Ο Κώστας Καρυωτάκης (30 Οκτωβρίου 1896- 21 Ιουλίου 1928) ήταν Έλληνας ποιητής και πεζογράφος. Γεννήθηκε στην Τρίπολη στις 30 Οκτωβρίου 1896 και αυτοκτόνησε στην Πρέβεζα το απόγευμα της 21ης Ιουλίου 1928.
Θεωρείται ως ο κυριότερος εκφραστής της σύγχρονης λυρικής ποίησης και
τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από τριάντα γλώσσες. Η
ποίησή του διδάσκεται σε αρκετά Πανεπιστήμια της Ελλάδας αλλά και του
εξωτερικού.Για το έργο του έχουν γραφεί εκατοντάδες εργασίες και βιβλία, πραγματοποιήθηκαν δε δεκάδες ειδικά συνέδρια. Σπούδασε νομικά, άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου . Τελικά ελλείψει πελατείας μεταπήδησε στο δημοσιο τομέα ως υπάλληλος. Υπήρξε αγαπημένος της ποιήτριας Μαρίας Πολυδούρη. Αυτοκτόνησε την Πρέβεζα, με περίστροφο το 1928.
Ποιήματα
- Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραμάτων (1919)
- Νηπενθή (1921)
- Ελεγεία και Σάτιρες (1927)
- Τελευταία ποιήματα (1928) [Αισιοδοξία, Όταν κατέβουμε τη σκάλα..., Πρέβεζα]
- Ανέκδοτα ποιήματα
- Μεταφράσεις
- Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα
Μεταφράσεις
1. Elegias e Sátiras/Ελεγεία και Σάτιρες, Théo de Borba Mossburger (Trans.), (n.t.) Revista Literária em Tradução, nº 1 (set/2010), Fpolis/Brasil, ISSN 2177-5141
περισσότερα για τον ποιητή http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CF%8E%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%82_%CE%9A%CE%B1%CF%81%CF%85%CF%89%CF%84%CE%AC%CE%BA%CE%B7%CF%82
Εκπομπη της ΕΡΤ αφιέρωμα στη σχέση Καρυωτάκη -Πολυδούρη
Η ποίηση του Καρυωτάκη ευτύχησε να μελοποιηθεί από σημαντικούς συνθέτες και ν' αγαπηθεί από πλήθος κόσμου. Μερικά απ΄αυτά τα ποιήματα ακολουθούν εδώ για να τ΄απολαύσετε όσοι τ΄αγαπήσατε και να τα γνωρίσετε οι υπόλοιποι . Ξεχωρίζουν για μας οι μελοποιήσεις του Λουκά Θάνου και η φωνή του αξέχαστου Νίκου Ξυλούρη:
ΕΣΠΕΡΑ
ΜΟΥΣΙΚΗ :ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ
ΕΡΜΗΝΕΙΑ :ΜΑΡΙΑ ΦΑΡΑΝΤΟΥΡΗ
Η σκέψη μου νοσταλγικά ενυχτώθη
στον κήπο, στη λιμνούλα ή σέρα,
Που εσβήνανε τριαντάφυλλα σαν πόθοι,
κι επέθαινε στα τζάμια πάνω η μέρα.
Έτσι προχθές ήταν γλυκιά η εσπέρα...
Ένας καημός που ακόμα δεν εδόθη
γινόταν άστρο, σύννεφο από πέρα
Μεγάλωνε ίδιο σάβανο που κλώθει
με μοχθηρή σπουδή μοίρα μητέρα.
Έτσι προχθές ήταν γλυκιά η εσπέρα...
Όταν το δέος μου αξήγητον απλώθη,
το στερνό ρόδο θα `χανεν η σέρα
Και η λίμνη με νεκρόφυλλα εστρώθη.
Τ’ άστρα ζυγώνανε, καημοί από πέρα.
Έτσι προχθές ήταν γλυκιά η εσπέρα...
στον κήπο, στη λιμνούλα ή σέρα,
Που εσβήνανε τριαντάφυλλα σαν πόθοι,
κι επέθαινε στα τζάμια πάνω η μέρα.
Έτσι προχθές ήταν γλυκιά η εσπέρα...
Ένας καημός που ακόμα δεν εδόθη
γινόταν άστρο, σύννεφο από πέρα
Μεγάλωνε ίδιο σάβανο που κλώθει
με μοχθηρή σπουδή μοίρα μητέρα.
Έτσι προχθές ήταν γλυκιά η εσπέρα...
Όταν το δέος μου αξήγητον απλώθη,
το στερνό ρόδο θα `χανεν η σέρα
Και η λίμνη με νεκρόφυλλα εστρώθη.
Τ’ άστρα ζυγώνανε, καημοί από πέρα.
Έτσι προχθές ήταν γλυκιά η εσπέρα...
ΣΤΟ ΑΓΑΛΜΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΠΟΥ ΦΩΤΙΖΕΙ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
ΜΟΥΣΙΚΗ :ΛΟΥΚΑΣ ΘΑΝΟΣ
ΕΡΜΗΝΕΙΑ :ΝΙΚΟΣ ΞΥΛΟΥΡΗΣ
Λευτεριά, Λευτεριά σχίζει, δαγκάνει
τους ουρανούς το στέμμα σου. Το φως σου,
χωρίς να καίει, τυφλώνει το λαό σου.
Πεταλούδες χρυσές οι Αμερικάνοι,
λογαριάζουν, πόσα δολάρια κάνει
σήμερα το υπερούσιο μέταλλό σου.
Λευτεριά, Λευτεριά, θα σ’ αγοράσουν
έμποροι και κονσόρτια κι Εβραίοι.
Είναι πολλά του αιώνος μας τα χρέη,
πολλές οι αμαρτίες, που θα διαβάσουν
οι γενεές, όταν σε παρομοιάσουν
με το πορτρέτο του Dorian Gray.
Λευτεριά, Λευτεριά, σε νοσταλγούνε,
μακρινά δάση, ρημαγμένοι κήποι,
όσοι άνθρωποι προσδέχονται τη λύπη
σαν έπαθλο του αγώνος, και μοχθούνε,
και τη ζωή τους εξακολουθούνε,
νεκροί που η καθιέρωσις του λείπει.
τους ουρανούς το στέμμα σου. Το φως σου,
χωρίς να καίει, τυφλώνει το λαό σου.
Πεταλούδες χρυσές οι Αμερικάνοι,
λογαριάζουν, πόσα δολάρια κάνει
σήμερα το υπερούσιο μέταλλό σου.
Λευτεριά, Λευτεριά, θα σ’ αγοράσουν
έμποροι και κονσόρτια κι Εβραίοι.
Είναι πολλά του αιώνος μας τα χρέη,
πολλές οι αμαρτίες, που θα διαβάσουν
οι γενεές, όταν σε παρομοιάσουν
με το πορτρέτο του Dorian Gray.
Λευτεριά, Λευτεριά, σε νοσταλγούνε,
μακρινά δάση, ρημαγμένοι κήποι,
όσοι άνθρωποι προσδέχονται τη λύπη
σαν έπαθλο του αγώνος, και μοχθούνε,
και τη ζωή τους εξακολουθούνε,
νεκροί που η καθιέρωσις του λείπει.
ΜΟΝΟ
ΜΟΥΣΙΚΗ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΠΑΝΟΣ
ΕΡΜΗΝΕΙΑ :ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΟΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
Αχ, όλα έπρεπε να ’ρθούνε καθώς ήρθαν!
Οι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουν.
Βαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνια,
να φύγουνε, να σβήσουν.
Έτσι, όπως εχωρίζαμε τα βράδια,
για πάντα να χαθούνε τόσοι φίλοι.
Τον τόπο που μεγάλωνα παιδάκι
ν’ αφήσω κάποιο δείλι.
Αχ, όλα έπρεπε να ’ρθούνε καθώς ήρθαν!
Οι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουν.
Βαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνια,
να φύγουνε, να σβήσουν.
Όλα έπρεπε να γίνουν. Μόνο η νύχτα
δεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να ’ναι,
να παίζουνε τ’ αστέρια εκεί σαν μάτια
και σαν να μου γελάνε.
ΜΟΝΑΞΙΑ
ΜΟΥΣΙΚΗ :ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΕΡΜΗΝΕΙΑ :ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΛΩΡΑΚΗΣ
Μεσάνυχτα και λείπετε, αδερφούλες μου.
Σαλεύει θλιβερό το κυπαρίσσι.
Τις κάμαρες θ’ ανοίξω που στοιχειώσανε,
τ’ αγέρι κι η νυχτιά ναν τις γιομίσει.
Ανε με πάρει ο ύπνος, μέσα στ’ όνειρο
θα `ρθει κάποια από σας να με ξυπνήσει,
θα `ρθει κάποια από σας να με ξυπνήσει.
Πού πήγατε, αδερφούλες μου, κι απόμεινα
μονάχη μες στο σπίτι μας και ξένη;
Στην άρπα, που ενοστάλγησε τα δάχτυλα,
η αράχνη τον καημό μου τον υφαίνει.
Τα χέρια μου, όπως δένω κι όπως θλίβομαι,
με βλέπει αντίκρυ ο σκύλος και σωπαίνει,
με βλέπει αντίκρυ ο σκύλος και σωπαίνει.
Τι να `φταιξα και ασπρίζουν στο τρισκόταδο,
σαν τάφοι, τ’ αδειανά σας τα κρεβάτια;
Ποτέ του γυρισμού το γλυκοτράγουδο,
ποτέ δε θαν το πουν τα σκαλοπάτια;
Πώς ξεχειλά σαν δάκρυον, αδερφούλες μου,
η αγάπη στα μεγάλα μου τα μάτια,
η αγάπη στα μεγάλα μου τα μάτια!
Σαλεύει θλιβερό το κυπαρίσσι.
Τις κάμαρες θ’ ανοίξω που στοιχειώσανε,
τ’ αγέρι κι η νυχτιά ναν τις γιομίσει.
Ανε με πάρει ο ύπνος, μέσα στ’ όνειρο
θα `ρθει κάποια από σας να με ξυπνήσει,
θα `ρθει κάποια από σας να με ξυπνήσει.
Πού πήγατε, αδερφούλες μου, κι απόμεινα
μονάχη μες στο σπίτι μας και ξένη;
Στην άρπα, που ενοστάλγησε τα δάχτυλα,
η αράχνη τον καημό μου τον υφαίνει.
Τα χέρια μου, όπως δένω κι όπως θλίβομαι,
με βλέπει αντίκρυ ο σκύλος και σωπαίνει,
με βλέπει αντίκρυ ο σκύλος και σωπαίνει.
Τι να `φταιξα και ασπρίζουν στο τρισκόταδο,
σαν τάφοι, τ’ αδειανά σας τα κρεβάτια;
Ποτέ του γυρισμού το γλυκοτράγουδο,
ποτέ δε θαν το πουν τα σκαλοπάτια;
Πώς ξεχειλά σαν δάκρυον, αδερφούλες μου,
η αγάπη στα μεγάλα μου τα μάτια,
η αγάπη στα μεγάλα μου τα μάτια!
ΚΥΡΙΑΚΗ
ΜΟΥΣΙΚΗ :ΜΙΜΗΣ ΠΛΕΣΣΑΣ
ΕΡΜΗΝΕΙΑ: ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΚΟΥΛΟΣ
Ο ήλιος ψηλότερα θ’ανέβει
σήμερα που `ναι Κυριακή
φυσάει τ’αγέρι και σαλεύει
μια θυμωνιά στο λόφο εκεί
Τα γιορτινά θα βάλουν όλοι
θά `χουν ανάλαφρη καρδιά
κοίτα στον δρόμο τα παιδιά
κοίταξε τ’ άνθη στο περβόλι
Άκου οι καμπάνες πως χτυπάνε
είν’ ο Θεός αληθινός
πέρα στα σύννεφα σκορπάνε
και μεγαλώνει ο ουρανός
Άσε τον κόσμο στην χαρά του
κι έλα καρδιά μου να σου πω
ένα τραγούδι χαρωπό
ένα τραγούδι του θανάτου
σήμερα που `ναι Κυριακή
φυσάει τ’αγέρι και σαλεύει
μια θυμωνιά στο λόφο εκεί
Τα γιορτινά θα βάλουν όλοι
θά `χουν ανάλαφρη καρδιά
κοίτα στον δρόμο τα παιδιά
κοίταξε τ’ άνθη στο περβόλι
Άκου οι καμπάνες πως χτυπάνε
είν’ ο Θεός αληθινός
πέρα στα σύννεφα σκορπάνε
και μεγαλώνει ο ουρανός
Άσε τον κόσμο στην χαρά του
κι έλα καρδιά μου να σου πω
ένα τραγούδι χαρωπό
ένα τραγούδι του θανάτου
ΚΙ΄ΑΝ ΕΣΒΗΣΕ ΣΑΝ ΙΣΚΙΟΣ Τ΄ΟΝΕΙΡΟ ΜΟΥ
ΜΟΥΣΙΚΗ: ΛΟΥΚΑΣ ΘΑΝΟΣ
ΕΡΜΗΝΕΙΑ :ΝΙΚΟΣ ΞΥΛΟΥΡΗΣ
Κι αν έσβησε σαν ίσκιος τ’ όνειρό μου,
κι αν έχασα για πάντα τη χαρά,
κι αν σέρνομαι στ’ ακάθαρτα του δρόμου,
πουλάκι με σπασμένα τα φτερά
Κι αν έχει, πριν ανοίξει, το λουλούδι
στον κήπο της καρδιάς μου μαραθεί,
το λεύτερο που εσκέφτηκα τραγούδι
κι αν ξέρω πως ποτέ δε θα ειπωθεί
Κι αν έθαψα την ίδια τη ζωή μου
βαθιά μέσα στον πόνο που πονώ
καθάρια πως ταράζεται η ψυχή μου
σα βλέπω το μεγάλο ουρανό,
Η θάλασσα σαν έρχεται μεγάλη,
και ογραίνοντας την άμμο το πρωί,
μου λέει για κάποιο γνώριμο ακρογιάλι,
μου λέει για κάποια που `ζησα ζωή!
κι αν έχασα για πάντα τη χαρά,
κι αν σέρνομαι στ’ ακάθαρτα του δρόμου,
πουλάκι με σπασμένα τα φτερά
Κι αν έχει, πριν ανοίξει, το λουλούδι
στον κήπο της καρδιάς μου μαραθεί,
το λεύτερο που εσκέφτηκα τραγούδι
κι αν ξέρω πως ποτέ δε θα ειπωθεί
Κι αν έθαψα την ίδια τη ζωή μου
βαθιά μέσα στον πόνο που πονώ
καθάρια πως ταράζεται η ψυχή μου
σα βλέπω το μεγάλο ουρανό,
Η θάλασσα σαν έρχεται μεγάλη,
και ογραίνοντας την άμμο το πρωί,
μου λέει για κάποιο γνώριμο ακρογιάλι,
μου λέει για κάποια που `ζησα ζωή!
ΔΕΝ Μ΄ΑΓΑΠΑΣ
ΜΟΥΣΙΚΗ: ΛΟΥΚΑΣ ΘΑΝΟΣ
ΕΡΜΗΝΕΙΑ: ΝΙΚΟΣ ΞΥΛΟΥΡΗΣ
Δεν αγαπάς και δε θυμάσαι, λες.
κι αν φούσκωσαν τα στήθη κι αν δακρύζεις
που δεν μπορείς να κλάψεις όπως πρώτα,
δεν αγαπάς και δεν θυμάσαι, ας κλαις.
Ξάφνου θα δείς δυο μάτια γαλανά
πόσος καιρός! τα χάιδεψες μια νύχτα·
και σαν ν’ ακούς εντός σου να σαλεύει
μια συμφορά παλιά και να ξυπνά.
Θα στήσουνε μακάβριο το χορό
οι θύμησες στα περασμένα γύρω·
και θ’ ανθίσει στο βλέφαρο σαν τότε
και θα πέσει το δάκρυ σου πικρό.
Τα μάτια που κρεμούν ήλιοι χλωμοί
το φως στο χιόνι της καρδιά και λιώνει,
οι αγάπες που σαλεύουν πεθαμένες
οι πρώτοι ξανά που άναψαν καημοί...
κι αν φούσκωσαν τα στήθη κι αν δακρύζεις
που δεν μπορείς να κλάψεις όπως πρώτα,
δεν αγαπάς και δεν θυμάσαι, ας κλαις.
Ξάφνου θα δείς δυο μάτια γαλανά
πόσος καιρός! τα χάιδεψες μια νύχτα·
και σαν ν’ ακούς εντός σου να σαλεύει
μια συμφορά παλιά και να ξυπνά.
Θα στήσουνε μακάβριο το χορό
οι θύμησες στα περασμένα γύρω·
και θ’ ανθίσει στο βλέφαρο σαν τότε
και θα πέσει το δάκρυ σου πικρό.
Τα μάτια που κρεμούν ήλιοι χλωμοί
το φως στο χιόνι της καρδιά και λιώνει,
οι αγάπες που σαλεύουν πεθαμένες
οι πρώτοι ξανά που άναψαν καημοί...
ΑΝΔΡΕΙΚΕΛΑ
ΜΟΥΣΙΚΗ -ΕΡΜΗΝΕΙΑ :ΥΠΟΓΕΙΑ ΡΕΥΜΑΤΑ
Σαν να μην ήρθαμε ποτέ σ’ αυτήν εδώ τη γη.
Σαν να μένουμε ακόμα στην ανυπαρξία.
Σκοτάδι γύρω κι ούτε μια μαρμαρυγή.
άνθρωποι στων άλλων τη φαντασία.
Από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό
ανδρείκελα στης μοίρας τα τυφλά δυο χέρια,
χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό,
άτονα, κοιτώντας παθητικά τ’ αστέρια.
Μακρινή τώρα είναι για μας η κάθε χαρά.
Η ελπίδα και η νιότη έννοια αφηρημένη.
άλλος δεν ξέρει ότι βρισκόμαστε
παρά ο όποιος πατάει επάνω μας καθώς διαβαίνει.
Πέρασαν τόσα χρόνια, πέρασε ο καιρός
κι άμα δεν ήταν η βαθιά λύπη μες στο σώμα
κι άμα δεν ήταν στην ψυχή ο πραγματικός πόνος μας
να λέει ότι υπάρχουμε ακόμα.
Σαν να μένουμε ακόμα στην ανυπαρξία.
Σκοτάδι γύρω κι ούτε μια μαρμαρυγή.
άνθρωποι στων άλλων τη φαντασία.
Από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό
ανδρείκελα στης μοίρας τα τυφλά δυο χέρια,
χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό,
άτονα, κοιτώντας παθητικά τ’ αστέρια.
Μακρινή τώρα είναι για μας η κάθε χαρά.
Η ελπίδα και η νιότη έννοια αφηρημένη.
άλλος δεν ξέρει ότι βρισκόμαστε
παρά ο όποιος πατάει επάνω μας καθώς διαβαίνει.
Πέρασαν τόσα χρόνια, πέρασε ο καιρός
κι άμα δεν ήταν η βαθιά λύπη μες στο σώμα
κι άμα δεν ήταν στην ψυχή ο πραγματικός πόνος μας
να λέει ότι υπάρχουμε ακόμα.
ΙΔΑΝΙΚΟΙ ΑΥΤΟΧΕΙΡΕΣ
ΜΟΥΣΙΚΗ: ΛΟΥΚΑΣ ΘΑΝΟΣ
ΕΡΜΗΝΕΙΑ: ΝΙΚΟΣ ΞΥΛΟΥΡΗΣ
Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα, παίρνουν
τα παλιά, φυλαγμένα γράμματά τους,
διαβάζουν ήσυχα, κι έπειτα σέρνουν
για τελευταία φορά τα βήματά τους.
Ήταν η ζωή τους, λένε, τραγωδία.
Θεέ μου, το φρικτό γέλιο των ανθρώπων,
τα δάκρυα, ο ίδρως, η νοσταλγία
των ουρανών, η ερημιά των τόπων.
Στέκονται στο παράθυρο, κοιτάνε
τα δέντρα, τα παιδιά, πέρα τη φύση,
τους μαρμαράδες που σφυροκοπάνε,
τον ήλιο που για πάντα θέλει δύσει.
Όλα τελείωσαν. Το σημείωμα να το,
σύντομο, απλό, βαθύ, καθώς ταιριάζει,
αδιαφορία, συγχώρηση γεμάτο
για κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζει.
Βλέπουν τον καθρέφτη, βλέπουν την ώρα,
ρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθος,
«όλα τελείωσαν» ψιθυρίζουν «τώρα»,
πως θ’ αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος..
τα παλιά, φυλαγμένα γράμματά τους,
διαβάζουν ήσυχα, κι έπειτα σέρνουν
για τελευταία φορά τα βήματά τους.
Ήταν η ζωή τους, λένε, τραγωδία.
Θεέ μου, το φρικτό γέλιο των ανθρώπων,
τα δάκρυα, ο ίδρως, η νοσταλγία
των ουρανών, η ερημιά των τόπων.
Στέκονται στο παράθυρο, κοιτάνε
τα δέντρα, τα παιδιά, πέρα τη φύση,
τους μαρμαράδες που σφυροκοπάνε,
τον ήλιο που για πάντα θέλει δύσει.
Όλα τελείωσαν. Το σημείωμα να το,
σύντομο, απλό, βαθύ, καθώς ταιριάζει,
αδιαφορία, συγχώρηση γεμάτο
για κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζει.
Βλέπουν τον καθρέφτη, βλέπουν την ώρα,
ρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθος,
«όλα τελείωσαν» ψιθυρίζουν «τώρα»,
πως θ’ αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος..
ΠΡΕΒΕΖΑ
ΜΟΥΣΙΚΗ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΛΕΖΟΣ
ΕΡΜΗΝΕΙΑ :ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΚΑΪΦΥΛΛΙΑΣ
Θάνατος είναι οι κάργιες
που χτυπιούνται στους μαύρους τοίχους και τα κεραμίδια,
θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζανε κρεμμύδια.
Θάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοι,
με τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας πίσω η θάλασσα κι ακόμη
ο ήλιος θάνατος μες στους θανάτους.
Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει
για να ζυγίσει μια ελλειπή μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.
Βάσις φρουρά εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ’ ακούσουμε την μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο τραπέζης,
πρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάντα.
Περπατώντας αργά στην προκυμαία
"Υπάρχω" λες κι ύστερα "Δεν υπάρχεις".
Φτάνει το πλοίο υψωμένη σημαία.
Ίσως έρχεται ο κύριος νομάρχης.
Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
ένας πέθαινε από αηδία...
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία
που χτυπιούνται στους μαύρους τοίχους και τα κεραμίδια,
θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζανε κρεμμύδια.
Θάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοι,
με τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας πίσω η θάλασσα κι ακόμη
ο ήλιος θάνατος μες στους θανάτους.
Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει
για να ζυγίσει μια ελλειπή μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.
Βάσις φρουρά εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ’ ακούσουμε την μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο τραπέζης,
πρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάντα.
Περπατώντας αργά στην προκυμαία
"Υπάρχω" λες κι ύστερα "Δεν υπάρχεις".
Φτάνει το πλοίο υψωμένη σημαία.
Ίσως έρχεται ο κύριος νομάρχης.
Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
ένας πέθαινε από αηδία...
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία
ΑΓΑΠΗ
ΜΟΥΣΙΚΗ- ΕΡΜΗΝΕΙΑ: ΛΟΥΚΑΣ ΘΑΝΟΣ
Κι ήμουν στο σκοτάδι.
Κι ήμουν το σκοτάδι.
Και με είδε μια αχτίδα.
Δροσούλα το ιλαρό το πρόσωπό της
κι εγώ ήμουν το κατάξερο ασφοδίλι.
Πώς μ’ έσεισε το ξύπνημα μιας νιότης,
πώς εγελάσαν τα πικρά μου χείλη!
Σάμπως τα μάτια της να μου είπαν ότι
δεν είμαι πλέον ο ναυαγός κι ο μόνος,
κι ελύγισα σαν από τρυφερότη,
εγώ που μ’ είχε πέτρα κάνει ο πόνος.
Κι ήμουν το σκοτάδι.
Και με είδε μια αχτίδα.
Δροσούλα το ιλαρό το πρόσωπό της
κι εγώ ήμουν το κατάξερο ασφοδίλι.
Πώς μ’ έσεισε το ξύπνημα μιας νιότης,
πώς εγελάσαν τα πικρά μου χείλη!
Σάμπως τα μάτια της να μου είπαν ότι
δεν είμαι πλέον ο ναυαγός κι ο μόνος,
κι ελύγισα σαν από τρυφερότη,
εγώ που μ’ είχε πέτρα κάνει ο πόνος.
ΤΟ ΒΡΑΔΥ
ΜΟΥΣΙΚΗ: ΛΕΝΑ ΠΛΑΤΩΝΟΣ
ΕΡΜΗΝΕΙΑ: ΣΑΒΒΙΝΑ ΓΙΑΝΝΑΤΟΥ
Τα παιδάκια που παίζουν στ’ ανοιξιάτικο δείλι
μια ιαχή μακρυσμένη
Τ’ αεράκι που λόγια με των ρόδων τα χείλη
ψιθυρίζει και μένει
Τ’ ανοιχτά παραθύρια που ανασαίνουν την ώρα,
η αδειανή κάμαρά μου
Ένα τρένο που θα `ρχεται από μια άγνωστη χώρα,
τα χαμένα όνειρά μου
Οι καμπάνες που σβήνουν, και το βράδυ που πέφτει
ολοένα στην πόλη,
στων ανθρώπων την όψη, στ’ ουρανού τον καθρέφτη,
στη ζωή μου τώρα όλη..
Η τελευταία επιστολή
Στην τσέπη του κουστουμιού του πτώματος του Κώστα Καρυωτάκη βρέθηκε επιστολή που γράφει τα εξής: «Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περισσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι' αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ' αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές (!!!), είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ήμουν άρρωστος. Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέση την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας» Κ.Γ.Κ. [Υ.Γ.] Και για ν' αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου». Κ.Γ.Κ. (Κώστας Γ. Καρυωτάκης).αναδημοσίευση από ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου