Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού
ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ
Νικόλαος Πολίτης
ΤΟ ΑΠΟΓΕΙΟ ΤΟΥ ΚΑΤΕΒΑΤΟΥ
(Αράχοβα της Λεβαδείας)
Ο Κατεβατός είναι γέρος με άσπρα μαλλιά, και άγριος πολύ. Το χειμώνα παλεύει με τάλλα στοιχειά στις κορυφές της Λιάκουρας. ΄Οταν παλεύουν οι καιροί, η Λιάκουρα σειέται, μουγκρίζει, στενάζει και σκεπάζεται με χιόνια, γιατί δεν μπορεί να βαστάξει το θυμό των στοιχειών. Και στα ύστερα τους νικά όλους ο Κατεβατός, και κάθεται στο κρουσταλλένιο παλάτι του και αναπαύεται. Η ανάσα του είναι το τρομερό απόγειο, που κοκκαλώνει τους ανθρώπους και τα ζωντανά, ιδίως το Μάρτη.
Είναι τώρα καμμιά εκατοστή χρόνια που ένας καλόγερος από τη μονή του Οσίου Λουκά, (τον έλεγαν Γερόθεο) , επεθύμησε να ιδεί το παλάτι του Κατεβατού, και το πάλεμα τω στοιχειών και το φοβερό απόγειο. Πήρε μαζί του ψωμί και ξύλα και ό,τι άλλο εχρειαζόταν , και ανέβη στη Λιάκουρα το Νοέμπρη μήνα, και κλείστηκε σε μιά σπηλιά, που είναι στην πλιό ψηλότερη κορφή του βουνού, στο Λυκέρι. Εκεί έζησε ως τα μισά του Μάρτη και είδε όσα ήθελε να ιδεί. Αλλά άν και είχε ακόμη και ψωμί και ξύλα αρκετά, τόσο τον εφόβησαν η βουή των καιρών που επάλευαν και ο χτύπος και ο ποδοβολητός των, και οι βροντές και ταστροπλέκια του ουρανού και το μούγκρισμα του Παρνασού, που δεν του απόμεινε πλιό δύναμη, και ήρθε και το απόγειο του Μαρτιού και τον καταμάρανε και ερρούφηξε το αίμα του, ώστε είδε φανερά το Χάρο μπροστά του. Τότε έπιασε κ΄΄εγραψε σε μιά μεριά της σπηλιάς.
Είδα το πολεμο στοιχειών, είδα και το παλάτι
κι΄άλλο δεν εφοβήθηκα σαν του Μαρτιού το απόγειο.
Ακόμη ως τα σήμερα φαίνεται στη σπηλιά η καπνιά από τη φωτιά του κακομοίρη του Γερόθεου.
Ο ΚΑΤΕΒΑΤΟΣ ΚΑΙ Ο ΝΟΤΟΣ
( Αράχοβα Λεβαδείας)
Ο Κατεβατός ο δυνατώτερος από όλους τους καιρούς, εβγήκε μιά φορά και εκαυχήθηκε μπροστά στους άλλους καιρούς, το Σορόκο, το Λίβα , το Νότο και το Μέγα, πως σαν το κρουσταλλένιο παλάτι του δεν βρισκόταν άλλο καλύτερο σ΄όλον τον κόσμο, πως ήταν ωραιότερο και από το παλάτι του ΄Ηλιου, και πως σαν είναι ταμπουρωμένος μέσα σ΄αυτό δεν φοβάται κανένα από στους ανέμους, γιατί και η θέση που το έχει χτισμένο είναι δυνατή. Αυτό το παλάτι το είχε χτίσει μιά φορά ο Κατεβατός στην κορφή της Λιάκουρας από θεώρατα κρούσταλλα και χαλάζι και χιόνια.
Μα ήρθε ο Νότος και εφύσηξε σιγά κι΄απαλά, κ΄έλιωσε τα παλάτι και δεν απόμεινε τίποτα απ΄αυτό, παρά μόνο τα δάκρυα του Κατεβατού που έτρεχαν σαν ποτάμι.
ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ
ο Κωστής Παλαμάς , βαθύς γνώστης της παράδοσής μας στο ποίημά του Παρνασσός μας μιλά κι΄αυτός για τον Κατεβατό.
«...Διπλὲς ἐμένανε οἱ κορφές, διπλὸ καὶ τ᾿ ὄνομά μου,
ὁ γέρος εἶμαι ὁ Παρνασσὸς καὶ ἡ Λιάκουρα ἡ λεβέντρα.
Κι᾿ εἶμαι σὰν ἕνα ἀντρόγενο, κι᾿ εἶμαι σὰν δυό, σὰν ταίρι
σφιχτοδεμένο ἀχώριστο, μιὰ πλάση κι᾿ ἕνας κόσμος,
π᾿ ὅσο κι᾿ ἂν δείχνονται ἄμοιαστα, τὰ κάνω ἐγὼ καὶ μοιάζουν.
Εἶμαι ἄντρας κόσμος καὶ γυναίκα πλάση, ἀρχαῖος κόσμος,
νιὸς ἥλιος πάντα στ᾿ οὐρανοῦ τοῦ νοητοῦ τ᾿ ἀστέρια.
...
Κ᾿ οἱ βράχοι εἶναι τὰ κάστρα μου, τὰ ἐλάτια εἶν᾿ ὁ στρατός μου,
καὶ τὰ πουλιά μου εἶν᾿ ὁ λαός, κ᾿ οἱ ἀϊτοί μου οἱ πολεμάρχοι,
Στὴν πιὸ ψηλή μου τὴν κορφή, στὸ ἀπάτητο Λυκέρι
λάμπει σὰν τὸ ἡλιοπάλατο παλάτι κρυσταλλένιο
καὶ κάθεται ὁ Κατεβατὸς μέσα ταμπουρωμένος
τύραγνος μέσα στὰ στοιχιά, τῶν ἄνεμων ὁ δράκος,
καὶ τὸ πρωτοπαλλήκαρο κι᾿ ὁ ἀποκρισάρης μου εἶναι.
...
Ἐγὼ εἶμ᾿ ἀκόμα ὁ Παρνασσός, τώρα κι᾿ Λιάκουρα εἶμαι,
κ᾿ ἐγὼ εἶμαι πάντα ἡ ἐκκλησιὰ ποὺ σὲ καιρὸ κανένα
δὲν τῆς ἀπόλειψε ὁ Θεὸς μ᾿ ὅποιο ὄνομα ἂν τὸν κράξεις».
ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ
Νικόλαος Πολίτης
ΤΟ ΑΠΟΓΕΙΟ ΤΟΥ ΚΑΤΕΒΑΤΟΥ
(Αράχοβα της Λεβαδείας)
Ο Κατεβατός είναι γέρος με άσπρα μαλλιά, και άγριος πολύ. Το χειμώνα παλεύει με τάλλα στοιχειά στις κορυφές της Λιάκουρας. ΄Οταν παλεύουν οι καιροί, η Λιάκουρα σειέται, μουγκρίζει, στενάζει και σκεπάζεται με χιόνια, γιατί δεν μπορεί να βαστάξει το θυμό των στοιχειών. Και στα ύστερα τους νικά όλους ο Κατεβατός, και κάθεται στο κρουσταλλένιο παλάτι του και αναπαύεται. Η ανάσα του είναι το τρομερό απόγειο, που κοκκαλώνει τους ανθρώπους και τα ζωντανά, ιδίως το Μάρτη.
Είναι τώρα καμμιά εκατοστή χρόνια που ένας καλόγερος από τη μονή του Οσίου Λουκά, (τον έλεγαν Γερόθεο) , επεθύμησε να ιδεί το παλάτι του Κατεβατού, και το πάλεμα τω στοιχειών και το φοβερό απόγειο. Πήρε μαζί του ψωμί και ξύλα και ό,τι άλλο εχρειαζόταν , και ανέβη στη Λιάκουρα το Νοέμπρη μήνα, και κλείστηκε σε μιά σπηλιά, που είναι στην πλιό ψηλότερη κορφή του βουνού, στο Λυκέρι. Εκεί έζησε ως τα μισά του Μάρτη και είδε όσα ήθελε να ιδεί. Αλλά άν και είχε ακόμη και ψωμί και ξύλα αρκετά, τόσο τον εφόβησαν η βουή των καιρών που επάλευαν και ο χτύπος και ο ποδοβολητός των, και οι βροντές και ταστροπλέκια του ουρανού και το μούγκρισμα του Παρνασού, που δεν του απόμεινε πλιό δύναμη, και ήρθε και το απόγειο του Μαρτιού και τον καταμάρανε και ερρούφηξε το αίμα του, ώστε είδε φανερά το Χάρο μπροστά του. Τότε έπιασε κ΄΄εγραψε σε μιά μεριά της σπηλιάς.
Είδα το πολεμο στοιχειών, είδα και το παλάτι
κι΄άλλο δεν εφοβήθηκα σαν του Μαρτιού το απόγειο.
Ακόμη ως τα σήμερα φαίνεται στη σπηλιά η καπνιά από τη φωτιά του κακομοίρη του Γερόθεου.
Ο ΚΑΤΕΒΑΤΟΣ ΚΑΙ Ο ΝΟΤΟΣ
( Αράχοβα Λεβαδείας)
Ο Κατεβατός ο δυνατώτερος από όλους τους καιρούς, εβγήκε μιά φορά και εκαυχήθηκε μπροστά στους άλλους καιρούς, το Σορόκο, το Λίβα , το Νότο και το Μέγα, πως σαν το κρουσταλλένιο παλάτι του δεν βρισκόταν άλλο καλύτερο σ΄όλον τον κόσμο, πως ήταν ωραιότερο και από το παλάτι του ΄Ηλιου, και πως σαν είναι ταμπουρωμένος μέσα σ΄αυτό δεν φοβάται κανένα από στους ανέμους, γιατί και η θέση που το έχει χτισμένο είναι δυνατή. Αυτό το παλάτι το είχε χτίσει μιά φορά ο Κατεβατός στην κορφή της Λιάκουρας από θεώρατα κρούσταλλα και χαλάζι και χιόνια.
Μα ήρθε ο Νότος και εφύσηξε σιγά κι΄απαλά, κ΄έλιωσε τα παλάτι και δεν απόμεινε τίποτα απ΄αυτό, παρά μόνο τα δάκρυα του Κατεβατού που έτρεχαν σαν ποτάμι.
ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ
ο Κωστής Παλαμάς , βαθύς γνώστης της παράδοσής μας στο ποίημά του Παρνασσός μας μιλά κι΄αυτός για τον Κατεβατό.
«...Διπλὲς ἐμένανε οἱ κορφές, διπλὸ καὶ τ᾿ ὄνομά μου,
ὁ γέρος εἶμαι ὁ Παρνασσὸς καὶ ἡ Λιάκουρα ἡ λεβέντρα.
Κι᾿ εἶμαι σὰν ἕνα ἀντρόγενο, κι᾿ εἶμαι σὰν δυό, σὰν ταίρι
σφιχτοδεμένο ἀχώριστο, μιὰ πλάση κι᾿ ἕνας κόσμος,
π᾿ ὅσο κι᾿ ἂν δείχνονται ἄμοιαστα, τὰ κάνω ἐγὼ καὶ μοιάζουν.
Εἶμαι ἄντρας κόσμος καὶ γυναίκα πλάση, ἀρχαῖος κόσμος,
νιὸς ἥλιος πάντα στ᾿ οὐρανοῦ τοῦ νοητοῦ τ᾿ ἀστέρια.
...
Κ᾿ οἱ βράχοι εἶναι τὰ κάστρα μου, τὰ ἐλάτια εἶν᾿ ὁ στρατός μου,
καὶ τὰ πουλιά μου εἶν᾿ ὁ λαός, κ᾿ οἱ ἀϊτοί μου οἱ πολεμάρχοι,
Στὴν πιὸ ψηλή μου τὴν κορφή, στὸ ἀπάτητο Λυκέρι
λάμπει σὰν τὸ ἡλιοπάλατο παλάτι κρυσταλλένιο
καὶ κάθεται ὁ Κατεβατὸς μέσα ταμπουρωμένος
τύραγνος μέσα στὰ στοιχιά, τῶν ἄνεμων ὁ δράκος,
καὶ τὸ πρωτοπαλλήκαρο κι᾿ ὁ ἀποκρισάρης μου εἶναι.
...
Ἐγὼ εἶμ᾿ ἀκόμα ὁ Παρνασσός, τώρα κι᾿ Λιάκουρα εἶμαι,
κ᾿ ἐγὼ εἶμαι πάντα ἡ ἐκκλησιὰ ποὺ σὲ καιρὸ κανένα
δὲν τῆς ἀπόλειψε ὁ Θεὸς μ᾿ ὅποιο ὄνομα ἂν τὸν κράξεις».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου