Πέρασε ακόμη μιά νύχτα φεγγαροφώτιστη κι΄ο Περσέας στριφογύριζε απ΄αγωνία. " ΄Εχουμε πολύ δρόμο ακόμη για τα Γάδειρα;" ρώτησε το Σεριφιανό.
" ' Εχω ταξιδέψει μέχρι την πόρτα της Μεσόγειος. Από δω που στέκουμε πρέπει να κατέβουμε όλη την Ιβηρική και θα σταθούμε στο Ημεροσκοπείο απ΄εκεί δρόμο για την πόρτα για τον Ωκεανό. Θέλω να την περάσουμε με το φως της ημέρας. και μετά στα Γάδειρα το τελευταίο όριο για το ταξίδι μας στον Ωκεανό. Απ΄εκεί, αυτό που θα δεις Περσέα, είναι κάτι που θα θυμάσαι σ΄όλη σου τη ζωή. ΄Ενα γιγάντιο βουνό,, ψηλότερο δεν έχεις ξαναδεί, ο ΄Ατλας που λεν ότι πάνω στην κορυφή του στηρίζεται ο ουράνιος θόλος. Αυτό το βουνό αχνοφαίνεται καμμιά φορά απ΄τα Γάδειρα στο βάθος της Δύσης εκεί που τελειώνει ο δίσκος της γης.
Αυτά τα βουνά του ΄Ατλα λένε πως έχουν τις ρίζες τους στα έσχατα βάθη του Ωκεανού. Αυτά τα βουνά είναι μεγάλα νησιά που στη δύση όπως θα δεις φαίνονται κόκκινα και λάμπουν στο φως. Τα ονόματά τους τα ήξερε ο Ερμής, του τα είχε πει η μάννα του η Μαία, που όπως ξέρει ήταν απ΄αυτά τα νησιά. Αίγλη νομίζω πως λεν το νένα, Ερυθείη το άλλο, κι΄ολα μαζί, γιατί καθώς λεν είναι πολλά νησιά, Εσπερίδες".
Μ΄αυτές τις σκέψεις πέρασε το τελευταίο βράδυ του Περσέα πριν την πόρτα του Ωκεανού. Ξαπλωμένος στο κατάστρωμα του πλοίου κύταζε τ΄αστέρια που τρεμόσβηναν και μισοκοιμισμένος θυμόταν τις ιστορίες που διηγόταν οι παλιοί ναυτικοί της πόλης της Παλλάδας που έλεγαν ότι την είχαν ακούσει απ΄τους παπούδες τους κι΄αυτοί απ΄το στόμα του Ερμή. Υπήρχαν έλεγαν τέρατα στα νησιά που πετούσαν πάνω απ΄τα νησιά σαν χάλικινα πουλιά. Τα κεφάλια τους τα τριγύριζαν φίδια κι΄είχαν δοντια σαν τους κάπρους. Τα είχαν δει λέγαν και οι ναυτικοί που είχαν έρθει στα Γάδειρα. Ο Περσέας χαμογελούσε μόνος του. Παιδιάστικες κουβέντες. Είναι παιδιά οι ναύτες σκεπτόταν, αλλά σαν παιδιά τα πειστεύουν ας είναι... Άύριο βλέπουμε... και ο ύπνος έφτασε. ΄Ολοι εκείνο το βράδυ το πέρασαν σιωπηλοί, αύριο θα βγαίναν στον Ωκεανό, θ΄άραζαν πριν απ΄το μεγάλο ταξίδι στα Γάδειρα.
Την άλλη μέρα ξεικίνησαν πριν ακόμη η ροδοδάκτυλη Ηώ φέρει το φως του Υπερίωνα ΄Ηλιου. Η αγωνία του Ωκεανού τους κρατούσε όλους βωβούς. Ο Σεριφιανός μάντεψε τί φώλιαζε μες την καρδιά τους και βροντοφώνταξε " Θάλασα μωρέ σαν ετούτη που πλέουμε είν΄ο Ωκεανός, τί νομίζετε πως θα βρούμε κρασί;" ' Ολοι σαν αν περίμεναν τούτο τ΄αστείο ξέσπασαν σε τρανταχτά γέλια κι΄απ΄τα μάτια τους έσβυσε κάποιο μαύρο σύννεφο που φαινόταν να τα σκεπάζει.
" Μόλις πιάσουμε τον Κάβο άν ο Ωκεανός δεν έχει ομίχλη θα δούμε τον ΄Ατλα Περσέα" σιγοψιθύρισε ο Σεριφιανός. Και τα πλοία γοργόφτερα συνέχισαν τον δρόμο τους. Ο Περσέας σιωπηλός περίμενε,, η καρδιά του χτυπούσε στο ρυθμό που έτριζαν οι σκαρμοί των κουπιών. Και να! Να το θαύμα που περίμενε. Ο Γίγαντας ΄Ατλας ξεπήδησε μες τον Ωκεανό. Οι άντρες κράτησαν τα κουπιά. Κανένας δεν είχε ξαναδεί το γίγαντα , το φοβερό ΄Ατλα και να "Δέστε! να εκί στο βάθος μπροστά φαίνεται!" έτσι φωνάζαν μεταξύ τους με μιά φωνή γεμάτη συγκίνηση. "Ζευς, Σωτήρ, Νίκη" φούσκωσε μιά κραυγή τα λαρύγγια τους σαν απάντηση στην τρομάρα που ΄θελαν αν σβυστεί , να χαθεί, να τρομάξουν μ΄αυτήν το γίγα." Πιάστε τα κουπιά " φώναξε ο Σεριφιανός , κι ΄άντρες με τα μάτια καρφωμένα στο βάθος του ορίζοντα ρίχτηκαν και πάλι στα κουπιά.
Ο Περσέας αχόρταγος να κυτάζει είχε βουλιάξει μέσα σε σκέψεις π΄αναπηδούσαν χωρίς να το θέλει και τον γέμιζαν ερωτήματα. "Με τούτο το Γίγα θα πολεμήσω... Αυτός λένε ότι ξεπήδησε καταμεσίς του Ωκεανού κάποια μακρινή εποχή.....Τα πόδια του πατάν στα βάθη του Τάρταρου εκεί που ζει ο πατέρας του ο Ιαπετός....Αυτόν πρέπει να τον φοβόμαστε...αυτός στέλνει τα πλοία στο βάθος του Ωκεανού...Αυτά τα νησιά είναι βουνά...όλα αυτά τα εξουσίαζε παλιά ο Ποσειδώνας ο αδελφός του Κρόνου...του πατέρα του Δία...Στα νησιά αυτά ο Ερμής, έλεγε πως βόσκουν χιλιάδες πρόβατα και γελάδια...Είναι τεράστια νησιά... Ποίοι άραγε τα κατοικούνε....Αφού βασιλιάς εκεί ήταν ο Ποσειδώνας πρέπει να βρούμε πολιτισμένους ανθρώπους...κανείς όμως δεν ξέρει... και τα τέρατα...άλλο πάλι τούτο... Αυτά θα τα λεν οι έμποροι για να τρομάζουν αυτούς που θά' θελαν να παν κατά κει για πλούτη...Τα ονόματα των πρώτων νησιών είναι Ενυώ, Πεφρηδώ και Δεινώ...βασιλιάς σ΄αυτά λένε πως είναι ο Φόρκυς...Τί άνθρωπος άραγε να είναι...και οι γοργόνες..Μετά τα νησιά είναι μιά άλλη ήπεριος!...ατέλειωτη είναι άραγε η γή;.....Αυτά σκεπτόταν ο Περσέας και στο μυαλό του θαλασσοταραχές και μάχες τον συντάραζαν. Ο Σεριφιανός ερμήνεψε τη σιωπή του και με φωνή ήρεμη και μετρώντας τα λόγια του είπε:"΄Ολα τα πράγματα τα ξέρω πώς στην αρχή φαίνονται δύσκολα, αλλά παντού είναι τα ίδια Περσέα. ΄Ανθρωποι παντού καλοί και κακαοί. Αρκεί να΄χουμε μυαλό σαν την Αθηνά κι΄όλα θα πάνε καλά". Ο Περσέας γύρισε προς το μέρος του κι΄ένας αναστεναγμός φούσκωσε στα στήθια του. Χάρηκε που είχε μαζί του τούτο τον αντρείο και μυαλωμένο και είπε ακουμπώντας το χέρι του στον ώμο του Σεριφιανού. "Να κάνουμε στα Γάδειρα, σαν φτάσουμε, θυσία στην Αθηνά να μας βοηθήσει στο έργο μας".
Στα Γάδειρα κάθησαν δυό μέρες, διορθώνοντας και προετοιμάζοντας τα πλοία. Σχοινιά, αρματωσιές, πανιά ,σκαρμοί , κουπιά, τρόφιμα κι΄όλα όσα έπρεπε να κυτάξουν πριν αρχίσει πλαι το μεγάλο ταξίδι, και το κυριότερο έπρεπε να βρουν τον καιρό που ο άνεμος θα τους βοηθούσε και πάλι.
" Μέχρι τα νησιά δεν έχει άλλη στεριά", έλεγε ο Σεριφιανός. "Αυτό να το βάλετε καλά μες το κεφάλι σας και να γίνουν όλα σωστά".
Ο καιρός ήταν ζεστός και ο ΄Ατλας είχε χαθεί στον μακρυνό ορίζοντα. Ουρανός και θάλασσα. Ο Σεριφιανός δεν το φοβόταν τούτο. " ΄Οταν δε βλέπεις μπροστά γύρνα να βλέπεις πίσω" έλεγε γελώντας. Μέχρι να χάσουμε τη μιά στεριά θα δούμε την άλλη. Κι΄έπειτα θ΄αφήσουμε το πρώτο πλοίο και μόλις αρχίσει να χάνεται θα φύγει το δεύτερο και μετά το τρίτο. Ο Περσέας θα πρόσταζε πιά ο ίδιος όλη τη νηο-πομπή και θα΄φευγε πρώτος, ο Σεριφιανός θ΄ακολουθούσε τελευταίος. ΄Ετσι ξεκίνησε η πρώτη επίσημη αποστολή για τα νησιά του Ατλαντικού που βρίσκονταν κοντά στις σημερινές Αζόρες.
Στους Ελληνικούς μύθους θα ξαναβρούμε κι΄άλλες φορές διηγήσεις για τα νησιά του ΄Ατλαντα τις Εσπερίδες και όπως θα δούμε συναρμολογώντας τα κουρέλια των μύθων που διασώθηκαν θα ξανασχηματίσουμε την χαμένη ιστορία μας. Ας ξαναμπούμε και πάλι στα πλοία κι΄ας πάμε να πατήσουμε τη στεριά στα νησιά του ΄Ατλαντα, τις Ατλαντίδες. Είχαμε κάτσει στην Ιβηρική μέχρι να μισογεμίσει το φεγγάρι. Τώρα ήλθε η ώρα να φύγουμε για τον Ωκεανό. "Το βράδυ πρέπει στην πρύμνη των πλοίων που προχωράν μπροστά ν΄ανάψουν δαδιά ώστε μεσ΄το σκοτάδι τα πίσω πλοία να βλέπουν πού πάνε και να μη χαθούν και προ παντός να μη σπαταλάν δυνάμεις. ΄Οταν ζυγώσουν στις ακτές των νησιών θα συγκεντρωθούν και πάλι όλοι μαζί και πρέπει να είναι έτοιμοι και για τα ΄οπλα". Τα παραμύθια που διηγόνταν για τα τέρατα που πετούσαν έρχονταν και ξαν΄ρχονταν στη σκέψη του Περσέα, αλλά αυ΄τος τα απόδιωχνε και τα μάτια του ήταν καρφωμένα στοον ΄Ηλιο που έγερνε στη Δϋση. Μακριά είχαν φανεί τα πρώτα βουνά. σε λίγο θ΄αρχιζε να έρχεται η νύχτα.
Αζόρες |
Ευτυχώς η μέρα ήταν μεγάλη και το βράδυ αργούσε. ο Περσέας με σινιάλα έδωσε στα πλοία π΄ακολουθούσαν να καταλάβουν πως έπρεπε να βιαστούν. Τα χέρια τράβηξαν με δύναμη τα κουπιά. Ο αέρας είχε πέσει και τα πλεούμενα είχαν χάσει το δρόμο τους , την ταχύτητά τους. Ο Περσέας είχε τις πληροφορίες του. Οι απόγονοι του Φόρκυ ήταν τρεις θυγατέρες που βασίλευαν τώρα στα τρία νησιά. Τα τρία νησιά είχαν ένα κοινό λιμάνι και κοινές αποθήκες που τις χρησιμοποιούσαν εκ περιτροπής. Τα νησιά αυτά ήταν ένα σύμπλεγμα. Αφαλώς έτσι κοντά το ένα στ΄άλλο θα έπρεπε να έχουν μιά είσοδο, ένα κανάλι απ΄όπου θα έφτανες στο μώλο (στο δόντι) που εξέχει και μπαίνει μέσα στη θάλασσα για να πέφτουν δίπλα και να δένουν τα πλοία. Αυτό θα ήταν το κοινό λιμάνι με τις αποθήκες που είχαν τα τρόφιμα των νησιών. Από νησιά ο Περσέας ήξερε και πάρα πολλά. Αυτό δα έλειπε τόσα χρόνια κολυμπούσε και έπειζε στις ακτές της Σέριφος και στο νησί τους τα ίδια πράγματα είχαν. ΄Επρεπε να χωθείς μεσ΄το κανάλι και ξαφνικά να το δόντι του μώλου. Απάνω στο μώλο και πολύ κοντά σ΄αυτόν οι Αποθήκες, τα τρόφιμα που ζούσε το νησί, εκεί μαζεύονταν κι΄επαιζαν σαν παιδιά, ακόμη θυμάται την ξεχωριστή μυρουδιά τους. Απ΄τους συλλογισμούς αυτούς άρχισε να τον βγάζει η γοργόφτερη νύχτα που' φτανε σκοτεινή. οι ακτές σκούρες φάνηκαν χωρίς να ξεκαθαρίζουν καλά. Η απόσταση είχε μικρύνει τα συντροφικά πλοία είχαν πλησιάσει.
Ο Σεριφιανός λάμνοντας δυνατά ήρθε σε λίγο δίπλα στο πρωτοκάραβο του Περσέα. ΄Απλωσαν οι ναύτες μιά σανίδα και ελαφροπερπάτητος πέρσε πάνω απ΄τον Ωκεανό στο καράβι του Περσέα. Τ΄αντίθετο έγινε αμέσως μετά, κι΄ο καπετάνιος του Περσέα ξαναπήγε στο καράβι του. Τα πλοία ξεκίνησαν σε μιά σειρά με δεμένα πανιά προς την ακτή. Το σχέδιο για ν΄αρχίσει, έπρεπε να βρούνε τον "οφθαλμό" την είσοδο που θα σέμπαζε στο λιμάνι. Το πράγμα δεν ήταν καθόλου εύκολο αλλά να! ένα φως φάνηκε μακριά στη λουρίδα του βουνού που ξαπλώνονταν μπροστά τους. Ο οφθαλμός, μονολόγησε ο Περσέας. Ο Σεριφιανός συμφώνησε, θα προχωρούσαν προς το φως. Η σελήνη θαμπά, φώτιζε το δρόμο. Ο Περσέας έστειλε κάποιον μπροστά να προσέχει μην πέσουν σε ξέρες, διέταξε να σβύσουν τα δαδιά έπρεπε να προχωράν αργά και προσεκτικά. Νύχτα γεμάτη φως, προσμονή και μυστήριο απ΄το άγνωστο που από στιγμή σε στιγμή το πλησίαζαν. Τα κουπιά χώνονταν άφωνα μεσ΄τον Ωκεανό και ανάλαφρα σκόρπαγαν ασημένια νερά στο φως της σελήνης. ΄Αν όλα παν καλά σκεφτόταν ο Περσέας θα κάνουμε μεγάλο γλέντι στο νησί. Οι εντολές ποιοί θα βγουν πρώτοι, κι΄αν χρειαστεί θα πολεμήσουν, είχαν δοθεί από μέρες, οι χάλκινες ασπίδες και τα σιδερένια σπαθιά δόρατα και βέλη είχαν επιθεωρηθεί και βρίσκονταν όλα στη θέση τους. Τους άντρες του τους ήξερε καλά. ΄Ολοι ήταν θεριά. Του Περσέα το στήθος φούσκωνε απ΄την προσμονή. Θα πηδούσε πρώτος στο μώλο κι΄αλλοίμονο σ΄αυτούς που θ΄αντιστέκονταν. Σκεφτόταν όμως, πως όλα έπρεπε να γίνουν σιγά χωρίς φωνές, με μυαλό ή με πονηριά ώστε να αιφνιδιαστούν, αυτοί που θα φυλάγαν το λιμάνι, κι΄ετσι προτού το καταλάβουν να βρισκόντουσαν αιχμάλωτοι στα χέρια του. ΄Οχι, δεν έπρεπε να πειράξουν τους ανθρώπους των νησιών. Αλλά άν δειχνόντουσαν εχθρικοί, έπρεπε να τους εξαναγκάσουν να τους βοηθήσουν. Ο σκοπός του Περσέα ήταν να ξανανοίξει το δρόμο του Ωκεανού για το συμφέρον όλων. Αυτά σκεφτόταν και τα καράβια είχαν πλησιάσει πολύ κοντά στο φως. Κάτω φαινόταν ένας μεγάλος όγκος και δίπλα ένας πιό χαμηλός που έστεκε το φως. Ο Περσέας ήξερε πως εδώ κατοικούσαν άνθρωποι με πολιτισμό και η αγωνία του μεγάλωσε. Κι ο Σεριφιανός όμως έκανε τις ίδιες σκέψεις, τούτο το φως στην είσοδο του καναλιού έδειχνε πως τα νησιά τα κατοικούσαν άνθρωποι πολιτισμένοι. ΄Επρεπε λοιπόν να πλησιάσουν με εξυπνάδα το λιμάνι και χωρίς να τους πάρουν είδηση. Το ότι φτάσαν βράδυ αυτό τους βοήθαγε από μιά μεριά, γιατί έτσι μπορεί να γίνουν οι ίδιοι κριτές και ν΄αποφασίσουν τη στάση τους. Ο Περσέας ήταν σύμφφωνος, τις ίδιες άλλωστε σκέψεις είχε κάνει κι΄αυτός και χαίρονταν που κι΄ο συνετός Σεριφιανός τις έλεγε. Κάλεσε λοιπόν τους πολεμικούς ηγέτες σε συμβούλιο κι΄αποφάσισαν να μπει στο λιμάνι, με απόλυτη ησυχία, πρώτα το πρωτοκάραβο, τα άλλα θα΄στεκαν στα κουπιά περιμένοντας το σινιάλο. ΄Αν το πρωτοκάραβο έβρισκε γρήγορα κάποιο ήσυχο μέρος για απόβαση η ίδια η σχεδία που θ΄ανίχνευε προηγούμενα το λιμάνι θα καλούσε και τ΄άλλα πλοία, να την ακολουθήσουν δείχνονταν το δρόμο. ΄Ετσι κι έγινε, χωρίς καμμιά φασαρία ο Περσέας βγήκε στην ακτή κοντά στο νεώριο που βρίσκονταν έξω απ΄το λιμάνι. Εκεί μάζεψε τους άντρες του και τους έκρυψε σ΄επίκαιρα σημεία. Θα περίμενε νάρθουν κι΄άλλοι και μετά θα προχωρούσε. Το φως της σελήνης φώτιζε τώρα καλά τις αποθήκες του λιμανιού, Ο Περσέας αφήνοντας πίσω του τον Σεριφιανό προχώρησε ν΄αντιληφθεί μόνος του τί μπορούσε να παρουσιαστεί ξαφνικά σε τούτο το εγχείρημα. Είχε μαζί του δύο απ΄τους πλεμικούς αρχηγούς για να δουν κι΄αυτοί μήπως κάτι ξεφύγει. Τα πράγματα έδειχναν ήσυχα. Το μόνο που μείναν σύμφωνοι και οι τρεις ήταν πως στα δύο δεμένα στο λιμάνι πλοία υπήρχαν άνθρωποι και κάποιο φως σαν τα δικά τους τα λυχνάρια, έριχνε ανταύγειες στην ήσυχη θάλασσα. Γύρισαν πίσω εξηγώντας και στους άλλους που εν τω μεταξύ με την ίδια άφωνη τάξη είχαν κατέβει στην ακτή, το τί είδαν.
(Συνεχίζεται)
απόσπασμα από το ΑΙΓΑΙΟ ΒΟΥΝΟ
Η.Λ. ΤΣΑΤΣΟΜΟΙΡΟΣ
εκδόσεις "ΠΥΡΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου