Τρίτη 17 Ιουνίου 2014

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΒΥΖΑΝΤΙΟ

Από το πολύ καλό βιβλίο του Γεωργίου Καραμπελιά,- που οφείλει κάθε ΄Ελληνας να διαβάσει- , με τον τίτλο 1204 ,  σε μιά πολύ επιμελημένη έκδοση  από τις ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ, θα ανεβάσουμε δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα, υπό μορφήν πρώτου και δεύτερου μέρους, με την ελπίδα,  να κεντρίσουμε το ενδιαφέρον των αναγνωστών μας, ώστε να διαβάσουν ολόκληρο το βιβλίο, το οποίο αποτελεί όαση στην Σαχάρα που δημιούργησαν εκατοντάδες ανθελληνικά και δήθεν έγκριτα ιστορικά βιβλία,  σε όλη την Ευρώπη και δυστυχώς και στα σχολειά μας, (συμπεριλαμβανομένων και των Πανεπιστημίων), αποκρύπτοντας επιμελώς την ιστορική συνέχεια των Ελλήνων, μέσω του Βυζαντίου.. Είναι σημαντικό ν΄αποκαταστήσουμε εντός μας την αλήθεια και ν΄απαιτήσουμε την αντικατάσταση των σκουπιδιών που σερβίρονται στα παιδιά μας, με βιβλία όπως αυτό.


α' ΜΕΡΟΣ
ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Για περισσότερο από χίλια χρόνια, το Βυζάντιο αποτέλεσε την έπαλξη υπό την προστασία της οποίας ζούσε ολόκληρος ο δυτικός κόσμος. Μέσα σ΄αυτήν την ασφαλή ζώνη ήταν που μπόρεσε να αναπτυχθεί ο δυτικός πολιτισμός στην πρώτη του φάση , τη μεσαιωνική. Η διαδεδομένη φλυαρία περί δήθεν χιλιετούς παρακμής της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας αντιφάσκει προς την τιτάνια στρατιωτική προσπάθεια των τάχα παρηκμασμένων Βυζαντινών. Η εξαιρετική ζωτικότητά τους δεν έγκειται μόνο στη φυσική και υλική αντοχή τους αλλά και στα πολιτιστικά τους επιτεύγματα.Κατ΄αρχάς οφείλουμε να θυμηθούμε ότι το σύνολο σχεδόν της αρχαιοελληνικής γραμματείας που έχουμε σήμερα στη διάθεσή μας διασώθηκε χάρη στους αντιγραφείς χειρογράφων των βυζαντινών σχολιών και μοναστηριών. Στο Βυζάντιο- και όχι στη Λατινική Δύση- συνέχιζαν να διαβάζονται, να μελετώνται, να σχολιάζονται και να αντιγράφονται τα μεγάλα έργα των αρχαίων Ελλήνων. Ο κόσμος θα ήταν φτωχότερος, πιθανότατα πολύ φτωχότερος, άν οι Βυζαντινοί δεν πρόσφεραν στην ανθρωπότητα την υπηρεσία αυτή (Κlaus Oehler, " Η συνέχεια στην Ελληνική Φιλοσοφία...", ό.π., σσ. 46-47)

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΒΥΖΑΝΤΙΟ

Από μεθοδολογική άποψη, μπορούμε να διακρίνουμε την επίδραση της αρχαίας Ελλάδας στο Βυζάντιο σε άμεση, δηλαδή την επιβίωση και συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού στις μεθόδους παραγωγής και διακυβέρνησης, στην κοινωνική δομή, τη γλώσσα, τα ήθη, τα έθιμα, την παιδεία, τη φιλοσοφία, τις επιστήμες, την τεχνική κ.οκ, και έμμεση, δηλαδή τη διείσδυση του ελληνικού πνεύματος στο νέο κυρίαρχο πολιτιστικό υπόδειγμα, το χριστιανικό. Διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο βυζαντινός πολιτισμός είναι κατ΄εξοχήν χριστιανικός , και, ως προς αυτό, συνιστά μιά πραγματική τομή με τον παλαιότερο ελληνικό και ρωμαϊκό πολιτισμό. Το νέο πολιτιστικό υπόδειγμα είναι  στραμμένο κυρίως στην ηθική και εσωτερική διάσταση του βίου και προκρίνει το πνευματικό - θρησκευτικό στοιχείο και την εσωτερικότητα σε σχέση με τη γνώση και την τέχνη. Ωστόσο, το Βυζάντιο, παρ΄ότι κατ΄εξοχήν έκφραση ενός χριστιανικού- πνευματικού πολιτισμού που έχει  ενσωματώσει το ελληνικό στο χριστιανικό στοιχείο, δεν παύει να αποτελεί ένα κρατικό μόρφωμα, διαθέτει εκαπιδευτικό και νομικό σύστημα διαχωρισμένα από την Εκκλησία, τομείς στους οποίους αναδεικνύεται άμεσος κληρονόμος του ελληνιστικού κόσμου. Εν τέλει, υπογραμμίζει ο Σεβτσένκο,  " ο Ελληνισμός , καταβληθείς από τον Χριστιανισμό, με τη σειρά  του κατέκτησε τον Χριστιανισμό" , όπως είχε γίνει παλαιότερα με τη Ρώμη.

Η συνάντηση ελληνισμού-χριστιανισμού υπήρξε ίσως η σημαντικότερη για τις συνέπειές της πνευματική  "συνάντηση" στην Ιστορία της Ευρώπης , και έχουμε αναφερθεί συχνά σε αυτήν. Διερευνώντας τις σχέσεις τους, επισημαίναμε πως η ορθοδοξία αποτελεί εκείνη τη χριστιανική εκδοχή που διαμορφώθηκε μετά από μακροχρόνια αντιπαράθεση- αλληλοδιείσδυση με την ελληνική σκέψη, προς την οποία και προσομοιάζει. Αυτή η προνομιακή σχέση με τον ελληνισμό εμφαίνεται και από στοιχεία όπως , η άρνηση του παπικορωμαϊκού ολοκληρωτισμού και του "ιουδαϊκού " προτεσταντισμού.   η απόδοση βαρύνουσας σημασίας στην τριαδικότητα, τη Θεοτόκο ( από κοινού με τον καθολικισμό) , τους αγίους ( ας μην ξεχνάμε πως και οι απόστολοι τελικώς κατέληξαν θα είναι δώδεκα, όπως και το δωδεκάθεο), η απόρριψη της ύπαρξης Καθαρτηρίου και η διάκριση μεταξύ θείας ουσίας και θείων ενεργειών. Ακόμα και μέσα στο αυτοκρατορικό βυζαντινό κράτος, η Ορθόδοξη Εκκλησία θα διατηρήσει κάτι από το δημοκρατικό και αντι-ολοκληρωτικό πνεύμα του αρχαίου ελληνισμού, γεγονός που μαρτυρεί η μετάφραση του Ευαγγελίου σε άλλες γλώσσες, η αυτονόμηση των Εκκλησιών, οι ατελείωτες δογματικές έριδες και αιρέσεις, η αδυναμία να συγκροτηθεί ένα ιεραρχικό σύστημα αντίστοιχο με το παπικό. Υπ΄αυτήν την έννοια, η Ρώμη θα κληρονομήσει μάλλον τη ρωμαϊκή συγκεντρωτική παράδοση, ενώ η ορθοδοξία την ελληνική και ελληνιστική "αναρχία".

Επιπροσθέτως , η δυσκολία προσαρμογής της ορθοδοξίας στο ωφελιμιστικό πνεύμα της "προόδου" των νεώτερων χρόνων εξηγεί εν πολλοίς την "καθυστέρηση" του ορθοδόξου κόσμου έναντι του καπιταλιστικού κόσμου, του οποίου η ιδεολογία είναι ταυτισμένη με το πνεύμα του προτεσταντισμού ( όπως γνωρίζουμε από τον Μαξ Βέμπερ και μετά) αλλά και του ιουδαϊσμού. Αυτή η "καθυστέρηση" έναντι της νοησιαρχίας και της λογικής της αποδοτικότητας είναι μία ακόμα απόδειξη της βαθύτατης επιρροής που ασκούσε στην ορθοδοξία το πνεύμα του ελληνικού  κόσμου, σύμφωνα με το οποίο η γνώση και η επιστήμη δεν μπαίνουν στην υπηρεσία της τεχνολογίας, ενώ η "θέαση" του κόσμου παραμένει το υψηλότερο αγαθό.  Θα λέγαμε, κάτι το ανάλογο με την "ησυχία" των πατέρων και του Γρηγορίου Παλαμά.

' Ενας από τους σημαντικότερους μελετητές και εραστές του αρχαίου ελληνικού πνεύματος , ο Κώστας Παπαϊωάννου, υπογραμμμίζει πως εκείνο το στοιχείο που εξασφάλιζε την ενότητα των είκοσι διαφορετικών λαών που ζούσαν στην Αυτοκρατορία, ήταν η ελληνική γλώσσα και η ορθόδοξη πίστη " το Βυζάντιο αποτελεί μιά δεύτερη άνθηση του ελληνισμού", καθώς ο χριστιανισμός όχι μόνο δεν σφράγισε αρνητικά την ελληνική παράδοση αλλά μπολιάστηκε πάνω της και προκάλεσε "μιά ανανέωση κεφαλαιώδους σημασίας". Ο ελληνισμός "μπόρεσε να δείξει το πραγματικό του μέγεθος από τον τρόπο που επεξεργάστηκε την βυζαντική ορθοδοξία". Το ελληνικό πνεύμα θα διαποτίσει την πατερική θεολογία με την ελληνική πίστη στη φύση, " που ακτινοβολεί στο έργο του Αγίου Βασιλείου, του Γρηγορίου Νύσσης, ή του Μάξιμου του Ομολογητή, για τους οποίους ο κόσμος δεν είναι μιά ζοφερή φυλακή" αλλά μιά "Θεοφάνεια" , μιά "φανέρωση του Θεού", όπως υπογραμμίζει ο πατέρας του χριστιανικού μυστικισμού, ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης. Ο Μάξιμος στην κριτική του στον Ωριγένη, τονίζει πως θα πρέπει απερίφραστα να απορρίψουμε κάθε αντίληψη που υποστηρίζει πως " αυτό το μοναδικό αριστούργημα, ο ορατός κόσμος, μέσα στον οποίο ο Θεός αναγνωρίζεται από μιά σιωπηλή αποκάλυψη, εχει ως μοναδική του αιτία  την αμαρτία. Για τον Κ. Παπαϊωάννου:
Μέσα σ΄ένα τέτοιο σύμπαν όπου κάθε τι το υπαρκτό συνιστά μιά "Θεοφάνεια" , το κάθε όν συνιστά ένα αγαθό, ενώ το κακό δεν είναι παρά μιά εξωπραγματική σκιά. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η βυζαντινή τέχνη αρνήθηκε να υιοθετήσει τις δαιμονικές στρεβλώσεις και τα τερατόμορφα "αγρίμια" με τα οποία οι αποκαλυψιακές ενοράσεις στόλισαν τις πύλες των μητροπόλεων του Βορρά...".
Κάτι ανάλογο θα συμβεί και στον τομέα της καλλιτεχνικής δημιουργίας : η βυζαντινή ζωγραφική και η υμνολογία θα αποτελέσουν το υψηλότερο δημιούργημα της βυζαντικής τέχνης, έχοντας εντάξει την ελληνική παράδοση σε μιά νέα σύνθεση.

΄Ελληνες και Ρωμαίοι, φυλετικός και οικουμενικός ελληνισμός

Η Κωνσταντινούπολη, κατοικούμενη από ελληνικό πληθυσμό και διαθέτοντας ένα πανεπιστήμιο θεματοφύλακα της αρχαίας παράδοσης, υπήρξε η εστία ενός πολιτισμού έντονα σφραγισμένου από τον ελληνισμό, υπογραμμίζει ο Παπαϊωάννου.  Οι βιβλιοθήκες της διατηρούσαν όλους του θησαυρούς της σκέψης της αρχαιότητας. και οι δρόμοι της, οι μορφές της, οι κήποι της, τα ανάκτορά τους, τα περίφημα λουτρά του Ζευξίππου, το ιπποδρόμιο, αποτελούσαν πραγματικά "μουσεία" όπου ευρίσκονταν συγκεντρωμένα τα αριστουργήματα της ελληνικής τέχνης- και τα οποία, δυστυχώς, δεν σώζονται, γι΄αυτό και η εικόνα μας για το Βυζάντιο έχει διαμορφωθεί σχεδόν αποκλειστικά από την εκκλησιαστική αρχιτεκτονική και ζωγραφική, τη μόνη που άφησε αρκετά σπαράγματα από τον κάποτε ακέραιο μεσαιωνικό ελληνικό κόσμο.
Για χίλια ολόκληρα χρόνια, η αρχαία ελληνική υπήρξε η γλώσσα, των γραμμάτων, σε τέτοια έκταση, ώστε οι μορφωμένες τάξεις θα απαρνηθούν τη δημώδη, την πραγματικά εθνική γλώσσα, προς όφελος  εκείνης που μιλιόταν στην Αθήνα και την Αλεξάνδρεια κατά την ελληνιστική εποχή. "Από  τη φυλή και από τη γλώσσα είμαστε συμπατριώτες και κληρονόμοι των αρχαίων Ελλήνων" έλεγε ο Θεόδωρος Μετοχίτης, στα τέλη του 13ου αιώνα.
Στο όνομα αυτής της αρχής ο πατριάρχης Νικόλαος Μουζάλων παρέδωσε στις φλόγες έναν βίο αγίου γραμμένο στην καθομιλουμένη. Από εκεί και η λατρεία για τον ΄Ομηρο και τον Πλάτωνα, η αγάπη για τη μυθολογία και η σταθερή αφοσίωση στα πρότυπα της αρχαιότητας. Οι Βυζαντινοί, μέχρι το τέλος, εξακολουθούσαν να διδάσκουν και να αποστηθίζουν τον Όμηρο, ενώ ποιήματα για την Παναγία και για τον Ευαγγελισμό, όπως οι "κέντρωνες" περιλαμβάνουν δάνειους στίχους από την Ιλιάδα ή την Οδύσσεια. ( Κ.Παπαϊωάννου , Η βυζαντινή και ρώσικη ζωγραφική, ό.π., σ.23).
Ο ιστορικός Νόρμαν Μπέινς θεωρεί τη βυζαντινή παράδοση ως άμεση συνέχεια του ελληνιστικού κόσμου και υποστηρίζει πως η παιδεία που διαμορφώθηκε στα βασίλεια των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου επιβίωσε και επηρέασε βαθύτατα το Βυζάντιο. " Οι βυζαντινοί είναι χριστιανοί Αλεξανδρινοί, οι οποιοι στην τέχνη ακολουθούν τα ελληνιστικά πρότυπα, ενώ κληρονομούν τη ρητορική παράδοση, τη φιλομάθεια και τον θαυμασμό για τον αιώνα της κλασικής Ελλάδος ".
Πώς και γιατί όμως οι Βυζαντινοί ΄Ελληνες κατέληξαν να αποκαλούνται Ρωμαίοι- για μεγάλο χρονικό διάστημα σχεδόν αποκλειστικά και , εν συνεχεία , εναλλακτικώς προς το "Γραικοί " και " ΄Ελληνες";
Πριν ελάχιστα χρόνια, η αναφορά στους ΄Ελληνες ως Ρωμαίους ή Ρωμιούς εθεωρείτο αυτονόητη στην παράδοσή μας και λέξεις όπως η "ρωμιοσύνη" ήταν συνώνυμες με την ελληνικότητα. ωστόσο, την τελευταία περίοδο προωθείται η καινοφανής και αυθαίρετη αντίληψη ότι οι "Ρωμιοί δεν είναι Έλληνες", διότι οι ΄Ελληνες "εξαφανίστηκαν από το ιστορικό προσκήνιο μετά το 146 π.Χ και την οριστική κατάληψη της Ελλάδας από τους Λατίνους.Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή της ιστορίας, οι ΄Ελληνες εξαφανίζονται, ενώ η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, που εξακολουθούσε  να αποκαλείται "ρωμαϊκή", δεν έχει πλέον οργανική σχέση μαζί τους, παρότι οι Βυζαντινοί μιλούσαν ελληνικά και μελετούσαν ενδελεχώς τους αρχαίους. Προς επίρρωση μάλιστα αυτής της άποψης, επιστρατεύεται και το γεγονός ότι, εξ΄αιτίας της επικράτησης του χριστιανισμού, την ίδια στιγμή που η Κωνσταντινούπολη αποσπά την πρωτοκαθεδρία από τη Ρώμη, η λέξη  " ΄Ελληνας" ταυτίζεται πλέον με τον "εθνικό", δηλαδή τον παγανιστή. Ποιά άλλη χρεία αποδείξεως, λοιπόν, για να καταδειχθεί πως οι ΄Ελληνες αντικαταστάθηκαν από αυτούς τους ακαθορίστου εθνικής ταυτότητος "χριστιανούς ρωμιούς";


Από την άλλη πλευρά, η αναμφισβήτητη συνέχεια του ελληνισμού δεν πρέπει να θεωρηθεί ως μιά γραμμική πορεία χωρίς τομές και ρήξεις, αλλά ως μιά μεταξέλιξη με αναβαθμούς, μεταλλαγές και μετατοπίσεις, οι οποίες ιστορικοποιούν και σχετικοποιούν αυτή τη συνέχεια. Διαφορετικά, θα επρόκειτο για μια α-ιστορική και μεταφυσική αντίληψη περί ελληνικού έθνους, αναλλοίωτου στους αιώνες.Και είναι τόσο προφανείς οι διαφορές ανάμεσα στους αρχαίους ΄Ελληνες και τους νεώτερους, ανάμεσα στους αρχαίους και τους Βυζαντινούς κ.ο.κ, ώστε η εμμονή σε μιά διαχρονικά "αναλλοίωτη" ελληνική ταυτότητα να λειτουργεί εν τέλει ως επιχείρημα εκείνων που τις υπαρκτές διαφοροποιήσεις επιθυμούν να τις αναγάγουν σε διαφορές είδους. άλλο έθνος οι αρχαίοι ΄Ελληνες, άλλο οι Βυζαντινοί, άλλο οι νεώτεροι.
Στην πραγματικότητα ,λοιπόν, το ελληνικό έθνος, στην ιστορική του διαδρομή, πέρασε από τρεις φάσεις: τη φυλετική πολεοκρατική, στην αρχαιότητα,, την οικουμενική πολιτισμική, από τα ελληνιστικά χρόνια μέχρι τα τέλη της πρώτης χιλιετίας και τη φάση του έθνους- κράτους από το 1204 μέχρι σήμερα ( με μιά "οικουμενική" παρέκβαση επί Τουρκοκρατίας).Και άν η "συνέχεια" είναι πραγματική και τα στοιχεία της αδιαμφισβήτητα, στη γλώσσα, τον πολιτισμό, τα ήθη και τα έθιμα, και προπαντός στην αυτοσυνειδησία, εξ΄ίσου σημαντικές είναι και οι τομές και οι μετασχηματισμοί.
Στην πρώτη περίοδο, κατά την αρχαιότητα, το ελληνικό έθνος χαρακτηρίζεται από μιά φυλετική και "πολεοκρατική" οργάνωση. Παρότι οι ΄Ελληνες έχουν συνείδηση της κοινότητάς τους, που ενισχύεται κατά τη διάρκεια των εξωτερικών πολέμων, από τον Τρωϊκό έως τους Περσικούς, ταυτόχρονα η πολιτειακή τους οργάνωση χαρακτηρίζεται από τη φυλετικότητα και τον πατριωτισμό της πόλης-κράτους, που συναρθρώνεται με την ευρύτερη εθνική τους συνείδηση.
Μιά συγκρότηση τέτοιου τύπου εισήλθε σταδιακά κατά τη διάρκεια της κλασικής περιόδου, σε σύγκρουση με τις ανάγκες μιά ευρύτερης πολιτειακής διαμόρφωσης. Οι Αθηναίοι, οι Σπαρτιάτες , οι Θηβαίοι θα διεκδικούν επί εκατόν πενήντα χρόνια την πρωτοκαθεδρία και θα επιδιώκουν την ένωση της Ελλάδας υπό την ηγεμονία τους. Εν τέλει, δε, την περιβόητη  ενοποίηση θα επιτύχει μιά ελληνική δύναμη που βρισκόταν στην περιφέρεια της κλασικής Ελλάδας, και της οποίας οι πολιτικοί θεσμοί δεν είχαν μετεξελιχθεί προς την κατεύθυνση της πόλης- κράτους, οι Μακεδόνες. Το τίμημα αυτής της μετάβασης ήταν υψηλό, αφού αποδυνάμωσε τις μορφές άμεσης δημοκρατίας και αυτοδιοίκησης της πόλης- κράτους, αλλά ταυτόχρονα αποτελούσε  τον μόνο τρόπο να πάψουν οι ΄Ελληνες να συγκρούονται μεταξύ τους.
Οι Μακεδόνες επειδή ήταν ίσως οι μόνοι ΄Ελληνες που είχαν λιγότερη ανεπτυγμένη την έννοια της τοπικής πολιτειότητας, ήταν και οι καταλληλότεροι να επιχειρήσουν τη μετάβαση, από τη φυλετική και "πολεοκρατική" οργάνωση του ελληνισμού, προς μία ευδρύτερη κρατική συγκρότηση, η οποία εμπεριείχε μεν τις παλαιότερες κρατικές οντότητες των πόλεων, αλλά με μειωμένες πλέον διακιοδοσίες.Η συνένωση του ελληνικού έθνους υπό τους Μακεδόνες πραγματοποιείται τη στιγμή που επιχειρείται μιά χωρίς προηγούμενο επέκταση του ελληνικού κόσμου προς τα ανατολικά- ίσως και με αυτό το κίνητρο. Τη μάχη της Χαιρωνείας (338 π.Χ) θα ακολουθήσουν σχεδόν αμέσως εκείνες του Γρανικού (334) και της Ισσού (333).
΄Ανοιγε ο δρόμος για τη δεύτερη μεγάλη περίοδο του ελληνικού έθνους, την "οικουμενική". Ο αρχαίος κόσμος , στη λεκάνη της Μεσογείου και την Εγγύς Ανατολή, έμπαινε στην περίοδο της συγκρότησης οικουμενικών κρατών, που στηρίζονταν στη διευρυμένη απόσπαση αγροτικού υπερπροϊόντος και την επέκταση του εμπορίου και των επικοινωνιών.  Και οι΄Ελληνες ήταν οι πρώτοι στον αγώνα δρόμου για τη συγκρότηση μιάς οικουμενικής αυτοκρατορίας. Διέθεταν ανώτερη παραγωγική οργάνωση, ισχυρότερο στρατό και, πάνω απ΄όλα, έναν πολιτισμό που βρισκόταν σε τόσο υψηλό επίπεδο για την εποχή του, ώστε αποτελούσε ένα οικουμενικό "υπερόπλο".΄Οταν ο  Αλέξανδρος κατέλαβε την Ανατολή, ο ελληνικός πολιτισμός, με αιχμή την ελληνική γλώσσα, επιβλήθηκε σε μεγάλη έκταση και βάθος, ώστε, πολύ σύντομα, τα διανοούμενα στρώματα και οι άρχουσες τάξεις της Εγγύς Ανατολής όχι απλώς τον ενστερνίστηκαν, αλλά μεταβλήθηκαν σε οιονεί, ή κυριολεκτικά, ΄Ελληνες. Στη Μικρά Ασία, τη Συρία, την Παλαιστίνη, την Αίγυπτο, τη Μεσοποταμία, έως τα σύνορα της Ινδίας, θα δημιουργηθούν εκατοντάδες ελληνικές πόλεις. Ανοίγεται επομένως μιά δεύτερη περίοδος στην ιστορία του ελληνικού έθνους, η "οικουμενική" , η οποία με αφετηρία την ελληνιστική εποχή, θα διαρκέσει τουλάχιστον δεκατρείς αιώνες, από τον Μ. Αλέξανδρο έως τον Βασίλειο τον Βουλγαροκτόνο και τους Κομνηνούς.
Η κατάληψη του ελληνιστικού κόσμου από τους Ρωμαίους δεν μετέβαλε ουσιαστικά την υφή της ελληνικής οικουμενικότητας. Παρά τη ρωμαϊκή επικυριαρχία, η ελληνική πολιτισμική ταυτότητα θα συνεχίσει να ηγεμονεύει στην Ανατολή, ενώ ο ελληνικός πολιτισμός και η ελληνική γλώσσα θα επεκταθούν και προς τη Δύση: στη Ρώμη, τη Γαλατία, την Ισπανία, τη Βρετανία, η ελληνομάθεια θα αποτελεί κριτήριο υψηλότερου πολιτισμού και ανώτερης παιδείας.
΄Οσο για τη ρωμαϊκή επικράτηση επί του ελληνικού κόσμου, αυτή οφείλεται σε πολλούς παράγοντες. Κατ΄αρχάς, την ιστορικη ¨"τύχη", τη συγκυρία- ο Μέγας Αλέξανδρος πέθανε τη στιγμή που ήταν έτοιμος να στραφεί προς τα δυτικά. Κατά δεύτερο λόγο, τη γεωγραφία. Η Ρώμη βρισκόταν στο κέντρο μιάς χερσονήσου μεγαλύτερης από την ελληνική, με ανάγλυφο πολύ πιό ομαλό, ενώ κατείχε στη Μεσόγειο μιά στρατηγική γεωπολιτική θέση, στο κέντρο, μεταξύ ανατολικής και δυτικής λεκάνης, και βρισκόταν πολύ λιγότερο εκτεθειμένη από την Ελλάδα σε εξωτερικές επιδρομές. Εν συνεχεία, και συναφώς, τη φύση του ρωμαϊκού κράτους και της ρωμαϊκής επέκτασης. Η Ρώμη, στους πρώτους αιώνες της επέκτασής της, θα ασχολείται  αποκλειστικά με τη  σταδιακή κατάκτηση ολόκληρης της Ιταλίας, κατά τη διάρκεια  της οποίας θα σγκροτήσει όχι μόνο μιά απαράμιλλη στρατιωτική μηχανή αλλά και ένα συνεκτικό κρατικό σύστημα και ένα καταπλητικό δίκτυο συγκοινωνιών, γεγονός που της προσέφερε τη δυνατότητα να ενσωματώνει οργανικά τις νέες κτίσεις στο ρωμαϊκό κράτος και της έδινε τον απαραίτητο χρόνο για να το πράξει. Η ίδια μεθοδικότητα και διάρκεια χαρακτηρίζει και τις λοιπές ρωμαϊκές κατακτήσεις, που θα συνεχίζονται επί αιώνες.Αντίθετα, η αστραπιαία κατάκτηση της Ασίας από τον Μέγα Αλέξανδρο δεν πρόσφερε το απαραίτητο χρονικό βάθος για τη διαμόρφωση και συγκρότηση  νέων σταθερών κρατικών δομών. Η Ρώμη υπήρξε το πρώτο κατ΄εξοχήν κράτος, με τη σύγχρονη έννοια του όρου. Γι΄αυτό και η διάρκεια της κυριαρχίας της υπήρξε τόσο μεγάλη και σταθερή. Τέλος, το σημαντικότερο, ίσως, στοιχείο υπήρξε η διαίρεση, ενδημική, μεταξύ των Ελλήνων , που επέτρεψε στους Ρωμαίους να αντιμετωπίσουν τους ΄Ελληνες διαδοχικά, και συχνά προσεταιριζόμενοι τους  μεν εναντίον των δε (Λαϊκή και Αιτωλική Συμπολιτεία, Ρόδιοι κ.λπ.).


Το ελληνικό έθνος έφερε έντονα τα στίγματα της προηγούμενης φυλετικής και πολεοκρατικής οργάνωσης και δεν ήταν το κατάλληλο όργανο για τη διαμόρφωση ενός σταθερού οικουμενικού  κράτους.  Παρέμεινε ωστόσο, μιά πολιτιστική υπερδύναμη. Και ό,τι ακολούθησε είναι πλέον πασίγνωστο. Οι Ρωμαίοι, κατώτεροι πολιτιστικά, υποχρεώθηκαν να εξελληνιστούν σε βάθος και ταυτοχρόνως να εξελληνίσουν και τους λαούς  που κατακτούσαν, ιδιαίτερα στη Δύση. ΄Οσο για την Ανατολή, που ήδη "ελληνοκρατείτο",  η ρωμαϊκή σταθερότητα προσέφερε το πλαίσιο για τη διατήρηση της ελληνικής πολιτιστικής κυριαρχίας, η οποία, δίχως τις ρωμαϊκές λεγεώνες, θα είχε υποκύψει ίσως στις επιθέσεις των "βαρβάρων".
' Οπως λοιπόν επισημαίνουν ο Διονύσιος Ζακυθηνός και ο Γάλλος ιστορικός της αρχαίας Ρώμης. Πωλ Εν, η ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν στην πραγματικότητα μιά διπλή αυτοκρατορία, κατά το ανάλογο της αυστροουγγαρικής, μιά ελληνο-ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Μόνο που οι ρόλοι ήταν μοιρασμένοι , οι Ρωμαίοι κατείχαν την πολιτική και στρατιωτική εξουσία και οι ΄Ελληνες την πολιτισμική και πνευματική.
Η Ρωμαιοκρατία εν Ανατολή ανήκει εις την σφαίραν της Ελληνικής ιστορίας είναι ιδικός της χώρος αυθεντικός και αναπόσπαστος. Μεγάλη εποχή γενέσεων  συνεχίζει αδιαταράκτως την παγκόσμιον αποστολή των Ανελξανδρινών και Ελληνιστικών χρόνων, συγχέεται μετ΄αυτής και παρασκευάζει τας νέας τύχας της Ανθρωπότητος. Εις τους κόλπους της εκυοφορήθη το Ελληνικόν Βυζάντιον. Δια του συγκρητισμού της παιδείας της επετεύχθη η προσέγγισις του Ελληνισμού μετά του Χριστιανισμού.
Εν τούτοις, ο καταμερισμός πνευματικής και πολιτικής εξουσίας, δεν ήρε τον υφέρποντα  ανταγωνισμό μεταξύ Ελλήνων και Λατίνων, αντίθετα τον αναπαρήγαγε.Οι Ρωμαίοι κρατούσαν ζηλότυπα την πολιτική εξουσία στα χέρια τους και δεν επέτρεπαν την πρόσβαση των Ελλήνων σε αυτή- γι΄αυτό δεν υπήρξε κανένας αυτοκράτορας ελληνικής καταγωγής, παρότι υπήρξαν και Ασσύριοι και Ισπανοί και Ιλλυριοί και ΄Αραβες κ.α. Οι ΄Ελληνες από την πλευρά τους, διατηρώντας την πολιτιστική ηγεμονία, αρνούνταν να ταυτιστούν με τους Ρωμαίους, σε αντίθεση με όλους τους άλλους κατακτώμενους λαούς, που διεκδικούσαν την πρόσβαση στη ρωμαϊκότητα. Για πέντε ολόκληρους αιώνες, τονίζει ο Βεν, "οι ΄Ελληνες διατήρησαν πάντα, κάτω από την αυτοκρατορία, το συναίσθημα της διαφοράς τους και της ανωτερότητάς τους".
Πώς  και γιατί , λοιπόν, λιγότερο από έναν αιώνα μετά, το τέλος της ηγεμονίας των Λατίνων, γύρω στα 400 μ.Χ , θα γίνουν αίφνης Ρωμαίοι (Ρωμιοί) και θα διατηρήσουν αυτή την ονομασία για 1400 χρόνια ( μέχρι την επανάσταση του 1821;) Την μία αιτία την γνωρίζουμε και έχει δια μακρών αναλυθεί,το ότι, δηλαδή, η επικράτηση του Χριστιανισμού, εξ΄αιτίας της ταύτισης των Ελλήνων με τους παγανιστές , έκανε τους ΄Ελληνες χριστιανούς να εγκαταλείψουν για ορισμένους αιώνες την ονομασία ΄Ελλην. ΄Ετσι έως τους μέσους βυζαντινούς χρόνους, το " Ελλην" θα καταστεί συνώνυμο του "εθνικός" και "ειδωλολάτρης", παρ΄όλο που τα ελληνικά ήταν ήδη η κυρίαρχη γλώσσα του κράτους. ( Οι όροι " Έλληνες" και "ελληνισμός" 'αρχισαν να είναι συνώνυμοι με το "ειδωλολάτρες " και "παγανισμός" όταν οι Εβραίοι της πτολεμαϊκής Αλεξάνδρειας μετέφρασαν την Πεντάτευχο στα Ελληνικά και απέδωσαν τη λέξη "εθνικοί" με το ΄' ΄Ελληνες", απ΄όπου στη συνέχεια μεταφέρθηκε και στα χριστιανικά κείμενα.)
΄Ομως αυτή η ερμηνεία , ως αποκλειστική απάντηση στο ερώτημα, παρουσιάζει πολλά κενά. Πώς οι ΄Ελληνες εγκατέλειψαν τόσο εύκολα το όνομά τους και αποδέχθηκαν αυτή την ταύτιση, ενώ, μέχρι της αρχές του 4ου αιώνα, αρνούνταν συστηματικά να δεχθούν τη "ρωμαϊκότητα" και να εγκαταλείψουν την "ελληνικότητα";
Αυτό συνέβη επειδή, μετά την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης και τη μεταφορά του κέντρου βάρους της αυτοκρατορίας στα ανατολικά, οι ΄Ελληνες , εκτός από την πολιτισμική εξουσία, κατέκτησαν και την πολιτική! Η ελληνο-ρωμαϊκή αυτοκρατορία θα γίνει ελληνική και οι Λατίνοι θα υποταχθούν στην εξουσία της "Νέας Ρώμης". Σύμφωνα με τον Κλωντ Λεπελλέ, η ανεξαρτησία , που αρχίζει για τους ΄Ελληνες στον 5ο αιώνα, δεν απέρριψε τη ρωμαϊκότητα προς όφελος του ελληνισμού, αλλά, αντίθετα, όπλισε τον ελληνισμό με τα όπλα της ρωμαϊκής εξουσίας. Πραγματοποιήθηκε μιά "αληθινή μεταφορά της ρωμαϊκής κληρονομιάς στην Ανατολή".
Κατά συνέπεια, τώρα πιά, οι ΄Ελληνες μπορούσαν να αποκαλούνται...Ρωμαίοι! Γι΄αυτό εξάλλου, επί χίλια χρόνια θα αποκαλούν τους Δυτικούς Λατίνους και όχι Ρωμαίους. Ρωμαίοι ήταν πλέον οι ΄Ελληνες!
Στους αιώνες που ακολούθησαν οι Ρωμαίοι της Ανατολής θα ξεχάσουν τη γλώσσα της Ρώμης, τη λογοτεχνία της, ακόμα και την ίδια την ιστορία της. Οι ΄Ελληνες αφού έγιναν κύριοι μιάς ελληνικής Ρώμης θα είναι στο εξής οι αληθινοί Ρωμαίοι και έτσι θα ονομάζονται για μιά χιλιετία.
Μιά και είναι ΄Ελληνες θα αδιαφορήσουν για τον λατινικό κόσμο, και, εφόσον στο εξής αυτοί είναι η ρωμαϊκή αυτοκρατορία, ο Ιουστινιανός θα προσπαθήσει να ανασυγκροτήσει την ενότητα αυτής της αυτοκρατορίας προς όφελος του "ρωμαϊκού " θρόνου της Κωνσταντινούπολης. η νικηφόρος Ελλάδα θα κατακτήσει την ηττημένη κι εκβαρβαρισμένη Ιταλία και θα την μεταβάλει σε εξάρτημα της Ανατολής. Η Ρώμη στο εξής, δεν θα είναι παρά μιά βυζαντινή πόλη ανάμεσα στις άλλες, ο νόμιμος ηγεμόντας της θα είναι ο αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης και οι πάπες θα είναι οι λίγο έως πολύ πιστοί υπήκοοί του. Από το 678 έως το 752, ένδεκα ποντίφηκες στους δεκατρείς θα είναι ΄Ελληνες και θα μιλούν ελληνικά μέσα στα ανάκτορα του Λατερανού.(Paul Veyne, L' Empire ....,o.π. σσ.256-257)
Αυτοί οι νέοι Ρωμαίοι, οι Βυζαντινοί ' Ελληνες, θα συνεχίσουν για χίλια χρόνια την αυτοκρατορία, απέναντι σε μια Δύση που μόνο μετά τον Καρλομάγνο θα αρχίσει και πάλι να διεκδικεί τη ρωμαϊκότητα. 
Εν κατακλείδι , το ελληνικό έθνος, στην οικουμενική του φάση, όταν η ταυτότητα ήταν περισσότερο πολιτισμική, γλωσσική και εν μέρει θρησκευτική, έκανε αποδεκτό τον αυτοπροσδιορισμό Ρωμαίοι- που επί πέντε αιώνες είχε καταστεί συνώνυμος της αυτοκρατοράις- μόνο όταν έκανε αυτή την αυ τοκρατορία δική του! Και ενώ πάρα πολλοί σύγχρονοί μας, ακόμα και ιστορικοί, επιχειρούν να συσκοτίσουν αυτό το γεγονός, ένας Βυζαντινός, ο ιστορικός Λαόνικος Χαλκοκονδύλης (Αθήνα 1430-1490) είχε ήδη πλήρη συνείδηση των εξελίξεων (!):
Από εκείνη την εποχή οι ΄Ελληνες αναμίχθηκαν με τους Ρωμαίους, και επειδή οι ΄Ελληνες ήταν πολύ περισσότεροι, κατόρθωσαν να διατηρήσουν τη γλώσσα και τον πολιτισμό τους,αλλά άλλαξαν το όνομά τους, και δεν αποκαλούντα πιά σύμφωνα με το εθνικό (πάτριον) όνομά τους, οι δε βασιλείς του Βυζαντίου καμάρωναν να τους προσαγορεύουν βασιλείς και αυτοκράτορες  των Ρωμαίων, και δεν επιθυμούσαν πλέον να τους αποκαλούν βασιλείς των Ελλήνων.
Γι΄αυτό , εξ΄άλλου , το βυζαντινό "ρωμαϊκό" κράτος, θα ταυτιστεί σε τέτοιο βαθμό με την Ορθοδοξία ως συστατικό στοιχείο της νέας αυτεξούσιας ταυτότητάς του. Η Ορθοδοξία θα μεταβληθεί στο πνευματικό όχημα αυτού του νέου οικουμενικού ρόλου του ελληνισμού.Και μέχρι σήμερα, πολλοί Κωνσταντινουπολίτες και Αιγυπτιώτες θα συνεχίζουν να αυτοαποκαλούνται Ρωμιοί, ως μιά υπόμνηση της αυτοκρατορικής (sic) καταγωγής τους.
΄Οσο , μάλιστα , απομακρύνεται χρονικά η ανάμνηση της αντίθεσης με την αρχαία ελληνική θρησκεία, καθώς και οι ρωμαϊκές επιβιώσεις, υποχωρεί σταδιακώς η ονομασία "Ρωμαίοι" (Ρωμιοί) ως αποκλειστική ονομασία και επανεμφανίζονται οι ονομασίες " ΄Ελληνες" και "Γραικοί" ως συνώνυμες. Χαρακτηριστικό δε , a contrario, της "αυτοκρατορικής υφής" της ονομασίας "Ρωμαίοι", είναι το γεγονός πως οι Βυζαντινοί αρχίζουν να ονομάζονται και πάλι ΄Ελληνες σε μεγάλη κλίμακα, μετά την οριστική συρρίκνωση της αυτοκρατορίας, ιδιαίτερα στη Νίκαια, μετά το 1204.
΄Ετσι ΄, όταν το 1453 θα πέσει οριστικώς η αυλαία, οι τρεις αυτοί όροι είχαν καταστεί ταυτόσημοι και στο εξής θα χρησιμοποιούνται αδιακρίτως και εναλλακτικώς για να υποδηλώσουν τους νεώτερους ΄Ελληνες
ακολουθεί το β΄μέρος : ΡΩΜΙΟΙ,ΓΡΑΙΚΟΙ, ΕΛΛΗΝΕΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου