-Σοφούλα είχε
φθάσει εις το τριακοστόν ένατον βαπτιστικόν. Έν μόνον της έλειπε
διά να τα κάμη σαράντα προς ανάπαυσιν της συνειδήσεώς της.
Εβάπτιζεν αδιακρίτως άρρενα και θήλεα, αλλ' εφρόντιζε να δίδη
ακριβείς σημειώσεις εις τους ιερείς και πνευματικούς, διά να μη
τυχόν γείνη κανέν συνοικέσιον εις το μέλλον μεταξύ δύο ετεροφύλων αναδεκτών και κολασθή η ψυχή της.

Κατ' έτος, την Μεγάλην Πέμπτην, μεγίστη κίνησις εγίνετο εν τη
ευρυχώρω αυλή της οικίας. Η θειά-Σοφούλα ανεσφουγγώνετο μέχρις αγκώνων και εζύμωνε μόνη της τας τριάκοντα εννέα αυγοκουλούραις διά τους τοσούτους βαπτιστικούς της... Αλλά πλην των βαπτιστικών υπήρχον και τα εγγόνια και τα δισέγγονα και ταύτα δεν ήσαν ολιγάριθμα.

Εν συνόλω εχρειάζετο εβδομήκοντα και πλέον κοκκώναις δηλ. παιδικάς κουλούρας, διά τους βαπτιστικούς, διά τους εγγονούς και τα δισέγγονα. Εις τον αριθμόν τούτον δεν συμπεριλαμβάνονται αι
μεγαλείτεραι κουλούραι, τας οποίας παρεσκεύαζε διά τας
συντεκνίσσας, διά τας ανεψιάς και δισεξαδέλφας της.

Μέγας δε εβόμβει ο εσμός των αναδεκτών και δισεγγόνων περί τους ανθώνας της αυλής κατ' εκείνην την ημέραν. Από της τρίτης ώρας του δειλινού, καθ' ην ο μπάρμπα-Κωνσταντής εξηγείρετο του μεσημβρινού ύπνου, με δριμείαν επικαθημένην της ρινός την χολήν, και εφόρει το τσόχινον βρακίον του, επύργωνεν επί της κεφαλής μεγαλοπρεπές το τυνησιακόν φέσι του, ελάμβανεν ως σκήπτρον την μεγάλην ηλεκτρόστομον τσιμπούσαν του, ανήρτα από της οσφύος βαθύκολπον την μεταξωτήν καπνοσακκούλαν και κατήρχετο εις το καφενείον να εισπνεύση την θαλασσίαν αύραν, από της ώρας εκείνης η ευρεία και τετράγωνος αυλή παρεδίδετο εξ εφόδου εις την λεηλασίαν των βαπτιστικών και των δισεγγόνων.

Μεγίστην ευτυχίαν και ανήκουστον ηδονήν ενόμιζον τότε τα παιδιά
της γειτονιάς, αν κατώρθωναν να παρεισδύσωσιν εις το προαύλιον της θειά-Σοφούλας, όπερ εθεωρείτο ως μυθώδες τι. Πολλά αυτών
προέτεινον τας κεφαλάς διά των σχισμών της κλειστής αυλείου θύρας, ήτις εμοχλεύετο έσωθεν υπό των ζηλοτύπων βαπτιστικών διά τους μη έχοντας ένδυμα γάμου. Άλλα παιδία, τολμηρότερα, ανείρπον εις τον θριγκόν του τοίχου της αυλής και εύρισκον τρόπον να εισπηδήσωσιν εκείθεν εις τα ένδον. Αλλ' αλλοίμονον αν παρετηρούντο υπό των άγρυπνων ευνοουμένων. Απεδιώκοντο με τσιμπήματα και με δοντιαίς, ως ο κηφήν υπό των μελισσών.

***

Την Μεγάλην Πέμπτην του έτους 185... όλοι οι αναδεκτοί ήσαν
συνηγμένοι εν τη αυλή της γραίας Σοφούλας. Ο πρεσβύτερος αυτών ήδη νεανίας εικοσαετής, το δε νεώτερον ήτο κοράσιον τριετές εις ο η νοννά είχε δώσει το όνομά της. Το βρέφος τούτο ήτο το τεσσαρακοστόν πνευματικόν γέννημα της θειά-Σοφούλας.

Είχε γεννηθή τέλος το από πολλού προσδοκώμενον τούτο συμπλήρωμα του προωρισμένου αριθμού και ήτο το χαδευμένον της θειά-Σοφούλας.
Η νοννά έτρεφε φιλοδόξους σκοπούς ως προς το μέλλον του θυγατρίου τούτου. Αλλά και αυτός ο μπάρμπα-Κωσταντής εξ όλων των αναδεκτών μόνον το μικρόν τούτο ηνείχετο. Η στοργή όμως της θειά-Σοφούλας προς αυτό έφθανε μέχρι παραφροσύνης.

Την ημέραν εκείνην η θειά-Σοφούλα ήτο κλειστή εις το ισόγειον και εζύμωνεν. Εκ των παιδίων τινά την επολιόρκουν έξωθεν της θύρας παραμονεύοντα. Τα πλείστα όμως έπαιζον ταραχωδώς περί τον υπερμεγέθη ληνόν, πλησίον του ελαιοτριβείου, το κρυφτάκι, και άλλα εθορύβουν περί τας κιγκλίδας του κήπου και πλησίον του
φρέατος.

Η μικρά Σοφούλα, ήτις ήτο μόλις τριετής, ως είπομεν, εξέπεμπε
χαρμοσύνους κραυγάς, εψέλλιζεν ως νεοσσός χελιδόνος και έτρεχε και αυτή κατόπιν των άλλων παιδίων. Η νοννά της εζήτησε κατ' αρχάς να την κρατήση πλησίον της, αλλ' η μικρά εστενοχωρήθη και απήτησε να εξέλθη.

- Να πάω κι' εγώ να παίξω, νοννά μου;

- Τι να παίξης εσύ;

- Το κλεφτάκι, νοννά μου! ετραύλισεν η μικρά.

- Δεν παίζουν τα κορίτσια το κρυφτάκι, είπεν αυστηρώς η νοννά.

Η μικρά δεν εμεμψιμοίρησε μεν, αλλ' εσκυθρώπασεν. Ιδούσα τούτο η νοννά, έκραξε την Αθηνιώ, εικοσαετή την ηλικίαν δουλεύτραν της, ήτις ήτο και αυτή μία των βαπτιστικών της, και τη ενεπιστεύθη την μικράν, συστήσασα αυτή αυστηράν επαγρύπνησιν.

Αλλ' η Αθηνιώ ελησμόνησεν άμα ακούσασα την σύστασιν της κυρίας της, και επειδή εις τας πεζούλας εκάθηντο τέσσαρες ή πέντε
γειτόνισσαι, και γνωρίζομεν πόσον περισπούδαστος είνε η
συνδιάλεξις των αέργων γυναικών, εκάθησε πλησίον αυτών και άφησε την μικράν Σοφούλαν να τρέχη.

Δεν ήρκεσε τούτο, αλλά παραγγελθείσα υπό της κυρίας της να αντλήση ύδωρ εκ του φρέατος, εγέμισε μεν την στάμναν, αλλά δεν εφρόντισε να κλείση το στόμιον του φρέατος, όπως το εύρε κεκλεισμένον, το άφησε δε ανοικτόν. Απροσεξία, εις ην ουδέποτε θα υπέπιπτεν η γραία Σοφούλα ή άλλη φρόνιμος γυνή. Μη τις δε αμφιβάλη, ότι την σύστασιν ταύτην η γραία έκαμε χιλιάκις εις την δουλεύτραν της, αλλ' η Αθηνιώ δεν ήτο εξ εκείνων των γυναικών, αίτινες καθίστανται προσεκτικαί.

Εις την ακμήν της πλήρους ενδιαφέροντος συνδιαλέξεώς των, ήκουσαν αίφνης αι εις την πεζούλαν καθήμεναι γυναίκες κρότον τινά, ως πλατάγησιν σώματος πίπτοντος εις το ύδωρ, και συγχρόνως πεπνιγμένην κραυγήν και μετ' αυτήν δευτέραν κραυγήν δυνατωτέραν.

Αι γυναίκες ανωρθώθησαν αυτομάτως.

Αλλά πριν αυταί κινηθώσιν, η θύρα του ισογείου ηνοίχθη μετά
κρότου, και η θειά-Σοφούλα έντρομος, ανυπόδητος, με ταις κάλτσαις μόνον, γυμνώλενος, με τας χείρας ζυμαρωμένας, έτρεξε προς το φρέαρ κράζουσα:

- Το κορίτσι! το κορίτσι!

Διά της εις την στοργήν ιδιαζούσης μαντείας, η θειά-Σοφούλα
ενόησεν αμέσως ότι η μικρά της βαπτιστική είχε πέσει εντός του
φρέατος. Και τωόντι δεν ηπατάτο.

Ενώ έτρεχεν η Σοφούλα, ιδούσα το στόμιον του φρέατος ανοικτόν,
επλησίασε, προσεκολλήθη επί του χθαμαλού ξυλίνου φραγμού, είδεν επί του ύδατος εικονιζομένην την αγγελικήν ξανθήν μορφήν της, ήρχισε να τη προσμειδιά, έκυψεν υπερμέτρως, ωλίσθησεν επί της στιλπνής ως εκ της συχνής προστριβής του σχοινιού σανίδος, και έπεσε κατακέφαλα εντός του φρέατος.

Αι άλλαι γυναίκες, και η Αθηνιώ μετ' αυτών, καθ' υπερβολήν
διαστέλλουσαι τους βραχίονας, έτρεξαν κατόπιν της θειά Σοφούλας.

- Έναν κουβά! ένα γιουρδέλι! εκραύγαζεν έκφρων η γραία Σοφούλα.

- Ένα τσιγκέλι! έκραξε και η Αθηνιώ μετ' αυτών σκοτισμένη (ως να είχε πέσει δηλ. εις το φρέαρ το ιβάνιον, δι' ου αντλούσιν
ύδωρ).

- Τα τσιγγέλια να σε τραβούν, σκύλλα! τη έκραξε με κεραυνοβόλον
βλέμμα η θειά-Σοφούλα. Μου έπνιξες το παιδί.

Η γραία τω όντι δεν εβράδυνε να εννοήση, ότι το δυστύχημα ωφείλετο εις την απροσεξίαν της δουλεύτρας της.

- Να καταιβώ εγώ σ' το πηγάδι, νοννά, τη είπεν η Αθηνιώ.

Επειδή εβράδυνε να φανή πουθενά κουβάς, διότι είνε γνωστόν πόσον τα χάνουν οι άνθρωποι εις τας δεινάς περιστάσεις, και ενώ μία των γυναικών έτρεχεν απ' εκεί, άλλη απ' εδώ και η μικρά εν τω μεταξύ επνίγετο, η θειά-Σοφούλα επέτρεψεν εις την Αθηνιώ την χάριν ταύτην. Είξευρε δε άλλως ότι εις τούτο, καθώς και εις πάσαν άλλην εργασίαν εις τους άνδρας μάλλον αρμόζουσαν, ήτο επιτηδεία.

Η Αθηνιώ λοιπόν εσήκωσε τα φουστάνια της υπεράνω του γόνατος, και πατούσα εις τας γνωστάς αυτή εσοχάς του εσωτερικού λιθοκτίστου του φρέατος, τας επίτηδες κατασκευαζομένας εις πάσαν ορυχήν φρέατος, κατήλθε μέχρι της επιφανείας του ύδατος.

Ουδαμού εφαίνετο η μικρά.

Το βάθος του ύδατος ήτο τρις ίσον με ανάστημα ανδρός, και η Αθηνιώ δεν ηδύνατο να προχωρήση κατωτέρω.

Εν τω μεταξύ ευρέθη και ο κουβάς, και κατεβιβάσθη μέχρι των χειρών της Αθηνιώς. Αύτη έλαβε το σχοινίον και ήρχισε να περιστρέφη το ιβάνιον εντός του ύδατος.

Η θειά-Σοφούλα ωλόλυζε και έσχιζε τας παρειάς της. Η καρδιά της
δεν ησθάνετο πλέον της ελπίδος την θαλπωρήν....

Τέλος το ιβάνιον προσέκοψεν εις σώμα τι ανερχόμενον. Η μικρά ανέβη εις την επιφάνειαν, αλλ' ήτο ήδη πτώμα...

Η κεφαλή της δεινώς μεμωλωπισμένη. Κατενεχθείσα σφοδρώς εις το ύδωρ είχε κτυπήσει επί του λίθου, εζαλίσθη, κατέπιε πολύ νερόν,
και δεν ανήλθε ταχέως εις την επιφάνειαν...

...............................................................

Επί ζωής της δεν επαρηγορήθη η θειά-Σοφούλα διά το οικτρόν τούτο ατύχημα. Ίσα ίσα η τελευταία βαπτιστική της!...

Διετήρησε δε την προς την αθώαν νεκράν στοργήν της μέχρι ευσεβούς προλήψεως. Ζήσασα επί ικανά έτη ακόμη, κατεσκεύαζεν ανελλιπώς κατ' έτος τη Μ. Πέμπτη την κοκκώνα της ατυχούς μικράς και την Κυριακήν του Πάσχα, άμα επέστρεφε το πρωί από της λειτουργίας της Αναστάσεως, ήνοιγε τότε μόνον, το άχρηστον μείναν φρέαρ και έρριπτεν εις το ύδωρ την κοκκώναν και τα κόκκινα αυγά, της μικράς Σοφούλας της.

Εβεβαίου δε η αγαθή γυνή, ότι ανεξήγητος ευωδία ανήρχετο τότε από του ύδατος, ως θυμίαμα αθώας ψυχής αναβαίνον προς τον θεάνθρωπον Πλάστην.

 Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου