ελαιογραφία του Σπυρίδωνος Προσαλέντη |
Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης γεννήθηκε στη Λευκάδα το 1824 και τα πρώτα σχολικά του χρόνια τα πέρασε στη Λευκάδα και την Κέρκυρα. Σπούδασε νομικά στην Ιταλία και τη Γαλλία αλλά δεν εξάσκησε ποτέ το επάγγελμα του δικηγόρου.
Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης ήταν πλούσιος κι έμενε στο γραφικό νησάκι Μαδουρή, του συμπλέγματος των Πριγκιπονήσων στην ανατολική ακτή της Λευκάδας.
Γράφει ο Ε.Πονηρός, στο άρθρο του "Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης και η εθνική μας αξιοπρέπεια"
* Περιοδικό «ΕΡΩ»
"‘Hταν ἐθνικός ποιητής, μέ τούς στίχους
του ζωντάνευε τό ἡρωικό κλεφταρματωλικό καί ἐπαναστατικό παρελθόν τῶν
Ἑλλήνων, γιά νά κρατήσει μέσα τους ἄσβεστη τήν δίψα γιά ἐλευθερία, γιά
ἀγῶνες. Kατά τόν Κωστή Παλαμᾶ ποτέ δέν ἐκφράσθηκε στά ποιήματά του μέ τό
«ἐγώ», ἀλλά πάντοτε μέ τό «ἐμεῖς». Ἀγωνίσθηκε μέ ὅλες του τίς δυνάμεις
ὡς πληρεξούσιος τῆς ἑπτανησιακῆς βουλῆς γιά τήν ἕνωση τῆς Ἑπτανήσου μέ
τήν μητέρα Ἑλλάδα καί ἀργότερα ὡς βουλευτής τοῦ ἑλληνικοῦ κοινοβουλίου.
Ἀρνήθηκε τήν θέση τοῦ προέδρου τῆς Ἐθνοσυνελεύσεως, ἀλλά καί τήν θέση
τοῦ ὑπουργοῦ τῶν ἐξωτερικῶν. Ἔγραψε στή σύζυγό του Ελοίζα Τυπάλδου κόρη
του λόγιου της Βενετίας Αιμίλιου Τυπάλδου: «ἡ ψυχή μου δέν εἶναι πρός πώλησιν. Εἰς μίαν καί μόνην δόξαν ἀτενίζω: νά ζήσω καί νά ἀποθάνω ἄνευ κηλῖδος καί ἄμεμπτος.»Ἔλεγε στίς 22-6-1864 ὁ ἄμεμπτος αὐτός Ἕλληνας, μόλις τριανταπέντε ἔτη μετά τή λήξη τῆς ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως, κατά τήν ἀγόρευσή του στήν Β΄ Συνέλευση τῶν Ἑλλήνων: «Τό δέ ἑλληνικόν ἔθνος, κύριοι, ἔχει ἀνάγκην ἀνέσεως. Τό ὄνομα ἡμῶν κατήντησεν ἀντικείμενον ἐμπαιγμοῦ καί περιφρονήσεως. Ἀπεκαλύψαμεν τάς πληγάς μας καί τώρα πρέπει νά φροντίσωμεν ὅσον οἷόν τε τάχιον νά τάς θεραπεύσωμεν. Ἡ δημοσία πίστις ἐξέλιπεν. Ἡ Ἑλλάς θεωρεῖται χρεωκόπος. Τό εὐμετάβλητον τῆς κυβερνήσεως τηρεῖ τό κράτος εἰς διηνεκῆ δονισμόν. Αἱ βάσεις τοῦ οἰκοδομήματος σαλεύονται.
Τοιαύτης καταστάσεως πραγμάτων τήν διατήρησιν οὐ μόνον δέν τήν ἐπιθυμοῦμεν, ἀλλά παντί σθένει θέλομεν ἐργασθῆ πρός ἐπανέλευσιν τῆς τάξεως, πρός ἐνίσχυσιν τοῦ νόμου, πρός παγίωσιν τῆς πολιτείας.
Τό κατ΄ ἐμέ φρονῶ ὅτι, ἄν ἕκαστος ἡμῶν δέν θυσιάσῃ ὑπέρ τοῦ κοινοῦ συμφέροντος τάς ἰδιαιτέρας του ἀπαιτήσεις, ἄν δέν ἐννοήσωμεν καλῶς ὅτι ἡ ὕπαρξις τοῦ ἔθνους κρέμαται οὐχί ἐκ τῆς ἀνεγέρσεως ἤ ἐκ τῆς πτώσεως τῆς δεῖνα ἤ δεῖνα μερίδος, ἀλλ΄ ἐκ τῆς κανονικῆς διατάξεως καί τῆς ἁρμονικῆς ὀργανώσεως τῶν ἠθικῶν δυνάμεων τῆς Ἑλληνικῆς κοινωνίας, ἄν δέν πεισθῶμεν ὅτι ἀνεξαρτήτως τῶν συμπαθειῶν καί τῶν ἀντιπαθειῶν μας ὑπάρχει ἀνώτερόν τι ἠθικόν ὄν, τό Ἑλληνικόν ἔθνος, πρός τό ὁποῖον ὀφείλομεν ἅπαντες νά ἀτενίζωμεν, ἄν δέν ἀσχοληθῶμεν ἄνευ προκαταλήψεων, οὐχί ἀποβλέποντες εἰς ἀφηρημένας ἐπιστημονικάς θεωρίας, ἀλλ΄ εἰς τάς πραγματικάς ἀνάγκας τῆς Ἑλλάδος, εἰς τήν ὅσον ἔνεστι ταχύτερον κατάρτισιν τοῦ πολιτεύματος, κατ΄ ἐμέ, κύριοι, καί λέγω τοῦτο πρός ἀπαλλαγήν πάσης εὐθύνης ἐκ μέρους ἡμῶν, ὁ ὄλεθρος εἶναι ἀναπόφευκτος. »
Ο Αριστoτέλης Βαλαωρίτης έγραψε πολλά ποιήματα που αγαπήθηκαν και διαβάζονται ακόμη και σήμερα. Όλα σχεδόν αφορούσαν στον αγώνα των ελλήνων ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ενδεικτικά ποιήματά του είναι "Η Κυρά Φροσύνη", "Ο Φωτεινός" και "Ο Αστραπόγιαννος".
Ο ΦΩΤΕΙΝΟΣ θεωρείται το σημαντικότερο έργο του αλλά δεν ολοκληρώθηκε.Τον πρόλαβε ο θάνατος σε σχετικά νέα ηλικία το 1879 στη Λευκάδα.
Κάποια ποιήματά του μπορείτε να τα βρείτε εδώ :
http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/aristotelhs_balawriths_poems.htm
Από τα κλέφτικα ποιήματά του αρκετά μελοποιήθηκαν και τραγουδήθηκαν πολύ από γενιές και γενιές συμπεριλαμβανόμενα στο ρεπερτόριο των σχολικών χορωδιών.΄Όπως Ο ΓΕΡΟΔΗΜΟΣ που ακολουθεί.
Εγέρασα, μωρές παιδιά. Πενήντα χρόνους κλέφτης
τον ύπνο δεν εχόρτασα, και τώρ' αποσταμένος
θέλω να πάω να κοιμηθώ. Εστέρεψ' η καρδιά μου.
Βρύση το αίμα το 'χυσα σταλαματιά δε μένει.
Θέλω να πάω να κοιμηθώ. Κόψτε κλαρί απ' το λόγγο
να 'ναι χλωρό και δροσερό, να 'ναι ανθούς γεμάτο,
και στρώστε το κρεβάτι μου και βάλτε με να πέσω.
Ποιος ξέρει απ' το μνήμα μου τι δέντρο θα φυτρώσει!
Κι αν ξεφυτρώσει πλάτανος, στον ήσκιο του από κάτω
θα 'ρχονται τα κλεφτόπουλα τ' άρματα να κρεμάνε.
Να τραγωδούν τα νιάτα μου και την παλληκαριά μου.
Κι αν κυπαρίσσι όμορφο και μαυροφορεμένο,
θα 'ρχονται τα κλεφτόπουλα τα μήλα μου να παίρνουν,
να πλένουν τις λαβωματιές, το Δήμο να σχωράνε.
Έφαγ' η φλόγα τ' άρματα, οι χρόνοι την ανδρειά μου.
Ήρθε κι εμένα η ώρα μου. Παιδιά μου μη με κλάψτε.
Τ' ανδρειωμένου ο θάνατος δίνει ζωή στη νιότη.
Σταθείτ' εδώ τριγύρω μου, σταθείτε εδώ σιμά μου,
τα μάτια να μου κλείσετε, να πάρτε την ευχή μου.
Κι έν' από σας το νιώτερο ας ανεβεί στη ράχη,
ας πάρει το τουφέκι μου, τ' άξιο μου καρυοφύλλι
κι ας μου το ρίξει τρεις φορές και τρεις φορές ας σκούξει.
"Ο Γερο Δήμος πέθανε, ο Γέρο Δήμος πάει".
Θ' αναστενάξ' η λαγκαδιά, θε να βογκήξει ο βράχος
θα βαργομήσουν τα στοιχειά, οι βρύσες θα θολώσουν
και τ' αγεράκι του βουνού, οπού περνά δροσάτο,
θα ξεψυχήσει, θα σβηστεί, θα ρίξει τα φτερά του,
για να μην πάρει τη βοή άθελα και τη φέρει
και τηνε μάθει ο Όλυμπος και την ακούσει η Πίνδος
και λυώσουνε τα χιόνια τους και ξεραθούν οι λόγγοι.
Τρέχα, παιδί μου γρήγορα, τρέχα ψηλά στη ράχη
και ρίξε το τουφέκι μου. Στον ύπνο μου επάνω
θέλω για ύστερη φορά ν' ακούσω τη βοή του.
Έτρεξε το κλεφτόπουλο σα να 'τανε ζαρκάδι,
ψηλά στη ράχη του βουνού και τρεις φορές φωνάζει:
"Ο Γερο Δήμος πέθανε, ο Γέρο Δήμος πάει".
Κι εκεί που αντιβοούσανε οι βράχοι, τα λαγκάδια
ρίχνει την πρώτη τουφεκιά κι έπειτα δευτερώνει.
Στην τρίτη και την ύστερη τ' άξο του καρυοφύλλι
βροντά, μουγκρίζει σα θεριό, τα σωθικά του ανοίγει
φεύγει απ' τα χέρια σέρνεται στο χώμα λαβωμένο
πέφτει απ' του βράχου το γκρεμό, χάνεται πάει, πάει.
'Aκουσ' ο Δήμος τη βοή μες τον βαθύ τον ύπνο,
τ' αχνό του χείλι εγέλασε, εσταύρωσε τα χέρια...
Ο Γερο Δήμος πέθανε, ο Γέρο Δήμος πάει.
Τ' ανδρειωμένου η ψυχή του φοβερού του Κλέφτη
με τη βοή του τουφεκιού στα σύγνεφ' απαντιέται
αδερφικά αγκαλιάζονται, χάνονται, σβηώνται, πάνε.
Το ποίημα μελοποιήθηκε από τον Παύλο Καρρέρ το 1858 και εδώ μπορείτε να το ακούσετε σε μία πολύ παλιά εκτέλεση
΄Όμως ο Βαλαωρίτης εκτός από την αγωνιστική του πλευρά είχε και την ευαίσθητη και ρομαντική πλευρά του που εκφράστηκε μέσα από σειρά λυρικών ποιημάτων αλλά και επιστολών που αντήλλαξε με τη σύζυγό του όπως η πιο κάτω: .
“Λίζα μου, άρχομαι της παρούσης μου έχων εις το πλευρόν μου τον Ανδρέα μας, όστις περιφέρεται εντός του γραφείου, κάνει όλα άνω κάτω και φωνάζει μέχρις εβδόμου ουρανού παπά, μαμά, παπά. Το βέβαιον είναι, ότι καταλήγει πάντοτε εις το παπά. Είναι πολύ καλά, δόξα τω αγίω Θεώ. Ακόμη όμως δεν του ανεβλάστησαν όλοι οι μεγάλοι οδόντες και να σου είπω την αλήθειαν, ήθελα επιθυμήσει να τελειώση με αυτό το βάσανο πριν ή έλθη το καλοκαίρι. Είναι ένα χαϊδόπαιδο, καλό, καλό, εύμορφο όσο παίρνει και γλυκό όπως είναι η μυστική εκείνη φυσική ουσία, ήτις κρύπτεται εις τον μυχόν των ανθέων και την οποίαν με τόσην επιτηδειότητα ηξεύρει να απαρροφά η μέλισσα.
Είδα και έπαθα να τον μάθω να με φιλή. Τέλος πάντων με το καλό με το κακό το κατόρθωσα και δεν ηξεύρω να υπάρχη μεγαλυτέρα ηθική ευχαρίστησις εκείνης την οποίαν αισθάνομαι εσωτερικώς να πλημμυρίζη τα σπλάχνα μου, όταν με τα δύο του χεράκια μού περιτυλίσκη τον λαιμόν και συγχρόνως προσκολλά επί του στόματός μου τα μυρόβλητα και δροσερά χείλη του. Τα μάτια έγιναν τώρα μαύρα. Επειδή δε διατηρούνται ξανθά τα φρύδια, τα βλέφαρα, η κόμη, και επειδή αι παρειαί του είναι πάντοτε ροδοκόκκιναι σαν το βασιλοκέρασον, η αντίθεσις των χρωμάτων τα καθιστά ζωηρότερα, γλυκύτερα, ευφραδέστερα, μαγικώτερα. Πολλές φορές, όταν τον κρατώ ανάσκελα εις την αγκαλιά μου διά να τον αποκοιμήσω, μένω ωσάν μεθυσμένος από την επιρροήν των βλεμμάτων, του νηπίου εκείνου. Ανεβοκατεβαίνουν τα βλέφαρα και ανάμεσα από τα ματόκλαδά του περνούν αι αχτίδες του φωτός και μου διαπερούν την καρδίαν, καθώς αι αχτίδες του ηλίου, όστις πάει να δύση και πέμπει την λάμψιν του κλεφτά διά μέσου των χρυσών νεφελών, αι οποίαι τον περιτριγυρίζουν,”
Το ποίημά του ΞΑΝΘΟΥΛΑ έχει μελοποιηθεί από διάφορους συνθέτες συμπεριλαμβανομένου και του Μίκη Θεοδωράκη στα Παιδικά του με τη χορωδία Τυπάλδου, αλλά μία εκπληκτική μελωδία συνέθεσε ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΓΡΑΨΑΣ Λευκάδιος μουσικός και μαέστρος της χορωδίας του συλλόγου ΟΡΦΕΑΣ και περιλαμβάνεται στο δίσκο ΑΓΙΟΜΑΥΡΙΤΙΚΑ. Ο Λευκαδίτικος αυτός πολιτιστικός σύλλογος έχει πολλές διεθνείς διακρίσεις και έχει τιμηθεί και από την Ακαδημία Αθηνών η δε χορωδία του είναι από τις καλύτερες της χώρας μας..
Μ’ αρέσ' η θάλασσα γιατί μου μοιάζει,
μ’ αρέσει, σ’ άκουγα να λες κρυφά,
πότε αγριεύεται, βόγγει, στενάζει
και πότε ολόχαρη παίζει, γελά.
Δεν είν’ όλόξανθη σαν τα μαλλιά μου;
Δεν είν’ ο κόρφος μου σαν τον αφρό;
Μέσα στα μάτια μου τα γαλανά μου
δεν έχω κύματα, τάφο, ουρανό;
Μ’ αρέσ' η θάλασσα, γιατί μου μοιάζει
κι ας έχει μέσα της κόσμο θεριά…
Μη στη καρδούλα μου, μη δε φωλιάζει
αγάπη αχόρταγη, σκληρή φωτιά;
Κι εγώ εχαιρόμουνα που χολιασμένη
φαρμάκι μου 'σταζες μες στην ψυχή,
τη ζήλεια σου έβλεπα ξαγριωμένη,
στα χείλη σου έβραζε κάθε πνοή.
Τότ' εκρεμάστηκα στην τραχηλιά σου
τη φλόγα σου 'σβησα με δυο φιλιά,
την όψη εβύθισα μές στα μαλλιά σου,
στο κόρφο σου έστησα κρυφή φωλιά.
"Κύμα μου ανήμερο, ψυχή μου, φθάνει.
Μη μ’ αγριεύεσαι, πλάγιασ’ εδώ…
Θά 'μαι για σένανε γλυκό λιμάνι.
Τι αξίζει η θάλασσα δίχως γιαλό;"
Μια άλλη μελοποίηση Βαλαωρίτη έχει γίνει από τον Πέτρο Πετρίδη με την Λίλιαν Τσατσαρώνη.
΄Αν ήμουνα του φεγγαριού
μαλαματένια αχτίδα
θα χώνευα κρυφά κρυφά
μες΄τα μαλλιά σου τα χρυσά
να γένω μια πλεξίδα.
Κι΄όταν η νύχτα θα ‘ρχεται
Να κλειεί τα βλεφαρά σου,
Κι άλλος δε θα θωρεί
Τα΄αγγελικό σου το κορμί
Τότε κι εγώ στ΄ανέφελο
θα βγαίνω μέτωπό σου.
Θα σε φιλώ
Θα λησμονώ
Τ΄αστέρια μου, τον ουρανό.
Και συ μ΄ένα χαμόγελο
Θα λάμψεις σα δοξάρι,
Μ΄αγκάλιασες σφιχτά σφιχτά
Κι΄εγώ λησμόνησα
Κι΄αχτίδα και φεγγάρι.
ΦΩΤΕΙΝΟΣ απόσπασμα (ΛΑΟΣ)
μουσική & ενορχήστρωση Διονύση Γράψα
μουσική διεύθυνση Κωστής Κωνσταντάρας
τραγουδούν: Αρκάδιος Ρακόπουλος βαρύτονος και η χορωδία της ΔΕΗ
Μουσική Διονύσης Γράψας ΘΩΔΟΥΛΑ
Απόσπασμα από το μελοποιημένο ποιητικό έργο του ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗ "Ο Φωτεινός".
Τέλος μια σπάνια χορωδιακή εκτέλεση , πάνω στο ποίημα του Βαλαωρίτη Η ΑΓΡΑΜΠΕΛΗ
Λέγ' ή αγράμπελη μυριανθισμένη
στον γέρο πλάτανο, που τη θωρεί
και με τον ίσκιο του συχνοδιαβαίνει
πάντοτ' επάνω της βράδυ κι αυγή.
Δέντρο περήφανο μες στον αγέρα
τα φύλλα, οι κλώνοι σου θρασομανούν.
Βρίσκεις στενόχωρη τώρα τη σφαίρα;
Τ άστρα, τα σύννεφα, δε σε χωρούν;
Τρέχει στη ρίζα σου νεράκι κρύο,
βυζαίνεις άσκοπα την καταχνιά
κι έμενα εζήλεψες, συ το θηρίο,
γιατί μ' επότιζε λίγη δροσιά;
Τι θέλεις πλάτανε τι μου γυρεύεις;
Διώξε τον ίσκιο σου κι είμαι μικρή.
Τ' άνθη μου επάγωσαν, μην τα παιδεύεις,
άσ' τον τον ήλιο μου να τα χαρεί...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου