Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2013

Καλλιμάχου "Βερενίκης κόμη"





Η Βερενίκη Β’, βασίλισσα της Αιγύπτου την περίοδο 246 – 222 π.Χ 

Η βασίλισσα Βερενίκη αφιέρωσε στο ναό της Ζεφυρίτιδος Αφροδίτης την πλεξίδα της, ταμένη για να λάβει καλότυχο και γρήγορο τέλος ο πόλεμος που ο άντρας της Πτολεμαίος, λίγο καιρό ύστερ΄από το γάμο των , εκίνησε εναντίον του Σελεύκου Καλλινίκου. ΄Εξαφνα η πλεξίδα έγινεν άφαντη από το Ναό και τότε ο αστρονόμος Κόνων διαλάλησε πως την είδε σαν αστέρι στον ουρανό και ο Καλλίμαχος έγραψε το ποίημα τούτο που είναι τα νοσταλγικά λόγια της πλεξίδας από τον ουρανό.

Καλλιμάχου Βερενίκης κόμη.
Απόδοση Στυλιανού Αλεξίου

Εκείνος που των ουρανών τ΄αμέτρητα είδε φώτα
Και ξέρει πότε θ΄ανατείλουν και θα δύσουν,
Πώς σκοτεινιάζει η φλογερή λάμψη του γρήγορου ήλιου,
Πώς χάνονται οι αστερισμοί και βγαίνουν άλλοι,
Πώς η Σελήνη πάει κρυφά προς το βουνό της Λάτμου,
Όταν η αγάπη από τα ύψη την καλεί στη γή,
Αυτός, ο Κόνων, μ΄είδε στον αιθέρα, μες στη νύχτα,
Πλεξούδα απ΄τα ξανθά μαλλιά της Βερενίκης,
να λάμπω! Σ΄όλους τους Θεούς εκείνη μ΄είχε τάξει
Τείνοντας ικετευτικά τα ωραία της χέρια,
Τότε που ο άντρς της απ΄τον υμέναιο ξαναμμένος,
Έφευγε προς των Ασσυρίων τη γή, να την κουρσέψει..

Και τότε σ΄όλους τους θεούς , για χάρη του αδελφού σου,
μ΄έκανες τάμα με πολλές θυσίες ταύρων,
για να ΄ρθει πίσω γρήγορα και την Ασία να υποτάξει.
Κ΄ήρθε κι αυξήθηκαν οι χώρες της Αιγύπτου,
Όλα  έγιναν! Και στο ναό των θεών εγώ δοσμένη,
καινούργιο χάρισμα, το τάξιμο εκπληρώνω.

χωρίς να θέλω απ΄τα μαλλιά σου, ρήγισσα, έχω φύγει,
χωρίς να θέλω στο κεφάλι σου όρκο παίρνω,
(άχ, να πεθάνει όποιος σ΄εκείνο ψεύτικο όρκο κάνει),
Στο μέταλλο όμως ποιος μπορεί ν΄αντισταθεί;
Οι άλλες πλεξούδες οι αδερφές μου κλαίγαν και μ΄αναζητούσαν,
Όταν του Αιθίοπα Μέμνονα το αδέρφι,
με φτερούγες που πάλλονταν ωθώντας τον αέρα,
ήρθε μετέωρο, τ΄άλογο της Αρσινόης!
Με παίρνει και μεσ΄απ΄του αιθέρα τις σκιές πετώντας
ψηλά με φέρνει και στης θεάς τα γόνατα αλαφρά μ΄αφήνει.
Ναι, η Αφροδίτη του Ζεφύριου άκρου τ΄άλογο είχε στείλει
(που έχει στ΄ακροθαλάσσι του Κανώπου το ναό της)
για να μην είναι στου ουρανού του ορθού τα μύρια φώτα
μόνο τ΄ολόχρυσο στεφάνι της Αριάδνης,
αλλά κ΄εγώ πάνω απ΄τα ύψη αυτά να λαμπυρίζω,
δώρο ιερό απ΄το ξανθό σου το κεφάλι.

Υγρή απ΄τη δρόσο στα παλάτια των θεών ως μπαίνω, αστέρι
καινούργιο με τα΄αρχαία μαζί με βάζει τ΄άστρα,
και της Παρθένας και του Λιόντα τ΄άγριου γειτονεύω
τώρα τα φώτα, με της Καλλιστώς κοντά τ΄αστέρια,
και προς τη δύση στρέφομαι οδηγός του οκνού Βοώτη
που αργά πολύ βυθίζεται στον Ωκεανό.
Μα κι αν τη νύχτα ανάερα πόδια των θεών μ΄αγγίζουν,
κι αν το πρωί η λευκή Τηθύς με ξαναπαίρνει,
(Ραμνούσια κόρη, όσα θα πω χωρίς θυμό ας τ΄ακούσεις,
δεν θα την κρύψω την αλήθεια εγώ από φόβο,
όχι, και τ΄άλλα τ΄άστρα ολόγυρά μου ας ψιθυρίζουν
για να μην πω όσα σκέπτομαι και θέλω),
δε χαίρομαι τόσο γι΄αυτά όσο πικρή είν΄η θλίψη
που είμαι μακριά απ΄το κεφάλι της κυράς μου.

Μα όταν εσύ, βασίλισσα, κοιτάζοντας τα΄αστέρια
λατρεία στην Αφροδίτη θα προσφέρεις με λαμπάδες
και με σπονδές μυρωδικών για με που ήμουν δική σου,
χωρίς φειδώ τα δώρα σου να’ ναι παρακαλώ.
Τί θέλω εγώ στους ουρανούς; Μαλλί της Βερενίκης πάλι ας γίνω,
και ο Ωρίων ας πάει να λάμπει πλάι στον Υδροχόο.

Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Παλίμψηστον» που εκδίδει η Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου  και συμπεριελήφθη στο βιβλίο του Γιώργου Γραμματικάκη «Η κόμη της Βερενίκης»



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου