Κυριακή 25 Μαΐου 2014

ΠΩΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΘΗΚΕ Ο ΣΑΤΥΡΟΣ





William Adolphe Bouguereau


Η  δε Απολλωνία πλησίον εστί και προς
αυτή το Νύμφαιον, ιερός τόπος εκ χλοεράς
νάπης και λειμώνων αναδιδούς πυρός πηγάς
σποράδας ενδελεχώς ρέοντος. Ενταύθα φασί
κοιμώμενον αλώναι σάτυρον..

Πλουτάρχου (Βίος Σύλλα).

Στην Απολλωνία γεννήθηκα. Εκεί πρωτοχάραξε η ζωή μου η άγρια και η ακαμάτρα, και η λάγνα και η δολοπλόκα μου ζωή και η άθεη.
΄Ολες οι πηγές μου καθαροζωγράφιζαν, κ΄οι αντίλαλοι όλοι  μου βροντοφώναζαν την ασκήμια.
Σ΄ένα τόπο σύλλογγο , στο Νεραϊδόσπηλο, πρωτοξέσπασε η ορμή μου. Την πρώτη νύφην ιερή που απάντησα, χύθηκα για την αγκαλιάσω ακόλαστα. και είταν η νύφη Φαέθουσα. και είταν αδερφή μου η Φαέθουσα. Και είμουν ο καταραμένος όλων και ο σιχαμερός. Και πρώτ΄απ΄όλους με μίσησαν τα θεία τα γονικά μου. Και οι θεοί όπου με τύχαιναν, ύψωναν τη φτέρνα τους για να με συντρίψουν. Και των βουνών οι  ξωτικές και των νερών μ΄έτρεμαν εμένα. και καμιά λαχτάρα πόθου, μήτε δίψα γνωριμιάς, δεν παράδερνε μέσα στον τρόμο τους. Κ΄έφευγε ο κόσμος, μόλεμα , και τον ίσκιο μου.
Αλίμονό σου , άνθρωπε, που θα περνούσε απάνου σου το φύσημά μου! Μιάν  αγριμιού κακού ψυχή σου πύρωνε το είναι σου. Και τρισαλιά σου, Αμαδρυάδα, που θέλοντας μη θέλοντας, θα σ΄εσφιγγε η καταδασωμένη μου αγκαλιά! Η πραθενιά της η ισόθεη, μπαίγιο των χεριών μου ξεδιάντροπο, σέρνονταν ύστερα ξεσκίδι ανάμεσ΄από τα πόδια μου, πόδια ενός τράγου! ΄Ω, τα φιλιά μου τ΄ααμολόγητα μέσ΄από το καμίνι το στόμα μου!
Και είμουν ο στουμπομύτης κι ο τραγοκέρατος με τα μεγάλα του ζωντόβουλου τ΄αυτιά και ο δειλιασμένος είμουνα που τρόμαζα και είμουν ο οκνός με τη γοργάδα του ανέμου. και είμουν ο πανάσκημος με την ουρά και με τη σκέψη της μαϊμούς.
Κι είχα μιάν αγάπη μόνο, ευγενική, κ΄ένα μόνο αγνό πάθος. Αγαπούσα τα γλυκολαλήματα. Σκάλιζα φλογέρες από τα πετροκάλαμα.Μέσα τους ξυπνούσα κάποιους ήχους πρωτογνώριστους, κ΄είμουνα γι΄αυτό περήφανος. Κ΄έπινα του σταφυλιού το αίμα, και μεθούσα με αυτό γλυκύτατα.
Μιά φορά, μεθυσμένος, βαθιά κοιμήθηκα. Πέρασαν από τη μονιά μου στρατιώτες , από τα φουσάτα κάποιου στρατηλάτη νικητή τρισακουσμένου. Από τόπους μακρινούς διάβαιν΄εκείθενε, σέρνοντας λαούς αρματωμένους. ΄Ετσι κοιμισμένο από ένα ύπνο δυσκολοξύπνητο, καθώς με είδανε, ξαφνιάστηκαν οι στρατιώτες. Να είμουν άνθρωπος, αγρίμι να είμουν, να είμουνα κάποιος δαίμονας; Και οι πιό απόκοτοι καθώς με σίμωσαν κ΄εγώ δε σάλευα, πήρανε και με σφιχτόδεσαν. Κ΄έτσι αλυσόδετο με φέρανε μπροστά στον στρατηλάτη. εύρημα αλογάριαστο, δυσκολοξεδιάλυτο μάντεμα. Και καθώς είχα μισοξυπνήσει, και καλά-καλά δεν είχα ξεμεθύσει, φωνή έρριξα στριγγιά. Και κανείς δεν καταλάβαινε τί φωνή είταν , και τί φώναζα.
Κ' έλεγ΄ένας:
"Τάχα είν΄άλογο, και χλιμιντρίζει;"
K΄έλεγε άλλος:
" Τάχα τράγος, και βελάζει;"
Και η φωνή μου φώναζε του αλόγου την ορμή, του τράγου την επιθυμιά. Και είτανε τα χλιμιντρίσματα και τα βελάσματα πρωτάκουστα. και είτανε η θωριά μου κάτι πιότερο από παράξενη. Και στο τέλος μιά θρησκευτική τρομάρα τον αντάριασε το στρατό πέρα και πέρα, από τον πολίτη ως τον αρχηγό.
Και στο λογισμό του στρατηλάτη φάνταξα σα δύναμη της πλάσης μυστική, σα στοιχειωμένος φύλακας  ποιός ξέρει τίνος δάσους ιερού, που θα είτανε μεγάλη αστοχασιά έτσι αλυσόδετο να με κρατή. Και πρόσταξε να με απολύσουν.
Γυρνώντας ξανα βρέθηκα στο σύλλογγο τόπο, στο Νεραϊδόσπηλο, που πρώτοξέσπασε η ορμή μου. Κ΄είδα κάτι που ποτέ δεν είχα ξαναϊδή. Είδα κάτι αλησμόνηταο. Είδα κάτι που φύσηξε μιά νέα τρικυμία από ψυχή μέσα στην πρωτόγονη ανεμοζάλη, μέσα στη ζωή μου. Και είτανε απάντεχο και είτανε ανεξήγητο! Και είδα την κόρη των θεών την ακριβογέννητη, είδα την πυργοφύλαχτη πεντάμορφη του κόσμου, είδα την Ηλιοκάμωτη, είδα τη Φωτιά! Με ποιάς νεράιδας κάλλη να ειπώ  πως μοιάζουν τα κάλλη της, χωρίς να τ΄αναγελάσω; Με ποιά Βάκχη θυρσοφόρα να ταιριάσω της τη μάνητα και την οργή, χωρίς να κατεβάσω τα τετράψηλα; ΄Ισα με ποιάς Κυβέλης φοβερή χάρη να ψηλώσω η χάρη της, χωρίς να την ταπεινώσω; Ποιές  δύναμες και ποιές θεότητες να φέρω για σημάδια της και για στολίδια της; Η Φωτιά ! Η Φωτιά!
Την έκλεψε από τον ίδιο ΄Ηλιο, την ηλιοπυργοφύλαχτη, την ώρα που τηνε συργιάνιε μέσα στο πύρινο το άρμα του ο πατέρας. Την έκλεψεν ένας τιτάνας υπερύψηλος. Και τώρα κοσμοταξιδεύοντας μ΄εκείνη ο κλέφτης κι΄ο δαμαστής, την τριγύριζε σ΄όλα τα βασίλεια , σ΄όλα τα κατατόπια. Κι΄όπου περνούσε, ξαναπλάθονταν οι κόσμοι, και είταν τα πλάσματα ωραιότερα, σαν από πνέμα γιομισμένα καθαρώτερο.
Κι όντας πρωτόειδα της το ξανάδομα από της γής τα έγκατα, κ΄ύστερα το φιδολύγισμά της το τεράστιο κ΄υστερα τον υψωμό της τον υπέρλαμπρο, σαν Αφροδίτης αγέλαστης και πιό θεικής γέννηση, γροίκησα μέσα μου όλη την ορμή την αβάσταγη να με τραβάη προς εκείνη με τα χέρια ολάνοιχτα σ΄ενα θεότρελο αγκάλιασμα. Και τηνε σφιχταγκάλιασα τη Φωτιά θρασύτατα κι απίθωσα τα χείλη μου στα χείλη της για την πιώ μ΄ένα φιλί μου αχόρταγο.
Οιμένα! οιμέ! και τρισοϊμέ! ΄Ω ρούφημα της Λάμιας! ΄Ω πόνεμα! Ω κακό! Ω κόλασμα του Άδη!Κάτι με δάγκωσε ολόπικρο. κάτι σκληρότατο μ΄έφαγε  κάτι με πέθανε. ΄Ω! το μαύρο στόμα και τα έρμα χέρια μου! Ώ πόνος, ώ πόνος, ώ καημός.
΄Εφυγα σα να με κυνηγούσαν Ερινύες. έτρεξα σα να ζώναν ΄Αρπυιες. Και τάραξα και πλήγωσα με τις φωνές και με τους γόους μου, όθε κι΄αν εδιάβηκα, τους αντίλαλους , τα περίγυρα. κ΄οι γόοι μου κ΄οι φωνές μου χυθήκανε στις πολιτείες τις πολύκοσμες σαν τρικυμίες χειμωνιάτικες και σα στοιχείων χαλασμοί. Και μήτε οι αυγινές δροσοσταλίδες, μήτε τα νεράκια από τις ήσυχες πηγές, μήτες ποτάμια, μήτε ωκεανοί, μπορούσανε τη φλόγα μου να σβήσουν. τίποτε δεν μπαλσάμωνε την πληγή μου. Και ως και οι νυφούλες με λυπήθηκαν που πρώτα με φεύγανε σαν κάτι ακάθαρτο. Και τ΄αμπέλια τα ροδοστάφυλα δεν την έσβηναν τη δίψα μου. Και περπάτησα από γη σε γή, δεν ξέρω πού, δεν ξέρω πώς. και σε βουνά σκαρφάλωσα και σε κάμπους πλανήθηκα, και με είδανε διαβατάρη χώρες και στεριές και σαχάρες, από της Απολλωνίας της πατρίδας μου τις πικροδάφνες ως την καταχνιά των Κιμμερίων.
΄Ομως με τον πόνο μου τον ανιστόρητο από την ώρα που άγγιξα με το στόμα μου τ΄αϋλούφαντο κορμί σου , ώ των Αφροδιτών η Αφροδίτη εσύ, του αιμοβόρου η αιμοβόρα, φύσηξε μιά νέα τρικυμία από ψυχή μέσα στην πρωτόγονη ανεμοζάλη, μέσα στη ζωή μου. κάτι ωραιότερο, σαν από πνέμα γιομισμένο καθαρώτερο. Κι΄από τότε το κρασί μεθώντας  μου έφερνε κάποτε και πότε ονείρατα υπερφάνταστα σα νάτανε σταλμένα από τον ΄Ολυμπο για χάρη μου. Για τα τραγούδια μου δε μου έφτανε η φλογέρα μου, και σα φυσούσα την ψυχή μου μέσ΄στα σπλάχνα της, τρικύμιε ο ήχος τον αέρα ολόγυρα και πέρα , και ξάφνιζε. γιατ΄είχε μέσα του άμαθα και πολυνόητα παράπονα, και είχε αρμονίες ξένες και πολύ πλατιές για να χωρέσουνε στη φυλακή του. Και η φλογέρα ράγιζε στα χέρια μου.
Κ΄εκεί που ακόμα ο στουμπομύτης είμουνα και τραγκέρατος με τα μεγάλα του ζωντόβολου τ΄αυτιά, ο λάγνος, ο ακαμάτης, ο ασκημοπρόσωπος, αγάλια-αγάλια καταλάβαινα πως είμουν άλλος, άλλος, άλλος!

Σάτυρος, αντίγραφο αγάλματος του Πραξιτέλους που βρίσκεται στη Ρώμη.

Και νοερά μιάς άλλης φωτιάς αγκάλιαζα τον κύκλο και φιλούσα την αθάνατην ειδή, και είταν η Φωτιά η σοφία. Κι όσο πονούσα τόσο και διψούσα από τη δίψα της. Κ΄ήθελα να τα γνωρίσω τώρα όλα του κόσμου τα γραφτά κι΄όλα του Σύμπαντος, να ψάλω τάγραφτα. Και γύρευα δασκάλους και συντύχαινα προφήτες, κ΄ημίθεους άκουα και σφραγίζανε μέσα μου μ΄εφτασφράγιστα σφραγίσματα ρήματα θεϊκά κι απόκρυφα. Κ΄έμαθ΄από τον Ορφέα τα μυστήρια της γης και τ΄ουρανού, και ο Λίνος μου δασκάλεψε της αρμονίας τους νόμους. Και στη σπηλιά του Κένταυρου που ανάθρεψε τον Αχιλλέα κράτησα από το μελίρρυτο το στόμα του πολυθάμαστες ιστορίες των πρωτόπλαστων καιρών. Και τον τιτάνα Προμηθέα, το  μεγάλο κλέφτη και γεννήτορα, αγνάντεψα στον Καύκασο καρφωμένο. και παραμόνευα την ώρα που τονε λύτρωσε ο Αλκίδης. και το λυτρωτή τον ξεπερνούσε στο ανάστημα και στην αναλαμπή. και η προφητεία χύνουνταν από τα μάτια, από το μέτωπο και από τα χείλη του, πολύβοο νερό, αφροστέφανο από μαύρες τρίσβαθες πηγές.
Και δεν είμαι για να με καλοτυχίσης. και δεν είμ΄εγώ ο μακάριος.  Και δεν έκλεισεν ακόμα της Φωτιάς το λάβωμα. κ΄ένα λάβωμα βαθύτερο- δεν μπορώ να ειπώ τί λογής είναι κι από πού με χτύπησε- χάσκει και αφορμίζει στάδυτα των αδύτων μου. ΄Ω, η συφορά της συφοράς που ζωή τη λένε!
Τέτοια κατάρα της ζωής απάνω στα χείλη μου τρεμοσάλευε μιά μέρα που είχα ξεχαστή κι αποκοιμήθηκα σε μιάς λεύκας τον ίσικο. στην  Απολλωνία την πατρίδα μου. Και ξαναδιάβηκ΄. εκείθε ο ίδιος ο στρατηλάτης λαών και βασιλιάδων, ο ανίκητος, δεσπότης πιά του κόσμου κι αυτοκράτορας. Και μ΄αγνάντεψε και πρόσταξε να μ΄αλυσοδέσουν πάλι, και μ΄έφεραν μπροστά του, και προς εμένα μίλησε πιό απόκοτα, και πιό στοχαστικά:
" Σε γνωρίζω, είσαι το στοιχειό που χλιμίντριζες άλογο, και, τράγος, βέλαζες. Χρησμός δυσκολοξήγητος φαντάστηκα πως δείχνονταν πίσω από α ζωικά σου τα ξεφωνητά, που γύρευε να μας πη τα όσα γίνουντ΄εκείθεν από τη ζωή. Παράλυσέ μου η βούληση μπροστά σου, και για να μη γονατίσω μπροστά σου, πρόσταξα και σ΄απόλυσαν.
"Τώρα θαρρώ πως δε σε τρέμω. Στο μέτωπό σου απάνω βλέπω να σαλεύη το αντιφέγγισμα υπερκόσμιου φωτός. Πότε γδυθηκες τ΄αγρίμι, πότε αρνήθηκες τον άνθρωπο, πότε κοίταξες να υφάνης μιά στολή από γνέματα που είν΄από αιθέρα και από μουσική; Πότε γίνηκες σοφός και προφήτης; Από του Θεού τη  φύση μόνο η γαλήνη λείπει σου και η χαρά. Και δεν ξέρω για τούτο κι άν δεν είσαι πιό θείος και από κείνους.
΄Ηθελα να σε ρωτήσω τώρα. χώρες πάτησα, σκλάβωσα λαούς. ζωές θέρισα. Σε ολόχρυση βάρκα ένα ποτάμι πέρασα. και το ποτάμι είτανε από αίμα.
Η Νίκη φύτρωσε φτερά στους ώμους της μόνο για να μ΄ανεβάσει απάνου στα φτερά της ως τα σύγνεφα. Και ψες λάγγεψε η καρδιά μου στην όψη, μιάς σκυμμένης αγριοβιολέτας που την πάτησε περνώντας του αλόγου μου το πέταλο. Κάποτε και πότε δάκρυα πλημμυρίζουνε τα μάτια μου. δάκρυα ερωτεμένου δεκοχτώ χρονών που διακονεύει ένα χαμόγελο από την πρώτη αγάπη του. Μιά μελαγχολία με τρώει ανερμήνευτη. Κάτι με πλακώνει. Διψώ κάποιας ευτυχίας το δροσόνερο. "Σάτυρε, πες μου. ποιά είναι η πιό μεγάλη ευτυχία του θνητού;"
Και του αποκρίθηκα:
"Δέσποτα, μιά μεγάλη ευτυχία ξέρω εγώ: Να μην έχουμε γεννηθή! Κ΄ύστερ΄από αυτά ξέρω και μιά άλλη ακόμη ευτυχία; Να πεθάνουμε, το γληγορώτερο!"
Κι ο δεσπότης τίποτε δε μου αποκρίθηκε. έπεσε σε βαθιά συλλογή και όταν ξαναγύρισε στον εαυτό του, έμεινε πάλι αμίλητος. Και πρόσταξε μονάχα να με λύσουν, και να μ΄απολύσουν.
Κι άφαντος έγινε σε λίγο, σέρνοντας ασκέρια και άρματα.
Κ΄εγώ βαριά συλλογισμένος ακούμπησα στον κορμό της λεύκας. κ΄η λεύκα έβρεχεν απάνου μου την αργυρή λαμποβολή της, και κάθε φύλλο της που σάλευε είτανε και μιά ωραία γλώσσα που ψιθύριζε. Κ΄ένας κάματος με σύντριψε, και μιά νάρκη με συνεπήρε. Στη φλογέρα μου απόμεινε τ΄αχείλι μου σα λιθωμένο. κ΄ένα μακριό τραγούδι κοσμογονικό, μόλις έκαμε ν΄αρχίση, ξεψύχισ΄εκεί σα στεναξιά. Και σείστηκαν αντίκρυ μου τα φυλλοκλάδια του πυκνερού θαμνότοπου, και φάνηκε μπροστά μου ένας νέος άνθρωπος.
Είταν ωριοπρόσωπος, κ΄εδειχνε νεώτερος. μα η  συλλογή στ΄ανάστημά του τετράπλωνε γεροντικό μεγαλείο. ΄Ανετη φορεσιά και αστόλιστη συνώδευε την αρχοντιά του κορμιού. στο πλατύ ακρογιάλι του μετώπου μιά ρίχνονταν, μιά μάκραιναν εκείθεν τα κύματα μαλλιά. χύνονταν από τα μάτια του της δέησης η γλύκα ταιριασμένη με της προσταγής τη δύναμη.
Κρατούσε σμίλη. και στ΄άλλο χέρι σάλευε κομμάτι μιά ουσία αδούλευτη. Και στάθηκε μπροστά μου και μου μίλησε παρακαλεστικά και βασιλικά μου μίλησε:
" Είμαι ο Αθηναίος πλάστης. απάνου στο μάρμαρο και στο μέταλλον απάνου σκαλίζω θεοτικιά ομορφιά  με ό,τι κι αν κατέχει πιό ερωτόχαρο και πιό γοητευτικό  το κάλλος του ανθρώπου. Κ΄ύστερα από το Φειδία κι από τον Πολύκλειτο έσωσα να πιάσω τη δυσκολόπιαστη χάρη, που στέκεται στο απάνου σκαλοπάτι, και να μαγέψω. Είμ΄εκείνος που θρόνιασα στην ΄Ηλιδα τον Ερμή εξαίσιο, που πέρα ως πέρα στους Κνιδιώτες άναψα μιά φλόγα με τη γυμνή Αφροδίτη μου. Εγώ είμ΄εκείνος που αποθέωσα τη Φρύνη, κ΄έδωσα του ΄Ερωτα χρυσά πρωτόφαντα φτερά. Αϊδωνέας εγώ ξανάρπαξα την Περσεφόνη, και στο χάλκωμα τη σκλάβωσα. κ΄έβγαλα τον Απόλλωνα με παρθενιά καινούρια.
"Τώρα σα να ορέγουμαι να πλάσω κάτι, όχι λαμπερώτερο από το Χρυσοκόμη, κάτι πιό πονετικό, κάτι ευωδιαστό, που να μην τόχη η λαμπυράδα του. Κάτι πιό διπρόσωπο , και πλουσιώτερο από το νόημα που κλεί των ταρταρωμένων η βασίλισσα. ΄Ενα νέο ΄Ερωτα ζωντανεμένο με όλων των Πλατώνων τις πνοές από τους κόσμους των αχάλαστων ιδεών. Πλάσμα ηδονικώτερο κι από τη Φρύνη. Μιά θεότητα που να είναι μιά Αφροδίτη όλη από ουρανό. Κ΄ένα Ερμή που να πιστέψης πως φίλησε τη Σφίγγα, κι απόμεινε στα χείλια του μιά άχνα από το άλαλο και αβασίλευτο χαμόγελο. Κ΄ήθελα να πλάσω μιά ομορφιά πέρα από τη γαλήνη των αθανάτων, εκείθε κι από των ανθρώπων το παράδαρμα. μιά παρθενιά καινούρια σνθεμένη από όλες τις φλόγες, κι από τις σοφίες όλες, απ΄όλα τα πάθη κι από τ΄αναθεματίσματα ψυχής που βρίσκεται σε μιάν άκοπη προσπάθεια να σηκωθή, να σηκωθή, ανάερη, ν΄ανταμωθή με το χαμένο της γαμπρό, και δεν το κατορθώνει. Μιά παρθενιά και μιά ευτυχία και μιάν ανάπαψη καινούρια, σα μιά ήπειρο από σεισμούς κοσμοχαλαστάδες. Για τούτο ήρθα σ΄εσένα. Γιατί εσύ ωραίος είσαι από την ωραιότη που ονειρεύομαι, ώ Σάτυρε!"/
Και τ΄αποκρίθηκα ήμερα:
"Τράβα το δρόμο σου, άνθρωπε! Κι άν κόλλησε το αχόρταγο τ΄αχείλι μου στο στόμα απάνω της Φωτιάς, κι άν φύσηξε μιά νέα τρικυμία από ψυχή μέσα στην πρωτόγονη ανεμοζάλη της ζωής μου, κ΄ένα λάβωμα βαθύτερο από τότε χάσκει κι αφορμίζει στ΄άδυτα των αδύτων μου, κι άν βασανίζει με ολοένα, της ύπαρξης το κρίμα και τ΄ανάθεμα, μήπως δεν είμ΄εγώ ο πανάσκημος; μήπως δεν είμαι ο Σάτυρος που όλες οι πηγές μου καθαροζωγραφίζουνε, κ΄οι αντίλαλοι όλοι μου βροντοφωνάζουν την ασκήμια;"
Κ΄ακολούθησ΄εκείνος :
" Τέντωσε τ΄αυτιά σου στων αντίλαλων τα λόγια, στύλωσε τα μάτια στον καθρέφτη της πηγής. Ωραίος είσαι, ώ Σάτυρε, από την ωραιότη που ονειρεύομαι. ΄Ασε με στα πόδια σου να την πιώ με τα μάτια μου την ομορφιά σου, μήπως και μπορέσω ύστερα να δείξω μιάν αντηλιάδα της στον ίσκιο απάνω του ονείρου μου του μαρμαρογραμμένου".
Και τότε, τέντωσα τ΄αυτιά και στύλωσα τα μάτια, κι άκουσα γύρω μου ύμνους, κ΄είταν οι ύμνοι προς εμέ τον πανώριο. κ΄έσκυψα προς τα ολοήσυχα νερά, κ΄είδα στα βάθη τους μιά ζωγραφιά να λάμπη και είταν η ζωγραφιά απ΄ό,τι κρύβει ο ΄Ερωτας κι απ΄ό,τι δείχνει ο ΄Ιμερος κι απ΄ό,τι χύνει ο ΄Ονειρος πιό διαλεχτό και πιό λαγαρισμένο, γλύκα, μελαγχολία, μουσική, μυστήριο! Κι΄ακόμα να πιστέψω δε μπορώ πως είμ΄εγώ η ζωγραφιά εκείνη!

Κωστής Παλαμάς, 1900

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου