Παρασκευή 17 Μαΐου 2013

Περί του εν Δελφοίς ΕΙ , Δ΄μέρος



Kαι ο Αμμώνιος επειδή και αυτός πολύ σοβαρό μέρος της φιλοσοφίας το  εστήριζε στα μαθηματικά, από τη συζήτηση αυτή ευχαριστήθη πολύ και είπε : " Δεν είναι πρέπον να αντείπωμεν σοβαρά στη συζήτηση αυτή με τους νέους, πλην ότι καθένας από τους αριθμούς και σε μας, άν θελήσουμε ημπορεί να μας δώση αφορμή, να κάνωμε τον πιό μεγάλο ύμνο και έπαινό του. Και ποιά είναι η ανάγκη να κάνωμε λόγο για άλλους αριθμούς ; Γιατί ο ιερός αριθμός του Απόλλωνος ο επτά, θα χρειαστή περισσότερο από μιά μέρα για να αραδιάσουμε όλες του τις ιδιότητες. Εκτός απ΄αυτό θα αποκαλύψωμε ότι οι σοφοί πολεμούσαν τον κοινό νόμο και την πείρα της  "αρχαιότητας" , άν βγάζαν από την προεδρία τον αριθμό επτά και καθιέρωναν στο θεό, το αριθμό πέντε ως περισσότερο ταιριαγμένο. Ούτε αριθμό λοιπόν, ούτε τάξη, ούτε σύνδεσμο, ούτε κάποιο άλλον ελλείπον μόριο λέξεως, πιστεύω ότι σημαίνει το Ε. Αλλά είναι αυτοτελής προσαγόρευση και προσφώνηση του θεού, το οποίο, αμέσως με τη λέξη αυτή , εμφανίζει όποιον ομιλεί, γνώστην δυνάμεως του Απόλλωνος. Δηλαδή, ο θεός , όταν πλησιάζη εδώ, κατά κάποιο τρόπο, χαιρετώντας καθένα από μας, τον προσαγορεύει με το "Γνώθι σαυτόν " το οποίο δεν είναι καθ΄όλου κατώτερο από το χαίρε. Κι΄εμείς πάλι απαντώντας στο θεό "ΕΙ" λέγομεν, ανταποδίδοντας στο θεό τον χαιρετισμό με αληθή, αψευδή και μόνη προσαγόρευση ταιριαγμένη σ΄αυτόν, ότι πραγματικά υπάρχει". ( ειμί , εί , εστί = είμαι , είσαι, είναι).
"Γιατί πραγματικά, εμείς καθόλου δε μετέχομε της υπάρξεως, αλλά ολόκληρη η θνητή φύση περιορισμένη, ανάμεσα στη γένεση και στη φθορά, είναι απατηλή και παρέχει για την ουσία της, μόνο αμυδρή και αβέβαια ιδέα, και άν εντείνης την προσοχή σου και θελήσης να την συλλάβης μέ τη νόηση, τότε όπως η σφοδρή πίεση του νερού κάνει να χάνεται περισσότερο και να χάνεται η ποσότητα που είναι μέσα στα χέρια μας, το ίδιο παθαίνει και ο νους όταν επιζητή τη σαφή κατανόηση κάθε όντος που παθαίνει μεταβολές και αποπλανάται παρακολουθώντας είτε τη γένεσή του , είτε τη φθορά του κι΄απ΄αυτό δε μπορεί να συλλάβη κανένα το οποίο πάντα μένει αμετάβλητο, κανένα όντως ον. "Γιατί δεν είναι δυνατό να μπη κανείς δυό φορές  στον ίδιο ποταμό" κατά τον Ηράκλειτο και τη θνητή ουσία, επίσης δε μπορεί να την συλλάβη στην ίδια κατάσταση, αλλά με τη μεγάλη ταχύτητα της αλλαγής  "σε μιά μόνη στιγμή σκορπίζει τα μέσα της και σε μιά στιγμή τα συνενώνει" και μάλιστα ούτε ξανά , ούτε ύστερα αλλά ταυτόχρονα και γεννάται και φθείρεται και προσέρχεται και απέρχεται. ΄Οθεν  , ούτε εις το είναι τελειώνει πλήρως η θνητή φύση, ώστε να υπάρχη αληθώς το σπέρμα του με διαδοχικές μεταβολές το κάνει έμβρυο, μετά βρέφος, μετά παιδί, μετά μειράκιον, μετά νεανίαν, άνδρα, πρεσβύτη, γέροντα, φθείροντας τις πρώτες γενέσεις και ηλικίες μ΄αυτές που γίνονται ύστερα. Αλλά εμείς είμεθα γελοίοι που φοβούμεθα ένα θάνατο, ενώ έχομε κιόλας αποθάνει και αποθνήσκομεν τόσες φορές. Γιατί όχι μόνον όπως έλεγε ο Ηράκλειτος  " ο  θάνατος του πυρός είναι γένεση του αέρα και ο θάνατος του αέρα γένεση του νερού". Αλλά ακόμα σαφέστερα διαπιστώνομεν αυτό σ΄εμάς τους ίδιους, διότι φθείρεται μεν ο άντρας και το παιδί εφθάρη όταν άρχιζε ο νέος, και το νήπιο εφθάρη όταν άρχιζε το παιδί και ο χθεσινός άνθρωπος απέθανε για τον σημερινό κι΄ο σημερινός αποθνήσκει για τον αυριανό, και κανείς δεν είναι πάντα ο     ίδιος  και ένας , αλλά , γινόμαστε πολλοί γιατί η ύλη περιγράφεται και διολισθαίνει γύρω σ΄ένα ομοίωμα και έναν κοινό τόπο. Γιατί άν μέναμε πάντα οι ίδιοι τότε πώς χαιρόμεθα για άλλα τώρα και για άλλα πριν και πώς αγαπώμεν και μισούμε και θαυμάζομε και ψέγομε διαδοχικά τα πιό αντίθετα πράγματα. Και πώς χρησιμοποιούμε άλλα λόγια και πάσχομε άλλα πάθη και πώς δεν έχομε την ίδια μορφή και την ίδια νοοτροπία πάντα; Γιατί ούτε λογικό είναι να παθαίνομε αυτή τη διαφορά, ούτε άν κανείς μεταβάλλεται, είναι πιά ο ίδιος και άν δεν είναι ο ίδιος, τότε δεν έχει αληθινή ύπαρξη , αλλά μεταβάλλεται και γίνεται άλλος από άλλον.Αλλά η αίσθησή μας, αγνοώντας απατατάται και θεωρεί ότι είναι εν το φαινόμενον".


"Ποιό είναι λοιπόν , το όντως όν; Το αιώνιο και αγέννητο και άφθαρτο στο οποίο κανείς χρόνος δεν επιφέρει καμμιά μεταβολή γιατί ο χρόνος είναι κάτι που κινείται και το συλλαμβάνει κανείς συνδεδεμένο μονάχα με την κινούμενη ύλη, κάτι αείρρουν και αεικίνητο, όπως ένα αγγείο εντός του οποίου πραγματοποιείται η φθορά και η γένεση. Και οι διάφορες λέξεις, με τις οποίες αναφέρεται το μετά και το από πριν και το τώρα, ομολογούν από μόνες τους ότι ο χρόνος δεν έχει αληθινή ύπαρξη. Κι εκείνο το
" παρόν" και το "αυτή τη στιγμή"  και το "τώρα" που τα λέμε για να στηρίξουμε το νόημα του χρόνου, αυτά τα καταστρέφει ολότελα ο ίδιος μας ο λόγος, κατά τη διαδοχική αναφορά των λέξεων. Γιατί αυτό το τώρα, άν θέλωμε να το εξετάσωμε, χάνεται χωριζόμενο αναγκαία, καθώς μιά στιγμή στο παρελθόν και στο μέλλον. Κι΄άν τα αυτά με τον μετρούντα χρόνο έχουν συμβή στη μετρούμενη φύση, τίποτα απ΄αυτή δεν είναι μετάβλητο, τίποτα δεν είναι υπαρκτό, αλλά όλα είναι ένα συνεχές γίγνεσθαι και μιά συνεχής φθορά στη συνάρτησή τους με το χρόνο. Λοιπόν δεν είναι σωστό να λέγεται για το όν, ότι είναι ή θα είναι. Γιατί αυτές οι κινήσεις και οι μεταβάσεις  δε μπορούν ν΄αποδοθούν σε κάτι που πράγματι υπάρχει.
Αλλά υπάρχει αληθινά θεός και υπάρχει χωρίς να έχη συνάρτηση με το χρόνο αλλά με την αιωνιότητα η οποία είναι ακίνητη, άχρονη και αμετάβλητη κι΄από την οποία δεν υπάρχει τίποτα πριν, τίποτα ύστερα, ούτε μέλλον, ούτε παρελθόν, ούτε γεροντότερο ούτε νεώτερο, αλλά είναι μιά και με ένα μόνο τώρα, γεμίζει την αιώνια ύπαρξή της. Και μόνο ό,τι συναρτάται μαζί  της είναι το όντως άν και δεν ημπορούμε να είπωμε γι΄αυτό, ούτε ότι υπήρξε, ούτε ότι θα υπάρξη, ούτε ότι έχει αρχή και τέλος της υπάρξεώς του.
΄Ετσι λοιπόν, επειδή τον σεβόμεθα το θεό, πρέπει να τον χαιρετώμε και να τον προσαγορεύωμε όπως και κάποιοι από τους παλαιούς με το "είσαι ένα".Γιατί το θείο δεν είναι σύνθετο σαν εμάς που αποτελούμεθα από απείρους και ποικίλες διαθέσεις και είμεθα δηλαδή παντοειδές άθροισαμ και από πολλά ανακατεμένα, ωσάν το ανακάτεμα των πανηγυριών. Αλλά ένα είναι ,ακριβώς, το όν καθώς  ακριβώς το όν είναι το ένα, και η αλλιώτικη ύπαρξη του ίδιου, επειδή διαφέρει από το όν τείνει εις τη γένεση του μή όντος. Γι΄αυτό δεύτερο και το τρίτο όνομά  του. Δηλαδή Απόλλων λέγεται γιατί κατά κάποιον τρόπο, αντιστέκεται στην πολλαπλότητα και αρνείται το πλήθος. ΄Ιήιος, γιατί είναι ένας και μόνος, Φοίβος γιατί οι αρχαίοι έτσι ωνόμαζαν κάθε καθαρό και αγνό, όπως και σήμερα ακόμα, νομίζω, ότι οι Θεσσαλοί λέγουν ότι οι ιερείς των "Φοιβονομούνται" όταν κατά τις αποφράδες μέρες ζουν ξεμοναχιασμένα στα κελιά τους έξω από τους ναούς. Και το ένα είναι ειλικρινές και καθαρό γιατί με την μείξη του προς άλλο μολύνεται, ώσπου και ο ΄Ομηρος λέει, ότι το φίλντισι όταν βάφεται κόκκινο "μολύνεται" και οι βαφείς ονομάζουν φθορά την ανάμειξη των χρωμάτων ή λένε ότι τα χρώματα  διαφθείρονται λοιπόν το ένα μόνο και το αιώνιο αμιγές ταιριάζει στο άφθαρτο και στο καθαρό".



" Κι ΄εκείνους που ταυτίζουν τον Απόλλωνα με τον ήλιο, πρέπει να τους σεβώμεθα και να τους αγαπώμε για τη γλωσσική τους ευσέβεια, γιατί την ιδέα τους για το θεό εφαρμόζουν σε κείνο που απ΄όλα όσα ξεύρουν κι΄επιθυμούν σέβονται υπέρτατα. Επειδή όμως ονειροπολούν το θεό σαν το ωραιότερο όνειρό τους, ας τους σηκώνωμε τώρα κι΄ας τους προτρέψωμε να εξαρθούν και να ίδουν την ύπαρξή τους και την ουσία του υψηλότερα, και να τιμούν και τον ήλιο σαν εικόνα του και να σέβωνται τη γονιμότητά της, όσο μπορεί να το κάνη αυτό ένα όν αισθητό για ένα όν νοητό, ένα όν μεταβαλλόμενο για ένα ον αμετάβλητο, γιατί η εικόνα αυτή μας παρουσιάζει  λάμποντας τα φαινόμενα της καλωσύνης και της μακαριότητας του υπερτάτου όντος. Και να θεωρή ασέβειες και να μη δίνη σημασία σε όσα λένε, για τις εξόδους του από τη θεότητα και τις μεταβολές, οι οποίες τα θέλγουν καθώς λέγεται , και ότι βγάζει πυρ και ότι πιέζει τον εαυτό του και μεταμορφώνεται σε γη και θάλασσα και ανέμους και ζώα. Αλλιώτικα ο θεός θα είναι ασημαντότερος από το παιδί που περιγράφει ο ποιητής, άν το παιχνίδι που παίζει για ψυχαγωγία του και χαράζει εικόνες στην άμμο και τις αλλάζει, άν λέγωμε, το ίδιο παιχνίδι παίζει κι΄ο θεός στο σύμπαν κι΄΄αλλοτε δημιουρεί τόν κόσμο ο οποίος δεν υπήρχε και άλλοτε δημιουργημένον τον καταστρέφει. Αντίθετα όμως όσο μέρος του κόσμου έχει δημιουργηθή, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αυτό κάνει συνεκτικώτρη την ουσία του κόσμου και συγκρατεί την αδυναμία των σωμα΄των που διαρκώς φθείρονται. Και νομίζω ότι η λέξη "ΕΙ" που λέγομε στο θεό, αποκρούει κρατερά τη γνώμη αυτή και μαρτυρεί ότι ο θεός δε βγαίνει ποτέ από την υπόστασή του και ποτέ δε μεταβάλλεται και μάλλον σε κάποιον άλλο θεό ή καλύτερα σε κάποιο δαίμονα ταιριάζει να κάνη και να παθαίνη τις μεταβολές αυτές και στον οποίο έχει ταχθή η αποστολή να δεσπόζη στην ατελείωτη γένεση και φθορά της φύσεως, όπως γίνεται φανερό από τα ονόματα τα οποία κατά κάποιο τρόπο είναι αντίθετα μεταξύ τους και υποδηλώνουν και αντίθετες ιδιότητες. 



Δηλαδή ο μεν ένας λέγεται Απόλλων, ο άλλος Πλούτων για το πλήθος, ο πρώτος Δήλιος, ο δεύτερος Αϊδωνεύς, ο ένας Φοίβος, ο άλλος Σκότιος ,τον ένα συντροφεύουν οι Μούσες και η Μνημοσύνη, τον άλλο η Λήθη και η Σιωπή.Κι ένας Θεώριος λέγεται και Φαναίος κι΄ο δεύτερος :
"Της νύχτας της τρισκόταδης κυρίαρχος και του αρράγιστου ύπνου"
Κι΄αυτός μεν,
"πιό μισητός για τους θνητούς απ΄όλους τους Θεούς".
Και για τον άλλο , που ωραία ο Πίνδαρος εχει πει:
"κατηγορήθηκε πραότατος ότι είναι στους θνητούς".
Ορθά λοιπόν ο Ευριπίδης είπε:
" των πεθαμένων και σπονδές και μοιρολόγια
ο χρυσομάλλης ο Απόλλων δεν τα δέχεται".
Και πριν  απ΄αυτόν ο Στησίχορος είπε:
"πολύ πάρα πολύ
τα παιχνιδίσματα αγαπάει και τις μολπές ο Απόλλων
κι΄οι θλίψεις και οι στοναχές στον ΄Αδη ελάχαν".
Κι΄ο Σοφοκλής στους επόμενους στίχους του φαίνεται ότι δίνει στον καθένα τους και το μουσικό όργανο που του ταιριάζει:
"στη συμφορά φίλος δε δράμει η λύρα κι΄η φλογέρα".
Γιατί και η φλογέρα μόλιες τελευταία τόλμησε ν΄ακουστή σε ευχάριστα πράγματα, ενώ πριν προσκαλούσε τους ανθρώπους στις πένθιμες τελετές χωρίς να εκτελή στις περιστάσεις αυτές, πολύ τιμητικό κι΄ωραίο έργο, έπειτα όμως ανεμίχθησαν όλα ολότελα κι΄από δω προήλθε μάλιστα η σύγχιση στους ανθρώπους και ανακατεύθηκαν μαζί θεία και δαιμόνια.
΄Ομως προς το Ε φαίνεται το "γνώθι σαυτόν" άλλοτε συμφωνεί και άλλοτε όχι, γιατί στο θεό μεν αναφωνείται από κατάπληξη και σεβασμό επειδή είν΄αιώνιος, στο θνητό δε θυμίζει τη βιολογική του μοίρα και την αδυναμία του.


Πλούταρχος ,ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΝ ΔΕΛΦΟΙΣ ΕΙ
ΑΠΟΔΟΣΗ , Βασιλείου Μόσκοβη
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου