Ο Τζoν Κητς (John Keats) (1795 - 1821) ήταν ΄Αγγλος ρομαντικός λυρικός ποιητής που γεννήθηκε στο Λονδίνο και πέθανε στην Ρώμη.
Αφιέρωσε τη σύντομη ζωή του στην τελειοποίηση μιας ποίησης που
χαρακτηρίζεται από δυνατές εικόνες και σχήματα λόγου, τη μεγάλη
αισθητική έλξη που ασκεί και την προσπάθεια να εκφράσει μια φιλοσοφική
στάση μέσα από τους μύθους της κλασικής αρχαιότητας. Πέθανε στα 25 του χρόνια από φυματίωση . Τα γνωστότερα ποιήματα του είναι ο Ενδυμίων (Endymion), Η ωραία χωρίς οίκτο (La Belle Dame sans Merci), Ωδή στην μελαγχολία (Ode on melancholy), Ωδή σ'ένα αηδόνι (Ode to a Nightingale), Ωδή σε μια ελληνική Υδρία (Ode to a Grecian Urn), Ωδή στην ψυχή (Ode to Psyche), Η παραμονή της Αγίας Αγνής (The eve of St. Agnes) και ο Υπερίων (Hyperion).
Βιβλιογραφία στα Ελληνικά
- Επτά Ωδές, Μετάφραση: Κώστας Μπουρναζάκης - Εκδόσεις: Ίκαρος, Αθήνα 1997-
- Όθων ο Μέγας - Εκδόσεις: Έλλην-
- Το εντευκτήριον, Μετάφραση: Στυλιανός Αλεξίου (Περιλαμβάνει και άλλους ποιητές)- Εκδόσεις: Στιγμή, Αθήνα 2004
- Την παραμονή της αγίας Αγνής - Εκδόσεις: ΟΜΒΡΟΣ-
Βιβλιογραφία στα Αγγλικά
- SELECTED POEMS - ΕΚΔΟΣΕΙΣ : Penguin
- The Complete Poems of John Keats - ΕΚΔΟΣΕΙΣ : Wordsworth
Βιογραφίες του Κητς στα Αγγλικά
- John Keats-Walter Jackson Bate, (1963)
- John Keats-Robert Gittings, (1968)
- John Keats: The Making of a Poet- Aileen Ward, (1963)
Ωδή σε μια Ελληνική Υδρία (1819)
Ανέγγιχτη εσύ ακόμα νύφη της σιωπής!
Παιδί της σιγαλιάς και του αργού χρόνου,
παραμυθά του δάσους, μια ιστορία θα πείς
γλυκύτερα απ’ το στίχο το δικό μου:
ποιος θρύλος ανθοστόλιστος έχει στοιχειώσει
τριγύρω σου, για αθάνατους ή για θνητούς μιλάει;
Είναι στα Τέμπη ή σε κοιλάδα αρκαδική;
Θεοί είναι ετούτοι ή άνθρωποι; Γιατί διστάζουν
οι κόρες; Ποιος ξεφεύγει; Ποιος παλεύει να γλυτώσει;
Τι ντέφια και φλογέρες; Τι μανία τρελή;
Παιδί της σιγαλιάς και του αργού χρόνου,
παραμυθά του δάσους, μια ιστορία θα πείς
γλυκύτερα απ’ το στίχο το δικό μου:
ποιος θρύλος ανθοστόλιστος έχει στοιχειώσει
τριγύρω σου, για αθάνατους ή για θνητούς μιλάει;
Είναι στα Τέμπη ή σε κοιλάδα αρκαδική;
Θεοί είναι ετούτοι ή άνθρωποι; Γιατί διστάζουν
οι κόρες; Ποιος ξεφεύγει; Ποιος παλεύει να γλυτώσει;
Τι ντέφια και φλογέρες; Τι μανία τρελή;
Γλυκές οι μελωδίες που ακούς, μα πιο γλυκές
οι ανάκουστες. Γι’ αυτό φλογέρες σιγανές, ηχήστε.
Όχι στ’ αυτιά μας, μα, πιο αισθαντικές,
άηχους σκοπούς στο πνεύμα τραγουδήστε.
Νιότη ωραία, κάτω απ’ τα δέντρα, δεν μπορείς
να πάψεις το τραγούδι, ούτε ποτέ θα γυμνωθούν τα κλώνια.
Γενναίε εραστή, δε θα φιλήσεις την καλή σου
κι ας είσαι πλάι της – μα μη λυπηθείς.
Δε θα σου φύγει, κι ας μη γίνεται δική σου.
Αιώνια θ’ αγαπάς, κι ωραία θα ’ναι εκείνη αιώνια.
οι ανάκουστες. Γι’ αυτό φλογέρες σιγανές, ηχήστε.
Όχι στ’ αυτιά μας, μα, πιο αισθαντικές,
άηχους σκοπούς στο πνεύμα τραγουδήστε.
Νιότη ωραία, κάτω απ’ τα δέντρα, δεν μπορείς
να πάψεις το τραγούδι, ούτε ποτέ θα γυμνωθούν τα κλώνια.
Γενναίε εραστή, δε θα φιλήσεις την καλή σου
κι ας είσαι πλάι της – μα μη λυπηθείς.
Δε θα σου φύγει, κι ας μη γίνεται δική σου.
Αιώνια θ’ αγαπάς, κι ωραία θα ’ναι εκείνη αιώνια.
Ευτυχισμένα δέντρα! Που δε ρίχνετε ποτέ
τα φύλλα σας, κι ούτε την άνοιξη αποχαιρετάτε.
Κι ευτυχισμένοι, ακούραστοι τραγουδιστές,
για πάντα νέους σκοπούς θα τραγουδάτε.
Και χαίρε εσύ, έρωτα! Χαίρε, χαίρε, έρωτα!
Πάντα θερμός, πάντα ευτυχία θα σε προσμένει,
πάντα θα νοιώθεις πόθο, νέος για πάντα!
Θα ζεις μακριά απ’ τα πάθη μας τ’ ανθρώπινα,
που αφήνουν την καρδιά χορτάτη και θλιμμένη,
το μέτωπο καυτό, στεγνή τη γλώσσα.
τα φύλλα σας, κι ούτε την άνοιξη αποχαιρετάτε.
Κι ευτυχισμένοι, ακούραστοι τραγουδιστές,
για πάντα νέους σκοπούς θα τραγουδάτε.
Και χαίρε εσύ, έρωτα! Χαίρε, χαίρε, έρωτα!
Πάντα θερμός, πάντα ευτυχία θα σε προσμένει,
πάντα θα νοιώθεις πόθο, νέος για πάντα!
Θα ζεις μακριά απ’ τα πάθη μας τ’ ανθρώπινα,
που αφήνουν την καρδιά χορτάτη και θλιμμένη,
το μέτωπο καυτό, στεγνή τη γλώσσα.
Ποιοι να ’ναι που ’χουν ξεκινήσει για θυσία;
Σε ποιο χλοερό βωμό, παράξενε ιερέα,
πας τη δαμάλα που φωνή σέρνει στα ουράνια
μ’ άνθη γύρω στα μεταξένια της πλευρά;
Ποια μικρή πόλη, σε ποτάμι ή ακρογιαλιά
ή σε βουνό, που ακρόπολη την κλείνει ειρηνική,
τούτο το άγιο πρωΐ την έχουν όλοι αφήσει;
Οι δρόμοι σου, πόλη μικρή, αιώνια πια
θα μείνουν σιωπηλοί. Κι ούτε ποτέ ψυχή
να πει το πώς ερήμωσες δε θα γυρίσει.
Σε ποιο χλοερό βωμό, παράξενε ιερέα,
πας τη δαμάλα που φωνή σέρνει στα ουράνια
μ’ άνθη γύρω στα μεταξένια της πλευρά;
Ποια μικρή πόλη, σε ποτάμι ή ακρογιαλιά
ή σε βουνό, που ακρόπολη την κλείνει ειρηνική,
τούτο το άγιο πρωΐ την έχουν όλοι αφήσει;
Οι δρόμοι σου, πόλη μικρή, αιώνια πια
θα μείνουν σιωπηλοί. Κι ούτε ποτέ ψυχή
να πει το πώς ερήμωσες δε θα γυρίσει.
Σχήμα αττικό! Στάση ωραία! Ολόγυρά σου
μορφές μαρμάρινων αντρών και κοριτσιών,
χορτάρια πατημένα και κλαριά του δάσους.
Συ, σιωπηλή μορφή, ειδύλλιο παγερό,
παράλογα, σαν αιωνιότητα, μας τυραννάς.
Όταν ο χρόνος θ’ αφανίσει τούτη τη γενιά,
στη μέση νέων δεινών εσύ θα ζήσεις,
φίλη του ανθρώπου, για να του μηνάς:
‘‘Η ομορφιά είναι αλήθεια, η αλήθεια ομορφιά’’ –
να ποια είναι η γνώση κι ό,τι αξίζει να γνωρίσεις.
μορφές μαρμάρινων αντρών και κοριτσιών,
χορτάρια πατημένα και κλαριά του δάσους.
Συ, σιωπηλή μορφή, ειδύλλιο παγερό,
παράλογα, σαν αιωνιότητα, μας τυραννάς.
Όταν ο χρόνος θ’ αφανίσει τούτη τη γενιά,
στη μέση νέων δεινών εσύ θα ζήσεις,
φίλη του ανθρώπου, για να του μηνάς:
‘‘Η ομορφιά είναι αλήθεια, η αλήθεια ομορφιά’’ –
να ποια είναι η γνώση κι ό,τι αξίζει να γνωρίσεις.
Μετάφραση: Ασπασία Λαμπρινίδου
Thou still unravished bride of quietness,
Thou foster child of silence and slow time,
Sylvan historian, who canst thus express
A flowery tale more sweetly than our rhyme:
What leaf-fringed legend haunts about thy shape
Of deities or mortals, or of both,
In Tempe or the dales of Arcady?
What men or gods are these? What maidens loath?
What mad pursuit? What struggle to escape?
What pipes and timbrels? What wild ecstasy?
Thou foster child of silence and slow time,
Sylvan historian, who canst thus express
A flowery tale more sweetly than our rhyme:
What leaf-fringed legend haunts about thy shape
Of deities or mortals, or of both,
In Tempe or the dales of Arcady?
What men or gods are these? What maidens loath?
What mad pursuit? What struggle to escape?
What pipes and timbrels? What wild ecstasy?
Heard melodies are sweet, but those unheard
Are sweeter; therefore, ye soft pipes, play on;
Not to the sensual ear, but, more endeared,
Pipe to the spirit dities of no tone.
Fair youth, beneath the trees, thou canst not leave
Thy song, nor ever can those trees be bare;
Bold Lover, never, never canst thou kiss,
Though winning near the goal---yet, do not grieve;
She cannot fade, though thou hast not thy bliss
Forever wilt thou love, and she be fair!
Are sweeter; therefore, ye soft pipes, play on;
Not to the sensual ear, but, more endeared,
Pipe to the spirit dities of no tone.
Fair youth, beneath the trees, thou canst not leave
Thy song, nor ever can those trees be bare;
Bold Lover, never, never canst thou kiss,
Though winning near the goal---yet, do not grieve;
She cannot fade, though thou hast not thy bliss
Forever wilt thou love, and she be fair!
Ah, happy, happy boughs! that cannot shed
Your leaves, nor ever bid the Spring adieu;
And, happy melodist, unweari-ed,
Forever piping songs forever new;
More happy love! more happy, happy love!
Forever warm and still to be enjoyed,
Forever panting, and forever young;
All breathing human passion far above,
That leaves a heart high-sorrowful and cloyed,
A burning forehead, and a parching tongue.
Your leaves, nor ever bid the Spring adieu;
And, happy melodist, unweari-ed,
Forever piping songs forever new;
More happy love! more happy, happy love!
Forever warm and still to be enjoyed,
Forever panting, and forever young;
All breathing human passion far above,
That leaves a heart high-sorrowful and cloyed,
A burning forehead, and a parching tongue.
Who are these coming to the sacrifice?
To what green altar, O mysterious priest,
Lead'st thou that heifer lowing at the skies,
And all her silken flanks with garlands dressed?
What little town by river or sea shore,
Or mountain-built with peaceful citadel,
Is emptied of this folk, this pious morn?
And, little town, thy streets for evermore
Will silent be; and not a soul to tell
Why thou art desolate, can e'er return.
To what green altar, O mysterious priest,
Lead'st thou that heifer lowing at the skies,
And all her silken flanks with garlands dressed?
What little town by river or sea shore,
Or mountain-built with peaceful citadel,
Is emptied of this folk, this pious morn?
And, little town, thy streets for evermore
Will silent be; and not a soul to tell
Why thou art desolate, can e'er return.
O Attic shape! Fair attitude! with brede
Of marble men and maidens overwrought,
With forest branches and the trodden weed;
Thou, silent form, dost tease us out of thought
As doth eternity. Cold Pastoral!
When old age shall this generation waste,
Thou shalt remain, in midst of other woe
Than ours, a friend to man, to whom thou say'st,
"Beauty is truth, truth beauty"---that is all
Ye know on earth, and all ye need to know.
Of marble men and maidens overwrought,
With forest branches and the trodden weed;
Thou, silent form, dost tease us out of thought
As doth eternity. Cold Pastoral!
When old age shall this generation waste,
Thou shalt remain, in midst of other woe
Than ours, a friend to man, to whom thou say'st,
"Beauty is truth, truth beauty"---that is all
Ye know on earth, and all ye need to know.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου