Nicolas Louis Francois Gosse: Η μάχη της Ακρόπολης (1827). Λάδι σε μουσαμά.
Η νεαρή όμορφη γυναίκα είναι η Ασήμω Λιδωρίκη, γυναίκα του φρούραρχου της Ακρόπολης, Γιάννη Γκούρα. Η σκηνή, μετά το θάνατο του Γκούρα: η Ασήμω παίρνει ενεργά μέρος στην άμυνα της Ακρόπολης. Ο Gosse την τοποθετεί ανάμεσα σε αρχαίους κίονες και τη βάζει να κρατάει γυμνό γιαταγάνι, να είναι τραυματισμένη στο αριστερό χέρι και να πατάει το οθωμανικό μπαϊράκι. Έχει υποστηριχτεί ότι πρόκειται για το ίδιο μοντέλο με εκείνο του πίνακα “η Ελλάδα θρηνεί πάνω στα ερείπια του Μεσολογγίου”, του Ντελακρουά,. Ο πίνακας βρίσκεται στο Ναύπλιο.(σχόλια http://anthoulaki.blogspot.gr/)
...............................
Ο Ιωάννης Γκούρας
είχε γεννηθεί στη Γκουρίστα, της Παρνασσίδας το 1791. Μυήθηκε στη
Φιλική Εταιρία από το συγγενή του Πανουργιά. Με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο
πολέμησε στο Χάνι της Γραβιάς όπου διακρίθηκε για τον ηρωισμό του.
Συμμετείχε επίσης και στη μάχη των Βασιλικών με τον Πανουργιά, όπου στην
κρισιμότερη στιγμή, χάρη στη γενναιότητα του και στα ηγετικά του
προσόντα, κατήγαγε κέραια πλήγματα στο βασικό κορμό των τουρκικών
δυνάμεων με αποτέλεσμα να επηρεάσει σοβαρά την έκβαση της μάχης. Στις 23
Φεβρουαρίου 1823 έγινε στην Αθήνα ο γάμος του με την Ασήμω, την
πανέμορφη κόρη του Αναγνώστη Λιδωρίκη από την ιστορική οικογένεια του
ομώνυμου χωριού. Η νύφη ήταν συγγενής σημαντικών παραγόντων της
Επαναστάσεως και γενναίων πολεμιστών. Ο αδελφός της μάλιστα ο
Αναστάσιος, εκτός από διακεκριμένος αγωνιστής έλαβε ενεργό μέρος στις
Εθνικές Συνελεύσεις, ως αντιπρόσωπος της επαρχίας του. Αυτός ο γάμος
ήταν μεγάλη επιτυχία. Η τύχη του Γκούρα ήταν εξαιρετική. Η όμορφη
γυναίκα του συγκέντρωνε όλα τα προσόντα της συζύγου ενός Οπλαρχηγού.
Πάντα πλάι του ακόμα και στις μάχες, αγωνιζόταν για την Πατρίδα με
γενναιότητα και ηρωισμό. Οι συμπολεμιστές της την αποκαλούσαν «Νταλιάνα» επειδή οι γραμμές του υπέροχου κορμιού της τους θύμιζαν το «νταλιάνι», το πιο όμορφο και κομψό ντουφέκι εκείνης της εποχής.
Παρά
τις αρετές της όμως δεν είχε πάψει να είναι γυναίκα. Γι΄ αυτό είχε μέσα
της το σπέρμα της αντιζηλίας, που φωλιάζει στη ψυχή κάθε γυναίκας
ανεξαιρέτως και είναι γνωστή από την εποχή του γάμου του Βασιλιά Πηλέα
με τη Νηρηίδα Θέτιδα. Ένα μήλο τότε, που έγραφε «τη καλλίστη»
ήταν αρκετό να προκαλέσει μεγάλη διαμάχη μεταξύ των γυναικών. Το κακό
μεταφέρθηκε απ’ αυτές στους άνδρες, οι οποίοι ανέκαθεν ενεργούν
επηρεασμένοι από τις επιθυμίες των γυναικών και καταλήξαμε στις συμφορές
του Τρωικού Πολέμου, με πρωτεργάτες πάλι τις γυναίκες, θνητές ή
αθάνατες.
Το
1822, βρίσκουμε το Γκούρα φρούραρχο των Αθηνών και το 1825 Γενικό
Οπλαρχηγό Ανατολικής Ρούμελης. Η Νταλιάνα ζωσμένη με τα κουμπούρια της
και με το σπαθί στο χέρι ήταν πάντα στο πλευρό του. Δεν τα πήγαινε όμως
καλά με τις Ανδρούτσαινες, δηλαδή τη μάνα και τη σύζυγο του Ανδρούτσου.
Οξυδερκής ο Οδυσσέας κατάλαβε έγκαιρα τον κίνδυνο. Για να αποφύγει τη
ρήξη με το Γκούρα αναγκάσθηκε να τις απομακρύνει. Τις πήγε στη «Μαύρη Τρύπα»
όπως αποκαλούσαν τότε το Κωρύκειο άντρο του Παρνασσού, ένα από τα
ιερότερα σπήλαια της αρχαιότητας, όπου λατρευόταν ο θεός Πάνας με τη
νύμφη Κωρυκεία και είχε μετατραπεί τότε σε οχυρό. Οι καυγάδες
σταμάτησαν, αλλά λέγεται ότι δυστυχώς το κακό συνεχίσθηκε με την αφόρητη
γυναικεία γκρίνια και τη «κρεβατομουρμούρα»
της Νταλιάνας, που στάλαξε στη ψυχή του άντρα της το άσβηστο μίσος κατά
του φίλου και συμπολεμιστή του. Δεν άργησε να έρθει και ο εθνικός
διχασμός. Η διχόνοια και ο αλληλοσπαραγμός. Κάτι αναμενόμενο που δεν
λείπει από την Eλληνική
Ιστορία από αρχαιοτάτων χρόνων. Μέσα σ’ αυτό το κακό, ο Γιάννης
Γκούρας, στις 7 Απριλίου του 1825 συλλαμβάνει τον Οδυσσέα Αντρούτσο και
το φυλακίζει στην Ακρόπολη. Εκεί ο μεγάλος ήρωας της Επαναστάσεως βρήκε
φρικτό θάνατο. Στις 5 Ιουνίου 1825, άνθρωποι του Γκούρα ανάμεσα τους
ένας συγγενής του ο Μαμούρης καθώς και οι Παπακώστας και
Τριανταφυλλίνας, τον στραγγάλισαν αφού τον βασάνισαν με το χειρότερο
τρόπο. Στη συνέχεια, τον έριξαν από τo Φράγκικο Πύργο προς το μέρος του Ναού της Απτέρου Νίκης για να φανεί σαν ατύχημα σε δήθεν προσπάθεια του να δραπετεύσει.
Τον
Απρίλιο του 1826 έπεσε το Μεσολόγγι. Μετά απ’ αυτό οι Τούρκοι
ουσιαστικά επεκράτησαν και έλεγχαν σχεδόν ολόκληρη τη Ρούμελη. Μοναδικό
οχυρό η Ακρόπολη, το Κάστρο της Αθήνας. Εκεί επικεντρώθηκε η προσπάθεια
του Τούρκου Στρατηγού Μεχμέτ-Ρεσίτ πασά, που τον αποκαλούσαν Κιουταχή
επειδή από ηλικία μόλις 29 ετών είχε διορισθεί από το Σουλτάνο,
διοικητής της Κιουτάχειας της Μικράς Ασίας, όπου παρέμεινε για πολλά
χρόνια επιδεικνύοντας τη σκληρότητα του και την αναλγησία του. Είναι
θλιβερό το γεγονός ότι ο αιμοσταγής αυτός ηγέτης των Τούρκων ήταν γιος
Χριστιανού ιερέα. Ίσως για κάτι σαν και αυτόν να βγήκε αυτό που λένε: «παπά παιδί διαβόλου εγγόνι». Μια φράση που τόσο αδικεί όλα τα υπόλοιπα παιδιά των ιερέων, με μικρές μόνο εξαιρέσεις.
Από
τον Αύγουστο του 1826 είχε φτάσει στην Αθήνα ο βάρβαρος πασάς με 22.000
στρατιώτες και ξεκίνησε την πολιορκία της Ακροπόλεως που κράτησε δέκα
μήνες. Οι Οθωμανοί γνώριζαν πολύ καλά ότι τα φρούρια έπεφταν ή από
προδοσία ή από πείνα. Προδότης δεν βρέθηκε. Γι’ αυτό επεδίωξαν στενό
αποκλεισμό για να αναγκασθούν από την πείνα οι πολιορκημένοι να
παραδοθούν. Οι γενναίοι πολεμιστές όμως δεν πτοήθηκαν. Μέσα στις φλέβες
τους κυλούσε καυτό το αίμα των προγόνων. Το υψηλό ηθικό μάλιστα τους
οδήγησε στο να επιχειρούν συχνά γιουρούσια, κυρίως στη διάρκεια της
νύκτας, σπέρνοντας το τρόμο και την καταστροφή στους πολιορκητές.
Ταυτόχρονα οι υπόλοιπες ελληνικές δυνάμεις, περί τις 5.000 μαζί με τους
Φιλέλληνες, είχαν πάρει θέσεις στα περίχωρα των Αθηνών πίσω από τις
γραμμές των Τούρκων, ενώ είχαν δημιουργηθεί στρατόπεδα στο Χαϊδάρι, την
Ελευσίνα, το Kερατσίνι και στο Φάληρο. Η
αποστολή που ανέλαβαν ήταν η συνεχής παρενόχληση των Τούρκων και ο
αντιπερισπασμός με σκοπό να είναι δυνατή η διείσδυση μικρών ομάδων για
ενίσχυση και ανεφοδιασμό των πολιορκούμενων. Οι Τούρκοι διαθέτοντας
ισχυρό πυροβολικό και άφθονα πυρομαχικά οργάνωσαν τις πυροβολαρχίες τους
γύρω από την Ακρόπολη και άρχισαν πυκνό συνεχές πυρ.
Με
τους ανελέητους βομβαρδισμούς των βαρβάρων κινδύνευαν σοβαρά τα αρχαία
μνημεία. Οι πολιορκημένοι είχαν ιδιαίτερη ευαισθησία γι’ αυτά. Τα
αγαπούσαν και τα θαύμαζαν γιατί αυτά θύμιζαν στο δυστυχισμένο ραγιά την
ένδοξη ιστορία του. Ήξεραν πολύ καλά ότι αυτά είναι η εθνική μας
κληρονομιά που έπρεπε να διασωθεί πάση θυσία. Πολλές φορές βρέθηκαν σε
δύσκολη θέση, χωρίς μολύβι για τα βόλια τους. Ούτε μια στιγμή δεν πέρασε
από το μυαλό τους να γκρεμίσουν τις κολώνες για να πάρουν αυτό που
συνδέει τα κιονόκρανα, όπως είχαν ξεκινήσει να κάνουν οι Τούρκοι όταν
βρέθηκαν στη θέση τους τότε που τους πολιορκούσαν οι Έλληνες. Ευτυχώς
για όλους μας, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος είχε προτιμήσει να εφοδιάσει τους
πολιορκημένους Τούρκους με πυρομαχικά, με τη συμφωνία ότι θα σταματήσουν
το καταστροφικό έργο τους και έτσι σώθηκε η Ακρόπολη.
Μεγάλος κίνδυνος τώρα ήταν και τα αποθηκευμένα πυρομαχικά. Αυτά οι πολιορκημένοι φρόντισαν να τα απομακρύνουν
από ευαίσθητα σημεία, όπου η έκρηξη τους θα μπορούσε να προκαλέσει
καταστροφή των μνημείων. Οι ενέργειες εκτελέσθηκαν με μεγάλη προσοχή. Η
μεταφορά πυρομαχικών κάτω από τα πυρά του εχθρού εγκυμονούσε
σοβαρότατους κινδύνους για του υπερασπιστές της Ακροπόλεως. Ακούραστη σ’
αυτή την προσπάθεια πρωτοστάτησε η Νταλιάνα. Ήθελε η Πατρίδα μας όταν
θα γινόταν ελεύθερη να μην έχει χάσει τους αρχαιολογικούς της θησαυρούς.
Ενώ λοιπόν ήταν πρωταγωνιστής σε κάθε αγώνα, ποτέ δεν έπαυε να
υπενθυμίζει στον άντρα της τα σοφά λόγια που λίγους μήνες πριν, του είχε
πει ο Στρατηγός Μακρυγιάννης. Σε καμμία περίπτωση δεν θα έπρεπε να «…πάμε στον αγέρα κι’ εμείς και οι Τούρκοι και ο Ναός».
Στις
1 Οκτωβρίου 1826, σ΄ ένα γιουρούσι μια σφαίρα βρήκε το Γκούρα και τον
έριξε κάτω νεκρό. Η Νταλιάνα ήταν δίπλα του! Έσκυψε και τον φίλησε
τρυφερά στο στόμα τη στιγμή που ψυχορραγούσε και αμέσως μετά πετώντας
μακριά τη λαβή του σπασμένου από τα πολλά κτυπήματα σπαθιού της, άρπαξε
από τα ματωμένα χέρια του νεκρού πια ήρωα το σπαθί του και βροντοφώναξε
στα παλικάρια, που σαστισμένα είχαν σταματήσει και κοιτούσαν με
βουρκωμένα μάτια: «Πάφτε μωρέ! … κυττάχτε
πώς θα σώσετε τούτο το Κάστρο, κι' όχι να κλαίτε, σα γυναίκες. Εγώ, που
θα 'πρεπε να ρίξω τα μαλλιά μου κάτου και να μοιρολογήσω, ζώστηκα το
σπαθί του και γίνουμαι εγώ καπετάνιος σας, να σώσουμε την Ακρόπολι και
να λευτερώσουμε την Πατρίδα μας από τη σκλαβιά!».
Κι’ η ανθρωπόμορφη λέαινα χύθηκε σαν καυτή λάβα στον εχθρό. Πίσω τα
παλικάρια της! Τρόμος και συμφορά για τους Αγαρηνούς! Η Γκούραινα,
δηλαδή η Νταλιάνα, ήταν τώρα ο άξιος αντικαταστάτης του νεκρού Αρχηγού
των υπερασπιστών της Ακροπόλεως.
Το
Νοέμβριο οι πολιορκημένοι κινδύνευσαν πάλι να ξεμείνουν από
πολεμοφόδια. Η δύναμη τους επίσης είχε εξασθενήσει από τις απώλειες.
Έπρεπε όχι μόνο να ανεφοδιασθούν αλλά και να ενισχυθούν σε προσωπικό. Το
τολμηρό εγχείρημα ανέλαβε ο Φαβιέρος, ο οποίος με 560 άνδρες
φορτωμένους με μπαρούτι διέσπασε τον κλοιό των Τούρκων και ανέβηκε στην
Ακρόπολη. Εκεί παρέμειναν όλοι μαζί πολεμώντας μέχρι το πέρας της
πολιορκίας. Ο Στρατηγός βαρόνος Κάρολος Φαβιέρος (Charles Favier)
ήταν Γάλλος φιλέλληνας που είχε γεννηθεί το 1783. Είχε αποφοιτήσει από
το Πολυτεχνείο στο Παρίσι και είχε πολεμήσει στους Ναπολεόντειους
Πολέμους. Ανδραγαθώντας είχε φθάσει στο βαθμό του Συνταγματάρχη σε
ηλικία μόλις 30 ετών και είχε τιμηθεί με το Παράσημο της Λεγεώνας της
Τιμής. Λάτρης της Ελλάδας έφθασε το 1923 για να αγωνιστεί για την
ελευθερία της. Πολέμησε γενναία δίπλα στους Έλληνες σε όλη τη διάρκεια
της Επαναστάσεως προσφέροντας πολύτιμες υπηρεσίες λόγω των επιτελικών
γνώσεων του, της πολεμικής εμπειρίας του και της μαχητικής του
ικανότητας. Το 1828 επέστρεψε στην Γαλλία και διετέλεσε Φρούραρχος
Παρισίων και στη συνέχεια Γενικός Επιθεωρητής του Γαλλικού Στρατού. Το
1842 η Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, αναγνωρίζοντας την προσφορά του στο
Έθνος μας, τον ανακήρυξε επίτιμο Έλληνα πολίτη και ο Βασιλιάς Όθων του
απένειμε το Μεγαλόσταυρο του Τάγματος του Σωτήρος. Πέθανε το 1855
απλώνοντας βαρύ πένθος στη χώρα μας. Οι Ελληνικές Σημαίες κυμάτισαν για
τρεις μέρες μεσίστιες και η Ακρόπολη φωταγωγημένη τίμησε σεμνά με το
δικό της τρόπο ένα από τους σωτήρες της.
Κλείνοντας
την παρένθεση για τον ηρωικό φιλέλληνα, ας δούμε πρώτα τι γινόταν στην
Ευρώπη. Η κοινή γνώμη παρακολουθούσε με μεγάλο ενδιαφέρον τις εξελίξεις
στην επαναστατημένη Ελλάδα. Όλοι συμπαραστεκόντουσαν στον Αγώνα και
ανυπομονούσαν να την δουν τη χώρα μας ελεύθερη. Οι σημαντικές όμως
καταστροφές στο αρχαίο μνημείο από τους συνεχείς βομβαρδισμός των
Τούρκων είχε προκαλέσει τη δικαία αγανάκτηση τους. Μέχρι και ο Κιουταχής
το είχε επισημάνει τότε σε αναφορά του στο Σουλτάνο με τα παρακάτω
λόγια «Αυτό το φρούριο, δηλαδή η Ακρόπολη,
είναι αρχαίο. Ανήκε σε ανθρώπους από τους οποίους αναδείχθηκαν μεγάλοι
φιλόσοφοι και περιέχει σπουδαία έργα τέχνης που προκαλούν θαυμασμό στους
μορφωμένους Ευρωπαίους. Οι Ευρωπαίοι λοιπόν, αλλά και τα άλλα Έθνη των
απίστων των λεγομένων Χριστιανών, το θεωρούν κάτι σαν το σπίτι το δικό
τους και σαν τόπο προσκυνήματος, γι’ αυτό και θέλουν να το
υπερασπιστούν». Πραγματικά δεν άργησαν οι
έντονες αντιδράσεις. Όλα τα Κράτη του πολιτισμένου Κόσμου με τους
πρεσβευτές τους στην Κωνσταντινούπολη απαίτησαν με αυστηρά διαβήματα να
ληφθούν μέτρα για την σωτηρία των αρχαιοτήτων. Η Τουρκία βρέθηκε σε
δύσκολη θέση. Με την ύπουλη πολιτική της και τη πανούργα διπλωματία
συνέταξε υποκριτικά μια διαταγή προς τον Κιουταχή, να λάβει μέτρα για τη
σωτηρία των μνημείων, χωρίς όμως να τον διατάξει να σταματήσει τους
καταιγιστικούς βομβαρδισμούς. Η φοβερή καταστροφή συνεχίσθηκε με τον
ίδιο εντατικό ρυθμό. Παράλληλα, ο Κιουταχής εκτιμώντας ότι δεν υπήρχε
περίπτωση να παραδοθούν οι Έλληνες, έβαλε σε εφαρμογή ένα νέο σχέδιο. Θα
ανατίναζε ολόκληρη την Ακρόπολη. Όσο για το φιρμάνι που έλεγε για την
προστασία της; Αυτό ήταν για τα μάτια του κόσμου. Σίγουρα αυτός θα είχε
κάποιο άλλο μυστικό φιρμάνι που το αναιρούσε. Άρχισαν λοιπόν οι Τούρκοι
με τα βέβηλα χέρια τους, να σκάβουν γύρω από τον Ιερό Βράχο,
μεταφέροντας τόνους από εκρηκτικές ύλες. Η πρώτη προσπάθεια το Νοέμβριο του 1826 απέτυχε οικτρά! Τεράστιες φλόγες και καπνοί σκέπασαν τον Αττικό ουρανό. Σείστηκε δυνατά η Ακρόπολη με τις τεράστιες ποσότητες μπαρούτη
που εξερράγησαν. Παρέμεινε όμως στη θέση της, λες και η Παλλάς Αθήνα με
τους Δώδεκα Θεούς να τη φύλαγαν από κάθε κακό. Παρ’ όλα αυτά οι Τούρκοι
δεν απογοητεύθηκαν και συνέχυσαν τις προσπάθειες τους με πιο εντατικό
ρυθμό.
Ο
χρόνος κυλούσε. Κάθε μέρα έκανε χειρότερη την κατάσταση των
πολιορκημένων. Κάποια στιγμή ορισμένοι σκέφθηκαν την έξοδο παράλληλα με
καταστροφή του Κάστρου για να μην μπορέσει να ξαναχρησιμοποιηθεί από τον
εχθρό. Η πρόταση αυτή αποδοκιμάσθηκε από το σύνολο των αγωνιστών που
εξακολουθούσαν να ανησυχούν για την τύχη των αρχαιοτήτων. Ήταν περασμένα
μεσάνυκτα στις 12 Ιανουαρίου 1827, όταν ένα από τα κανόνια των Τούρκων
που είχε στηθεί στην Αγία Μαρίνα έβαλε στόχο το Ερεχθείο. Μέσα σ’ αυτό
έτυχε να βρίσκεται η Νταλιάνα μαζί με την αδελφή της, χήρα και αυτή ενός
άλλου γενναίου πολεμιστή με τα τέσσερα παιδιά της, που τα είχε μαζί της
καθώς δεν μπορούσε να τ’ αφήσει πουθενά. Ένα βλήμα του πυροβόλου έπεσε
στη στέγη προκαλώντας δυνατή έκρηξη. Η στέγη κατέρρευσε καταπλακώνοντας
όσους είχαν τραυματισθεί ήδη. Όλοι όσοι ήταν εκεί γύρω κατάλαβαν τι είχε
συμβεί. Κανένας δεν μπορούσε όμως να σταματήσει τη μάχη. Συνέχισαν να
πολεμάνε όλη τη νύχτα και με το πρώτο φως σε μια ανάπαυλα της μάχης οι
πολιορκημένοι έσπευσαν να αναζητήσουν τα θύματα. Βρήκαν έντεκα νεκρούς.
Ανάμεσα τους και οι δύο αδελφές με τα τέσσερα παιδιά. Το στήθος της
νεκρής πια Νταλιάνας ήταν ακόμα ζεστό. Μόλις είχε ξεψυχήσει. Ανήμποροι
να τη βοηθήσουν οι πληγωμένοι συμπολεμιστές της είχαν ακούσει τα
τελευταία της λόγια, το πικρό παράπονο της ηρωίδας. Ούτε αυτή, ούτε και ο
αγαπημένος της ο Γιάννης Γκούρας, μπόρεσαν να δουν την Πατρίδα
ελεύθερη....................................
Αντιναυάρχου Δρα Στυλιανού Πολίτη
Η Πολιορκία της Ακροπόλεως από τον Κιουταχή
και ο Ηρωικός Θάνατος της «Νταλιάνας»
στις 12 Ιανουαρίου 1827
Copyright © 2013 Hellenic Electronic Center.
ολόκηρο το κείμενο εδώ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου