ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΠΙΝΕΛΙΕΣ

Ἐδῶ οὐρανὸς παντοῦ κι ὁλοῦθε ἥλιου ἀχτίνα,
καὶ κάτι ὁλόγυρα σὰν τοῦ Ὑμηττοῦ τὸ μέλι,
βγαίνουν ἀμάραντ᾿ ἀπὸ μάρμαρο τὰ κρίνα,
λάμπει γεννήτρα ἑνὸς Ὀλύμπου ἡ θεία Πεντέλη.
Στὴν ὀμορφιὰ σκοντάβει σκάφτοντας ἡ ἀξίνα,
στὰ σπλάχνα ἀντὶ θνητοὺς θεοὺς κρατᾶ ἡ Κυβέλη,
μενεξεδένιο αἷμα γοργοστάζ᾿ ἡ Ἀθήνα
κάθε ποὺ τὴ χτυπᾶν τοῦ Δειλινοῦ τὰ βέλη.

Τῆς ἱερῆς ἐλιᾶς ἐδῶ ναοὶ καὶ οἱ κάμποι
ἀνάμεσα στὸν ὄχλο ἐδῶ ποὺ ἀργοσαλεύει
καθὼς ἀπάνου σ᾿ ἀσπρολούλουδο μία κάμπη,

ὁ λαὸς τῶν λειψάνων ζῆ καὶ βασιλεύει
χιλιόψυχος, τὸ πνεῦμα καὶ στὸ χῶμα λάμπει,
τὸ νιώθω, μὲ σκοτάδια μέσα μου παλεύει

Ἐκεῖ ποὺ ἀκόμα ζοῦν οἱ Φαίακες τοῦ Ὁμήρου
καὶ σμίγ᾿ ἡ Ἀνατολὴ μ᾿ ἕνα φιλὶ τὴ Δύση,
κι ἀνθεῖ παντοῦ μὲ τὴν ἐλιὰ τὸ κυπαρίσσι,
βαθύχρωμη στολὴ στὸ γαλανὸ τοῦ Ἀπείρου

...
Πατρίδες! Ἀέρας, γῆ, νερό, φωτιά! Στοιχεῖα,
ἀχάλαστα καὶ ἀρχὴ καὶ τέλος τῶν πλασμάτων,
σὰ θὰ περάσω στὴ γαλήνη τῶν μνημάτων,
θὰ σᾶς ξανάβρω, πρώτη καὶ στερνὴ εὐτυχία!


Κ.Παλαμάς
.Απρόσιτες γυναίκες, δεσποτικές, αυταρχικές, αειπάρθενες, φιλενάδες της νύχτας, φιλενάδες της μουγγής βλάστησης. ...Εμείς δεν γνωρίζουμε τα ξόρκια τους όταν γυαλίζουν στην αυλή με χώμα τα χαλκώματα κι αστράφτουν τα χαλκώματα στον ήλιο σαν επίγεια ουράνια σώματα, κι αστράφτουν κ' οι γυναίκες μες στον θρίαμβο της ηγεμονίας τους μπροστά απ' τις βουβές στρατιές των κλεισμένων πραγμάτων.
Δε γνωρίζουμε την πεισμωμένη ελευθερία της σιωπής τους όταν αρνούνται να οργιστούν, την περηφάνειά τους καθώς η σεμνότητα λυγίζει τα ματόκλαδά τους, την πολυάριθμη  άμυνά τους, σαν τα σφιχτά αλλεπάλληλα φλούδια του φρέσκου  σκόρδου, αυτά τα εύθραυστα ντύματα. Τι εννοούν; τι αποσιωπούν;  
...... Αυτές μόνες μες στο περιβόλι με τα υψηλά ηλιοτρόπια περίμεναν βέβαιες τη γέννηση, και τα ηλιοτρόπια τους φώτιζαν το λαιμό και το πρόσωπο με φωτεινούς κύκλους κ' οι πρώτες ρόδινες φακίδες στα μεγάλα μέτωπά τους ήταν τα μυστικά σημάδια της αιώνιας ζωής όπως οι βολβοί των φυτών, οι πατάτες των κυκλάμινων, όπως οι απόρρητες ρίζες των δέντρων που δουλεύουν χωρίς να τις ακούμε, χωρίς να τις βλέπουμε.Γ.ΡΙΤΣΟΣ
 
Ἡ γῆ μας γῆ τῶν ἄφθαρτων
ἀερικῶν καὶ εἰδώλων,
πασίχαρος καὶ ὑπέρτατος
θεός μας εἶναι ὁ Ἀπόλλων.Στὰ ἐντάφια λευκὰ σάβανα
γυρτὸς ὁ Ἐσταυρωμένος
εἶν᾿ ὁλόμορφος Ἄδωνις
ροδοπεριχυμένος.
Ἡ ἀρχαία ψυχὴ ζῆ μέσα μας
ἀθέλητα κρυμμένη·
ὁ Μέγας Πᾶν δὲν πέθανεν,
ὄχι· ὁ Πᾶν δὲν πεθαίνει!
(Κωστής Παλαμάς)


Αφήτε το παράπονον του στήθους μου να χύσω.
Αφήσατε την μοίραν μου να κλαύσω την αθλίαν,
Κι΄εν όνειρον απλήρωτον πικρά να τραγουδήσω,
εν΄ώ θαμβός αναπολώ μεγάλην ιστορίαν,
κλαίω, διότι εις καιρούς τοιούτους εγεννήθην,
κλαίω, διότι ποταπή μας σήπει ηρεμία...
Μάτην, πατρίς μου, δια σε ενθουσιών ηυχήθην
Να λάμψη πάλιν εορτή, πολέμου τρικυμία.
Μας εγκατέλιπεν η χθές εντός σιγής πενθίμου
Κι΄αιχμάλωτος του σήμερον στενάζει η ψυχή μου.....


Κωστής Παλαμάς "Ελλάς και Μεσολόγγι"

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Μόνη, ἐντελῶς μόνη,
περπατῶ στὸ δρόμο
καὶ πέφτω πάνω σὲ μεγάλα γεγονότα:
Ὁ ἥλιος σὰν ἐπειγόντως νὰ ἐκλήθη ἀπὸ τὴ Δύση
ἀφήνοντας ἡμιτελὲς τὸ δειλινό...
Σὲ λίγο ἡ νύχτα,
κρατώντας τοὺς ἀμφορεῖς τοῦ μυστηρίου,
τῶν ἰδιοτήτων της ἐπαίρετο,
ὅταν τὸ ρεμβῶδες μάτι της, τὸ φεγγάρι,
ἕνα ἀπρόδεκτο, λαθραῖο σύννεφο, πάτησε
καὶ τὴν τύφλωσε.
Τοῦ ἀτυχήματος τούτου
ἐπωφελήθηκε
κάποιος παράξενος κατάσκοπος
-τὸ μεσονύχτιο ὑποπτεύονται-
τὸ σύμπαν πυροβόλησε
καὶ τὸ ἄφησε ἀκίνητο...
Μετὰ ἀπὸ τέτοια γεγονότα,
τὸ γεγονὸς πὼς εἶμαι πάλι μόνη
παρελείφθη.

KIKH ΔΗΜΟΥΛΑ
Όσα λουλούδια υπάρχουν, το καλοκαίρι ανθίζουν.
Κι' απ' όλα τα λουλούδια του κάμπου φαίνεται
η νεότης πιο ωραία. Αλλά μαραίνεται
γρήγορα, και σαν πάει δεν ξαναγένεται·
η πασχαλι[αίς] με της δροσιάς τα δάκρυα την ραντίζουν.

Όσα λουλούδια υπάρχουν, το καλοκαίρι ανθίζουν.
Αλλά τα ίδια μάτια δεν τα κυττάζουνε.
Και άλλα χέρια σ' άλλα στήθεια τα βάζουνε.
Έρχοντ' οι ίδιοι μήνες, πλην ξένοι μοιάζουνε·
τα πρόσωπα αλλάξαν και δεν τ' αναγνωρίζουν.

Όσα λουλούδια υπάρχουν, το καλοκαίρι ανθίζουν.
Αλλά με την χαρά μας πάντα δεν μένουνε.
Αυτά οπού ευφραίνουν, αυτά πικραίνουνε·
κ' επάνω εις τους τάφους, που κλαίμε, βγαίνουνε,
καθώς τους γελαστούς μας τους κάμπους χρωματίζουν.

Πάλ' ήλθε καλοκαίρι κ' οι κάμποι όλοι ανθίζουν.
Αλλ' απ' το παραθύρι δύσκολα φθάνεται.
Και το υαλί μικραίνει-μικραίνει, χάνεται.
Το πονεμένο μάτι θολώνει, πιάνεται.
Βαρυά τα κουρασμένα πόδια, δεν μας στηρίζουν.


Για μας δεν είναι φέτος που οι κάμποι όλοι ανθίζουν.
Λησμονημένου Αυγούστου κρίνοι μας στέφουνε,
τ' αλλοτεινά μας χρόνια γοργά επιστρέφουνε,
σκιαίς αγαπημέναις γλυκά μας γνέφουνε
και την φτωχή μας την καρδιά γλυκά αποκοιμίζουν.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Θα γίνη τώρα τούτο, κ' έπειτα εκείνο•
και πιο αργά, σε μια ή δυο χρονιές (ως κρίνω),
τέτοιες θα είν' η πράξεις, τέτοιοι θάν' οι τρόποι.
Δεν θα φροντίσουμε για μακρυνό κατόπι.
Για το καλλίτερον ημείς θα προσπαθούμε.
Και όσο προσπαθούμε, τόσο θα χαλνούμε,
θα μπλέκουμε τα πράγματα, ως να βρεθούμε
στην άκρα σύγχυσι. Και τότε θα σταθούμε.
Θα ήν' η ώρα οι θεοί να εργασθούνε.
Έρχονται πάντοτ' οι θεοί. Θα καταιβούνε
από τες μηχανές των, και τους μεν θα σώσουν,
τους δε βίαια, ξαφνικά θα τους σηκώσουν
από την μέση• και σαν φέρουνε μια τάξι
θ' αποσυρθούν.- Κ' έπειτ' αυτός τούτο θα πράξη,
τούτο εκείνος• και με τον καιρόν οι άλλοι
τα ιδικά των. Και θ' αρχίσουμε και πάλι.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
πίνακας :Rubens

Τώρα ποὺ θὰ φύγω καὶ θὰ πάω στὰ ξένα
καὶ θὰ ζοῦμε μῆνες, χρόνους χωρισμένοι,
ἄφησε νὰ πάρω κάτι κι ἀπὸ σένα,
γαλανὴ πατρίδα πολυαγαπημένη,
ἄφησε μαζί μου φυλαχτὸ νὰ πάρω
γιὰ τὴν κάθε λύπη κάθε τι κακό,
φυλαχτὸ ἀπὸ ἀρρώστια, φυλαχτὸ ἀπὸ Χάρο,
μόνο λίγο χῶμα, χῶμα ἑλληνικό.

Χῶμα δροσισμένο μὲ νυχτιᾶς ἀγέρι,
χῶμα βαφτισμένο μὲ βροχὴ τοῦ Μάη,
χῶμα μυρισμένο ἀπ᾿ τὸ καλοκαίρι,
χῶμα εὐλογημένο, χῶμα ποὺ γεννάει
μόνο μὲ τῆς Πούλιας τὴν οὐράνια χάρη,
μόνο μὲ τοῦ ἥλιου τὰ θερμὰ φιλιά,
τὸ μοσχάτο κλῆμα τὸ ξανθὸ σιτάρι,
τὴ χλωρὴ τὴ δάφνη, τὴν πικρὴν ἐλιά.

Χῶμα τιμημένο, ποὔχουν ἀνασκάψει
γιὰ νὰ θεμελιώσουν ἕναν Παρθενώνα,
χῶμα δοξασμένο, ποὔχουν ροδοβάψει
αἵματα στὸ Σούλι καὶ στὸ Μαραθώνα,
χῶμα πὄχει θάψει λείψαν᾿ ἁγιασμένα
ἀπ᾿ τὸ Μεσολόγγι κι ἀπὸ τὰ Ψαρὰ
χῶμα ποὺ θὰ φέρνει στὸν μικρὸν ἐμένα
θάρρος, περηφάνια, δόξα καὶ χαρά.

Θὲ νὰ σὲ κρεμάσω φυλαχτὸ στὰ στήθια,
κι ὅταν ἡ καρδιά μου φυλαχτὸ σὲ βάλει
ἀπὸ σὲ θὰ παίρνει δύναμη βοήθεια,
μὴν τὴν ξεπλανέψουν ἄλλα, ξένα κάλλη.
Ἡ δική σου ἡ χάρη θὰ μὲ δυναμώνει,
κι ὅπου κι ἂν γυρίσω, κι ὅπου κι ἂν σταθῶ
σὺ θὲ νὰ μοῦ δίνεις μιὰ λαχτάρα μόνη,
πότε στὴν Ἑλλάδα πίσω θὲ νὰ ῾ρθῶ.

Κι ἂν τὸ ριζικό μου -ἔρημο καὶ μαῦρο-
μοὔγραψε νὰ φύγω καὶ νὰ μὴ γυρίσω,
τὸ στερνὸ συχώριο εἰς ἐσένα θἄβρω,
τὸ στερνὸ φιλί μου θὲ νὰ σοῦ χαρίσω.
Ἔτσι κι ἂν σὲ ξένα χώματα πεθάνω,
καὶ τὸ ξένο μνῆμα θἆναι πιὸ γλυκὸ
σὰ θαφτεῖς μαζί μου στὴν καρδιά μου ἐπάνω,
χῶμα ἀγαπημένο, χῶμα ἑλληνικό. Γιώργος Δροσίνης


Διαμάντιν΄άστρα εις τα νερά
Τα φέγγη τους πλαγιάζουν,
Που ονείρατα της θάλασσας
Της κοιμισμένης μοιάζουν.
Ούτ΄ένα φύλλο τρέμει
Και ‘ς τους ανθούς με τα πουλιά,
Στη δροσερή μοσκοβολιά,
Με τες φτερούγες μαζωχτές
Γλυκοκοιμούντ΄οι ανέμοι.

Αγαπημένη λυγερή
Πανώρια σαν την Εύα,
Σε τούτη την παράδεισο
Να δροσιστής κατέβα!
Της γύμνιας σου τη χάρη
Αν φανερώσης μια στιγμή,
Πουλιών κι΄ανέμων στεναγμοί
Θα λαχταρίσουν έξαφνα
Σε κάθε ανθού κλωνάρι.

Θα σουφρωθούν τα πέλαγα
Κι΄αργά, σαν λαμπυρίδες,
Των άστρων θέλει αναδευτούν
Ολούθ΄η αντιφεγγίδες.
Κι΄αν εις το κύμα θάμπης,
Η κάθε στάλ΄από νερό
Μαργαριτάρι λαγαρό
Στον κόρφο σου θα φαίνεται
Και σα θεά θα λάμπης.

Θα σε λατρέψω σα θεά,
Δίχως μιλιά, μακρυάθε
Αγνή θα μείνης κι΄άσπιλη,
Τ΄ομόνω, σαν του κάθε
Άστρου τα φέγγη τα΄άγια.
΄Επειτα ευθύς ας τυφλωθώ,
Ή σαν ο Αχταίωνας ας χαθώ,
Αφ΄ού είδα της πεντάμορφης
Τα γυμνωμένα μάγια.

Λορέντζος Μαβίλης

Οι Δον Κιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρη
του κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την Ιδέα.
Κοντόφθαλμοι οραματιστές, ένα δεν έχουν δάκρυ
για να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαία.
Σκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλων
αστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσίς του δρόμου,
ο Σάντσος λέει «δε σ' το 'λεγα;» μα εκείνοι των μεγάλων
σχεδίων, αντάξιοι μένουνε και: «Σάντσο, τ' άλογό μου!»
Έτσι αν το θέλει ο Θερβάντες, εγώ τους είδα, μέσα
στην μίαν ανάλγητη Ζωή, του Ονείρου τους ιππότες
άναντρα να πεζέψουνε και, με πικρήν ανέσα,
με μάτια ογρά, τις χίμαιρες ν' απαρνηθούν τις πρώτες.
Τους είδα πίσω να 'ρθουνε - παράφρονες, ωραίοι
ρηγάδες που επολέμησαν γι' ανύπαρχτο βασίλειο -
και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά, πως ρέει,
την ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο!Κ.Καρυωτάκης
Νάνι το παιδί μου, νάνι
Που δεν ήθελε νερό
Τ' άλογο μας το μεγάλο
Αχ! Καρδούλα μου ποιός ξέρει
Τι να λέει το ποταμάκι στο λιβάδι το χλωρό
Νάνι, το νερό το μαύρο
μες στα πράσινα χορτάρια
που ψιλό τραγούδι πιάνει.
Νάνι την τριανταφυλλιά μου
που τη γης δάκρυο ποτίζει,
τ' άλογό μας το καλό.
Κι έχει πόδια λαβωμένα τραχηλιά κρουσταλλιασμένη
Εχει ένα ασημένιο λάζο καρφωμένο μες στα μάτια.
Μόνο μια φορά σαν είδε τ' αντρειωμένα τα βουνά
Εχλιμίντρισε κι εχάθη στα νερά τα σκοτεινά...
Αχ! Πού πήγες άλογό μου
που δεν ήθελες να πιεις;
Αχ, μαράζι μες στο χιόνι....
Νάνι το γαρούφαλό μου
που τη γης δακρυοποτίζει,
τ' άλογό μας το καλό...
Μην έρχεσαι - μη μπαίνεις -
το παραθύρι κλείσ'το
Με φυλλωσιές ονείρου,
μ' όνειρα φυλλωσιάς.
Κοιμάται το παιδάκι μου
Σωπαίνει το μωρό μου...
Αχ! Πού πήγες άλογό μου
που δεν ήθελες να πιεις;
Άλογο της χαραυγής ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ

Ὁ ἔρωτας,
ὄνομα οὐσιαστικόν,
πολὺ οὐσιαστικόν,
ἑνικοῦ ἀριθμοῦ,
γένους οὔτε θηλυκοῦ, οὔτε ἀρσενικοῦ,
γένους ἀνυπεράσπιστου.
Πληθυντικὸς ἀριθμὸς
οἱ ἀνυπεράσπιστοι ἔρωτες.

Ὁ φόβος,
ὄνομα οὐσιαστικὸν
στὴν ἀρχὴ ἑνικὸς ἀριθμὸς
καὶ μετὰ πληθυντικὸς
οἱ φόβοι.
Οἱ φόβοι
γιὰ ὅλα ἀπὸ δῶ καὶ πέρα.

Ἡ μνήμη,
κύριο ὄνομα τῶν θλίψεων,
ἑνικοῦ ἀριθμοῦ
μόνον ἑνικοῦ ἀριθμοῦ
καὶ ἄκλιτη.
Ἡ μνήμη, ἡ μνήμη, ἡ μνήμη
 
Ἡ νύχτα,
Ὄνομα οὐσιαστικόν,
Γένους θηλυκοῦ,
Ἑνικὸς ἀριθμός.
Πληθυντικὸς ἀριθμὸς
Οἱ νύχτες.
Οἱ νύχτες ἀπὸ δῶ καὶ πέρα. 
ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ
Ένα φεγγάρι πράσινο, μεγάλο,
που λάμπει μες στη νύχτα, – τίποτ' άλλο.

Μια φωνή, που γρικιέται μες στο σάλο
και που σε λίγο παύει, – τίποτ' άλλο.

Πέρα, μακριά, κάποιο στερνό σινιάλο
του βαποριού που φεύγει, – τίποτ' άλλο.

Και μόνο ένα παράπονο μεγάλο,
στα βάθη του μυαλού μου. – Τίποτ' άλλο.

Ν. Λαπαθιώτης,
Είν’ η προσπάθειές μας, των συφοριασμένων·
είν’ η προσπάθειές μας σαν των Τρώων.
Κομμάτι κατορθώνουμε· κομμάτι
παίρνουμ’ επάνω μας· κι αρχίζουμε
νάχουμε θάρρος και καλές ελπίδες.

Μα πάντα κάτι βγαίνει και μας σταματά.
Ο Aχιλλεύς στην τάφρον εμπροστά μας
βγαίνει και με φωνές μεγάλες μάς τρομάζει.—


Είν’ η προσπάθειές μας σαν των Τρώων.
Θαρρούμε πως με απόφασι και τόλμη
θ’ αλλάξουμε της τύχης την καταφορά,
κ’ έξω στεκόμεθα ν’ αγωνισθούμε.

Aλλ’ όταν η μεγάλη κρίσις έλθει,
η τόλμη κι η απόφασίς μας χάνονται·
ταράττεται η ψυχή μας, παραλύει·
κι ολόγυρα απ’ τα τείχη τρέχουμε
ζητώντας να γλυτώσουμε με την φυγή.

Όμως η πτώσις μας είναι βεβαία. Επάνω,
στα τείχη, άρχισεν ήδη ο θρήνος.
Των ημερών μας αναμνήσεις κλαιν κ’ αισθήματα.
Πικρά για μας ο Πρίαμος κ’ η Εκάβη κλαίνε.

(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984) K.Kαβάφης






























































1 σχόλιο:

  1. Στους στίχους που αναφέρονται στην Παλατινή Ανθολογία, έχουμε χρησιμοποιήσει την απόδοση του Ι.Ν. Κυριαζή, από τον ιστοχώρο http://www.palatini.blogspot.gr/

    ΑπάντησηΔιαγραφή