A' ΜΕΡΟΣ
" Ήματα πεντήκοντα μετά τροπάς ηελίοιο
ες τέλος ελθόντος θέρεος, καματώδεος ώρης
ωραίος πελεταί θνητοίς πλόος΄ούτε κε νήα
κανάξαις, ούτ΄άνδρας αποφθείσεε θάλασσα
ει δε μή πρόφρων γε Ποσειδάων ενοσίχθων
ή Ζεύς αθανάτων βασιλεύς εθέλησεν ολέσαι".
(Ησίοδος , ΄Εργα και Ημέραι).
"Σαράντα λοιπόν μέρες απ΄του ήλιου τα γυρίσματα μεσ΄ τη καρδιά του καλοκαιριού, της εποχής που είν΄όλη κάματος, είναι η πιό κατάλληλη εποχή για το ταξίδι που σκέπτεσαι Περσέα.Τότε μήτε το πλοίο θα τσακίσεις, μήτε θα σου χαλάσει η θάλασσα τους ναύτες σου, εκτός άν ορεχτή ο Ποσειδώνας ή ο Δίας να σε καταστρέψει". Με τέτοιες συζητήσεις ο Περσέας και ο καπετάν Σεριφιανός κατάστρωναν τα σχέδια του μεγάλου ταξιδιού. Οι τριήρεις, τα θαλασσινά άλογα που είχαν βγεί από τα χέρια του ξακουσμένου ΄Αρμονα και του γιού του Φέρεκλου, μονοκάταρτα με τυλιγμένα προσεκτικά τα πανιά, κάτασπρα, με τρεις σειρές κουπιά, που τάχαν μαζεμένα μέσα στα σπλάχνα τους, ανασηκώνονταν πότε τόνα, πότε τ΄άλλο, καθώς ήταν δεμένα στο λιμάνι, μοιάζαν με τ΄αλογίσια κεφάλια στις πλώρες τους, πραγματικά άγρια της θάλασσας άλογα. που τους φούσκωνε ο αγέρας τα ρουθούνια και ετοιμάζονταν να ορμήσουν και να νικήσουν τα πέλαγα.
΄Αντρες και παιδιά που΄τρέχαν πέρα δώθε στο λιμάνι, χάζευαν τα τεράστια άλογα και μιλούσαν όλοι μαζί κι΄έλεγαν, έλεγαν , πράγματα που δεν είχαν ούτ΄αρχή ούτε τέλος για ταξίδια, για θάλασσες , για καιρούς, για λαούς , και έδιωχναν τα παιδιά να μην ανεβαίνου πάνω στα σανίδια, που ένωναν τα πλεούμενα με το μώλο και πέσουν και τσακιστούν. Και γελούσαν από χαρά, που το νησί τους μπορούσε κι΄αυτό να στείλει τα δικά του παιδιά για να δουν το μεγάλο Ωκεανό.
΄Ετσι περνούσαν οι μέρες στο νησί και τη νύχτα μ΄αναμένα λυχνάρια συζητούσαν στα σπίτια κι άκουγες άντρες και νέοι, που θα φεύγαν για πληρώματα, ορμήνειες και γλκόλογα απ΄τους δικούς τους. Μικροπαντρεμένοι με παιδιά στην αγκαλιά έδιναν παραγγελίες και καθησύχαζαν τις μικρομάνες που σκούπιζαν τα δάκρυα απ΄τα μάτια. ΄Αντρες γκριζομάλληδες έλεγαν λόγια, τα μεράκια και τους θυμούς της θάλασσας και συμβούλευαν τους γιούς για τη μεγάλη αξία πύχει ν΄ακούν, χωρίς ν΄αντιγυρίζουν τις κουβέντες και τις προσταγές του Σεριφιανού, που ήταν ο καλλίτερος στο νησί. Κι η μέρα έφτασε. ΄Ολοι θα την θυμούνταν, όσα χρόνια κι΄αν περάσουν.
Καμμιά γιορτή δεν θα μπορούσε να παραβγεί της μέρας αυτής. Στο λιμάνι, με φωνές και γέλια φορτώνονται στα πλοία τα τελευταία εφόδια για το μεγάλο ταξίδι. Τα τρόφιμα ανέβηκαν τελευταία :ξερή μουσταλευριά, παξιμάδια, χοιρινό κρέας ψημένο και χωμένο μέσα στο λίπος σε μικρά κιούπια, ελιές, ξερά σύκα και κρασί, μύγδαλα, αποτελούσαν τη βάση μιάς τροφής που ταίριαζε στην περίσταση. Για καθένα απ΄αυτά υπήρχε η σωστή θέση για να διατηρηθούν καλά και να μη το χαλάσει η ζέστη. Και μετά όσπρια κι΄άλλα καλοκαιρινά που θα τά τρώγαν πρώτα κι΄αρμαθιές κρεμύδια και σκόρδα και λάδι. Οι άντρες έπρεπε να τρων καλά να έχουν δύναμη γιατί τα κουπιά δεν αστειεύονται κι΄η θάλασσα δεν είναι να την εμπιστεύεσαι. Τώρα φέρναν υδρίες με νερό, πολύ νερό. Ο Σεριφιανός έδωσε παντού με ήρεμη φωνή τις διαταγές του και οι τριήρεις κάθιζαν φρόνιμα μπροστά στο μυαλωμένο καπετάνιο. Και τα πλοία φτιάχτηκαν, συγυρίστηκαν, πλύθηκαν τα καταστρώματα, μαζεύτηκαν τα σχοινιά, μπήκαν τα κουπιά τις θέσεις τους και μετά όλοι, θαλαμίτες, ζυγίτες, θρανίτες κι΄αυτούς που κάναν κουμάντο στα παντιά, στο τιμόνι, στις βάρδιες, βγήκαν στο πλακόστρωτο του λιμανιού και λούστηκαν και δροσίστηκαν και ξαρμύρισαν απ΄το δροτάρι.Η φωνή του Σεριφιανού ακούστηκε βροντερή "Τελέψτε τα χαιρετίσματα και γυρίστε στα πλοία".
Από μακριά μιά συνοδεία επίσημη φαίνεται να έρχεται στο λιμάνι. Ακολουθούν το φιδωτό δρόμο που κατεβαίνει γυροφέρνοντας την πλαγιά και μετά σαν χείμαρρος ίσιος πέρνει τον κατήφορο και φτάνει στο μικρό εύφορο κάμπο.Οι νησιώτες ήξεραν ποιός έρχεται. Η προσμονή και η λαχτάρα της αναχώρησης τόσων αγαπημένων είχε ρίξει μιά βουβαμάρα παντού. Τα μάτια μιά στρέφονταν στα πλοία και τα χέρια κινιόντουσαν σε χαιρετισμό και μιά γύριζαν κατά το δρόμο προσμένοντας να φανούν οι βασιλιάδες του νησιού και ο Περσέας. Και " Να έρχονται" φώναξαν τα άμυαλα παιδιά που γλεντούσαν τούτο το πανηγύρι. Ο Σεριφιανός ίδιος Ποσειδώνας με τη συνοδεία του κινήθηκε με αργό βήμα σε προϋπάντηση. Τα πληρώματα όρθια στα καταστρώματα βουβά κι΄ακίνητα περίμεναν τους άρχοντες του νησιού.
Ο Περσέας πρώτος προχώρησε κι΄αγκάλιασε αντρίκια το Σεριφιανό που στάθηκε ήρεμος και με σέβας, μετά η Δανάη κι΄ο Πολυδέκτης ήρθαν και χαιρέτισαν φιλικά τον Σεριφανό. Κάτι λόγια ειπώθηκαν και ο Σεριφιανός κούνησε συγκατανεύοντας το κεφάλι. Τώρα οι Βασιλιάδες προχώρησες προς τα πλοία. Τα πληρώματα ξεσπάν σε πολεμικές κραυγές "Ζευς, Σωτήρ , Νίκη". Ο λαός φωνάζει "Νίκη, Νίκη " κι΄η κραυγή αυτή δίνει το σύνθημα ν΄αρχίσει το μεγάλο ταξίδι.
Οι τριήρεις λύνουν τα σχοινιά και καμαρωτές μιά μιά αργοκινούν για το μεγάλο δρόμο. Οι άντρες, εξασκημένοι μέρες τώρα σε τούτυ τη δουλειά εκτελούν τις προσταγές με μοναδική ακρίβεια. Τα κουπιά σαν φτερά, κάνουν να μοιάζουν τούτα τ΄άλογα , σαν Πήγασοι. Ο κόσμος τ΄ακολουθεί περπατώντας δίπλα τους στο μακρύ μώλο, τα παιδιά τρέχουν να σκαρφαλώσουν στο βραχοβούνι που στέκει στην είσοδο του λιμανιού, δεν θέλουν να χάσουν τίποτα απ΄τα μάτια τους μέχρι που τα πλοία να χαθούν στον ορίζοντα, πρέπει αυτή τη στιγμή να την ζήσουν μόλο τους το είναι, ξέρουν από τη δόνηση που αισθάνονται μέσα τους πως είναι μιά μεγάλη στιγμή που θα μιλάν γι΄αυτήν όλοι οι άνθρωποι σ΄όποια εποχή κι΄αν ζουν. και σκαρφαλώνουν σαν κατσίκια για να δουν! να δουν!...Και τα θαλασσινά άλογα φτεροκοπώντας αφήνουν το αγαπημένο νησί κι΄ανοίγονται στο πέλαγος.
Ο Σεριφιανός έχει λάβει τα μέτρα του. Δέκα ώρες ήλιος μπροστά και μετά ένα ολόγιομο φεγγάρι. Η θάλασσα ήρεμη, καθώς λεν τα ιερά για τούτη την εποχή, κι΄ο αέρας πρίμος " θα μας βοηθήσει Περσέα να μείνουν οι άντρες ήσουχοι και να κοιμηθούν, την οικονομία σε δυνάμεις πρέπει να την κάνεις απ΄την αρχή "όταν είναι γεμάτο το κιούπι" ψιθύρισε. Ο Περσέας , που φαινόταν παραδομένος στους δικούς του συλλογισμούς, απάντησε ξαφνιασμένα. "Εσύ μας οδηγείς Σεριφιανέ, κάνε κατά που κρίνεις. Εγώ θα σε παραστέκω".
Ο Σεριφιανός περίμενε τούτη τη διαβεβαίωση και ησύχασε μέσα του. Ο Περσέας έχει μυαλό γέρου κι΄ας είναι παιδί, σκέφτηκε και πήρε τη θέση του πρωτοκυβερνήτη που θα οδηγούσε και τ΄άλλα πλοία. Τα πλοία όλα με προσταγή του άνοιξαν πανιά κι ο αγέρας ο ανατολικός όσο ανέβαινε ο ήλιος , φούσκωσε τα τεράστια πανιά και τ΄άλογα χώθηκαν μέχρι τα στήθια στα καταγάλανα νερά.
΄Ενα μικρό κοπάδι δελφίνια φάνησκαν δίπλα τους "Καλό σημάδι Περσέα, ο Ποσειδώνας είναι μαζί μας". Ο Περσέας κάθησε δίπλα του κι΄ένα χαμόγελο φώτιζε τα μάτια του. "Αν η θάλασσα κι ο καιρός κρατήσει έτσι σίγουρα θα περάσουμε και τα τρία σημάδια του Ταϋγετου και απ΄εκεί θα πιάσουμε τ΄άλλο πέλαγος ξανασκεφτόμαστε σε ποιά σημάδια θα βάλουμε πλώρη." Αυτά συζητούσαν μεταξύ τους σαν Πολεμάρχοι και χαίρονταν που το ταξίδι τους ξεκίνησε με τόσο καλούς οιωνούς.
Οι ναυτικοί όλοι ήξεραν να διαβάζουν πρωί και βράδυ στον ουρανό το θαλασσινό τους δρόμο. Η μορφολογία ακόμη των ακτών ήταν μεγάλος οδηγός στους ναυτικούς και ιδιαίτερα στους δικούς μας τους ναυτικούς που χωρίς χάρτες με τα τρεχαντήρια τοους και σήμερα τριγυρίζουν στα νησιά σαν να περπατάν στους δρόμους του νησιού τους. Πιστεύω όμως πως κάθε ναυτικός μπορεί με το δικό του τρόπο να φτιάχνει τους δικούς του χάρτες.
Η ακτοπλοϊα ήταν μιά δοκιμασμένη μέθοδος να βρίσκει ευκολότερα τους θαλασσινούς δρόμους. Ιδιαίτερα για τους κατοίκους των νησιών του Αιγαίου χώρου, τα διάσπαρτα σ΄όλο το πέλαγος νησιά γίνονονταν γέφυρες που συνέδεαν όλες τις περιοχές του μεγάλου Βασίλειου που ξαπλώνονταν καθώς είπαμε σ΄ανατολή και δύση. ΄Ας ξαναπάρουμε τη θέση μας στα πλοία του Περσέα κι΄ας συνεχίουμε το ταξίδι. Τα πλοία έσχιζαν τη θάλασσα και περνούσαν τώρα κάτω απ΄το μεγάλο βουνό τον Ταύγετο. Ο ανατολικός άνεμος είχε γυρίσει σε Νοτιά κι΄αυτό βοηθούσε και πάλι το ταξίδι. Ο Σεριφιανός, πραγματικός καπετάνιος, όρθιος στην πλώρα έδειχνε στον Περσέα το μεγάλο βουνό που καταπράσινο έλαμπε απ΄το φως του μεσημεριάτικου ήλιου. Οι άντρες καθισμένοι πάνω στο ζεστό κατάστρωμα γυμνοί στου ήλιου τα χαϊδέματα, έτρωγαν με γέλιο τα φιαγιά πούχαν παρμένα απ΄το σπίτι τους κι΄έδιναν ο ένας στον άλλο μικρά κεράσματα.Κρασί δεν θάπιναν, τό ξέραν όλοι, γιατί τ΄απόγεμα θα περνάγαν στην άλλη θάλασσα, ο άνεμος θά ΄πεφτε με τη δύση του ήλιου, και τότε θα έπρεπε νάχουν δύναμη για τα κουπιά.΄Ετσι τά' χε σκεφτεί ο Σεριφιανός , έτσι και ΄γιναν και το βράδυ βρέθηκαν αραγμένοι στη Σφακτηρία. Είχαν συμφωνήσει με τον Περσέα "τους άντρες, που οι περισσότεροι για πρώτη φορά φεύγαν τόσο μακριά απ΄το νησί , να τους προχωράν σιγά-σιγά στη νέα τους ζωή, έτσι ώστε μέχρι να πιάσουν τα Γάδειρα στην Ιβηρική, να είναι έτοιμοι για το ταξίδι στο μεγάλο ωκεανό".
Στη Σφακτηρία στάθηκαν να περάσει η νύχτα. Οι άντρες έφαγαν ήπιαν νερωμένο κρασί, όσο διέταξε ο Σεριφιανός, και μετά απ΄τα τραγούδια, τα θαλασσινά άλογα, σχε΄δον ακούνητα, ρίχτηκαν σε βαθύ ύπνο.
Της άλλης μέρας η πορεία είχε ήδη αποφασιστεί. Μπροστά της ήταν το μεγάλο πέλαγος που οδηγούσε στη χώρα των Σικανών στο ηφαίστειο. Οι καπνοί που τινάζονταν πολλές φορές απ΄τα σωθικά του σκοτείνιαζαν, τον καθάριο ουρανό. Αυτό όμως τόχε και για σημάδι, ο Σεριφιανός γιατί φτάνοντας σχεδόν στη μέση του πελάγου, έπρεπε να δεις, αυτή τη σκούρα καπνιά που σημάδευε, εκεί στον ορίζοντα το μεγάλο ηφαίστειο. Προτού ξημερώσει , τα θαλασσινά άλογα όρμησαν με τα κουπιά στο πέλαγος. Ο αέρας ήταν στεριανός , αλλά, ίσα που δρόσιζε τα κορμιά των αντρών που τραγουδώντας κωπηλατούσαν πότε η μιά σειρά , πότε η άλλη και οι τριήρεις ξεμάκραιναν.
"Να προσέχετε η σκιά του καταρτιού να κρατιέται πάνω στα κεφάλια των αλόγων " αυτή ήταν η εντολή για τη σημερινή μέρα, και τα πλοία ακολουθούσαν πιστά την ίδια πορεία. Σε λίγο επαναλαμβάνονταν και πάλι η χτεσινή ημέρα. Τα πανιά φούσκωσν και τα πλοία άρχισαν να σχίζουν τη θάλασσα πιό βαθιά , πιό γρήγορα, όλο πιό γρήγορα.
"Στη Σικελία που την κυβερνάει κάποιο παιδί του Ποσειδώνα , έχω οδηγήσει πολλές φορές, Περσέα, έμπορους που έρχονταν εδώ για ανταλλαγές, με δέρματα και ζώα. ΄Ολοι μου μικούσαν σαν τους γύριζα πίσω για το φυσικό πλούτο της μεγάλης αυτής χώρας κι έλεγαν πως θά ΄θελαν άν μπορούσαν να ζήσουν εκεί. Αυτό το μεγάλο νησί του ηφαίστειου θα το περάσουμε από πάνω και κάπου εκεί στην έξοδο θα σταθούμε να περάσει η νύχτα. Την άλλη μέρα πολύ πρωί θα ξεκινήσουμε για την Ιχνούσα που την κυβερνάει ο Σάρδος του Μακήριδα, παιδί κι΄αυτός του Ποσειδώνα. Σ΄αυτό το νησί έχουν απ΄τα παληά χρόνια οι Κορήτες εγκταταστήσει δικούς τους ανθρώπους και με τους ντόπιους πέρνουν απ΄το νησί χαλκό κι΄ασήμι. Είναι φιλήσυχοι οι κάτοικοι αυτών των νησιών αλλά είναι αδύνατο να καταλάβεις τί λεν. Απ΄την Ιχνούσα και την Κύπρο έχω φορτώσει πολλές φορές χαλκό για την Αθήνα. Μετά θα πιάσουμε την Κύρνο (Κορσική ) κι΄εκεί θα βρούμε δικούς μας που κάνουν εμπόριο ξυλείας και δέρματα. Απ΄την Κύρνο θα πάρουμε φρέσκα τρόφιμα για τα πλοία. Εκεί θα μείνουμε μιά νύχτα. Και μετά πλώρη καθώς είπαμε για τη χώρα που κατοικούν οι Λίγυρες. ΄Αν ο καιρός μας βοηθήσει ίσια δυτικά, προς μας θα βρούμε τρεις μεριές να περάσουμε το βράδυ ή στο Λευκάτα ή στο Ρόδη ή στο Εμπορείο".
Το ταξίδι του Περσέα μέχρις εδώ ήταν μιά τέλεια απόλαυση. Οι γαλάζιες ηλιόλουστες θάλασσες, ο μετρημένος αέρας που φούσκωνε τα μεγάλα πανιά των καραβιών, οι καταπράσινες ακτές που λαμποκοπούσαν στο φως, οι αστροφώτιστες και φεγγερές απ΄τη Σελήνη νύχτες και οι άνθρωποι, οι άνθρωποί του. Οι σγουρομάλληλες λεβέντες της Σέριφος, μαυρισμένοι απ΄τον ήλιο και τη θάλασσα, γεροί σαν ταύροι, του γέμιζαν την καρδιά από δύναμη και πίστη. ΄Ενα τραγούδι τον έβγαλε απ΄τους συλλογισμούς. ΄Ενα τραγούδι που χιλιετηρίδες οι ίδιοι σγουρομάληδες ΄ελληνες ναυτικοί, καταπέλαγα, όταν φουσκώνει ο αέρας τα πανιά το τραγουδούν :
Θάλασσα λεβεντοπνίχτα θάλασσα φαρμακερή
συ που κάνεις το νησί μας, πάντα μαύρα να φορεί.
Δεν είναι λυπητερό τραγούδι, ο Περσέας τό 'ξερε, είναι τραγούδι λεβεντιάς κι΄αυτοί που το τραγουδούν το φωνάζουν στη θάλασσα για να της δείξουν πως δεν την φοβούνται.
Με τέτοιους συντρόφους ο Περσέας προχωρούσε στο ταξίδι προς τον μεγάλο Ωκεανό. "Ο Ποσειδώνας ξενοκοιμάται σ΄άλλες θάλασσες , ως φαίνεται" φώναξε, να τον ακούσουν όλοι που τραγουδούσαν. Και οι σύντροφοι ξεσπάσαν σε γέλια και σπρώξαν με πιό δύναμη τα κουπιά.
(Συνεχίζεται)
απόσπασμα από το ΑΙΓΑΙΟ ΒΟΥΝΟ
Η.Λ. ΤΣΑΤΣΟΜΟΙΡΟΣ
εκδόσεις "ΠΥΡΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ"
" Ήματα πεντήκοντα μετά τροπάς ηελίοιο
ες τέλος ελθόντος θέρεος, καματώδεος ώρης
ωραίος πελεταί θνητοίς πλόος΄ούτε κε νήα
κανάξαις, ούτ΄άνδρας αποφθείσεε θάλασσα
ει δε μή πρόφρων γε Ποσειδάων ενοσίχθων
ή Ζεύς αθανάτων βασιλεύς εθέλησεν ολέσαι".
(Ησίοδος , ΄Εργα και Ημέραι).
"Σαράντα λοιπόν μέρες απ΄του ήλιου τα γυρίσματα μεσ΄ τη καρδιά του καλοκαιριού, της εποχής που είν΄όλη κάματος, είναι η πιό κατάλληλη εποχή για το ταξίδι που σκέπτεσαι Περσέα.Τότε μήτε το πλοίο θα τσακίσεις, μήτε θα σου χαλάσει η θάλασσα τους ναύτες σου, εκτός άν ορεχτή ο Ποσειδώνας ή ο Δίας να σε καταστρέψει". Με τέτοιες συζητήσεις ο Περσέας και ο καπετάν Σεριφιανός κατάστρωναν τα σχέδια του μεγάλου ταξιδιού. Οι τριήρεις, τα θαλασσινά άλογα που είχαν βγεί από τα χέρια του ξακουσμένου ΄Αρμονα και του γιού του Φέρεκλου, μονοκάταρτα με τυλιγμένα προσεκτικά τα πανιά, κάτασπρα, με τρεις σειρές κουπιά, που τάχαν μαζεμένα μέσα στα σπλάχνα τους, ανασηκώνονταν πότε τόνα, πότε τ΄άλλο, καθώς ήταν δεμένα στο λιμάνι, μοιάζαν με τ΄αλογίσια κεφάλια στις πλώρες τους, πραγματικά άγρια της θάλασσας άλογα. που τους φούσκωνε ο αγέρας τα ρουθούνια και ετοιμάζονταν να ορμήσουν και να νικήσουν τα πέλαγα.
΄Αντρες και παιδιά που΄τρέχαν πέρα δώθε στο λιμάνι, χάζευαν τα τεράστια άλογα και μιλούσαν όλοι μαζί κι΄έλεγαν, έλεγαν , πράγματα που δεν είχαν ούτ΄αρχή ούτε τέλος για ταξίδια, για θάλασσες , για καιρούς, για λαούς , και έδιωχναν τα παιδιά να μην ανεβαίνου πάνω στα σανίδια, που ένωναν τα πλεούμενα με το μώλο και πέσουν και τσακιστούν. Και γελούσαν από χαρά, που το νησί τους μπορούσε κι΄αυτό να στείλει τα δικά του παιδιά για να δουν το μεγάλο Ωκεανό.
΄Ετσι περνούσαν οι μέρες στο νησί και τη νύχτα μ΄αναμένα λυχνάρια συζητούσαν στα σπίτια κι άκουγες άντρες και νέοι, που θα φεύγαν για πληρώματα, ορμήνειες και γλκόλογα απ΄τους δικούς τους. Μικροπαντρεμένοι με παιδιά στην αγκαλιά έδιναν παραγγελίες και καθησύχαζαν τις μικρομάνες που σκούπιζαν τα δάκρυα απ΄τα μάτια. ΄Αντρες γκριζομάλληδες έλεγαν λόγια, τα μεράκια και τους θυμούς της θάλασσας και συμβούλευαν τους γιούς για τη μεγάλη αξία πύχει ν΄ακούν, χωρίς ν΄αντιγυρίζουν τις κουβέντες και τις προσταγές του Σεριφιανού, που ήταν ο καλλίτερος στο νησί. Κι η μέρα έφτασε. ΄Ολοι θα την θυμούνταν, όσα χρόνια κι΄αν περάσουν.
Καμμιά γιορτή δεν θα μπορούσε να παραβγεί της μέρας αυτής. Στο λιμάνι, με φωνές και γέλια φορτώνονται στα πλοία τα τελευταία εφόδια για το μεγάλο ταξίδι. Τα τρόφιμα ανέβηκαν τελευταία :ξερή μουσταλευριά, παξιμάδια, χοιρινό κρέας ψημένο και χωμένο μέσα στο λίπος σε μικρά κιούπια, ελιές, ξερά σύκα και κρασί, μύγδαλα, αποτελούσαν τη βάση μιάς τροφής που ταίριαζε στην περίσταση. Για καθένα απ΄αυτά υπήρχε η σωστή θέση για να διατηρηθούν καλά και να μη το χαλάσει η ζέστη. Και μετά όσπρια κι΄άλλα καλοκαιρινά που θα τά τρώγαν πρώτα κι΄αρμαθιές κρεμύδια και σκόρδα και λάδι. Οι άντρες έπρεπε να τρων καλά να έχουν δύναμη γιατί τα κουπιά δεν αστειεύονται κι΄η θάλασσα δεν είναι να την εμπιστεύεσαι. Τώρα φέρναν υδρίες με νερό, πολύ νερό. Ο Σεριφιανός έδωσε παντού με ήρεμη φωνή τις διαταγές του και οι τριήρεις κάθιζαν φρόνιμα μπροστά στο μυαλωμένο καπετάνιο. Και τα πλοία φτιάχτηκαν, συγυρίστηκαν, πλύθηκαν τα καταστρώματα, μαζεύτηκαν τα σχοινιά, μπήκαν τα κουπιά τις θέσεις τους και μετά όλοι, θαλαμίτες, ζυγίτες, θρανίτες κι΄αυτούς που κάναν κουμάντο στα παντιά, στο τιμόνι, στις βάρδιες, βγήκαν στο πλακόστρωτο του λιμανιού και λούστηκαν και δροσίστηκαν και ξαρμύρισαν απ΄το δροτάρι.Η φωνή του Σεριφιανού ακούστηκε βροντερή "Τελέψτε τα χαιρετίσματα και γυρίστε στα πλοία".
Από μακριά μιά συνοδεία επίσημη φαίνεται να έρχεται στο λιμάνι. Ακολουθούν το φιδωτό δρόμο που κατεβαίνει γυροφέρνοντας την πλαγιά και μετά σαν χείμαρρος ίσιος πέρνει τον κατήφορο και φτάνει στο μικρό εύφορο κάμπο.Οι νησιώτες ήξεραν ποιός έρχεται. Η προσμονή και η λαχτάρα της αναχώρησης τόσων αγαπημένων είχε ρίξει μιά βουβαμάρα παντού. Τα μάτια μιά στρέφονταν στα πλοία και τα χέρια κινιόντουσαν σε χαιρετισμό και μιά γύριζαν κατά το δρόμο προσμένοντας να φανούν οι βασιλιάδες του νησιού και ο Περσέας. Και " Να έρχονται" φώναξαν τα άμυαλα παιδιά που γλεντούσαν τούτο το πανηγύρι. Ο Σεριφιανός ίδιος Ποσειδώνας με τη συνοδεία του κινήθηκε με αργό βήμα σε προϋπάντηση. Τα πληρώματα όρθια στα καταστρώματα βουβά κι΄ακίνητα περίμεναν τους άρχοντες του νησιού.
Ο Περσέας πρώτος προχώρησε κι΄αγκάλιασε αντρίκια το Σεριφιανό που στάθηκε ήρεμος και με σέβας, μετά η Δανάη κι΄ο Πολυδέκτης ήρθαν και χαιρέτισαν φιλικά τον Σεριφανό. Κάτι λόγια ειπώθηκαν και ο Σεριφιανός κούνησε συγκατανεύοντας το κεφάλι. Τώρα οι Βασιλιάδες προχώρησες προς τα πλοία. Τα πληρώματα ξεσπάν σε πολεμικές κραυγές "Ζευς, Σωτήρ , Νίκη". Ο λαός φωνάζει "Νίκη, Νίκη " κι΄η κραυγή αυτή δίνει το σύνθημα ν΄αρχίσει το μεγάλο ταξίδι.
Οι τριήρεις λύνουν τα σχοινιά και καμαρωτές μιά μιά αργοκινούν για το μεγάλο δρόμο. Οι άντρες, εξασκημένοι μέρες τώρα σε τούτυ τη δουλειά εκτελούν τις προσταγές με μοναδική ακρίβεια. Τα κουπιά σαν φτερά, κάνουν να μοιάζουν τούτα τ΄άλογα , σαν Πήγασοι. Ο κόσμος τ΄ακολουθεί περπατώντας δίπλα τους στο μακρύ μώλο, τα παιδιά τρέχουν να σκαρφαλώσουν στο βραχοβούνι που στέκει στην είσοδο του λιμανιού, δεν θέλουν να χάσουν τίποτα απ΄τα μάτια τους μέχρι που τα πλοία να χαθούν στον ορίζοντα, πρέπει αυτή τη στιγμή να την ζήσουν μόλο τους το είναι, ξέρουν από τη δόνηση που αισθάνονται μέσα τους πως είναι μιά μεγάλη στιγμή που θα μιλάν γι΄αυτήν όλοι οι άνθρωποι σ΄όποια εποχή κι΄αν ζουν. και σκαρφαλώνουν σαν κατσίκια για να δουν! να δουν!...Και τα θαλασσινά άλογα φτεροκοπώντας αφήνουν το αγαπημένο νησί κι΄ανοίγονται στο πέλαγος.
Ο Σεριφιανός έχει λάβει τα μέτρα του. Δέκα ώρες ήλιος μπροστά και μετά ένα ολόγιομο φεγγάρι. Η θάλασσα ήρεμη, καθώς λεν τα ιερά για τούτη την εποχή, κι΄ο αέρας πρίμος " θα μας βοηθήσει Περσέα να μείνουν οι άντρες ήσουχοι και να κοιμηθούν, την οικονομία σε δυνάμεις πρέπει να την κάνεις απ΄την αρχή "όταν είναι γεμάτο το κιούπι" ψιθύρισε. Ο Περσέας , που φαινόταν παραδομένος στους δικούς του συλλογισμούς, απάντησε ξαφνιασμένα. "Εσύ μας οδηγείς Σεριφιανέ, κάνε κατά που κρίνεις. Εγώ θα σε παραστέκω".
Ο Σεριφιανός περίμενε τούτη τη διαβεβαίωση και ησύχασε μέσα του. Ο Περσέας έχει μυαλό γέρου κι΄ας είναι παιδί, σκέφτηκε και πήρε τη θέση του πρωτοκυβερνήτη που θα οδηγούσε και τ΄άλλα πλοία. Τα πλοία όλα με προσταγή του άνοιξαν πανιά κι ο αγέρας ο ανατολικός όσο ανέβαινε ο ήλιος , φούσκωσε τα τεράστια πανιά και τ΄άλογα χώθηκαν μέχρι τα στήθια στα καταγάλανα νερά.
΄Ενα μικρό κοπάδι δελφίνια φάνησκαν δίπλα τους "Καλό σημάδι Περσέα, ο Ποσειδώνας είναι μαζί μας". Ο Περσέας κάθησε δίπλα του κι΄ένα χαμόγελο φώτιζε τα μάτια του. "Αν η θάλασσα κι ο καιρός κρατήσει έτσι σίγουρα θα περάσουμε και τα τρία σημάδια του Ταϋγετου και απ΄εκεί θα πιάσουμε τ΄άλλο πέλαγος ξανασκεφτόμαστε σε ποιά σημάδια θα βάλουμε πλώρη." Αυτά συζητούσαν μεταξύ τους σαν Πολεμάρχοι και χαίρονταν που το ταξίδι τους ξεκίνησε με τόσο καλούς οιωνούς.
Οι ναυτικοί όλοι ήξεραν να διαβάζουν πρωί και βράδυ στον ουρανό το θαλασσινό τους δρόμο. Η μορφολογία ακόμη των ακτών ήταν μεγάλος οδηγός στους ναυτικούς και ιδιαίτερα στους δικούς μας τους ναυτικούς που χωρίς χάρτες με τα τρεχαντήρια τοους και σήμερα τριγυρίζουν στα νησιά σαν να περπατάν στους δρόμους του νησιού τους. Πιστεύω όμως πως κάθε ναυτικός μπορεί με το δικό του τρόπο να φτιάχνει τους δικούς του χάρτες.
Η ακτοπλοϊα ήταν μιά δοκιμασμένη μέθοδος να βρίσκει ευκολότερα τους θαλασσινούς δρόμους. Ιδιαίτερα για τους κατοίκους των νησιών του Αιγαίου χώρου, τα διάσπαρτα σ΄όλο το πέλαγος νησιά γίνονονταν γέφυρες που συνέδεαν όλες τις περιοχές του μεγάλου Βασίλειου που ξαπλώνονταν καθώς είπαμε σ΄ανατολή και δύση. ΄Ας ξαναπάρουμε τη θέση μας στα πλοία του Περσέα κι΄ας συνεχίουμε το ταξίδι. Τα πλοία έσχιζαν τη θάλασσα και περνούσαν τώρα κάτω απ΄το μεγάλο βουνό τον Ταύγετο. Ο ανατολικός άνεμος είχε γυρίσει σε Νοτιά κι΄αυτό βοηθούσε και πάλι το ταξίδι. Ο Σεριφιανός, πραγματικός καπετάνιος, όρθιος στην πλώρα έδειχνε στον Περσέα το μεγάλο βουνό που καταπράσινο έλαμπε απ΄το φως του μεσημεριάτικου ήλιου. Οι άντρες καθισμένοι πάνω στο ζεστό κατάστρωμα γυμνοί στου ήλιου τα χαϊδέματα, έτρωγαν με γέλιο τα φιαγιά πούχαν παρμένα απ΄το σπίτι τους κι΄έδιναν ο ένας στον άλλο μικρά κεράσματα.Κρασί δεν θάπιναν, τό ξέραν όλοι, γιατί τ΄απόγεμα θα περνάγαν στην άλλη θάλασσα, ο άνεμος θά ΄πεφτε με τη δύση του ήλιου, και τότε θα έπρεπε νάχουν δύναμη για τα κουπιά.΄Ετσι τά' χε σκεφτεί ο Σεριφιανός , έτσι και ΄γιναν και το βράδυ βρέθηκαν αραγμένοι στη Σφακτηρία. Είχαν συμφωνήσει με τον Περσέα "τους άντρες, που οι περισσότεροι για πρώτη φορά φεύγαν τόσο μακριά απ΄το νησί , να τους προχωράν σιγά-σιγά στη νέα τους ζωή, έτσι ώστε μέχρι να πιάσουν τα Γάδειρα στην Ιβηρική, να είναι έτοιμοι για το ταξίδι στο μεγάλο ωκεανό".
Στη Σφακτηρία στάθηκαν να περάσει η νύχτα. Οι άντρες έφαγαν ήπιαν νερωμένο κρασί, όσο διέταξε ο Σεριφιανός, και μετά απ΄τα τραγούδια, τα θαλασσινά άλογα, σχε΄δον ακούνητα, ρίχτηκαν σε βαθύ ύπνο.
Της άλλης μέρας η πορεία είχε ήδη αποφασιστεί. Μπροστά της ήταν το μεγάλο πέλαγος που οδηγούσε στη χώρα των Σικανών στο ηφαίστειο. Οι καπνοί που τινάζονταν πολλές φορές απ΄τα σωθικά του σκοτείνιαζαν, τον καθάριο ουρανό. Αυτό όμως τόχε και για σημάδι, ο Σεριφιανός γιατί φτάνοντας σχεδόν στη μέση του πελάγου, έπρεπε να δεις, αυτή τη σκούρα καπνιά που σημάδευε, εκεί στον ορίζοντα το μεγάλο ηφαίστειο. Προτού ξημερώσει , τα θαλασσινά άλογα όρμησαν με τα κουπιά στο πέλαγος. Ο αέρας ήταν στεριανός , αλλά, ίσα που δρόσιζε τα κορμιά των αντρών που τραγουδώντας κωπηλατούσαν πότε η μιά σειρά , πότε η άλλη και οι τριήρεις ξεμάκραιναν.
"Να προσέχετε η σκιά του καταρτιού να κρατιέται πάνω στα κεφάλια των αλόγων " αυτή ήταν η εντολή για τη σημερινή μέρα, και τα πλοία ακολουθούσαν πιστά την ίδια πορεία. Σε λίγο επαναλαμβάνονταν και πάλι η χτεσινή ημέρα. Τα πανιά φούσκωσν και τα πλοία άρχισαν να σχίζουν τη θάλασσα πιό βαθιά , πιό γρήγορα, όλο πιό γρήγορα.
"Στη Σικελία που την κυβερνάει κάποιο παιδί του Ποσειδώνα , έχω οδηγήσει πολλές φορές, Περσέα, έμπορους που έρχονταν εδώ για ανταλλαγές, με δέρματα και ζώα. ΄Ολοι μου μικούσαν σαν τους γύριζα πίσω για το φυσικό πλούτο της μεγάλης αυτής χώρας κι έλεγαν πως θά ΄θελαν άν μπορούσαν να ζήσουν εκεί. Αυτό το μεγάλο νησί του ηφαίστειου θα το περάσουμε από πάνω και κάπου εκεί στην έξοδο θα σταθούμε να περάσει η νύχτα. Την άλλη μέρα πολύ πρωί θα ξεκινήσουμε για την Ιχνούσα που την κυβερνάει ο Σάρδος του Μακήριδα, παιδί κι΄αυτός του Ποσειδώνα. Σ΄αυτό το νησί έχουν απ΄τα παληά χρόνια οι Κορήτες εγκταταστήσει δικούς τους ανθρώπους και με τους ντόπιους πέρνουν απ΄το νησί χαλκό κι΄ασήμι. Είναι φιλήσυχοι οι κάτοικοι αυτών των νησιών αλλά είναι αδύνατο να καταλάβεις τί λεν. Απ΄την Ιχνούσα και την Κύπρο έχω φορτώσει πολλές φορές χαλκό για την Αθήνα. Μετά θα πιάσουμε την Κύρνο (Κορσική ) κι΄εκεί θα βρούμε δικούς μας που κάνουν εμπόριο ξυλείας και δέρματα. Απ΄την Κύρνο θα πάρουμε φρέσκα τρόφιμα για τα πλοία. Εκεί θα μείνουμε μιά νύχτα. Και μετά πλώρη καθώς είπαμε για τη χώρα που κατοικούν οι Λίγυρες. ΄Αν ο καιρός μας βοηθήσει ίσια δυτικά, προς μας θα βρούμε τρεις μεριές να περάσουμε το βράδυ ή στο Λευκάτα ή στο Ρόδη ή στο Εμπορείο".
Το ταξίδι του Περσέα μέχρις εδώ ήταν μιά τέλεια απόλαυση. Οι γαλάζιες ηλιόλουστες θάλασσες, ο μετρημένος αέρας που φούσκωνε τα μεγάλα πανιά των καραβιών, οι καταπράσινες ακτές που λαμποκοπούσαν στο φως, οι αστροφώτιστες και φεγγερές απ΄τη Σελήνη νύχτες και οι άνθρωποι, οι άνθρωποί του. Οι σγουρομάλληλες λεβέντες της Σέριφος, μαυρισμένοι απ΄τον ήλιο και τη θάλασσα, γεροί σαν ταύροι, του γέμιζαν την καρδιά από δύναμη και πίστη. ΄Ενα τραγούδι τον έβγαλε απ΄τους συλλογισμούς. ΄Ενα τραγούδι που χιλιετηρίδες οι ίδιοι σγουρομάληδες ΄ελληνες ναυτικοί, καταπέλαγα, όταν φουσκώνει ο αέρας τα πανιά το τραγουδούν :
Θάλασσα λεβεντοπνίχτα θάλασσα φαρμακερή
συ που κάνεις το νησί μας, πάντα μαύρα να φορεί.
Δεν είναι λυπητερό τραγούδι, ο Περσέας τό 'ξερε, είναι τραγούδι λεβεντιάς κι΄αυτοί που το τραγουδούν το φωνάζουν στη θάλασσα για να της δείξουν πως δεν την φοβούνται.
Με τέτοιους συντρόφους ο Περσέας προχωρούσε στο ταξίδι προς τον μεγάλο Ωκεανό. "Ο Ποσειδώνας ξενοκοιμάται σ΄άλλες θάλασσες , ως φαίνεται" φώναξε, να τον ακούσουν όλοι που τραγουδούσαν. Και οι σύντροφοι ξεσπάσαν σε γέλια και σπρώξαν με πιό δύναμη τα κουπιά.
(Συνεχίζεται)
απόσπασμα από το ΑΙΓΑΙΟ ΒΟΥΝΟ
Η.Λ. ΤΣΑΤΣΟΜΟΙΡΟΣ
εκδόσεις "ΠΥΡΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου