Μαρίνος Σιγούρος
Ο Μαρίνος Σιγούρος γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1885 και πέθανε το 1961 στην Αθήνα. Ήταν ποιητής, δοκιμιογράφος και διηγηματογράφος. Σκόρπια σε περιοδικά δημοσιεύτηκαν τα διηγήματά του: «Το Όνειρο της Ζωής», «Νυφικό Φόρεμα», «Το Παιδί του Ψαρά», «Η Πόλη σκλάβα», «Το Σιδερόχορτο», «Ο Δρόμος του Αργασιού», που πρωτοφάνηκε στα Παναθήναια, το 1905, και το χρονικό του Διστόμου, που δημοσιεύτηκε στη Νέα Εστία το 1946. Αναμνήσεις από το Παρίσι βγήκαν σε τόμο, καθώς και μια ανθολογία απ΄ το ποιητικό, πεζογραφικό και μεταφραστικό του έργο, με τίτλο «Εκλεκτές σελίδες».
Μήνας θεριστής του 1944 στο Δίστομο. Είχε φθάσει ο καλός μήνας, που φέρνει στους ξώμαχους τη χαρά του ψωμιού. Για τον θεριστή, η μέρα που δεματιάζει τα στάχυα και υψώνει τις θημωνιές είναι η μεγαλύτερη γιορτή του χρόνου. Το ψωμί που χορταίνει είναι η απαντοχή κι η ελπίδα του φτωχού. Ακόμη περισσότερο σε χρόνια δυστυχισμένα και τυραννισμένα, θλιβερά και πεινασμένα. Μάθαιναν πως στην Αθήνα και στην άλλη Ελλάδα ήσαν τα ίδια και χειρότερα, ταπείνωση, τρόμος, στέρηση σε όλη τη χώρα. Από μέρα σε άλλη γινόταν μεγαλύτερο το κακό…Τι μας περιμένει ακόμα; ρωτούσαν. Πολλοί πάλεψαν μ΄ έναν αργό και τρομερό θάνατο. Έφαγαν βαλανίδια, καλαμποκοβότσαλα, ως και καρυδότσουφλα αλεσμένα…. Για τούτο ένιωθαν τόση χαρά, σαν έφτασε η βλογημένη μέρα του θερισμού. Θεριστής ο μήνας…κι ο γερμανός έφτανε κι αυτός αναπάντεχος, θεριστής της ζωής. Σε ώρα χαράς ήρθε το κακό χαμπέρι.
Αλαφιασμένο έτρεξε με την ψυχή στο στόμα ένα βοσκόπουλο και μιλούσε στους θεριστάδες, που άφησαν τη δουλειά τους και συνάχτηκαν τριγύρω του. – Έρχονται από τον πέρα δρόμο οι γερμαναράδες οπλισμένοι. Όπου βρούνε άνθρωπο ή ζωντανό, σταματούν και τουφεκίζουν. Σκότωσαν αλογομούλαρα και γιδοπρόβατα, που έβοσκαν στη δημοσιά ή στις πλαγιές ολόγυρα, ξωμάχους, που θερίζανε στα χωράφια, διαβάτες, που γύριζαν σ΄ άλλα χωριά. Μια συντροφιά, που βρήκαν πλιό πέρα, τους δέσανε πρώτα πισώπλατα κ΄ ύστερα τον ένα με το άλλο, και τους ανέβασαν σ΄ ένα μεγάλο στρατιωτικό αυτοκίνητο. Οι χωριάτες άκουαν ξαφνιασμένοι. Κάποιος ρώτησε: - Πώς; έτσι ανεξέταστα κι ανερώτητα; Και στην ίδια στιγμή βουητό και σάλαγος ακούστηκε… Σταμάτησαν τ΄ αυτοκίνητα κι αγριόθωροι στρατιώτες με πολυβόλα πήδησαν κάτω, περιζώνοντας το χωριό. Ένας δραγουμάνος, που έφεραν μαζί τους, μετάφραζε τις διαταγές. Ήτανε η άδικη κι ανήλεη προσταγή του δυνατού, το βουβό αναθεμάτισμα της πονόδαρτης ψυχής των αδύνατων. Ξεδιάλεξαν τα καλύτερα παλικάρια του χωριού και τα ΄δεσαν. Έτσι τα ΄συραν στο σύλλογγο, πέρα στο Νεραϊδόσπηλο, αφήνοντας στο χωριό, μαζί με τις γυναίκες, τα παιδιά και τους γέρους, κι όσους δεν τους φάνηκαν άξιοι γι΄ αντίσταση. Στρατιώτες φρουρούσαν τα σπίτια, για να μη φύγουν οι κάτοικοι. Σαν έφτασαν με τους μελλοθάνατους στο Νεραϊδόσπηλο, τους έλυσαν και τους έβαλαν εμπρός σε μια πλατιά και βαθιά γούβα – τον τάφο τους – κι ύστερα τους εσκότωσαν με το πολυβόλο, έξω από τρεις, που τους άφησαν τη ζωή, ώσπου να σκεπάσουν με χώματα και πέτρες το μεγάλο τάφο. Κι αφού τον εσκέπασαν, τους ξέκαμαν και εκείνους. Έμειναν άθαφτοι, να τους φάνε τ΄ αγρίμια και τα κοράκια.
Γύρισαν στο χωριό κι άρχισαν να συνάζουν λίγους λίγους και να τους εχτελούνε, ώσπου έφτασαν στο γενικό χαλασμό. Γυναικόπαιδα σφάχτηκαν κι αβάφτιστα βυζανιάρικα στραγγαλίστηκαν. Χυμούσαν οι γερμανοί σκυθρωποί κι αμίλητοι με τα πολυβόλα, κι όπου βρίσκαν ανθρώπους χτυπούσαν. Κάποιοι ξεκοίλιασαν γυναίκες, που αντιστάθηκαν στις ορμές τους. Κι όταν τέλειωσε το μακελειό κ΄ έγινε το χωριό κοιμητήρι, τότε γδύσανε τα σπίτια, άρπαξαν χαλκώματα, χρυσαφικά, ρούχα κι από την εκκλησιά του χωριού τα δισκοπότηρα και τ΄ ασημικά…στο τέλος έβαλαν φωτιά. Ήταν σαν αναπάντεχη θύελλα, που ξεσπά σε μια γαλήνια ώρα. Αστραπόβροντα, ανεμοχάλαζο και νεροποντή, φριχτή καταστροφή και σεισμός, πετροκαταλύτης, που δεν αφήνουν τίποτα ζωντανό κι ακέριο στον τόπο του. Ο παπάς του χωριού βγήκε από ένα σπίτι που καιγόταν και φώναξε: Βάρβαροι, κακούργοι, να σας πάρει και να σας σηκώσει οργή Κυρίου. Να χαθείτε, φυλή καταραμένη, από την όψη του κόσμου!
Οι γερμαναράδες, που νόμιζαν πως είχαν τελειώσει τη δουλειά τους, σαν τον άκουσαν, αν και δεν κατάλαβαν τα λόγια του, κάτι γαυγίσανε μεταξύ τους και με μια ριπή πολυβόλου τον έριξαν κάτω. Τα βόλια – φλογερά φιλήματα θανάτου – τον βρήκαν στο ασπρόμαλλο κεφάλι του και στο πλατύ στήθος. Άλλοι στρατιώτες φόρτωναν σε αυτοκίνητα τα τελευταία τους λάφυρα. Άλλοι έψαχναν ακόμη σε όσα σπίτια είχαν απομείνει άκαυτα. Όσοι βαριά λαβωμένοι, ψυχομαχούσαν με άγρια βογγητά. Μια μάνα που τη βρήκε το βόλι, την ώρα που βύζαινε το μωρό της, το κρατούσε ακόμα και είχε το πρόσωπό της πασαλειμμένο από τα μυαλά του σπλάχνου της, που το χτύπησε κατακέφαλα το ίδιο ή άλλο βόλι. Άλλη μάνα σκοτωμένη, έσφιγγε ζωντανό μωρό, που βύζαινε τη νεκρή ρόγα της. Κάποιος γέρος τριγύριζε ζωντανός μέσα σε τόσους νεκρούς. Τον καταδίκασε η μοίρα του, να μην μπορεί να πεθάνει. Εκόντευε να τα εκατοστήσει σε τούτον τον παλιόκοσμο κι η ψυχή δεν ξεκολλούσε από το κουφάρι του. Ούτε κανένα βόλι δεν τον πέτυχε από τα τόσα που άκουσε να βουίζουν ολόγυρά του. Χαμογελούσε πρόσχαρος μέσα στη γενική συμφορά, γιατί ξαφνικά τρελάθηκε, σαν είδε, καθώς τριγύριζε, νεκρή την κόρη του και το εγγονάκι του. Έδεσε τα δυο κορμιά μ΄ ένα σκοινί και τα τραβούσε τραγουδώντας. Ο σαστισμένος λογισμός του δεν ήξερε ούτε τι έκανε, ούτε πού πήγαινε. Παραμιλούσε για την πλούσια εσοδειά κι ένιωθε μέσα στην καρδιά του, τη στερεμένη από τα βάσανα κι από τα χρόνια, ένα κρυφό αναγάλλιασμα, βλέποντας τα δεματιασμένα στάχυα. Από κάποιο ακρινό σπίτι ξάφνου πετάχτηκε ένας άνθρωπος, κρατώντας ένα παιδί στην αγκαλιά του και άρχισε να τρέχει. Αν κι ήταν πλατύκορμος και χαμηλός, τινάχτηκε, ξέφυγε και λάκησε, σαν να ΄χαν φτερά τα πόδια του, κι έσκιζαν γοργά τον άνεμο. Έσκυφτε και γλιστρούσε, κάνοντας κάθε δυνατό για να γλυτώσει, ώσπου βούτησε πέρα από το βουναλάκι. Αλλά βρέθηκε εμπρός του, ένα από τα τόσα γερμανικά αυτοκίνητα, που είχαν περιζώσει το χωριό. Τον πολυβόλησαν και τον έριξαν κάτου νεκρό, τη στιγμή που θαρρούσε πως θα ΄χε γλυτώσει!
Από την αγκαλιά του νεκρού βγήκε, απότολμο κι ατάραχο, ένα αγοράκι τεσσάρων πέντε χρονών, και προχωρούσε γυρίζοντας στο χωριό, που λαμπάδιαζαν κι εκάπνιζαν εδώ κι εκεί των σπιτιών οι φωτιές. Περνούσε ανάμεσα από τους σκοτωμένους και τους πληγωμένους που βογγούσαν. Ήταν ο Κώστας, το μονάκριβο παιδί του Καλότυχου, που όλοι τ΄ αγαπούσαν και το καμάρωναν μέσα στο χωριό, γιατί ήταν καλότροπο, σοβαρό κι όμορφο. Έφτασε στο πλάτωμα κι εστάθηκε εμπρός σ΄ ένα από τα μεγάλα αυτοκίνητα, που είχαν οι γερμανοί φορτωμένα τα λάφυρά τους. Κοίταζε το παιδάκι τα κλεψίμια, σαν να τα λογάριαζε και να τα αναγνώριζε. Ύστερα έσφιξε τη μικρή γροθιά, χτύπησε με θυμό κι όσην είχε δύναμη τ΄ αυτοκίνητο, κι είπε: - Κλέφτες! Το παιδάκι λες και θέριεψε! Δεν ήταν πλια το ανήξερο κι άπραγο μικρό πλάσμα. Αγρίεψε το βλέμμα του, σοβάρεψε το φέρσιμο του. Γύρισε αμίλητο και κοίταξε τους γερμαναράδες. Σήκωσε τα δυο του χεράκια και τους μούτζωσε. Ύστερα έσκυψε, πήρε μια πέτρα και χτύπησε ένα γερμανό. Τον βρήκε στο μεσόφρυδο.
Ένα ολόκληρο χωριό άφησε να το θανατώσουν αδιαμαρτύρητα, κι ένα αθώο παιδάκι μοναχό κι απροστάτευτο, σα να ένιωσε το μεγάλο άδικο, χτύπησε τον βάρβαρο κακούργο. Ό,τι καλύτερο υπάρχει στον άνθρωπο, φωλιάζει μέσα στην παιδική ψυχή.
Ένας στρατιώτης το πυροβόλησε κι ένας άλλος όρμησε να τ΄ αρπάξει, αλλά το παιδάκι γοργοκίνητο τρύπωσε κάτου από το μεγάλο αυτοκίνητο κι εκεί κρύφτηκε, κρατήθηκε καλά πίσω από τους τροχούς κι εκουλουριάστηκε. Ξάφνου ο οδηγός που καθόταν εμπρός και είδε τι είχε γίνει, έβαλε σε κίνηση τη μηχανή. Το δαιμονισμένο τρομαχτικο θεριό λαχάνιασε, μούγκρισε κι επροχώρησε με φριχτή γληγοράδα. Το αγγελούδι έσκουξε σπαραχτικά κι αμέσως ύστερα σώπασε. Οι σιδερένιοι τροχοί το τύλιξαν σ΄ ένα θανατερό σφιχταγκάλιασμα. Εδάγκασαν, εκομμάτιασαν, άλεσαν την τρυφερή σάρκα, ρούφηξαν το αίμα μ΄ ένα φιλί σκληρό κι αχόρταγο. Ο τρελός γέρος, σαν είδε το φέρσιμο και το τέλος του αντρειωμένου παιδιού, έπαψε να σέρνει τα δεμένα κορμιά των δύο νεκρών, κι εφώναξε προς τη μηχανή που έφευγε προς πέρα δρόμο, ενώ το γοργονάσασμά της έσβηνε μέσα στη μεγάλη σιωπή του κάμπου: «Διαβολεμένο σύνεργο, θεριό, στοιχειό, καταχανά, συντρίψου…». Ύστερα κάρφωσε το βλέμμα του καταγής, εκεί που συντρίφτηκε το αθώο θύμα, σα να ζητούσε να ξεχωρίσει το αίμα του, ανάμεσα σε τόσο χυμένο αίμα. Ο γερό-τρελός, σα να είχε πλια λησμονήσει τους δυο αδικοσκοτωμένους νεκρούς του, παραμιλούσε κ΄ έλεγε:
- Αυτό το αθώο θύμα είναι το δοξασμένο βασιλόπουλο της ελληνικής ψυχής. Αν ζούσε θα γινόταν καλό παλικάρι…
Ο γερμανικός στρατός δεν είχε τι να κάμει πλια στο ρημασμένο χωριό, κ΄ έφυγε. Χάθηκαν τα σιχαμένα θεριά κι απόμειναν στάχτες και καρβουνιασμένα χαλάσματα κ΄ αίματα και σπαραγμένα κουφάρια. Σιγά το σκοτάδι αργόπεφτε στο χωριό. Γαλήνη θανατερή το σκέπαζε, φωνή δεν γρικιόταν, έξω από το βογγητό κάποιου πληγωμένου, που αργούσε να ξεψυχήσει ή που δεν ήθελε να πεθάνει. Σε τέτοιαν ώρα γύριζε ανυποψίαστη η γυναίκα του Καλότυχου. Είχε πάει στο ερημοκκλήσι του Άι-Λια στο πίσω κορφοβούνι πρωί αχάραγο, που το ΄χε τάμα ν΄ ανάφτει το καντήλι του δυο φορές το χρόνο, σαν άρχιζε το θέρος κι ανήμερα που γεννήθηκε το μονάκριβό της, ο Κώστας. Εφέτος που ήταν στον μήνα της και περίμενε να ξαναγεννήσει πήγε να προσκυνήσει τον άγιο με μεγαλύτερη λαχτάρα. Ήταν ενάρετη και θρήσκα γυναίκα κι η βαθιά κι άδολη πίστη χάριζε στην ψυχή της την αλήθεια του Θεού. Ο Θεός είναι από τους τόσους αμέτρητους χρόνους ριζωμένος στην ανθρώπινη συνείδηση, που για τούτο μονάχα υπάρχει και είναι πραγματικός. Πριν ακόμα φανεί το χωριό της, η γυναίκα του Καλότυχου συναπάντησε, καθώς γύριζε βιαστική, ένα βοσκόπουλο που έφευγε τρέχοντας. Σταμάτησε και το ρώτησε τι ήταν οι πυροβολισμοί, που ακούονταν ολημερίς. Το βοσκόπουλο, χωρίς να σταματήσει, της φώναξε: - Πάει το χωριό, το ΄καψαν· τους ανθρώπους τούς σκότωσαν. Και χάθηκε προς το σύλλογγο, χωρίς να πει άλλο λόγο. Τ’ άκουσε η χωριάτισσα και δεν άνοιξε το στόμα της να βγάλει μιλιά. Δεν εψυχοταράχτηκε, έμεινε ορθή, σα να μην μπορούσε να παραδεχτεί τέτοιο μεγάλο κακό, τόσο αφάνταστο κι απίστευτο.
Η γυναίκα του Καλότυχου ήταν όμορφη κι ευγενική μ΄ ένα περήφανο φέρσιμο. Το κορμί της είχε μιαν αντρίκια χάρη, τα μάτια της ολοζώντανα και βαθυστόχαστα σε κοιτάζανε με μιαν ατάραχη προσοχή, ενώ το στόμα της μισοχαμογελούσε. Και λίγα λόγια…γιατί τα λόγια είναι φτώχεια. Ανάμεσα σε τόσες άλλες γυναίκες του χωριού δεν είχε το ταίρι της. Συλλογιζόταν τα λόγια που της είπε το βοσκόπουλο. Ήταν αλήθεια; Ή μήπως ήθελε να την περιπαίξει; Πήγαινε όσο πλιο γρήγορα μπορούσε, γιατί το αγέννητο τη βάραινε μέσα στην κοιλιά της. Στο έμπα του χωριού είδε το γερο-τρελό να γυρίζει τρεμογόνατος, σέρνοντας δεμένα τα κορμιά της κόρης του και του εγγονιού του. Εκείνη δεν ερώτησε τίποτε, γιατί θάμπωμα και τρομάρα την έπιασαν, μόλις έριξε την πρώτη αξιοδάκρυτη ματιά. Τα ΄νιωσε όλα. Έκανε το σταυρό της κι έσκουξε: - Κακό που μας βρήκε! Ο γέρος άρχισε να παραμιλάει αστόχαστα: - Τα είδα όλα. Στάσου κι άκουσε, γιατί δεν βρίσκετ΄ εδώ πέρα κανένας άλλος ζωντανός να σου τ΄ ανιστορήσει. Τα είδα όλα. Πήραν τ΄ άρματα του προσπάππου σου, τ΄ άρματα του Εικοσιένα, τα τιμημένα, δαμασκί, γιαταγάνι και χρυσόδετο καριοφίλι κι ασημοκαπνισμένες πιστόλες. Με αυτά τ΄ άρματα πολέμησε ο αντρειωμένος κι έδιωξε τον τούρκο τύραννο και το σκλαβωμένο χωριό ελευθερώθηκε. Τον θυμούμαι τον προπάππο σου. Και τα είδα τ΄ άρματα του, που τα φόρτωσαν μαζί με τ΄ άλλα πράματα του χωριού και τα πήραν κι έφυγαν. Τα είδα όλα. Και τον άντρα σου τον Καλότυχο, την ώρα που τους ξέφυγε να γλυτώσει κ΄ έτρεχε κρατώντας στην αγκαλιά το παιδί, τότε του ΄ριξαν και τον σκότωσαν. Και τότε ο Κώστας σαν αητόπουλο τινάχτηκε έξω απ΄ την αγκαλιά του πατέρα του κι όρμησε κατά κει που οι γερμαναράδες φόρτωναν τα κλεψίμια τους, κι εμούτζωσε τους φονιάδες κι επετροβόλησε κ΄ έναν κατακέφαλα και για να μην τον πιάσουν κρύφτηκε κάτου από τ΄ αυτοκίνητο που την ίδια στιγμή ξεκίνησε κ΄ έφυγε. Ο Κώστας έγινε λιώμα… Τα είδα όλα. Πάμε να σου δείξω τη θέση… Η μάνα, σα να τη χτύπησε αστροπελέκι, στεκόταν ασάλευτη κι άκουγε το τρελό παραμιλητό. Άγρια θωρούσε το γέρο, χωρίς να μιλήσει, γιατί ο πόνος της δεν φανερωνόταν με λόγια. Ο γέρο-τρελός ξεκίνησε, σέρνοντας δεμένα τα δυο νεκρά κορμιά. Κ΄ η μάνα του Κώστα Καλότυχου τον ακολουθούσε. Σειότανε το κορμί της ολόβολο από τη μεγάλη ταραχή και το στήθος της πήγαινε να ραγίσει από το άγριο χτυποκάρδι κ΄ έτριζαν τα δόντια της κι εδάκρυζαν τα μάτια της. Και κάθε τόσο ξεσπούσε σ΄ ένα μισοσβησμένο βόγγο. Όταν έφτασαν στο πλάτωμα του χωριού, ο γέρος κοίταξ΄ εδώ κ΄ εκεί, έσκυψε, πασπάτεψε το χώμα με ολοάνοιχτες παλάμες και τέλος στάθηκε κι είπε: - Να, τούτη είναι η θέση. Εδώ τον άλεσε η μηχανή. Βλέπεις, του ΄βαλα και σταυρό… Έσκυψε κι η μάνα κι είδε δυο ξύλα σε σχήμα σταυρού καρφωμένου στο αιματόβρεχτο χώμα. Τα είχε δέσει ο γέρος μ΄ ένα κομμάτι από το ίδιο σκοινί, που έσερνε τους δυο νεκρούς του.
Η νύχτα ήτανε βαθειά. Η μάνα περίμενε… Τι περίμενε; Δεν μπορούσε να σαλέψει από κει. Πώς να φύγει και πού να πάει; Σα να ΄χε κ΄ η ίδια διαλυθεί μέσα στην αστρόφεγγη σκοτεινιά και να ΄γινε ένα με τη φριχτή νύχτα. Ο νους της, ανοδήγητος κι ασυγκράτητος δερνόταν όλο στη μοναδική σκέψη, καθώς το κύμα που πάντα ξαναγυρίζει με δύναμη να χτυπήσει το ίδιο ακρογιάλι. Νέκρα βουβή κι απέραντη ολόγυρα, κι όσο προχωρούσε η ώρα, τόσο άνοιγεν ο ουρανός κι εγαλήνευε η πλάση. Ποτέ δεν ήταν η νύχτα τόσο σιγαλή, τόσο μυστήρια γεμάτη. Ποτέ τ΄ άστρα και το φεγγάρι τόσο χρυσόλαμπρα σαν και τώρα, ύστερα από την καταστροφή. Ασπρολογούν οι θημωνιές και τ΄ αθέριστα χωράφια και μαυρολογούν πιο πάνω τα ρουπάκια. Κάθε στιγμή σαν αιώνας κι οι ώρες βαριές με όλη την απελπισιά του αγύριστου καιρού… Εμπρός στα μάτια της άμοιρης μάνας προβαίνει για στερνή φορά η ολοφώτεινη και πρόσχαρη εικόνα της περασμένης ζωής της και του χωριού της, όπως ήταν πριν το ρημάξουν οι γερμανοί.
Είναι πεσμένη καταγής, μπρούμυτα, στην ίδια θέση, ασάλευτη, αμίλητη, αλλά να…ο Κώστας είν΄ εκεί. Την κοιτάζει. Είναι ζωντανό το παιδί της; Τον ρωτά μα δεν της αποκρίνεται. Αγριόθωρο κρατεί το ίδιο λιθάρι και σηκώνει το χέρι του, και σα να ετοιμάζεται να το ξανατινάξει κατακέφαλα στον εχθρό. Έτσι τα βλέπει, καθώς της τ΄ ανιστόρησεν ο γέρος. Και μέσα στην κοιλιά της όλο λάχτιζε το αγέννητο σπλάχνο της… Άκουε, καθώς δεν μπορούν ν΄ ακούσουν οι ζωντανοί. Μέσα στην απέραντη σιγαλιά, με σπαραχτικό ψίθυρο, της μιλούσε, της μιλούσε το αιματόβρεχτο χώμα, εκεί που ήταν πεσμένη. Η ψυχή της αφουγκραζόταν το χαδιάρικο παράπονο του παιδιού της, καθώς όταν άρχισε τα πρώτα λόγια, - Μάνα, μάνα, έλα μαζί μου!… Έτσι και το πλιο αληθινό περιστατικό του μάταιου κόσμου μοιάζει σαν ονειρεμένο παραμύθι. Η μάνα θέλει να θρηνήσει το χαμένο παιδί της και δεν μπορεί. Ένας ατάραχος ίσκιος, σαν αχώριστος σύντροφος του θανάτου, όλο την περιζώνει πιο σφιχτά. Εκεί που έμενε τόσες ώρες πεσμένη, απόριξε. Και μαζί με το νεκρογέννητο έσβησε κι η δική της ζωή….
Οι ίσκιοι της νύχτας έφευγαν νικημένοι από το θαμποχάραμα της ημέρας. Όσοι χωριάτες βρέθηκαν έξω από το χωριό κι όσοι μπόρεσαν να ξεφύγουν, πέρασαν τη νύχτα κρυμμένοι σε απάτητες σπηλιές κι απόγκρεμνα φαράγγια. Βγήκαν από τους κρυψώνες τους και ξεκίνησαν με καρδιοχτύπι να ιδούνε τι είχε απογίνει. Έφτασαν και τους φάνηκε πως δεν βρίσκονταν μέσα στο ίδιο το χωριό που γεννήθηκαν κ΄ έζησαν ως τώρα. Κάπνιζαν των σπιτιών τ΄ αποκαΐδια… Κουφάρια τ΄ ανάσκελα μέσα στο πηχτό αίμα. Τα κοράκια φτερούγιζαν ψηλά κ΄ ισοζυγιάζονταν, κράζοντας για να ορμήσουν προς το σάπιο κρέας. Ο τρόμος του ανελέητου θανάτου ήταν απλωμένος πάνω σε όλο το πρόσχαρο χωριό, αλλάζοντάς του όψη. Ο Χάρος είχε περάσει από κει, όχι με το συνηθισμένο δρεπάνι του, αλλά με πολυβόλο. Κι ήταν γερμανός ο Χάρος… Όσοι χωριάτες γλύτωσαν από το μεγάλο χαλασμό κοίταζαν αλαλιασμένοι τον ολογάλανο ουρανό της πατρίδας τους. Τους φαινόταν τώρα σαν άραχλη ταφόπετρα κι ας ήταν ηλιοφωτισμένος. Η λάμψη του έμοιαζε κατάψυχρη και θαμπή σαν το νεκροσάβανο της ελληνικής ψυχής. Ούτε τον χειρότερο χειμώνα δεν τους φάνηκε τέτοιος ο ήλιος καθώς την ημέρα τούτη του Αλωνάρη! Ο τρελός γέρος ζούσε ακόμα, και μπορούσε ύστερα από το φριχτό του ξενύχτισμα, να σέρνει δεμένα με το σκοινί τα κορμιά των δυο αγαπημένων νεκρών του. Οι χωριάτες στάθηκαν ολόγυρά του, με σπαραγμό και σεβασμό, τον κοίταζαν δακρυσμένοι, σαν αλλόφρενοι. – Η ζωή θα ξαναρχίσει… Είπε ο γέρος, σα να μιλούσε με το στόμα του ένα προφητικό πνεύμα.
Όλη μέρα οι χωριάτες δούλεψαν, μέσα σε ανυπόφορη μυρωδιά. Το μοσχοβολισμένο αέρι, που πρώτα μύριζε θυμάρι και σκίνο, τώρα βρωμούσε σαπίλα και καπνίλα. Έσκαψαν μεγάλους λάκκους, κι έθαψαν τα θύματα όπου βρίσκονταν. Ποιος να κουβαλήσει τόσους νεκρούς στο κοιμητήρι; Άψαλτοι έφυγαν, γιατί παπάς δεν βρισκόταν να τους διαβάσει, κι άκλαφτοι οι περισσότεροι γιατί κανένας από τους δικούς τους δεν απόμεινε ζωντανός. Άρχιζε να βραδιάζει. Ήταν η αχνόθαμπη ώρα, που γυρίζουν τα κοπάδια στη στάνη. Όσα βοσκόπουλα βρέθηκαν μακριά, ή ξέφυγαν και γλύτωσαν, γύριζαν τώρα στο χωριό. Ροβολούσαν τον κατήφορο τα γιδοπρόβατα κι ο τόπος αντιλαλούσε ολόγυρα από τον σάλαγο των κουδουνιών. Σ΄ ένα πυκνερό θαμνότοπο δυο παιδάκια κρυμμένα έπαιζαν κάτου από το ίσκιωμα, στην πηγή με τα πολυτρίχια, που μουρμούριζε το γοργοτρεχούμενο νερό σαν κρυσταλλένιος στεναγμός μαγεμένης ψυχής. Βρέθηκαν εκεί όταν μπήκαν οι γερμανοί στο χωριό κι όσο κράτησε ο μεγάλος χαλασμός. Δεν εσάλεψαν, δεν μίλησαν και δεν ένιωσαν καλά καλά, εκείνα που είδαν τ΄ ανήξερα μάτια τους, τι ήταν.
Με το στερνό απόφωτο, έριχναν οι λεύκες την αργυρή τους φεγγοβολή πάνω από τους νιόσκαφους τάφους. Το χρυσάφι των σταχυών έλαμπε στα χωράφια πέρα, και ήχοι φλογέρας αντιλάλησαν από το αντικρινό ριζοβούνι. Κάποιος βοσκός, που του άρπαξαν οι γερμανοί το κοπάδι του, αλλά ο ίδιος ξέφυγε το θάνατο, γιατί τον σκέπασαν άλλοι σκοτωμένοι, φυσούσε τώρα στο καλαμένιο του όργανο κι έστελνε προς τη σιγαλιά του κάμπου γλυκόρυθμους, ξεχωριστούς ήχους. Ήταν ένας σκοπός αργόφθαστος, συρτός, ανάκουστος, ξέμακρος, σαν μήνυμα από τον αρχαίο καιρό, που προμηνούσε πως η ελληνική ψυχή θα ζήσει ακόμη.
Ο Μαρίνος Σιγούρος γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1885 και πέθανε το 1961 στην Αθήνα. Ήταν ποιητής, δοκιμιογράφος και διηγηματογράφος. Σκόρπια σε περιοδικά δημοσιεύτηκαν τα διηγήματά του: «Το Όνειρο της Ζωής», «Νυφικό Φόρεμα», «Το Παιδί του Ψαρά», «Η Πόλη σκλάβα», «Το Σιδερόχορτο», «Ο Δρόμος του Αργασιού», που πρωτοφάνηκε στα Παναθήναια, το 1905, και το χρονικό του Διστόμου, που δημοσιεύτηκε στη Νέα Εστία το 1946. Αναμνήσεις από το Παρίσι βγήκαν σε τόμο, καθώς και μια ανθολογία απ΄ το ποιητικό, πεζογραφικό και μεταφραστικό του έργο, με τίτλο «Εκλεκτές σελίδες».
φωτό από:4.bp.blogspot.com |
Μήνας θεριστής του 1944 στο Δίστομο. Είχε φθάσει ο καλός μήνας, που φέρνει στους ξώμαχους τη χαρά του ψωμιού. Για τον θεριστή, η μέρα που δεματιάζει τα στάχυα και υψώνει τις θημωνιές είναι η μεγαλύτερη γιορτή του χρόνου. Το ψωμί που χορταίνει είναι η απαντοχή κι η ελπίδα του φτωχού. Ακόμη περισσότερο σε χρόνια δυστυχισμένα και τυραννισμένα, θλιβερά και πεινασμένα. Μάθαιναν πως στην Αθήνα και στην άλλη Ελλάδα ήσαν τα ίδια και χειρότερα, ταπείνωση, τρόμος, στέρηση σε όλη τη χώρα. Από μέρα σε άλλη γινόταν μεγαλύτερο το κακό…Τι μας περιμένει ακόμα; ρωτούσαν. Πολλοί πάλεψαν μ΄ έναν αργό και τρομερό θάνατο. Έφαγαν βαλανίδια, καλαμποκοβότσαλα, ως και καρυδότσουφλα αλεσμένα…. Για τούτο ένιωθαν τόση χαρά, σαν έφτασε η βλογημένη μέρα του θερισμού. Θεριστής ο μήνας…κι ο γερμανός έφτανε κι αυτός αναπάντεχος, θεριστής της ζωής. Σε ώρα χαράς ήρθε το κακό χαμπέρι.
Αλαφιασμένο έτρεξε με την ψυχή στο στόμα ένα βοσκόπουλο και μιλούσε στους θεριστάδες, που άφησαν τη δουλειά τους και συνάχτηκαν τριγύρω του. – Έρχονται από τον πέρα δρόμο οι γερμαναράδες οπλισμένοι. Όπου βρούνε άνθρωπο ή ζωντανό, σταματούν και τουφεκίζουν. Σκότωσαν αλογομούλαρα και γιδοπρόβατα, που έβοσκαν στη δημοσιά ή στις πλαγιές ολόγυρα, ξωμάχους, που θερίζανε στα χωράφια, διαβάτες, που γύριζαν σ΄ άλλα χωριά. Μια συντροφιά, που βρήκαν πλιό πέρα, τους δέσανε πρώτα πισώπλατα κ΄ ύστερα τον ένα με το άλλο, και τους ανέβασαν σ΄ ένα μεγάλο στρατιωτικό αυτοκίνητο. Οι χωριάτες άκουαν ξαφνιασμένοι. Κάποιος ρώτησε: - Πώς; έτσι ανεξέταστα κι ανερώτητα; Και στην ίδια στιγμή βουητό και σάλαγος ακούστηκε… Σταμάτησαν τ΄ αυτοκίνητα κι αγριόθωροι στρατιώτες με πολυβόλα πήδησαν κάτω, περιζώνοντας το χωριό. Ένας δραγουμάνος, που έφεραν μαζί τους, μετάφραζε τις διαταγές. Ήτανε η άδικη κι ανήλεη προσταγή του δυνατού, το βουβό αναθεμάτισμα της πονόδαρτης ψυχής των αδύνατων. Ξεδιάλεξαν τα καλύτερα παλικάρια του χωριού και τα ΄δεσαν. Έτσι τα ΄συραν στο σύλλογγο, πέρα στο Νεραϊδόσπηλο, αφήνοντας στο χωριό, μαζί με τις γυναίκες, τα παιδιά και τους γέρους, κι όσους δεν τους φάνηκαν άξιοι γι΄ αντίσταση. Στρατιώτες φρουρούσαν τα σπίτια, για να μη φύγουν οι κάτοικοι. Σαν έφτασαν με τους μελλοθάνατους στο Νεραϊδόσπηλο, τους έλυσαν και τους έβαλαν εμπρός σε μια πλατιά και βαθιά γούβα – τον τάφο τους – κι ύστερα τους εσκότωσαν με το πολυβόλο, έξω από τρεις, που τους άφησαν τη ζωή, ώσπου να σκεπάσουν με χώματα και πέτρες το μεγάλο τάφο. Κι αφού τον εσκέπασαν, τους ξέκαμαν και εκείνους. Έμειναν άθαφτοι, να τους φάνε τ΄ αγρίμια και τα κοράκια.
Γύρισαν στο χωριό κι άρχισαν να συνάζουν λίγους λίγους και να τους εχτελούνε, ώσπου έφτασαν στο γενικό χαλασμό. Γυναικόπαιδα σφάχτηκαν κι αβάφτιστα βυζανιάρικα στραγγαλίστηκαν. Χυμούσαν οι γερμανοί σκυθρωποί κι αμίλητοι με τα πολυβόλα, κι όπου βρίσκαν ανθρώπους χτυπούσαν. Κάποιοι ξεκοίλιασαν γυναίκες, που αντιστάθηκαν στις ορμές τους. Κι όταν τέλειωσε το μακελειό κ΄ έγινε το χωριό κοιμητήρι, τότε γδύσανε τα σπίτια, άρπαξαν χαλκώματα, χρυσαφικά, ρούχα κι από την εκκλησιά του χωριού τα δισκοπότηρα και τ΄ ασημικά…στο τέλος έβαλαν φωτιά. Ήταν σαν αναπάντεχη θύελλα, που ξεσπά σε μια γαλήνια ώρα. Αστραπόβροντα, ανεμοχάλαζο και νεροποντή, φριχτή καταστροφή και σεισμός, πετροκαταλύτης, που δεν αφήνουν τίποτα ζωντανό κι ακέριο στον τόπο του. Ο παπάς του χωριού βγήκε από ένα σπίτι που καιγόταν και φώναξε: Βάρβαροι, κακούργοι, να σας πάρει και να σας σηκώσει οργή Κυρίου. Να χαθείτε, φυλή καταραμένη, από την όψη του κόσμου!
Οι γερμαναράδες, που νόμιζαν πως είχαν τελειώσει τη δουλειά τους, σαν τον άκουσαν, αν και δεν κατάλαβαν τα λόγια του, κάτι γαυγίσανε μεταξύ τους και με μια ριπή πολυβόλου τον έριξαν κάτω. Τα βόλια – φλογερά φιλήματα θανάτου – τον βρήκαν στο ασπρόμαλλο κεφάλι του και στο πλατύ στήθος. Άλλοι στρατιώτες φόρτωναν σε αυτοκίνητα τα τελευταία τους λάφυρα. Άλλοι έψαχναν ακόμη σε όσα σπίτια είχαν απομείνει άκαυτα. Όσοι βαριά λαβωμένοι, ψυχομαχούσαν με άγρια βογγητά. Μια μάνα που τη βρήκε το βόλι, την ώρα που βύζαινε το μωρό της, το κρατούσε ακόμα και είχε το πρόσωπό της πασαλειμμένο από τα μυαλά του σπλάχνου της, που το χτύπησε κατακέφαλα το ίδιο ή άλλο βόλι. Άλλη μάνα σκοτωμένη, έσφιγγε ζωντανό μωρό, που βύζαινε τη νεκρή ρόγα της. Κάποιος γέρος τριγύριζε ζωντανός μέσα σε τόσους νεκρούς. Τον καταδίκασε η μοίρα του, να μην μπορεί να πεθάνει. Εκόντευε να τα εκατοστήσει σε τούτον τον παλιόκοσμο κι η ψυχή δεν ξεκολλούσε από το κουφάρι του. Ούτε κανένα βόλι δεν τον πέτυχε από τα τόσα που άκουσε να βουίζουν ολόγυρά του. Χαμογελούσε πρόσχαρος μέσα στη γενική συμφορά, γιατί ξαφνικά τρελάθηκε, σαν είδε, καθώς τριγύριζε, νεκρή την κόρη του και το εγγονάκι του. Έδεσε τα δυο κορμιά μ΄ ένα σκοινί και τα τραβούσε τραγουδώντας. Ο σαστισμένος λογισμός του δεν ήξερε ούτε τι έκανε, ούτε πού πήγαινε. Παραμιλούσε για την πλούσια εσοδειά κι ένιωθε μέσα στην καρδιά του, τη στερεμένη από τα βάσανα κι από τα χρόνια, ένα κρυφό αναγάλλιασμα, βλέποντας τα δεματιασμένα στάχυα. Από κάποιο ακρινό σπίτι ξάφνου πετάχτηκε ένας άνθρωπος, κρατώντας ένα παιδί στην αγκαλιά του και άρχισε να τρέχει. Αν κι ήταν πλατύκορμος και χαμηλός, τινάχτηκε, ξέφυγε και λάκησε, σαν να ΄χαν φτερά τα πόδια του, κι έσκιζαν γοργά τον άνεμο. Έσκυφτε και γλιστρούσε, κάνοντας κάθε δυνατό για να γλυτώσει, ώσπου βούτησε πέρα από το βουναλάκι. Αλλά βρέθηκε εμπρός του, ένα από τα τόσα γερμανικά αυτοκίνητα, που είχαν περιζώσει το χωριό. Τον πολυβόλησαν και τον έριξαν κάτου νεκρό, τη στιγμή που θαρρούσε πως θα ΄χε γλυτώσει!
Από την αγκαλιά του νεκρού βγήκε, απότολμο κι ατάραχο, ένα αγοράκι τεσσάρων πέντε χρονών, και προχωρούσε γυρίζοντας στο χωριό, που λαμπάδιαζαν κι εκάπνιζαν εδώ κι εκεί των σπιτιών οι φωτιές. Περνούσε ανάμεσα από τους σκοτωμένους και τους πληγωμένους που βογγούσαν. Ήταν ο Κώστας, το μονάκριβο παιδί του Καλότυχου, που όλοι τ΄ αγαπούσαν και το καμάρωναν μέσα στο χωριό, γιατί ήταν καλότροπο, σοβαρό κι όμορφο. Έφτασε στο πλάτωμα κι εστάθηκε εμπρός σ΄ ένα από τα μεγάλα αυτοκίνητα, που είχαν οι γερμανοί φορτωμένα τα λάφυρά τους. Κοίταζε το παιδάκι τα κλεψίμια, σαν να τα λογάριαζε και να τα αναγνώριζε. Ύστερα έσφιξε τη μικρή γροθιά, χτύπησε με θυμό κι όσην είχε δύναμη τ΄ αυτοκίνητο, κι είπε: - Κλέφτες! Το παιδάκι λες και θέριεψε! Δεν ήταν πλια το ανήξερο κι άπραγο μικρό πλάσμα. Αγρίεψε το βλέμμα του, σοβάρεψε το φέρσιμο του. Γύρισε αμίλητο και κοίταξε τους γερμαναράδες. Σήκωσε τα δυο του χεράκια και τους μούτζωσε. Ύστερα έσκυψε, πήρε μια πέτρα και χτύπησε ένα γερμανό. Τον βρήκε στο μεσόφρυδο.
Ένα ολόκληρο χωριό άφησε να το θανατώσουν αδιαμαρτύρητα, κι ένα αθώο παιδάκι μοναχό κι απροστάτευτο, σα να ένιωσε το μεγάλο άδικο, χτύπησε τον βάρβαρο κακούργο. Ό,τι καλύτερο υπάρχει στον άνθρωπο, φωλιάζει μέσα στην παιδική ψυχή.
Ένας στρατιώτης το πυροβόλησε κι ένας άλλος όρμησε να τ΄ αρπάξει, αλλά το παιδάκι γοργοκίνητο τρύπωσε κάτου από το μεγάλο αυτοκίνητο κι εκεί κρύφτηκε, κρατήθηκε καλά πίσω από τους τροχούς κι εκουλουριάστηκε. Ξάφνου ο οδηγός που καθόταν εμπρός και είδε τι είχε γίνει, έβαλε σε κίνηση τη μηχανή. Το δαιμονισμένο τρομαχτικο θεριό λαχάνιασε, μούγκρισε κι επροχώρησε με φριχτή γληγοράδα. Το αγγελούδι έσκουξε σπαραχτικά κι αμέσως ύστερα σώπασε. Οι σιδερένιοι τροχοί το τύλιξαν σ΄ ένα θανατερό σφιχταγκάλιασμα. Εδάγκασαν, εκομμάτιασαν, άλεσαν την τρυφερή σάρκα, ρούφηξαν το αίμα μ΄ ένα φιλί σκληρό κι αχόρταγο. Ο τρελός γέρος, σαν είδε το φέρσιμο και το τέλος του αντρειωμένου παιδιού, έπαψε να σέρνει τα δεμένα κορμιά των δύο νεκρών, κι εφώναξε προς τη μηχανή που έφευγε προς πέρα δρόμο, ενώ το γοργονάσασμά της έσβηνε μέσα στη μεγάλη σιωπή του κάμπου: «Διαβολεμένο σύνεργο, θεριό, στοιχειό, καταχανά, συντρίψου…». Ύστερα κάρφωσε το βλέμμα του καταγής, εκεί που συντρίφτηκε το αθώο θύμα, σα να ζητούσε να ξεχωρίσει το αίμα του, ανάμεσα σε τόσο χυμένο αίμα. Ο γερό-τρελός, σα να είχε πλια λησμονήσει τους δυο αδικοσκοτωμένους νεκρούς του, παραμιλούσε κ΄ έλεγε:
- Αυτό το αθώο θύμα είναι το δοξασμένο βασιλόπουλο της ελληνικής ψυχής. Αν ζούσε θα γινόταν καλό παλικάρι…
Ο γερμανικός στρατός δεν είχε τι να κάμει πλια στο ρημασμένο χωριό, κ΄ έφυγε. Χάθηκαν τα σιχαμένα θεριά κι απόμειναν στάχτες και καρβουνιασμένα χαλάσματα κ΄ αίματα και σπαραγμένα κουφάρια. Σιγά το σκοτάδι αργόπεφτε στο χωριό. Γαλήνη θανατερή το σκέπαζε, φωνή δεν γρικιόταν, έξω από το βογγητό κάποιου πληγωμένου, που αργούσε να ξεψυχήσει ή που δεν ήθελε να πεθάνει. Σε τέτοιαν ώρα γύριζε ανυποψίαστη η γυναίκα του Καλότυχου. Είχε πάει στο ερημοκκλήσι του Άι-Λια στο πίσω κορφοβούνι πρωί αχάραγο, που το ΄χε τάμα ν΄ ανάφτει το καντήλι του δυο φορές το χρόνο, σαν άρχιζε το θέρος κι ανήμερα που γεννήθηκε το μονάκριβό της, ο Κώστας. Εφέτος που ήταν στον μήνα της και περίμενε να ξαναγεννήσει πήγε να προσκυνήσει τον άγιο με μεγαλύτερη λαχτάρα. Ήταν ενάρετη και θρήσκα γυναίκα κι η βαθιά κι άδολη πίστη χάριζε στην ψυχή της την αλήθεια του Θεού. Ο Θεός είναι από τους τόσους αμέτρητους χρόνους ριζωμένος στην ανθρώπινη συνείδηση, που για τούτο μονάχα υπάρχει και είναι πραγματικός. Πριν ακόμα φανεί το χωριό της, η γυναίκα του Καλότυχου συναπάντησε, καθώς γύριζε βιαστική, ένα βοσκόπουλο που έφευγε τρέχοντας. Σταμάτησε και το ρώτησε τι ήταν οι πυροβολισμοί, που ακούονταν ολημερίς. Το βοσκόπουλο, χωρίς να σταματήσει, της φώναξε: - Πάει το χωριό, το ΄καψαν· τους ανθρώπους τούς σκότωσαν. Και χάθηκε προς το σύλλογγο, χωρίς να πει άλλο λόγο. Τ’ άκουσε η χωριάτισσα και δεν άνοιξε το στόμα της να βγάλει μιλιά. Δεν εψυχοταράχτηκε, έμεινε ορθή, σα να μην μπορούσε να παραδεχτεί τέτοιο μεγάλο κακό, τόσο αφάνταστο κι απίστευτο.
Η γυναίκα του Καλότυχου ήταν όμορφη κι ευγενική μ΄ ένα περήφανο φέρσιμο. Το κορμί της είχε μιαν αντρίκια χάρη, τα μάτια της ολοζώντανα και βαθυστόχαστα σε κοιτάζανε με μιαν ατάραχη προσοχή, ενώ το στόμα της μισοχαμογελούσε. Και λίγα λόγια…γιατί τα λόγια είναι φτώχεια. Ανάμεσα σε τόσες άλλες γυναίκες του χωριού δεν είχε το ταίρι της. Συλλογιζόταν τα λόγια που της είπε το βοσκόπουλο. Ήταν αλήθεια; Ή μήπως ήθελε να την περιπαίξει; Πήγαινε όσο πλιο γρήγορα μπορούσε, γιατί το αγέννητο τη βάραινε μέσα στην κοιλιά της. Στο έμπα του χωριού είδε το γερο-τρελό να γυρίζει τρεμογόνατος, σέρνοντας δεμένα τα κορμιά της κόρης του και του εγγονιού του. Εκείνη δεν ερώτησε τίποτε, γιατί θάμπωμα και τρομάρα την έπιασαν, μόλις έριξε την πρώτη αξιοδάκρυτη ματιά. Τα ΄νιωσε όλα. Έκανε το σταυρό της κι έσκουξε: - Κακό που μας βρήκε! Ο γέρος άρχισε να παραμιλάει αστόχαστα: - Τα είδα όλα. Στάσου κι άκουσε, γιατί δεν βρίσκετ΄ εδώ πέρα κανένας άλλος ζωντανός να σου τ΄ ανιστορήσει. Τα είδα όλα. Πήραν τ΄ άρματα του προσπάππου σου, τ΄ άρματα του Εικοσιένα, τα τιμημένα, δαμασκί, γιαταγάνι και χρυσόδετο καριοφίλι κι ασημοκαπνισμένες πιστόλες. Με αυτά τ΄ άρματα πολέμησε ο αντρειωμένος κι έδιωξε τον τούρκο τύραννο και το σκλαβωμένο χωριό ελευθερώθηκε. Τον θυμούμαι τον προπάππο σου. Και τα είδα τ΄ άρματα του, που τα φόρτωσαν μαζί με τ΄ άλλα πράματα του χωριού και τα πήραν κι έφυγαν. Τα είδα όλα. Και τον άντρα σου τον Καλότυχο, την ώρα που τους ξέφυγε να γλυτώσει κ΄ έτρεχε κρατώντας στην αγκαλιά το παιδί, τότε του ΄ριξαν και τον σκότωσαν. Και τότε ο Κώστας σαν αητόπουλο τινάχτηκε έξω απ΄ την αγκαλιά του πατέρα του κι όρμησε κατά κει που οι γερμαναράδες φόρτωναν τα κλεψίμια τους, κι εμούτζωσε τους φονιάδες κι επετροβόλησε κ΄ έναν κατακέφαλα και για να μην τον πιάσουν κρύφτηκε κάτου από τ΄ αυτοκίνητο που την ίδια στιγμή ξεκίνησε κ΄ έφυγε. Ο Κώστας έγινε λιώμα… Τα είδα όλα. Πάμε να σου δείξω τη θέση… Η μάνα, σα να τη χτύπησε αστροπελέκι, στεκόταν ασάλευτη κι άκουγε το τρελό παραμιλητό. Άγρια θωρούσε το γέρο, χωρίς να μιλήσει, γιατί ο πόνος της δεν φανερωνόταν με λόγια. Ο γέρο-τρελός ξεκίνησε, σέρνοντας δεμένα τα δυο νεκρά κορμιά. Κ΄ η μάνα του Κώστα Καλότυχου τον ακολουθούσε. Σειότανε το κορμί της ολόβολο από τη μεγάλη ταραχή και το στήθος της πήγαινε να ραγίσει από το άγριο χτυποκάρδι κ΄ έτριζαν τα δόντια της κι εδάκρυζαν τα μάτια της. Και κάθε τόσο ξεσπούσε σ΄ ένα μισοσβησμένο βόγγο. Όταν έφτασαν στο πλάτωμα του χωριού, ο γέρος κοίταξ΄ εδώ κ΄ εκεί, έσκυψε, πασπάτεψε το χώμα με ολοάνοιχτες παλάμες και τέλος στάθηκε κι είπε: - Να, τούτη είναι η θέση. Εδώ τον άλεσε η μηχανή. Βλέπεις, του ΄βαλα και σταυρό… Έσκυψε κι η μάνα κι είδε δυο ξύλα σε σχήμα σταυρού καρφωμένου στο αιματόβρεχτο χώμα. Τα είχε δέσει ο γέρος μ΄ ένα κομμάτι από το ίδιο σκοινί, που έσερνε τους δυο νεκρούς του.
Η νύχτα ήτανε βαθειά. Η μάνα περίμενε… Τι περίμενε; Δεν μπορούσε να σαλέψει από κει. Πώς να φύγει και πού να πάει; Σα να ΄χε κ΄ η ίδια διαλυθεί μέσα στην αστρόφεγγη σκοτεινιά και να ΄γινε ένα με τη φριχτή νύχτα. Ο νους της, ανοδήγητος κι ασυγκράτητος δερνόταν όλο στη μοναδική σκέψη, καθώς το κύμα που πάντα ξαναγυρίζει με δύναμη να χτυπήσει το ίδιο ακρογιάλι. Νέκρα βουβή κι απέραντη ολόγυρα, κι όσο προχωρούσε η ώρα, τόσο άνοιγεν ο ουρανός κι εγαλήνευε η πλάση. Ποτέ δεν ήταν η νύχτα τόσο σιγαλή, τόσο μυστήρια γεμάτη. Ποτέ τ΄ άστρα και το φεγγάρι τόσο χρυσόλαμπρα σαν και τώρα, ύστερα από την καταστροφή. Ασπρολογούν οι θημωνιές και τ΄ αθέριστα χωράφια και μαυρολογούν πιο πάνω τα ρουπάκια. Κάθε στιγμή σαν αιώνας κι οι ώρες βαριές με όλη την απελπισιά του αγύριστου καιρού… Εμπρός στα μάτια της άμοιρης μάνας προβαίνει για στερνή φορά η ολοφώτεινη και πρόσχαρη εικόνα της περασμένης ζωής της και του χωριού της, όπως ήταν πριν το ρημάξουν οι γερμανοί.
Είναι πεσμένη καταγής, μπρούμυτα, στην ίδια θέση, ασάλευτη, αμίλητη, αλλά να…ο Κώστας είν΄ εκεί. Την κοιτάζει. Είναι ζωντανό το παιδί της; Τον ρωτά μα δεν της αποκρίνεται. Αγριόθωρο κρατεί το ίδιο λιθάρι και σηκώνει το χέρι του, και σα να ετοιμάζεται να το ξανατινάξει κατακέφαλα στον εχθρό. Έτσι τα βλέπει, καθώς της τ΄ ανιστόρησεν ο γέρος. Και μέσα στην κοιλιά της όλο λάχτιζε το αγέννητο σπλάχνο της… Άκουε, καθώς δεν μπορούν ν΄ ακούσουν οι ζωντανοί. Μέσα στην απέραντη σιγαλιά, με σπαραχτικό ψίθυρο, της μιλούσε, της μιλούσε το αιματόβρεχτο χώμα, εκεί που ήταν πεσμένη. Η ψυχή της αφουγκραζόταν το χαδιάρικο παράπονο του παιδιού της, καθώς όταν άρχισε τα πρώτα λόγια, - Μάνα, μάνα, έλα μαζί μου!… Έτσι και το πλιο αληθινό περιστατικό του μάταιου κόσμου μοιάζει σαν ονειρεμένο παραμύθι. Η μάνα θέλει να θρηνήσει το χαμένο παιδί της και δεν μπορεί. Ένας ατάραχος ίσκιος, σαν αχώριστος σύντροφος του θανάτου, όλο την περιζώνει πιο σφιχτά. Εκεί που έμενε τόσες ώρες πεσμένη, απόριξε. Και μαζί με το νεκρογέννητο έσβησε κι η δική της ζωή….
Οι ίσκιοι της νύχτας έφευγαν νικημένοι από το θαμποχάραμα της ημέρας. Όσοι χωριάτες βρέθηκαν έξω από το χωριό κι όσοι μπόρεσαν να ξεφύγουν, πέρασαν τη νύχτα κρυμμένοι σε απάτητες σπηλιές κι απόγκρεμνα φαράγγια. Βγήκαν από τους κρυψώνες τους και ξεκίνησαν με καρδιοχτύπι να ιδούνε τι είχε απογίνει. Έφτασαν και τους φάνηκε πως δεν βρίσκονταν μέσα στο ίδιο το χωριό που γεννήθηκαν κ΄ έζησαν ως τώρα. Κάπνιζαν των σπιτιών τ΄ αποκαΐδια… Κουφάρια τ΄ ανάσκελα μέσα στο πηχτό αίμα. Τα κοράκια φτερούγιζαν ψηλά κ΄ ισοζυγιάζονταν, κράζοντας για να ορμήσουν προς το σάπιο κρέας. Ο τρόμος του ανελέητου θανάτου ήταν απλωμένος πάνω σε όλο το πρόσχαρο χωριό, αλλάζοντάς του όψη. Ο Χάρος είχε περάσει από κει, όχι με το συνηθισμένο δρεπάνι του, αλλά με πολυβόλο. Κι ήταν γερμανός ο Χάρος… Όσοι χωριάτες γλύτωσαν από το μεγάλο χαλασμό κοίταζαν αλαλιασμένοι τον ολογάλανο ουρανό της πατρίδας τους. Τους φαινόταν τώρα σαν άραχλη ταφόπετρα κι ας ήταν ηλιοφωτισμένος. Η λάμψη του έμοιαζε κατάψυχρη και θαμπή σαν το νεκροσάβανο της ελληνικής ψυχής. Ούτε τον χειρότερο χειμώνα δεν τους φάνηκε τέτοιος ο ήλιος καθώς την ημέρα τούτη του Αλωνάρη! Ο τρελός γέρος ζούσε ακόμα, και μπορούσε ύστερα από το φριχτό του ξενύχτισμα, να σέρνει δεμένα με το σκοινί τα κορμιά των δυο αγαπημένων νεκρών του. Οι χωριάτες στάθηκαν ολόγυρά του, με σπαραγμό και σεβασμό, τον κοίταζαν δακρυσμένοι, σαν αλλόφρενοι. – Η ζωή θα ξαναρχίσει… Είπε ο γέρος, σα να μιλούσε με το στόμα του ένα προφητικό πνεύμα.
Όλη μέρα οι χωριάτες δούλεψαν, μέσα σε ανυπόφορη μυρωδιά. Το μοσχοβολισμένο αέρι, που πρώτα μύριζε θυμάρι και σκίνο, τώρα βρωμούσε σαπίλα και καπνίλα. Έσκαψαν μεγάλους λάκκους, κι έθαψαν τα θύματα όπου βρίσκονταν. Ποιος να κουβαλήσει τόσους νεκρούς στο κοιμητήρι; Άψαλτοι έφυγαν, γιατί παπάς δεν βρισκόταν να τους διαβάσει, κι άκλαφτοι οι περισσότεροι γιατί κανένας από τους δικούς τους δεν απόμεινε ζωντανός. Άρχιζε να βραδιάζει. Ήταν η αχνόθαμπη ώρα, που γυρίζουν τα κοπάδια στη στάνη. Όσα βοσκόπουλα βρέθηκαν μακριά, ή ξέφυγαν και γλύτωσαν, γύριζαν τώρα στο χωριό. Ροβολούσαν τον κατήφορο τα γιδοπρόβατα κι ο τόπος αντιλαλούσε ολόγυρα από τον σάλαγο των κουδουνιών. Σ΄ ένα πυκνερό θαμνότοπο δυο παιδάκια κρυμμένα έπαιζαν κάτου από το ίσκιωμα, στην πηγή με τα πολυτρίχια, που μουρμούριζε το γοργοτρεχούμενο νερό σαν κρυσταλλένιος στεναγμός μαγεμένης ψυχής. Βρέθηκαν εκεί όταν μπήκαν οι γερμανοί στο χωριό κι όσο κράτησε ο μεγάλος χαλασμός. Δεν εσάλεψαν, δεν μίλησαν και δεν ένιωσαν καλά καλά, εκείνα που είδαν τ΄ ανήξερα μάτια τους, τι ήταν.
Με το στερνό απόφωτο, έριχναν οι λεύκες την αργυρή τους φεγγοβολή πάνω από τους νιόσκαφους τάφους. Το χρυσάφι των σταχυών έλαμπε στα χωράφια πέρα, και ήχοι φλογέρας αντιλάλησαν από το αντικρινό ριζοβούνι. Κάποιος βοσκός, που του άρπαξαν οι γερμανοί το κοπάδι του, αλλά ο ίδιος ξέφυγε το θάνατο, γιατί τον σκέπασαν άλλοι σκοτωμένοι, φυσούσε τώρα στο καλαμένιο του όργανο κι έστελνε προς τη σιγαλιά του κάμπου γλυκόρυθμους, ξεχωριστούς ήχους. Ήταν ένας σκοπός αργόφθαστος, συρτός, ανάκουστος, ξέμακρος, σαν μήνυμα από τον αρχαίο καιρό, που προμηνούσε πως η ελληνική ψυχή θα ζήσει ακόμη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου