ελληνικά ζάρια του 580-570 π.Χ , από το Σούνιο |
Oi “κύβοι»
ήταν και είναι τα γνωστά σε όλους «ζάρια». ΄Ηταν μια εφεύρεση του Παλαμήδη,
«του επινοητικού με τα μεγάλα μάτια, αλλά άτυχου ήρωα» όπως αναφέρει ο
Φιλόστρατος, όταν στην Αυλίδα προετοιμάζονταν οι ΄Ελληνες να πλεύσουν εναντίον
της Τροίας. Ο Παυσανίας ανέφερε, ότι τους αφιέρωναν στο ναό της Τύχης.
Οι κύβοι λέγονταν και «πεσσοί και ήταν -όπως μας λέει ο
Σοφοκλής- «μια τερπνή γιατριά της απραγίας».
Λεξικό Ησύχιου ,Διογεν.παροιμ. 5,41 και Σχολιαστή του
Πλάτωνα στο Βυζάντιο τομ. 7 σελ. 820 « και πεσσοί δε εισίν κύβοι παρά το
πίπτειν αυτούς ούτως λεγόμενοι»(
Γκαζιάνης χ.χρ 18-19 ).
Υπάρχουν στοιχεία που αποδίδουν την πατρότητα του παιχνιδιού
στους Αιγυπτίους ή τους Ασιάτες, όμως το πότε πρωτοεμφανίστηκε παραμένει
αδιευκρίνιστο. Κανείς ερευνητής δεν τεκμηριώνει την άποψη πως η Ανατολή γνώριζε
το παιχνίδι αυτό πολύ πιο πριν την εποχή του Ομήρου.
Ο Πλάτων στον Φαίδρο αναφέρει ότι το παιχνίδι το είχαν
επινοήσει οι Αιγύπτιοι, όμως οι μελετητές σημειώνουν πως δεν αναφέρεται στην
κυβεία ή στην πεσσεία, αλλά στο πετευτήριο, δηλαδή έναν άβακα ίδιον με αυτόν
της πεσσείας στον οποίο οι Αιγύπτιοι, παρακολουθούσαν και σημείωναν αστρονομικά
σημεία, όπως τις κινήσεις ηλίου, σελήνης κλπ.
Έργο του Εξεκία, λεπτομέρεια από έναν Αθηναϊκό μελανόμορφο αμφορέα, από το Vulci της Ιταλίας, γύρω στο 540-530 π.Χ. Μουσείο Βατικανού, Ρώμη. Αχιλλέας και Αίας. |
Υπάρχει μια ολόκληρη σειρά από ζωγραφιστά αγγεία, όπου απεικονίζεται ένα ζευγάρι πολεμιστές,
όχι πάντα το ίδιο, να παίζουν κάποιο παιχνίδι , καθισμένοι ο ένας απέναντι στον άλλον. Πιθανότατα
παίζουν ζάρια, κάποια μορφή πεσσείας ή κάτι παρόμοιο. Δεν μπορούμε να είμαστε
βέβαιοι για τι ακριβώς παίζουν, επειδή τα αντικείμενα που απεικονίζονται είναι
πολύ μικρά και δεν διακρίνονται. Υπάρχουν όμως κάποια άλλα στοιχεία στις
απεικονίσεις αυτές, που είναι δηλωτικά του
είδους του παιχνιδιού. Για παράδειγμα, σε μία από αυτές, ανάμεσα στους δύο
παίκτες παρεμβάλλεται σε όρθια στάση η Αθηνά, που ως θεά της γνώσης ποτέ δεν θα επόπτευε ένα παιχνίδι
με χαρακτηριστικό την τύχη, όπως η κυβεία. ΄Αρα εδώ οι παίκτες παίζουν κάποιο
πνευματικό παιχνίδι, μια μορφή πεσσείας με πιόνια. Σ΄ένα άλλο αγγείο όμως
απεικονίζεται ο Αχιλλέας να παίζει με τον Αίαντα. Δίπλα τους υπάρχει η φράση
«τέσσερα Αχιλλέως, τρία Αίαντος», έκφραση που αναφέρεται σαφώς σε ζαριές, άρα
έπαιζαν κάποιο τυχερό παιχνίδι και όχι κάποιο παιχνίδι με πεσσούς.
Σύντομα η κυβεία και το κυβεύειν έγιναν αγαπητό παιχνίδι που
παιζόταν με πάθος από τους μεγάλους και μόνον από άνδρες. Οι Αθηναίοι και οι
Σικελοί έγιναν γνωστοί για το πάθος τους παίκτες ζαριών, που ονομάζονταν
κυβευταί, για τους οποίους ο Αντιφάνης είχε γράψει σχετικό έργο με τον ίδιο
τίτλο. Στην Αθήνα υπήρχε ένα μέρος που το προτιμούσαν ιδιαίτερα οι κυβευτές,
το Ιερό της Αθηνάς Σκιράδος, στην Ιερά Οδό προς την Ελευσίνα, όπου συνήθιζαν να
μαζεύονται οι παίκτες, και από το γεγονός αυτό τα κυβεία ονομάζονταν και
σκιραφεία, ενώ οι παίκτες σκιρευταί.
Προστάτες όλων των κυβευτών ήταν οι θεοί
Ερμής και Παν,
Οι κύβοι είχαν έξι πλευρές. Σε καθεμιά υπήρχαν κάποιος
αριθμός από το 1 έως το 6, έτσι ώστε το
άθροισμα των δύο απέναντι πλευρών, να είναι πάντα επτά. Ο άσσος ήταν η πιο κακή
ζαριά, «δυσβολώτατος» και μερικές φορές και «κύβος» όπως ολόκληρο το ζάρι. Η
καλύτερη ζαριά ήταν φυσικά το έξι , η εξάς που ονομαζόταν και «ευβολώτατος».
Ανάμεσα σ’ αυτές τις δυό ζαριές υπήρχε , η δυάς, τριάς, τετράς και πεντάς.
Συνήθως έπαιζαν με τρία ζάρια και το χειρότερο άθροισμα ήταν
το τρία, ενώ το καλύτερο το 18, δηλαδή τρία εξάρια, απ΄όπου επικράτησε η έκφραση «τρις εξ» που σημαίνει αναπάντεχη εύνοια της τύχης. Η
συνήθεια να παίζουν με δύο ζάρια δεν ήταν ελληνική , αλλά ρωμαϊκή και επικράτησε
την περίοδο της αυτοκρατορίας, κυρίως στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, οπόταν διαδόθηκε και στο Βυζάντιο και έφτασε
μέχρι τις μέρες μας. Ποτέ δεν έριχναν τα ζάρια με το χέρι , γιατί φοβόντουσαν
κάποια ατασθαλία από τον παίχτη. Στην αρχαία Ελλάδα τα έριχναν , αφού πρώτα τα
κουνούσαν , σ΄ένα μικρό δοχείο το κήθιον. Το οποίο στη συνέχεια άλλαξε μορφή
και καθιερώθηκε ως πυργίον ή πύργος. Αφού τα κουνούσαν στον κήθιον (διασείειν)
, τά έριχναν ( βάλλειν) πάνω σ΄έναν πίνακα, μια τάβλα, αν και το αντικείμενο
αυτό δεν ήταν απαραίτητο στην κυβεία, αφού μπορούσαν να παίξουν σε οποιαδήποτε
επίπεδη επιφάνεια.
Υπήρχαν και διάφορες ονομασίες για τις ζαριές , τις οποίες
παραθέτει ο Πολυδεύκης, οι καλές ζαριές (ευκυβείν) και οι κακές (δυσκυβείν).Ονομασίες
τέτοιες ξεχωρίζουμε αρκετές. Για παράδειγμα η καλύτερη ζαριά 3Χ6, ονομοαζόταν
«μίδας» ή «Αφροδίτη» , άλλες ονομάζονταν «ευδαίμων», «αντίτευχος» (εχθρός) ,
«δάκνων», «Λάκωνες», «Αργείος» κλπ.
Μερικές άλλες ονομασίες ταυτίζονται με τις καλές ριξιές των αστραγάλων,
όπως «κύων» ή «χίος» για την μονάδα , «κώος» για το έξι κλπ.
Η κυβεία λόγω της μορφής της και δεδομένου ότι όλοι
μπορούσαν να παίξουν ζάρια οπουδήποτε και όποτε ήθελαν, εξελίχθηκε στο πιο
διαδεδομένο παιχνίδι. Οι κανόνες ήταν πολλοί και μπορούσαν να ορισθούν
επιτόπου. Κανόνιζαν την ώρα, το ύψος του ποσού, τον αριθμό των ζαριών κλπ. Αυτό
που ενδιέφερε κυρίως ήταν το ύψος του ποσού. Ως εκ τούτου έκαναν μεγάλο θόρυβο
στους δημόσιους χώρους, όπου στον θόρυβο των ζαριών προστίθενταν οι κραυγές και
οι επικλήσεις των παικτών, καθώς και όσων παρακολουθούσαν μαζεμένοι γύρω- γύρω.
Τα επιφωνήματα σε θεούς και δαίμονες, ήταν χαρκτηριστικά, αλλά τα πιο ευτράπελα
ήταν όσα επικαλούνταν την προστασία κάποιας ερωμένης τους, συνήθως κάποιας
γνωστής εταίρας.
Από τον ελλαδικό χώρο δεν έχουμε κάποια αρχαιολογική
αναφορά, αντίθετα με τον ρωμαϊκό. Μια διασκεδαστική τοιχογραφία της Πομπηίας
εικονίζει δύο παίκτες να φιλονικούν. Ανάμεσά τους βρίσκεται μια τάβλα
παιχνιδιού, πάνω στην οποία είναι πεταγμένα τα πιόνια. Ο ένας παίκτης,
κρατώντας το χωνί στο χέρι, φωνάζει στον αντίπαλό του «κάνε πέρα, κέρδισα» . Ο
αντίπαλος απαντά «δεν είναι τρία , αλλά δύο». Σε μια άλλη σκηνή, που έρχεται
σαν συνέχεια της προηγούμενης, δύο άντρες είναι όρθιοι και φιλονικούν, ενώ ο
ταβερνιάρης τους ζητά να φύγουν.
H χρήση των ζαριών , κάποια στιγμή αξιοποιήθηκε ως μια μορφή
μαντείας. ΄Ετσι τα ζάρια, όπως και οι αστράγαλοι (κότσια), χρησιμοποιούνταν
στους ναούς για εξαγωγή χρησμών (κληρομαντική μέθοδος) και η κυβομαντεία
εξελίχθηκε σε σημαντικό είδος μαντικής τέχνης. ΄Όλα αυτά δεν συνεπάγονταν ότι
τα παιχνίδια με τα ζάρια είχαν κάποιο θρησκευτικό χαρακτήρα ή κάποια σχέση με
ιερό σκοπό. Μπορούσαν όμως να επηρεάσουν την κρίση των προληπτικών , οι οποίοι
κρεμούσαν τα ζάρια στον λαιμό τους σαν φυλαχτό, όπως φαίνεται καθαρά σε έκθεμα
του Μουσείου της Σάιντ όπου φυλάσσονται κάποια ζάρια σε σχήμα σφήνας.
Τα
περισσότερα αρχαιολογικά ευρήματα προέρχονται από την ρωμαϊκή περίοδο και από
από περιοχές καθαρά ρωμαϊκές, όπως π.χ από την σημερινή Ιταλία, είτε από
κτήσεις της Ρώμης, όπως τη Γαλατία και την Ιβηρική. Την σημαντική θέση της κυβείας
και των ζαριών επί Ρώμης, την δείχνει η περίφημη φράση του Καίσαρα « ο κύβος
ερρίφθη» ενώ πολλοί λατίνοι συγγραφείς
έγραψαν διδακτικά ποιήματα για τα ζάρια.
Υπήρχε μάλιστα και μια πραγματεία σε πεζό , του αυτοκράτορα Κλάυδιου, που
ήταν και ο ίδιος μανιώδης παίχτης. Και για τους Ρωμαίους η κυβεία ήταν
συνδεδεμένη με τις έννοιες της τύχης και της μοίρας. ΄Αλλωστε η λατινική λέξη
για το ζάρι είναι alea όπως και η τύχη. Η
ίδια λέξη αναφέρεται σε όλα τα τυχερά παιχνίδια, ειδικότερα όμως στο παιχνίδι
των ζαριών. Ορισμένοι παχκτς είτε
έπαιζαν υπέρογκα ποσά όπως αναφέρει ο Σουητώνιος «έπαιξε στα ζάρια τετρακόσιες
χιλιάδες σεστέρσια τον πόντο» , είτε έκλεβαν κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού.
΄Όπως μας πληροφορεί και πάλι ο Σουητώνιος, «χωρίς να περιφρονεί το κέρδος που
αποκόμιζε από το παιχνίδι των ζαριών ο Καλλιγούλας, κέρδιζε ακόμα περισσότερα
κλέβοντας και επιορκώντας».
Οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες προσπάθησαν με διάφορους νόμους να
περιορίσουν το πάθος των πολιτών τους για την κυβεία ή ακόμα και να την
απαγορεύσουν. Οι νόμοι με τους οποίος απογορεύτηκε η κυβεία ήταν οι Lex Titia, Lex Publicia και
Lex Cornelia.
Παρά ταύτα το παιχνίδι εξακολούθησε να παίζεται σε χώρους που
προσπαθούσαν να τους κρατήσουν μυστικούς. Μάλιστα οι διευθύνοντες, τα παράνομα
αυτά στέκια, έδιναν στους πελάτες τους ειδικές σφραγίδες (από πηλό) ώστε να
τους αναγνωρίζουν.
Τον καιρό της Δημοκρατίας θεσπίστηκε ένας άλλος νόμος, ο Lex Talaria, που τον αναφέρει και
ο Πλαύτος, γιατί αφορούσε ειδικά το παιχνίδι της κυβείας. Σύμφωνα με αυτόν,
απαγορεύονταν όλα τα τυχερά παιχνίδια
και οι παραβάτες τιμωρούνταν με χρηματικές ποινές, τετραπλάσιες του
ποσού που στοιχημάτιζαν.΄Ηταν σημαντικός νόμος γιατί τον επικαλούνται και οι
Κικέρων και Οράτιος, όμως η κυβεία δεν ανακόπηκε.
Στην εποχή του Βυζαντίου, δεν βρίσκουμε την αφθονία των
αρχαιοελληνικών παιχνιδιών. Ο χριστιανισμός που κατέστρεψε τεράστιο αριθμό
μνημείων των Ελλήνων, στιγματιζόμενος για πάντα με το στίγμα του καταστροφέα
του Ελληνικού πολιτισμού, συμπαρέσυρε στην ορμή του και τα παιχνίδια των
αρχαίων χρόνων.
Και εάν το Βυζάντιο δεν αποτελούσε συνέχεια της Ρωμαϊκής
αυτοκρατορίας, τότε τίποτα το ελληνικό δεν θα είχε διασωθεί.
Πολλά από τα
αρχαιοελληνικά πιχνίδια μεταδόθηκαν στους Ρωμαίους και έτσι παραδόθηκαν στους
Βυζαντινούς, με τη διαφορά ότι επέζησαν μόνο δύο τύποι παιχνιδιών, τελείως
διαφορετικών μεταξύ τους. Κάποια εντελώς παιδικά και κάποια παιχνίδια μόνο για
άνδρες. Για τις γυναίκες ούτε λόγος να γίνεται. Τα ανδρικά παιχνίδια ήταν ή
αγωνιστικά ή τυχερά, δηλάδή της κυβείας,
που παίζονταν μόνο με ζάρια.
Τα κυβευτικά παιχνίδια
πρωταγωνιστούσαν στο Βυζάντιο, και κυριαρχούσαν στην καθημερινή ζωή των
Βυζαντινών, από τον κοιτώνα του αυτοκράτορα , ως τα στενοσόκακα των λαϊκών
συνοικιών ή τα σκοτεινά καταγώγια. Το πάθος είχε καταλάβει όλες τις κοινωνικές
τάξεις , από τους δούλους που έχαναν ακόμα και την ελευθερίας τους στα ζάρια
και στο τάβλι, τους επαίτες που έχαναν λεφτά
και ρούχα, τους διανοούμενους , τους ποιητές, τους στρατιωτικούς, μέχρι
και τους αυτοκράτορες. Είναι γνωστή στην
ιστορία του ταβλιού η παρτίδα που έχασε ο αυτοκράτωρ Ζήνων τον 5ο αι.,
ενώ είναι το ίδιο γνωστά τα ονόματα πολλών αυτοκρατόρων που έπαιζαν ζάρια μετά
μανίας.
Φυσικά η εκκλησία
είχε αντιπαρατεθεί άμεσα κατά της κυβείας, με κανόνες των ιερών
συνόδων και ρητορικούς λόγους από άμβωνος,
ενώ παράλληλα οι αυτοκράτορες με διάφορα
διατάγματα και νόμους κατά της κυβείας,προσπαθούσαν ανεπιτυχώς να εξαλείψουν το φαινόμενο.
Πηγές:
Χρήστος Λάζος, "Παιχνίδια των αρχαίων ελλήνων" εκδόσεις ΑΙΟΛΟΣ
Βασιλοπούλου, Ειρήνη (2003, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ)),"Το παιδί και το παιχνίδι στην αρχαία ελληνική τέχνη".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου