Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2013

ΚΥΚΛΑΔΕΣ : ΟΙΝΟΣ ΠΑΛΑΙΟΣ ΣΕ ΑΣΚΟΥΣ ΝΕΟΥΣ




HARIS  KOUTELAKIS
Dr Ph.

THE NAME “CYCLADES

SUMMARY
The name Cyclades  does not imply the circular way in which these is­lands are sited, having for center the island of Delos. It rather derives from the fact that the population of these islands (Ions), used to send at Delos groups of singers and dancers who danced in a circular manner representing the way swans were flying over, at the moment that Lito was giving birth to Αpοllο and Artemis (according to the Greek Mythology). Or, according to my latest research, derives from the ships of the Prehistoric period that had swans (Cycnos in Greece) as figure-heads, which were manufactured in those islands (Cycnades > Cyclades).

SOMMAIRE
L'appellation des Cyclades ne provient pas comme οn le croit com­munément de la position circu1aire des îles autour de Délos. Ce nom trou­νerait plutôt son origine dans le fait que ces îles étaient uniquement peuplées d’ Ioniens qui venaient à Délos avec des troupes de chanteurs et de danceurs, lesquelles dans leurs exhibitions, executaient des figures circulaires imitant de façon dont les Cygnes volaient au moment où Léto accouchait d’ Αpollοn et d’ Artemis, selon la mythologie grecque. Alors l’appellation d’origine serait Kyknades et ensuite par déformation est deνenue KYΚLADES.




ΧΑΡΗΣ ΚΟΥΤΕΛΑΚΗΣ
Δρ Αρχαιολογίας – Ιστορικός, Σχολικός Σύμβουλος ΠΕ2.



Το άρθρο αποτελεί αναθεώρηση και βελτίωση κεφαλαίου σχετικού με την Τήνο και τον γεωγραφικό όρο «Κυκλάδες» που περιλαμβάνεται στο βιβλίο μου «Τήνος αρχαία και χριστιανική», Αθήνα 2001 με το οποίο για πρώτη φορά τέθηκε το ζήτημα του ελέγχου των αρχαίων πηγών για ένα τόσο σημαντικό όρο και προτάθηκε νέα ερμηνεία. Τέσσερα χρόνια μετά, κι αφού η ερευνητική προσπάθεια συνεχίστηκε ώστε να βελτιστοποιηθούν τα πρώτα εκείνα επιχειρήματα, είμαι σε θέση να ομιλώ με περισσότερη ασφάλεια και να απευθύνομαι όχι μόνο σε συναδέλφους της προϊστορικής αρχαιολογίας και σε γλωσσολόγους ή ιστορικούς, αλλά και σε καθηγητές , με την ιδιότητά μου ως Σχολικού Συμβούλου, αφού πρόκειται να διδάξουν το κεφάλαιο του Κυκλαδικού πολιτισμού στο μάθημα της Ιστορίας της Γ΄ Γυμνασίου όσο και στο αντίστοιχο της Α΄ Λυκείου (σελ. 58 – 59), ενώ συνεξετάζεται παράπλευρα σε άλλα μαθήματα και αντίστοιχα βιβλία του Γυμνασίου, όπως «Η Ιστορία από τις πηγές» και «Ο τόπος και οι άνθρωποι», αποσκοπώντας να ενημερωθούν για τις νέες έρευνες επί ορισμένων θεμάτων που σχετίζονται με την παρεχόμενη γνώση, αλλά και να τους προτρέψω να αντιμετωπίζουν τις ιστορικές πηγές με στάση κριτική, κάτι για το οποίο οι αναφορές στα Αναλυτικά Προγράμματα είναι συχνές («Οδηγίες για τη διδασκαλία των Φιλολογικών μαθημάτων στο Γυμνάσιο» (και αντίστοιχα στο Λύκειο) για το Σχολικό έτος 2004 – 2005, 54, 224, 226, Κεφ. 3, 237).
Μετά από αυτές τις αναγκαίες επισημάνσεις, ας δούμε αν η παρεχόμενη πληροφορία από την αρχαία πηγή ότι οι Κυκλάδες ονομάστηκαν έτσι επειδή «κυκλώνουν το ιερό νησί της Δήλου» ευσταθεί, και σε πιο βαθμό ανταποκρίνεται σε κάποια πραγματικότητα. Κι αν η πρόταση που προκύπτει από την κριτική των πηγών και την αντικειμενοποίηση εθών και εθίμων με βάση τα μέχρι σήμερα αρχαιολογικά δεδομένα είναι ισχυρή, τότε ας φροντίσουμε να ανατροφοδοτήσουμε την παρεχόμενη νέα γνώση και ας την συμπεριλάβουμε στο σκεπτικό μας.
Τα ανασκαφικά δεδομένα αποδίδουν πια την εικόνα ενός δικτύου μεταφοράς αγαθών από την μια άκρη της Μεσογείου στην άλλη και μάλιστα σε πολύ πρώϊμες εποχές. Το ερώτημα είναι πόσο πρώϊμες, αν αναλογιστεί κανείς τον προβληματισμό των ανθρωπολόγων για τον τρόπο με τον οποίο πέρασε ο homo Florensis από την Ιάβα στο νησί Flores πριν από 18.000 χρόνια τουλάχιστον, τότε που χρονολογείται ο νεότερος από τους σκελετούς που πρόσφατα ανακαλύφθηκαν εκεί (Πατρικίου 2005 : 30 –31).
Ασφαλώς οι άνθρωποι διδάσκονταν πάντα από το περιβάλλον τους και εμιμούντο τις δεξιότητες πτηνών και ζώων. Το πέταγμα των πτηνών έδωσε την αφετηρία για τη σύλληψη μιας επιθυμητής εικόνας του ανθρώπου να πετάξει, εκφρασμένη στην ελληνική μυθολογία με τον μύθο του Ίκαρου, η σύγχρονη αεροναυπηγική ακολουθεί τους κανόνες λειτουργίας της αεροδυναμικής των πτηνών και τις κινήσεις των πτερύγων τους για ασφαλή προσγείωση, το ελικόπτερο ακολούθησε το σχήμα και τη λειτουργία πτήσεως εν στάσει ορισμένων εντόμων, ο σκελετός ενός κήτους προσέφερε την ιδέα για το σχήμα του πλεούμενου, οι σιαγόνες με την συνεχή διάταξη των κοφτερών δοντιών αποτέλεσαν την αφορμή της χρήσης τους ως πριονιού , ενώ υδρόβια πτηνά , όπως πάπιες και κύκνοι δάνεισαν τη μορφή τους στη σύλληψη και εφαρμογή της ιδέας για ένα πλεούμενο κ.ο.κ.
Δεν πρόκειται βεβαίως εδώ να ασχοληθώ με την κατασκευή ή τους τύπους των πλοίων ούτε με το υλικό που αυτά «κτίζονταν», αφού οι άνθρωποι κάθε περιοχής, όπως συμβαίνει πάντα, χρησιμοποιούσαν αυτά τα υλικά που το ίδιο το περιβάλλον τους προσέφερε. Ελαφρά πλωτά μέσα από δέσμες καλαμιών και από πάπυρο (παπυρέλες), σκελετικά ξύλινα φράγματα επενδυμένα με δέρματα συρραμμένα, αλλά και κάθε άλλο υλικό που καθιστούσε πλεύσιμη τη διάβαση του ανθρώπου επί του υγρού στοιχείου (ποτάμια, λίμνες, θάλασσες) φαίνεται πως χρησιμοποιήθηκε, και μάλιστα κάποια από αυτά μας παραδόθηκαν είτε σε βραχογραφίες είτε σε ανάγλυφες και γραπτές απεικονίσεις.
Η διαρκής εμπειρία και η συσσώρευση της σχετικής γνώσης οδήγησε τις προϊστορικές κοινωνίες ήδη από το 4.000 – 3.000 π.Χ στην κατασκευή σύνθετου ξύλινου πλώϊμου μέσου με τη μορφή μάλιστα που ακόμη και σήμερα μας είναι οικεία ως «πλοίο» ή «σκάφος». Από τις απεικονίσεις και τα σχετικά ομοιώματα πλοίων της ΠΚ περιόδου έχει εκτιμηθεί ότι είχαν μέσο μήκος 20μ. και ότι κάθε σκάφος μπορούσε να χωρέσει 24 κωπηλάτες και να αναπτύξει ταχύτητα 6 μιλίων την ώρα (Ντούμας, 26).Τα παραδείγματα είναι πολλά και δεν χρειάζεται να επιμείνω σε γνωστά θέματα.
Αυτό που κυρίως θα με απασχολήσει είναι κάποιες λεπτομέρειες οι οποίες ενδεχομένως μπορούν να οδηγήσουν την επιστημονική σκέψη σε επανακαθορισμό κάποιων απόψεων, δομημένων πια στη συνείδηση της επιστημονικής κοινότητας, γι’ αυτό και δύσκολα αποτιναζόμενων.
Η παράθεση πλούσιου υλικού από διάφορες πηγές σχεδίων και ομοιωμάτων προϊστορικών πλοίων προσφέρει σήμερα στον μελετητή τη δυνατότητα να το αξιολογήσει και να καταθέσει τις απόψεις του επί διαφόρων πτυχών που σχετίζονται με το αντικείμενο – πλοίο , το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση έχει σχέση με τις Κυκλάδες.
Αφορμή στάθηκαν τα γνωστά τηγανόμορφα σκεύη από την προϊστορική θέση της Χαλανδριανής Σύρου, για τα οποία ακόμη και τώρα γίνεται πολύς λόγος τουλάχιστον για την χρησιμότητά τους στην κοινωνία της εποχής εκείνης, αφού η φόρμα τους και η ανάλυση των τροφικών καταλοίπων σ’ αυτά είναι δυσερμήνευτη. Η τελευταία άποψη που ανήκει στον καθηγητή κ. Χρ. Ντούμα ότι τα χρησιμοποιούσαν για την απόθεση μέσα σ’ αυτά άλατος, δύσκολα πείθει, αφού η επιφάνεια με την χαρακτή απόδοση των κυμάτων της θάλασσας και των πλοίων που πάνω της ταξιδεύουν, υποδεικνύει ότι αυτή όφειλε να είναι η πάνω πλευρά του σκεύους. Κατά την προσωπική μου άποψη ίσως να πρόκειται για καπάκι που φέρει το διακοσμητικό αυτό θέμα με σκοπό να «βλέπεται» και να ομορφαίνει το σκεύος με το οποίο συνοδευόταν ή το οποίο τέλος πάντων κάλυπτε, θυμίζοντας παράλληλα στον κάτοχο τον τόπο αγοράς του ή τον τόπο προέλευσης, όπως ακριβώς συμβαίνει μέχρι σήμερα στα λαϊκά και όχι μόνο στρώματα, που επιδεικνύουν και αρέσκονται να στολίζουν το ράφι τους με ξενικά και εξω-τικά (η λέξη με τη σημασία του τόπου που βρίσκεται έξω από τον οικείο μας περίγυρο) αντικείμενα. Τα φαρφουρί φλιτζάνια στα νεότερα χρόνια και τα μαγιόλικα κύπελλα και πιάτα στα μεσαιωνικά έχουν μείνει παροιμιώδη και πέρασαν στην ελληνική δημοτική τραγουδιστική παράδοση, ενώ πιάτα «ροδίτικα» που προέρχονται από ανατολίτικα χέρια Περσών αιχμαλώτων, σύμφωνα με τις απόψεις ειδικών, εξακολουθούν να αποτελούν στα Δωδεκάνησα μέρος της προίκας και να στολίζουν τοίχους ολόκληρους του παραδοσιακού σπιτιού, όπως και τα τύπου Isnik και çanakkale .
Αλλά ας επανέλθω και σε μια άλλη λεπτομέρεια που σχετίζεται με τα τηγανόμορφα σκεύη της Χαλανδριανής Σύρας. Πρόκειται για την απεικόνιση ενός ψαριού στην πλώρη του , η οποία επί χρόνια έδωσε τροφή στους μελετητές να διατυπώσουν διάφορες θεωρίες για την ύπαρξή του, με τελευταία την άποψη ότι αποτελούσε ανεμοδείκτη . Αν πράγματι μπορούσε να υποδηλώνει κάτι τέτοιο, θα πρέπει να ήταν εξαιρετικά πρωτοποριακό και ταυτόχρονα εντυπωσιακό επίτευγμα της ανθρώπινης επιδεξιότητας και έμπρακτη αντικειμενοποίηση της φοράς των ανέμων, άρα και της ονοματοδοσίας τους. Ο ανεμοδείκτης προϋποθέτει τεχνολογία περιστροφής του (ο Κoutsouflakis υποστηρίζει, και έχει δίκιο (Koutsouflakis 2001 : 363), ότι πρόκειται για το ψάρι Τόνο αποδομένο με στιβαρότητα και συμπαγή τρόπο) χωρίς τον φόβο απώλειάς του από το ράπισμα των ανέμων είτε το πλοίο ταξιδεύει είτε βρίσκεται αραγμένο σε κάποιο φυσικό λιμάνι, όπου ενδεχομένως ο άνεμος φυσούσε δυνατά. Παράλληλα ένας περιστρεφόμενος ανεμοδείκτης υποδηλώνει βαθιά γνώση εκ μέρους των ναυτιλομένων της εποχής για τις κατευθύνσεις των ανέμων ανάλογα την εποχή και τον τόπο, αφού πληροφορούσε τον πλοίαρχο και το πλήρωμα για τις συνθήκες του ταξιδιού. Αυτό όμως θα πρέπει ίσως να σήμαινε την ήδη παγιωμένη ναυτική ορολογία για τους ανέμους στην εποχή που χρονολογούνται τα τηγανόμορφα αυτά σκεύη. Το βρίσκω εξαιρετικά πρωτοποριακό για την εποχή και δεν μπορώ να συμμεριστώ την άποψη ότι τα ψάρια πάνω στην πλώρη των εικονιζόμενων πλοίων ήταν ανεμοδείκτες. Έχει ήδη δημοσιευτεί μια νέα ελκυστική και καθόλου απίθανη πρόταση, ότι δηλαδή τα πλοία αυτά αποδίδουν σκάφη που ειδικεύονταν στην αλιεία Τόνου (Koutsouflakis 2001: 369).


 
Τα επιχειρήματα είναι επαρκή και πειστικά, κι αν σκεφθεί κανείς την παράσταση μυκηναϊκής υδρίας του 1100 π.Χ. από τη Νάξο που εικονίζει ψάρεμα με τράτα κατ’ αντιστοιχία με ναΐφ ζωγραφιά σύγχρονου Τηνιακού με το ίδιο θέμα (Φιλανιώτου 1997 : 143 – 146) διαπιστώνει πραγματικά τη διαχρονική πορεία αιώνων μιας συγκεκριμένης πρακτικής στην αλιεία.
Άλλωστε πολλές από τις καθημερινές πρακτικές των ανθρώπων είναι διαχρονικές, όπως μέχρι πριν λίγα χρόνια ήταν τα ακροστόλια στα ξύλινα πλεούμενα, πριν αυτά αντικατασταθούν από τα σύγχρονα μεταλλικά και πλαστικά σκάφη. Σήμερα ως συνήθεια εξακολουθεί να υφίσταται με ανάλογα σύμβολα επί των αυτοκινήτων (Jaguar , Ferrari κ.α).
Πλοία με τέτοια ακροστόλια ή ακρόπρωρα έχουν καταγραφεί 327 σε ποικίλο υλικό μέχρι σήμερα, ταξινομημένα όχι μόνο σε 8 Τύπους ως προς την κατασκευαστική τους μορφή, αλλά και χρονολογημένα ως εξής : 44 της EBA, 97 της MBA, 225 της LBA (Wedde 2003 : 286 fig.4 και εδώ φωτ.1). Πολλά από αυτά μας παρέχουν μια ξεκάθαρη εικόνα του ακροστόλιου με κεφαλή πτηνού, άλλοτε πάπιας ή κύκνου, όπως στο Carmel Ridge και αλλού (Wedde 1995:Type V, VI. Artzy 2001: fig. 5), άλλοτε θαλασσοπουλιού ή χελιδονιού, όπως αυτά από τους πίθους της Αίγινας του 18ου αιώνα π. Χ και από την μινωϊκή Κρήτη (Krzyszkowska, 2005 : 135, No 230. Walter 2004 : fig. 116. Αδρακτά 1996 :81) και άλλοτε κύκνου. Σε άλλα πάλι εμφανίζονται συμβολικά μυθικά ζώα όπως δράκοντες, ενώ άλλα φέρουν δελφίνι, όπως στο ρυτό που προέρχεται από το Ιερό του Απόλλωνα Μαλεάτα της Επιδαύρου, το οποίο χρονολογείται στην ΥΕ ΙΙΙΒ (Wedde 1995 : 292. και Αγουρίδης 2003 :31, 32).

Στα ιστορικά χρόνια τα ακρόπρωρα αποκτούν νέα δυναμική με μορφές άλλων ζώων , όπως το βόδι, ή Νίκη, όπως στα νομίσματα του Δημητρίου Πολιορκητή, ή και ανθρώπινη μορφή, προσωποποίηση κάποιας θεάς – θεού, γνωστής πρακτικής από την Αίγυπτο του αρχαίου βασιλείου, όπως στο πλοίο «Ίσιδα» που εικονίζεται σε τοιχογραφία οικίας του Νυμφαίου της βόρειας Μαύρης Θάλασσας του 3ου αι. π.Χ. (La Grande Encyclopédie , Νίκη – Victoria : 45, εικ.4. Επίσης Μουσείο Ερμιτάζ : 203).
Με την έννοια αυτή είναι λοιπόν επίσης πιθανό τα πλοία που μετέφεραν τους ομίλους χορευτών και τραγουδιστών στο ιερό νησί των Κυκλάδων, στη Δήλο, ήδη από τη μυκηναϊκή εποχή, να είχαν ακρόπρωρο ή στoλίδι πρόσθετο στην πλώρη ή στην πρύμνη τους τον Κύκνο, σύμβολο μετέπειτα της Δήλου, ώστε κατέληξε με το όνομα «Κύκνος» να χαρακτηρίζεται και είδος πλοίου, όπως ακριβώς εικονίζεται σε πλοίο από πήλινη πυξίδα του 1400-1300 αι. π. Χ προερχόμενη από τον θολωτό τάφο της Τραγάνας Πύλου (αρ. 6098 του Αρχαιολογικού. Μουσείου Αθηνών). Πρόκειται για συνήθεια που σε αντιστoιχία με βραχογραφία από το Engelstrup (11ος αι. π.Χ.) της Δανίας, όπου ως ακρόπρωρο εικονίζεται κερασφόρα κεφαλή, πιθανότατα Ταράνδου (αρ. 77 της Έκθεσης «Ή Ευρώπη του Οδυσσέα»), τη βρίσκουμε και σε σκύφο γεωμετρικής εποχής (850 – 800 π.Χ). του μουσείου της Ελευσίνας που περιέχεται ως φωτογραφία και στο βιβλίο της Ιστορίας της Γ΄ Γυμνασίου, ή σε γεωμετρικής εποχής χάλκινη πόρπη από τη Βοιωτία, αλλά και στη γνωστή κύλικα του Εξηκία που παριστάνει το ταξίδι του θεού Διονύσου με πλοίο. Πολύ περισσότερο δε, καθώς απεικονίζεται στo πλοίο του Θησέα με το οποίο αφίχθη στη Δήλο, όπου χόρεψαν τον γέρανο, σε μια από τις αφηγηματικές σκηνές του αγγείου «Φρανσουά», το οποίο χρονολογείται στα 570 π.Χ. 

Κύλικας Εξηκία

Η αντοχή αυτού του διακοσμητικού θέματος με τον Κύκνο ως ακρόπρωρο από τη μυκηναϊκή εποχή μέχρι και τη ρωμαϊκή, αφού εικονίζεται πολλές φορές σε ανάγλυφα του 1ου αιώνα μ.Χ. έως και του 3ου αιώνα μ.Χ, ανάμεσα στα οποία και στο ανάγλυφο του Τραϊανού, είναι εκπληκτική. Έτσι λοιπόν καταγράφηκε και στα λατινικά λεξικά ως «ltem nανigi genus habens in prora cygnos insculptos» ( Αγουρίδης 2003 : 31, 32. Κουτελάκης 2001 : 47 και φωτ. 9. Casson 1971 : fig. 30, 60, 95 – 96, 139, 149, 150, 156, 181. Επίσης C. Shevelius, Lexicon Magnum, Patavium 1715, λ. Κύκνος).
Ανάλογα ακρόπρωρα με διαφορετικά ζώα (αναφέρθηκα ήδη στη βραχογραφία της Δανίας, πράγμα που δείχνει μια κοινή αντίληψη των ναυπηγών από το 3000 π.Χ. Βλ. και το πλοίο σε αμφορίσκο από τη Σκύρο του 12ου αι. π.Χ. όπου το ακρόπρωρο θυμίζει ανατολίτικο δράκο ή κεφάλι Ίππου) χαρακτήριζαν άλλου είδους πλοία, όπως Πάρωνες, επειδή κατεξοχήν ναυπηγούνταν από τους Πάριους, Κάνθαροι, πλοίο γνωστό ως Ναξιακό και Σάμαινες της Σάμου με ακρόπρωρο το ρύγχος μιας γουρούνας, η οποία σχετίζεται ιδιαιτέρως με πανάρχαιες, προϊστορικές ντόπιες αντιλήψεις (Κουτελάκης 2001 : 47- 48).Φαίνεται πως η καταγωγή χαρακτηριστικών ακρόπρωρων άρχεται από την προϊστορική περίοδο καθώς δείχνουν τα γνωστά «τηγάνια της Σύρας» με ακρόπρωρο ένα ψάρι, για το οποίο διατυπώθηκαν διάφορες θεωρίες, που πρέπει τώρα να αναθεωρηθούν. Το πιο πιθανό κατά τη γνώμη μου είναι ---πέρα από τον συμβολισμό τους για τον οποίο έχει διατυπωθεί η άποψη (Kashtan 2001 : 324 – 325) ότι πολλά από αυτά ήταν σύμβολα υγείας, αλλά και πολιτικής και στρατιωτικής ισχύος ή και θρησκευτικής επιρροής --- ότι άλλοτε απηχούν πραγματικά δεδομένα και άλλοτε αποτελούν αλληγορία του γοργοτάξιδου πλεούμενου, όπως συμβαίνει ως σήμερα με τα ονόματα που δίνονται στα πλοία (Γλάρος, Δελφίνι, Θαλασσοπούλι κ.α.π) και κυρίως ότι ως έμβλημα έδιναν το στίγμα και δήλωναν τον τόπο της ναυπήγησής τους ή τουλάχιστον τον τόπο προέλευσης, άρα και την προέλευση φυλετικά των ναυτίλων - εμπόρων.
Το άφθονο υλικό που έχει δημοσιευτεί, καταδεικνύει ακριβώς αυτή την ιδιαιτερότητα, η οποία μέχρι σήμερα δεν έχει επισημανθεί, αφού τα μεν πλοία της Αιγύπτου έφεραν ως ακροστόλιο (τα αρχαιότερα) κλάδους φοίνικα, τα νεότερα άνθος παπύρου και σπανιότερα κεφάλι αλεπούς , πάνθηρα, ή κεφαλή Θεού, όπως στο πλοίο του Amun Usershet (Landström 1970 : fig. 10, 14, 45, 59, 60, 90, 167, 293, 299- 301, 340 – 343, 364, 376, 96 – 100, 103, 158, 344, 345, 350, 369, 408) ή εστεμμένο γεράκι, τα δε πλοία από τη Σαρδηνία και Ετρουρία του 10ου - 8ου αιώνα π.Χ, που συνέχιζαν αρχαιότερη τοπική Παράδοση είχαν ως ακροστόλιο κεφάλι κριού ή κερασφόρου ελαφιού ή πάπιας - κύκνου, όπως δείχνει η μάχη του Ραμσή ΙΙΙ κατά των Λαών της Θάλασσας στη στήλη του Medinet Habu και τα ομοιώματα πλοίων - πάπια σε σχήμα πυξίδων από ελεφαντόδοντο ( Bonino 1995 : fig. 1, 2, 4F, 7B, 8 και Πλόες 2003 : 465, 533).
Το γεγονός ότι πρόκειται εδώ για θαλασσινούς επιδρομείς που προέρχονταν από το Αιγαίο , τη Μικρά Ασία, αλλά κυρίως από τη Σαρδηνία, Ετρουρία και Σικελία, καταδεικνύεται και από τη διαφορετική πολεμική αμφίεσή τους σε σχέση με τους Αιγύπτιους πολεμιστές, αφού φορούν κράνη είτε με λοφίο, όπως το ιδεόγραμμα στο Δίσκο της Φαιστού, είτε κράνη με κέρατα , όπως στα χάλκινα αγαλματίδια από την Σαρδηνία (Πλόες 2003 : 42, 461, αρ. 818 ). Άλλωστε και τα πλοία των Τυρίων , Σιδωνίων και άλλων τοπικών φυλών της Συρίας και Παλαιστίνης που οι Έλληνες ονόμασαν με μια λέξη Φοίνικες, είχαν ακρόπρωρα είτε κεφαλή αλόγου γι’ αυτό και λέγονταν ίπποι (προφανώς για να δηλώσουν το ταχύ και γοργοτάξιδο, όπως είναι ο κέλης ) είτε είχαν Πατάϊκους, δηλαδή Πυγμαίους (Casson 1971 : 66, fig. 92 και Ο Ταύρος 2003 : 144).
Επομένως το όλο ζήτημα συνάπτεται με την ονομασία «Κυκλάδες» ως γεωγραφικού όρου.
Είναι γνωστή η αρχαία παράδοση για την ετυμολογία του γεωγραφικού πια όρου «Κυκλάδες», ως νήσων που κυκλώνουν το ιερό νησί της Δήλου, τόπου γεννήσεως του Απόλλωνα και της Άρτεμης. Κανένας μέχρι πρότινος δεν αποτόλμησε μια νέα προσέγγιση πλην του καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών Ιωάννη Προμπονά, του οποίου η πρόταση ότι «καθώς ταξιδεύεις έχεις την εντύπωση πως κυκλώνεσαι από τα νησιά», είναι λογική και ελκυστική, αλλά όχι εντελώς πειστική (Προμπονάς 1997 : 41 – 43).
Επιχειρώντας επομένως να ετυμολογήσω πάλι τον όρο «Κυκλάδες», εξετάζοντάς τον με άλλη οπτική, θα πρέπει να τονίσω ιδιαιτέρως ένα ισχυρό δεδομένο. Την αμετάβλητη από χιλιάδων ετών φυσική και γεωγραφική θέση των νησιών που απαρτίζουν το σύμπλεγμα εκείνων που καλύπτονται με τον πιο πάνω όρο. Το δεδομένο αυτό αποτελεί αναμφισβήτητο επιχείρημα που δε μπορεί να μη ληφθεί υπόψη, όπως απέδειξα με ανάλογη εργασία για την ετυμολογία του Υμηττού ως «Τρελλού» (Κουτελάκης 1994 : 36 – 37).
Αφού λοιπόν η θέση μεταξύ τους, το σχήμα τους, οι ονομασίες τους και η γεωγραφική τους χωροταξία δεν έχει υποστεί καμιά μεταβολή από τα βάθη του ιστορικού τουλάχιστον χρόνου, θα πρέπει με μια απλή ματιά στο χάρτη να συμφωνήσει και ο πλέον δύσπιστος αναγνώστης, πως όσα από αυτά θεωρούνται ότι κυκλώνουν το ιερό νησί της Δήλου, όχι μόνο δε σχηματίζουν ακριβή κύκλο γύρω του, αλλά επιπλέον βρίσκονται παράκεντρα ως προς αυτό, και σε τόση απόσταση, ώστε μόνο αν διευρυνθεί ο κύκλος στα απώτερα όρια του ανατολικού Αιγαίου, ίσως τότε να συμφωνήσουμε για το κέντρο ενός τέτοιου κύκλου. Κάτι τέτοιο όμως από καμιά αρχαία φιλολογική ή ιστορική πηγή δεν προκύπτει, αφού κατονομάζονται επακριβώς εκείνα τα νησιά που «κυκλώνουν» τη Δήλο ( Κουτελάκης 2001 : 44 – 49 με πλήρη βιβλιογραφία).
Επομένως για την ετυμολογία του όρου «Κυκλάδες» η έρευνα οφείλει να στραφεί προς άλλη κατεύθυνση, αναζητώντας όλους εκείνους τους παράγοντες που θα μπορούσαν να θεμελιώσουν την ονομασία ως μια λογική αλληλουχία παραμέτρων, όπως πρακτικές, παρατηρήσεις των ανθρώπων της εποχής εκείνης, δοξασίες και κυρίως θρησκευτικές απόψεις και αντιλήψεις.



Το αρχαιότερο κείμενο που αναφέρεται στο νησί της Δήλου είναι ο Ομηρικός Ύμνος «εις Απόλλωνα» και το αντίστοιχο ποίημα του Καλλίμαχου «εις Δήλον», από τα οποία αντλούνται και οι σχετικές περικοπές. Στη Δήλο λοιπόν «οι περιοικίδες νήσοι» σύμφωνα με τον Στράβωνα (10.5.2) έστελναν τους ωραιότερους χορούς; (ομάδες χορευτών και τραγουδιστών) ''χαριστήρια Απόλλωνι ", καθιστώντας την τόπο, όπου ο χορός και η μουσική δεν έπαυαν ποτέ, ώστε οι Δήλιοι είχαν αποκτήσει την ειδικότητα στη σύσταση και εκτέλεση των χορών σύμφωνα με τον Μένανδρο, πράγμα που κατέστησε παροιμιώδη τη χαρά των εορτών τους με αποτέλεσμα οι αρχαίοι Έλληνες να λένε: «άδεις ώσπερ εις Δήλον πλέων».


Μεγάλοι ποιητές, όπως ο Εύμηλος, ο Βακχυλίδης, ο Πίνδαρος και ο Καλλίμαχος έχουν συνδέσει την ποιητική παραγωγή τους με το ιερό νησί, είτε για λογαριασμό των Μεσσηνίων και Κείων, είτε για λογαριασμό των Χαλκιδέων, Αθηναίων και Πτολεμαίων, συνεισφέροντας στη διαμόρφωση μιας πανελλήνιας συνείδησης και κωδικοποιώντας λατρευτικές συνήθειες που τουλάχιστον από το 426 π.Χ., με την επέμβαση των Αθηναίων και την υπέρλαμπρη και εντυπωσιακή παρέλαση του χορού τους πάνω σε γέφυρα που ένωσε τη Ρήνεια και τη Δήλο (418 π.Χ.), έλαβε τη μoρφή μιας προπαγάνδας, η οποία αποσκοπούσε τόσο στην τόνωση της Ιωνικότητας της παλιάς παν-Ιώνιας εορτής, όσο και στην εδραίωση της Αθήνας ως ηγεμονικής δύναμης και συνάμα μητρόπολης- αναδιοργανώτριας των «Δηλίων», που ορίστηκαν σύμφωνα με τον Θουκυδίδη να τελούνται κάθε 4 χρόνια.
Σ’ αυτά λοιπόν τα εορταστικά δρώμενα ο κυκλικός χορός των ομάδων που έρχονταν από τα κοντινά νησιά συνδυαζόταν με την κυκλική περιφορά των ναυτικών και εμπόρων γύρω από το βωμό του θεού στον οποίο έταζαν για να κατευνάσει τους δυνατούς ανέμους, σύμφωνα με τον Καλλίμαχο, κίνηση που συνδέθηκε από τη μυκηναϊκή εποχή και ιδίως από τα πρώϊμα ιστορικά χρόνια με την κυκλική κίνηση των Κύκνων, οι οποίοι για να διευκολύνουν τη γέννα της Λητούς από τις ωδίνες του τοκετού «εβδομάκις εκυκλώσαντο» την Δήλο «μέλποντες» (τραγουδώντας μελωδικά), ώσπου να γεννηθεί ο Απόλλων (Ευριπίδης, Ιφιγένεια εν Ταύροις, στίχοι 1176 – 1187 και Παπαδοπούλου 1998 και 1999 : 114, 119 σημ. 64) τον οποίο τελικά μετέφερναν ζωσμένοι σε άρμα, τόσο στους Δελφoύς, όσο και στη χώρα των Υπερβορρείων, τόπο στον οποίο είχε γεννηθεί η μητέρα του Λητώ, και από τον οποίο έρχονταν σύμφωνα με τον αρχαίο μύθο οι 4 παρθένες στη Δήλο, δηλ. η Υπερόχη, η Λαοδίκη, η Ούπις (μεταγενέστερα Ώπη) και η Άργη.
Έτσι ο Κύκνος γίνεται το δευτερεύον (μετά την κιθάρα) σύμβολο του Απόλλωνα και κατ’ επέκταση της Δήλου στα νομίσματά της. Αυτό κατά τη γνώμη μου δεν είναι καθόλου άνευ αξίας, γιατί αν στην ερυθρόμορφη κύλικα του Ζωγράφου της Ερέτριας εικονίζεται η Τηθύς να χορεύει με τις προσωποποιήσεις των νησιών Λήμνου, Εύβοιας και Δήλου --πράγμα που κατά τον μελετητή Beazley σημαίνει ότι ο χορός των νησιών θα πρέπει να περιγραφόταν σε κάποιο πρώϊμο ποιητικό έργο το οποίο έχει χαθεί--, τότε δεν πρέπει να αποκλειστεί η εκδοχή και τα υπόλοιπα Ιωνικά νησιά που έστελναν χορούς να προσωποποιήθηκαν ως Κύκνοι και επομένως η συνάφειά τους με την περιεκτική ονομασία Κυκνάδες νήσοι να μην απέχει της πραγματικότητας, που συνειρμικά κατέληξε στον τύπο Κυκλάδες, αφού και γλωσσικά είναι υπαρκτή και μάλιστα ευρύτατα διαδεδομένη η εναλλαγή του ν και λ, όπως ανάμενε > λάμενε, αλεφάντρα < ανυφάντρα, καλαναρχώ < κανοναρχώ (Δωδεκάνησα), αμπενοκλάδι < αμπελοκλάδι (Χίος), λημόρια < μνημόρια, λυχτερίδα < νυχτερίδα, λινοφασκιά < ελελίφασκος (Νάξος), αννήλους < αλλήλους και τόσα άλλα (Κουτελάκης 2001 : 46 – 48 , τις σημειώσεις 11 έως 16 και 18 έως 20).
Ασφαλώς όμως δεν μπορεί με κανένα τρόπο να αμφισβητηθεί η σύνδεση της γεωγραφικής αντίληψης των αρχαίων για τα νησιά με την πρόσληψη των μουσικών και χορευτικών κυκλικών δρωμένων, όπως μαρτυρεί περί αυτών η εκτέλεση ενός διθύραμβου από όμιλο νέων της Κέας στο α΄ μισό του 5ου αιώνα π.Χ (Παπαδοπούλου 1999 : 119, σημ. 64). Η έννοια του κέντρου τόσο στο χορευτικό, όσο και στο θρησκευτικό επίπεδο κυριαρχεί στα κείμενα των Ύμνων, όπου η Αστερίη (Δήλος) είναι «αμφιβόητος», δηλ. κυκλώνεται από ήχους, ενώ μύρια τραγούδια την περιβάλλουν κυκλικά («περιτροχόωσιν αοιδαί») και η άσημη νήσος γίνεται πια «ιστίη νήσων», κέντρο δηλ. των άλλων νησιών, η εκλεκτή του θεού Απόλλωνα, που γύρω της χορεύουν σε κύκλο τα νησιά, σύμφωνα με τους στίχους 300 - 301 του Καλλίμαχου: «σε μεν περί τ' αμφί τε νήσοι / κύκλον εποιήσαντο και ως χορόν αμφεβάλοντο».
Έτσι ο κοινός αυτός ποιητικός τόπος πέρασε ως θρησκευτική ιδεολογία για να καταλήξει ως αντίστοιχη ποιητική εικόνα γεωγραφικού προσδιορισμού συστάδας νήσων1, κυρίως των Ιωνικών, που συνολικά έλαβαν το όνομα Κυκλάδες, χωρίς κάτι τέτοιο να συμβαίνει με τη στενή έννοια της γεωμετρικής αντίληψης κύκλου. Αποκρυστάλλωση αυτής της αντίληψης είναι η καταχώρηση του κοινού αυτού τόπου στα λεξικά (και η άκριτη πλέον αναπαραγωγή της πληροφορίας), όπως στον Διονύσιο Περιηγητή και Στέφανο Βυζάντιο, όπου διαβάζει κανείς: «Δήλον εκυκλώσαντο και ούνομα Κυκλάδες εισίν».
Με αυτή την προσέγγιση έγινε προσπάθεια να επιλυθεί ένα πρόβλημα ετυμολογικό, το οποίο άπτεται ιστορικο-γεωγραφικής σημασίας , αλλά το οποίο ως θεωρητική γνώση χρησιμεύει ακόμη διδακτικά για την ερμηνεία και κατανόηση ιστορικών όρων από τους μαθητές και μάλιστα με βιωματική προέκταση.
Κυκλάδες λοιπόν δεν είναι τα νησιά που βρίσκονται κυκλικά διατεταγμένα γύρω από τη Δήλο, αλλά τα «Ιωνικά» νησιά που έστελναν είτε με ειδικά πλοία, «τους Κύκνους», ομίλους χορευτών και τραγουδιστών στο ιερό νησί, είτε απλά ομίλους, όπου με λαμπρότητα ξεδίπλωναν τις τοπικές για κάθε ένα από αυτά χορευτικές κυκλικές τους δεξιότητες, σαν Κύκνοι (Κυκνάδες) που περιτρέχουν το νησί, αντλώντας ιδέες και τσακίσματα ο ένας από τον άλλον, ιδίως με βήματα και φιγούρες των πρωτο-χορευτών, όπως ως σήμερα θαυμάζεται και συναρπάζει η ποικιλία των νησιώτικων χορευτικών ομάδων με τις ξεχωριστές για κάθε νησί ενδυμασίες και τους διαφορετικούς μουσικούς σκοπούς και τραγούδια.
Αλλά κι αν δεν ισχύει η υπόθεση ότι οι Κυκνάδες έλαβαν την ονομασία τους από τα πλοία που ναυπηγούντο στα νησιά αυτά και έφεραν ως ακροστόλιο το κεφάλι Κύκνου (για τη διαχρονικότητα αυτού του τύπου των πλοίων ως προς την κατασκευή τους ---Τύπος V και VI --- ο Wedde έγραψε ότι είχαν «Unbroken continuity into Iron Age, carrying a bird symbol»), τότε το συμπέρασμα είναι ότι με το ακρόπρωρο αυτό σηματοδοτείται ο χώρος της ναυπήγησής τους και της φυλετικής προέλευσης αυτών που πρώτοι το χρησιμοποίησαν. 

Η ναυμαχία με τους λαούς της  θάλασσας στη στήλη Medinet Habu

Ένα πλοίο Κύκνος σαν αυτά τα προϊστορικά είναι λογικό να συνδεθεί με την ομορφιά του και την περηφάνια που θα ένιωθαν οι κάτοχοί του, καθώς στους σταθμούς προσέγγισής του οι ντόπιοι θα το θαύμαζαν. Και είναι ενδεχόμενο στα χρόνια της Γεωμετρικής εποχής, τότε που οργανώνονται οι πρώτες «πόλεις» και καθιερώνονται οι επίσημες γιορτές στη Δήλο με αποστολή των ομίλων των χορευτών και των τραγουδιστών, τα πλοία αυτά (των οποίων η χρήση από την εποχή της εμφάνισής τους ήταν πολλαπλή, αν όχι διαφορετική) με τα οποία στέλνονταν οι αποστολές από τα νησιά στη Δήλο, να απέκτησαν θρησκευτικό – τελετουργικό χαρακτήρα τέτοιο που καθιέρωσε το όνομα σε όσα νησιά συμμετείχαν σ’ αυτές, ως Κυκνάδες.
Ως Κυκλάδες πάντως καταγράφονται από τον Διονύσιο Περιηγητή μόνο «αι Ιωνίδαι νήσοι», ήτοι Κέως, Σίφνoς, Αμοργός, Άνδρος, Kύθνoς, Πάρος, Νάξος, Σέριφος, Ρήνια, Σύρος και Μύκονος ( Καλαμάκης 1990 : 30 –32).

Όμως το ερώτημα είναι αν η αρχική εμφάνιση αυτών των πλοίων με ακρόπρωρο τον Κύκνο σχετίζεται με ανάλογα από το Carmel Ridge και τη ναυμαχία του Ραμσή ΙΙΙ, όπως εικονίζονται στη στήλη της Medinet Habu που αποδίδονται στους «Λαούς της θάλασσας» και φυσικά με τους ναυτικούς των ακτών της Κιλικίας, της Κύπρου ή ακόμη και της σημερινής Δωδεκανήσου. Εντελώς πρόσφατα το άρθρο της P. Mountjoy επιβεβαιώνει με τον καλύτερο τρόπο τις απόψεις μου, αφού ανάμεσα στην κεραμική της τοποθεσίας Bademgedigi Tepe της Μ. Ασίας που βρίσκεται Β. της Εφέσου και χρονολογήθηκε στην LH IIIC βρέθηκε και ένας μεγάλος κρατήρας σε θραύσματα, στον οποίο απεικονίζεται σκηνή ναυμαχίας (Pl. XCVI). Σε ένα από τα εικονιζόμενα πλοία εμφανίζεται στο ακρόπρωρο ανάλογο πτηνό και το πιο σημαντικό, οι πολεμιστές φορούν κράνος όμοιο με αυτό των Λαών της Θάλασσας, όπως στην στήλη του Medinet Habu. Η συγγραφέας μάλιστα επισημαίνει (σ. 424) ότι είναι ίδιο με αυτά που εικονίζονται και στην κεραμική που βρέθηκε στα Σεράλια της Κω (Pl. XCVIII c-f) γεγονός που δείχνει μια ταύτιση της περιόδου με αυτήν των κινήσεων των Λαών της Θάλασσας. Στη ναυπηγική, όπως και στις άλλες τεχνολογίες υπήρχε αμοιβαία μεταφορά γνώσεων, όπου στη συγκεκριμένη περίπτωση, για μια δεδομένη περίοδο, εμφανίζεται ένα αριστούργημα στην Τέχνη μεταξύ Αιγυπτίων και των λαών που κατοικούσαν στα νησιά του Αιγαίου, την Κρήτη και τις Κυκλάδες, σύμφωνα με τον Gillmer, ο οποίος επισημαίνει παράλληλα τις ομοιότητες ως προς την κατασκευή (σκαρί) μεταξύ των πλοίων της Θήρας και εκείνων της 12ης Δυναστείας της Αιγύπτου (Artzy 2001 : fig. 5. Wedde 1995 : Type V – VI. Gillmer 1995 και 2001 : 211 – 212).
Ωστόσο αυτές οι ομοιότητες αφορούν και τα ακροστόλια για τα οποία μέχρι σήμερα οι μελετητές δεν έδωσαν την πρέπουσα προσοχή. Λόγου χάρη επιβεβαιώνεται η προέλευση του εικονιζόμενου πλοίου στις τοιχογραφίες της Θήρας από την Αίγυπτο, και από την ομοιότητα των κεφαλών των αιλουροειδών που στολίζουν τις πρώρες των Αιγυπτιακών στη ναυμαχία με τους Λαούς της θάλασσας, αλλά κυρίως από το ίδιο το ολόσωμο αιλουροειδές που διακοσμεί εκτός από το πλοίο της Θήρας και το πολεμικό άρμα του Ramsi II στη μάχη του Qadesh, όπως απέδειξε ο Avner Raban22.( Gillmer 1995 : 188, fig. 2, 5. Raban 2001 : fig. 4. Landström 1970 : fig. 344, 345, 350. Κούρτης 2001 : 347 ).
Ανάλογα, το σχηματοποιημένο ακρόπρωρο με τη μορφή πτηνού σε σφραγιδόλιθο , αλλά και στον πίθο της Αίγινας που ο Wedde το κατέταξε στον Type IV με την παρατήρηση ότι είναι της ΜΜ εποχής, αποδίδει το πτηνό που στη μινωϊκή Κρήτη εθεωρείτο ως σύμβολο της θεάς της γονιμότητας και της ναυσιπλοίας, (στον Όμηρο ταυτίστηκε με τη Λευκοθέα), όπως στα ακρόπρωρα της Δυτικής Οικίας, δωμάτιο 5, συνδυασμένο με το ρήμα αίθω ( = κινούμαι ορμητικά), και μεταφορικά με το γοργοτάξιδο πλοίο (Walter 2004 : fig. 116. Αδρακτά 1996 : 81. Krtzyskowska 2005 :135, no. 230).
Επομένως αν ο όρος Κυκνάδες που προτείνεται, απηχεί μια κατάσταση ανάλογη με αυτήν που πιο πριν περιγράφηκε για τη χρήση των ακροστολίων στα πλοία, τότε η ονομασία των σημερινών Κυκλάδων, και φυσικά τα δρώμενα στη Δήλο, ανάγονται στην προϊστορική εποχή.
Θα κλείσω με μια τελευταία παρατήρηση. Το θεωρούμενο από τον Wedde και από άλλους ως πλοίο (εύρημα προερχόμενο από τη Νάξο) έχω την εντύπωση ότι αποδίδει έναν αγρότη με το βόδι του και το αλέτρι (Wedde 1995 : fig. 2b. ) στο οποίο ετοιμάζεται να το ζέψει ή από το οποίο μόλις το έχει λύσει.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αγουρίδης 2003 = Αγουρίδης Χρ., Το ναυάγιο της ΥΧ στο ακρωτήριο των Ιρίων του Αργολικού, Πρακτικά 1ου Διεθνούς Συνεδρίου Αργοσαρωνικού, τ. Α΄(2003) 152.
Αδρακτά 1996 = Αδρακτά Σοφία, «Μεταμόρφωση» θεών σε πτηνά στον Όμηρο, Πρακτικά Β΄ επιστημονικής συνάντησης στην Κέρκυρα (13 – 15 Οκτωβρίου 1995), Κέρκυρα 1996, 81.
Artzy 2001 = Artzy Michael, The Medinet Habu boat depictions. Can we trust Ramses III ?, Tropis VI (2001) 35 – 44.
Bonino 1995 = Bonino M., Sardinian, Villanovian and Etruscan crafts between the X and the VIII c. B.C from bronze and clay models, Tropis III (1995) 80 – 88.
Casson 1971 = Casson Lionel, Ships and Seamanship in the ancient World, Princeton- New Jersey 1971.
Φιλανιώτου1997 = Φιλανιώτου – Χατζηαναστασίου Όλγα, Η θάλασσα με τη ματιά δύο ζωγράφων, Πρακτικά Τήνος και Θάλασσα 1996, Τήνος 1997, 139 κ.ε.
Gillmer 1995 = Gillmer Thomas, Further identification of functional parts of Thera fresco’s ships, Tropis III (1995) 188.
Gillmer 2001 =Gillmer Thomas, Ships of the 12th Dynasty, Egyptian Kingdom and their relation to 17th century BCE Aegean ships, Tropis VI (2001) 209 – 213.
Καλαμάκης 1990 = Καλαμάκης Διον., «Σχηματική παράσταση των Κυκλάδων νήσων στον κώδικα Paris Gr. 2771 και μια μετακλασσική μαρτυρία για τους αποικιστές τους», Παρνασσός ΛΒ' (1990), 30-31.
Kashtan 2001 = Kashtan Nadav, The ship as reality and symbol, Tropis VI (2001) 317 – 329.
Κούρτης 2001 = Κούρτης Απόστολος, Το πλοίο της Θήρας, Tropis VI (2001), 347.
Κουτελάκης 1994 = Κουτελάκης Χαρ., Ανασκευή στα τοπωνυμικά παράδοξα Αττικής του Δημ. Καμπούρογλου, Αθήνα 1994, 36 - 37.
Κουτελάκης 2001 = Κουτελάκης Χαρ., Τήνος αρχαία και χριστιανική, Αθήνα 2001, έκδ. Π.Ι.Ι.Ε.Τήνου και Αδελφότητας Τηνίων.
Koutsouflakis 2001 = Koutsouflakis G., Longboats and Tuna fishing in Early Cycladic Period. A suggestion, Tropis VI (2001) 357 – 372.
Krzyszkowska 2005 = Krzyszkowska Olga, Aegean seals, University of London 2005.
La Grande Encyclopèdie, Paris, λέξη Boeuf.
Landström 1970 = Landström Björn, Ships of the Pharaohs, London 1970.
Μουσείο Ερμιτάζ. Οι ελληνικοί θησαυροί, Αθήνα 2004, εκδ. ΄Εφεσος.
Mountjoy Penelope, Mycenaean connections with the Near East in LH IIIC, Emporia I (2005) 423 – 424.
Ντούμας Χρ., Η πρώϊμη ναυσιπλοΐα στο Αιγαίο, Μεσόγειος – δρόμοι της θάλασσας (Αθήνα 2003) 26 – 28.
Ο Ταύρος 2003 = Ο ταύρος στον Μεσογειακό κόσμο, μύθοι και λατρείες, Αθήνα 2003, έκδοση ΥΠ.ΠΟ και Πολιτιστικής Ολυμπιάδας.
Παπαδοπούλου 1998 = Παπαδοπούλου Ζώζη, Αστερίη φιλόμολπος. Η θέση της μουσικής και των χορών στους μύθους και τις λατρείες της Δήλου, Κέρκυρα 1998.
Παπαδοπούλου 1999 = Παπαδοπούλου Ζώζη, Απόλλων εύυμνος, Αστερίη φιλόμολπος, Φώς Κυκλαδικόν. Μνήμη Νικ. Ζαφειρόπουλου, Αθήνα 1999.
Πατρικίου 2005 = Πατρικίου Κατ., Homo Florensis, ένας άγνωστος αδελφός μας, Corpus 68 (Febr. 2005) 27 – 35.
Πλόες 2003 = Πλόες. Από τη Σιδώνα στη Χουέλβα. Σχέσεις λαών της Μεσογείου (16ος – 6ος αι. π.Χ, Αθήνα 2003, έκδοση ΥΠ.ΠΟ – Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης.
Προμπονάς 1997 = Προμπονάς Ιωάννης, «Κυκλάδες : Ονομάζοντο έτσι , επειδή Δήλον εκυκλώσαντο ;», Κυκλ. Ημερολ. (1977) 41 – 43.
Raban 2001 = Raban Avner, The sea peoples and Thera ships, Tropis III (1995) 354 – 366.
Σοέρεφ , Μήττα 2001 = Σοέρεφ Κ., Μήττα Δήμητρα, Οι Θεοί της Σαμοθράκης και η θάλασσα, Tropis VI (2001) 529 – 545.
Walter 2004= Walter Hans, Ο κόσμος της αρχαίας Αίγινας (3000 – 1000 π.Χ), Αθήναι 2004.
Wedde 2003 =Wedde Michael, The Boat model from the LH IIIA –B sanctuary at Agios Konstantinos Methana and its typological context, Πρακτικά 1ου Διεθνούς Συνεδρίου Αργοσαρωνικού, τ. Α΄(2003) 285 – 300.
Wedde 1995 = Wedde Michael, Bow and stern in early Aegean Bronze Age ship imagery, Tropis III (1995) 490.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου