Σάββατο 6 Ιουλίου 2013

Δυό γέροι ψαράδες



Ουμβέρτος Αργυρός, περίοδος Μεσοπολέμου, Ψαράδες στη Μύκονο.

Δυό γέροι ψαροκυνηγοί μαζί ήταν πλαγιασμένοι
πάνω στα βούρλα τα στεγνά, μέσ' στην πλεκτή καλύβα.
Της ψαρικής τα σύνεργα είχαν εκεί κοντά τους·
τα κοφινάκια τα ρηχά, τα μακρυά καλάμια,
τ' αγκίστρια, τα δολώματα, oi πετονιές, τα δίχτυα·
τα βρόχια τους και τα κουπιά και  η γρηά τους βάρκα.

Και κάτω απ' τα κεφάλια τους αντί για προσκεφάλι
ένα στενό κοντόψαθο και ρούχο και στρωσίδι.
Αυτά είν' όλα τα σύνεργα και πλούτη των ψαράδων.
Δεν έχουν θύρα με κλειδί και φύλακα τους σκύλο,
μηδέ φοβούνται από κλεψιά—η φτώχια τους φυλάει.

Έπειτα δα και γείτονα δεν έχουνε κανένα
και γύρω βρέχει η θάλασσα τη χαμηλή καλύβα.
Δεν ήτανε μεσουρανίς ακόμα το φεγγάρι
 κ' οι δυό ψαράδες ξύπνησαν απ' της δουλειάς την έννοια·
εδιώξανε τον ύπνο τους κι άρχισαν να 'μιλούνε:

—Ψέμματα λένε, σύντροφε, πως τάχατες οι νύχτες
το καλοκαίρ' είν' πλιό μικρές που μεγαλών' η 'μέρα·
Εγώ είδα τόσα ονείρατα, κι ακόμα που να φέξη !...
Μην τύχη κ' εγελάστηκα, για μάκρυναν οι ώρες;

— Άδικα 'βρίζεις, γέρο μου, τώμορφο καλοκαίρι.
Δεν παραστράτησ' ο καιρός από τον ίσιο δρόμο,
μόνον οι έννοιες σε ξυπνούν και τις νυχτιές μακραίνουν.

Μην ξέρεις απ' ονείρατα; γιατ' είδα απόψε κάτι,
κάτι καλό στον ύπνο μου και θέλω να το μάθης.
Πρέπει καθώς μοιράζομε οι δυό την ψαρική μας,
το ίδιο να μοιράζωμε και τα ονείρατα μας.

Θα το 'ξηγήσης με τον νου
και δε θε να λαθέψης·
γιατ' όποιος έχει δάσκαλο το νου σε κάθε κρίση,
εκείνος είνε πάντα του καλός ονειροκρίτης.

Έπειτα δα χωρίς δουλειά και τί κανείς να κάνη
'πάνω στα φύκια ξαπλωτός, κοντά στο περιγιάλι;...
— Έλα, για λέγε τ' όνειρο, κι αφού το λες σ' εμένα,
στον σύντροφο σου τον παληό, καλά να το 'στορήσης.

— Το βράδυ σαν πλαγιάσαμε απ' τις δουλειές κομμένοι
(θυμάσαι που δειπνήσαμε και χθες καθώς και πάντα
και δεν παραφορτώσαμε καθόλου το στομάχι)
είδα πως τάχα καθιστός απάνω σ' ένα βράχο
τα ψάρια παραμόνευα μ' ένα μακρύ καλάμι.

Ετάραξα το δόλωμα και κάποιο τρυφερούδι
γλυκάθηκε κ' ετσίμπησε και πιάστηκε σ' τ' αγκίστρι —
όποιος πεινά στον ύπνο του πάντα καρβέλια βλέπει
κ' εγ' όλο βλέπω ψαρικές και σ' τώνειρό μου ακόμα,

 λοιπόν το ψάρι επιάστηκε και μάτωσε τ' αγκίστρι,
κ' εγώ σφιχτά στα χέρια μου κρατούσα το καλάμι,
γιατί το ψάρι εσπάραζε και το καλάμι ελύγα.
Μα όταν έσκυψα 'μπροστά, εσάστισεν ο νους μου·
πώς μ' έν' αγκίστρι τόσο δα να σύρω τέτοιο ψάρι;


Έπειτα όμως τίναξα κι απόλυσα τ' αγκίστρι
για να την νοιώση την πληγή σ' τα σπάραχνά του μέσα,
και σαν δεν εσπαρτάριζεν, απάνω τ' ανασέρνω
και βλέπω πλούσια πληρωμή σ' τον τόσο μου τον κόπο,
ψάρι μεγάλο ολόχρυσο και χρυσοπλουμισμένο.

Μ' αληθινά φοβήθηκα, γιατ' είπα μήπως είνε
κανένα ψάρι 'ξωτικό η ψάρι μαγεμμένο.
Προσεκτικά ξεκάρφωσα τ' αγκίστρι από τα χείλη,
μήπως τυχόν το σίδερο του ξύση το χρυσάφι·

τώρριξα απάνω σ' τη στεριά κι ωρκίστηκα και είπα
πως δε θε να πατήσω πια σ' το πέλαγος το πόδι,
παρά θα ζήσω σ' τη στεριά με το χρυσάφι πούχω.

Τα είδ' αυτά και 'ξύπνησα. Και τώρα, σύντροφε μου,
πες μου και συ τη γνώμη σου, γιατί πολύ φοβούμαι
μ' αυτόν τον όρκο πώκανα μην πέσω σ' αμαρτία.

Κ' εγώ σου λέω, φίλε μου, καθόλου μη φοβάσαι,
γιατί μηδ' όρκον έκανες και μηδέ ψάρι βρήκες·
ήτανε ψεύτικ' όνειρο, κι αν θες να βγή σ' τ' αλήθεια,
ψάρευε, ψάρια αληθινά με κόκκαλα και κρέας,
γιατί μ' ονείρατα χρυσά της πείνας θα πεθάνης.

 
Κων/νος Βολανάκης

ΘΕΟΚΡΙΤΟΥ  ΕΙΔΥΛΛΙΑ 

ΑΛΙΕΙΣ, ΑΣΦΑΛΙΩΝ ΚΑΙ ΟΛΠΙΣ 

Απόδοση Γ. Δροσίνη 

(από ΜΙΚΡΟΣ ΑΠΟΠΛΟΥΣ http://www.mikrosapoplous.gr/theocritus/thcrts21m.htm)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου