Σάββατο 12 Απριλίου 2014

Η ΑΡΠΑΓΗ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ




ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ '42. Μέρες πείνας και εξαθλίωσης, οργής και οδύνης. Απάνω στο στερέωμα ένας σταυρωμένος ου¬ρανός και κάτω μια αιμάσουσα Αθήνα, μια καθημαγμένη Ελλάδα.Στο μαλακό, αμάλλιαγο στήθος τ' ουρανού είχαν χωθεί ασημοκάρφια. Κι ήρθε και μπλάβισε, όπως ανθρώπινο κορμί που του έφυγε το αίμα. Σ' ολόκληρο το κοκκινογάλαζο φόντο δυο τρία σύννεφα που 'μοιαζαν με πελώριες τουλούπες από μαλλί, έκρυβαν το πρόσωπο του φεγγαριού. Κι εκείνο τους έριξε μιαν επίβουλη, φονική, ματιά. Κι ως είδαν το κακό το μάτι, αναρίγησαν και κίνησαν τρομαγμένα κατά την Σαλαμίνα. Στο δρόμο σκόρπισαν κι απόμειναν τα κουρέλια τους να ουρανοδρομούν άσκοπα πάνω από το μοναστήρι της Φανερωμένης. Το ολόγιομο φεγγάρι γέλασε θριαμβευτικά κι έστρεψε τη ματιά του, μελιστάλαχτη τώρα, κατά τη γης. Και την περίχυσε με το φως του. Όχι το παχύ, λιπαρό φως του ήλιου, αλλά το στεγνό, αποστειρωμένο, το σχεδόν άυλο φως της σελήνης. Πρώτα φωτίστηκε η Αθήνα. Και ο οφθαλμός του θεού είδε καθαρά, την Ακρόπολη και πλάι στον Παρθενώνα τη μισητή σβάστικα να φτεροκοπάει πάνω από τα κεφάλια των Αθηναίων. Έπειτα πέσανε ασήμια στο λιμάνι του Πειραιά με τα λιγοστά καράβια, και στην ακάραβη θάλασσα της Ελευσίνας που πισώστρεψε στον ουρανό ασημένιες ανταύγειες. Οι λίγες κολόνες του ναού της Δήμητρας και του Σεπτήριου φεγγοβόλησαν. Και μονάχα το χθαμαλό κτήριο του μουσείου απόμεινε βυθισμένο στο σκοτάδι. Αυτό και η παράγκα του φύλακα αντικριστά...

Ο γερο - φύλακας ο Θεοδόσης κλείδωσε καλά την πόρτα του μουσείου, κρέμασε τα κλειδιά στη μέση, έκανε μια περατζάδα ανάμεσα στα αρχαία, και κίνησε βαρύθυμος και σιωπηλός κατά την παράγκα. Η πείνα τού 'χε ρουφήξει τη διάθεση και η λάμψη της Πανσέληνος του 'χε κρούσει το μυαλό. Τρύπωσε στην ανθρωποφωλιά του και ξάπλωσε τ' ανάσκελα στα βρώμικα στρωσίδια. Ένα κορμί λιπόσαρκο μετατοπίστηκε σχεδόν αθόρυβα στη γωνία. Ήταν ο Ευτύχης, ο εγγονός του. Δηλ. ό,τι είχε απομείνει από δαύτον, δύο μακριά καλαμοπόδαρα, μια κοιλιά πρησμένη κι ένα κεφάλι που 'μοιαζε πιο πολύ με νεροκολόκυθο.
— Έφερες τίποτα, παππού, να φάμε;
— Σαν τι δηλαδή;
— Μου 'χες τάξει μια πατάτα. Μια μεγάλη, βραστή πατάτα... με αλάτι και ξύδι.
— Όχι. Πού να τη βρω την πατάτα. Μη μιλάς και χάνεις δυνάμεις...
Αύριο γιορτάζει η Παναγία κι είναι κλειστά τα μουσεία. Θα κατέβω στο λιμάνι και κάτι θα βρω. Στ' ορκίζομαι στα κόκαλα της μάνας σου...

Σχεδόν όλα τα βράδια ο παππούς Θεοδόσης, όταν επέστρεφε από τη νυχτερινή βάρδια, κάτι έφερνε στο παιδί. Μια χούφτα σταφίδες, ένα κρεμμύδι, λίγο ψωμί καμωμένο από πριονίδια. Και άμα γύριζε με αδειανά χέρια, αναμασούσε παλιές ιστορίες για βασιλιάδες που 'ζησαν σε τούτον τον ιερό τόπο. Κι άλλοτε πάλι του μιλούσε για θεούς και θεές που μια φτερούγιζαν σαν πουλιά στον ουρανό και μια κατέβαιναν σαν σαύρες στα σπλάχνα της γης. Τούτες τις ιστορίες τις έκανε πολτό, ανακατεύοντας μύθο και ιστορία, ψευτιά κι αλήθεια, και τις έχυνε στην ψυχή του Ευτυχή. Κι εκείνη θέριευε από το όραμα μιας Ελλάδας, δυνατής, πλούσιας και δοξασμένης, σαν κι αυτή που 'δειχναν τ' αγάλματα του μουσείου.

Όμως απόψε ο παππούς σώπαινε. Σώπαινε πεισματικά και κοιτούσε μέσα από το ξεχαρβαλωμένο παράθυρο το φεγγάρι, με μάτι αλλιώτικο, αγριεμένο. Κι είχε η ματιά του τη λάμψη της τρέλας... "Τα μάρμαρα θα σώ¬σουν την Ελλάδα, φτάνει ν' αντέξει η ψυχή μας...", έλεγε και ξανάλεγε ανάμεσα στα παραμιλητά του. Ο Ευτύχης έβλεπε τ' αλλόκοτα φερσίματα του παππού και σκεφτόταν. "Ο παππούς δεν είναι στα καλά του. Θα πεθάνει". 
-Παππού Θεοδόση, θα πεθάνεις; Ρώτησε από το βάθος της παράγκας και αργοσάλεψε, ίσια που ακούστηκε το τρίξιμο στα κόκκαλά του.
— Να πεθάνω, γιατί; Φάε τη γλώσσα σου λυσσασμένο...
Ο Ευτύχης σύρθηκε ως την αμα
σχάλη του παππού. Τον κοίταξε με κάτι μάτια - πηγάδια που στάλαζαν όλη την πίκρα και τους καημούς της Ρωμιοσύνης. Ψιθύρισε:
— Παππού, ήσανε στα αλήθεια τόσο σπουδαίοι όσο λες οι παλιοί Έλληνες;
— Ήσανε... Μα τα ψίχουλα που πέφτουνε από τα τραπέζια των πλουσίων και τα γλείφουν τα σκυλιά. Δεν βλέπεις τ' αγάλματα του μουσείου; Από τι ανθρώπους θαρρείς πως γενήκανε
τούτα τα θάματα...
— Και γιατί, παππού, εμείς οι σημερινοί Έλληνες είμαστε σκλαβωμένοι; Δεν είμαστε σπουδαίοι εμείς;
— Γιατί αφήσαμε την ψυχή μας ν' αχαμνέψει. Όμως να ξέρεις πως τούτα τα αγάλματα θα σώσουν μια μέρα την Ελλάδα. Φτάνει ν' αντέξουμε...
Ο παππούς έδειχνε να ζωντανεύει. Ο Ευτύχης αναθάρρησε. Έδωσε μια κι ανέβηκε σαν χαδιάρικο γατί στο γεροντικό στήθος.
— Θα μου πεις, παππού, εκείνη την ιστορία για τη θεά που κατέβαινε στον Άδη έξι μήνες το χρόνο;
— Λες για την Περσεφόνη... Θα σου την πω. Όμως πρώτα μάθε πως τούτη η θεά που μια κατέβαινε στον Άδη και μια πετιόταν ως τον Ουρανό, μοιάζει πολύ με την Ελλάδα μας. Τώρα είναι στο σκοτάδι, μα σε κάμποσο καιρό θ' ανέβει ξανά στο φως. Εγώ τότε δεν θα ζω. Εσύ όμως θα ζεις και θα θυμάσαι τα λόγια μου...
— Ναι, παππού, θα ζω... Θέλω να ζήσω.


- Άκου τώρα προσεκτικά και χωρίς να με διακόπτεις. Αυτά που θα σου ιστορήσω δεν τα ξέρασε το γεροντίστικο μυαλό μου. Τα 'πε πριν από χρόνια πολλά έ¬νας άλλος παππούς πολύ πιο μεγάλος και πολύ πιο σοφός από μένα, ο Όμηρος...
Η Περσεφόνη που λες,ήταν κόρη μιας θεάς που ζούσε
κι αυτή στα μέρη τα δικά μας, της Δήμητρας. Ήταν όμορφη πολύ η Περσεφόνη, ξέγνοιαστη κι ευτυχισμένη. Ώσπου μια αέρα, παίζοντας με τις κόρες του Ωκεανού σ' ένα λουλουδιασμένο περιβόλι, πήρε το μάτι της ένα ολάνθιστο νάρκισσο. Τον λιμπίστηκε. Ζύγωσε να τον κόψει κι ευθύς άνοιξε η γης και βγήκε από τα σπλάχνα της ο γιος του Κρόνου, θεός κι αυτός και άρχοντας του Κάτω Κόσμου, ο Πλούτωνας. Η Περσεφόνη τρόμαξε και κίνησε να φύγει. Όμως ο Πλούτωνας ήτανε πιο δυνατός, την άρπαξε στα γερά μπράτσα του, την ανέβασε με το ζόρι στο χρυσό άρμα του, κι ενώ αυτή έκλαιγε και χτυπιόταν, εκείνος την κατέβασε στα σκοτεινά βασίλεια του... Θυμάσαι τη σπηλιά που σου είχα δείξει τις προάλλες, κοντά σε κάτι κολόνες που τις λέμε στους επισκέπτες Τελεστήριο; Ε, αυτός είναι ο τόπος, όπου άρπαξε ο Πλούτωνας την Περσεφόνη...

— Δηλαδή, παππού, ρώτησε ο Ευτύχης, η Περσεφόνη είναι η Ελλάδα και ο Πλούτωνας οι Γερμανοί;
— Ακριβώς...
— Είδα προχτές δύο απ' αυτούς, όμορφοι που ήσαν, παππού, να κόβουν βόλτες γύρω από το μουσείο και κάτι να ψιθυρίζουν μεταξύ τους...
— Τους είδα κι εγώ. Όμως τώρα, ξέχασε τους Γερμανούς και άκου τη συνέχεια. Κανένας που λες από τους ανθρώπους, ούτε κι από τους θεούς, δεν άκουσε τις κραυγές της Περσεφόνης, παρά μονάχα η θεά της νύχτας, η Εκάτη. Το 'πε στον Ήλιο κι εκείνος σαν ξημέ¬ρωσε φανέρωσε τον κλέφτη στη μάνα του κοριτσιού, τη Δήμητρα...

Όσο ο γέρο - φύλακας κεντούσε περίτεχνα τούτη την παλιά ιστορία, κι ο Ευτυχής έκλωθε με το δικό του νου τις λεπτομέρειες, μια μοτοσυκλέτα γερμανική σταμάτη¬σε στην άκρη του περιβόλου. Δύο ανθρώπινες σκιές ξεκαβαλίκεψαν και προχώρησαν βιαστικά κατά το πίσω μέρος του μουσείου. Στο πέρασμα τους τα σερπετά που σεργιάνιζαν στις χλιαρές πέτρες κρύφτηκαν τρομαγμένα και ένα τριζόνι έκοψε με βία το τριζοβόλημά του. Άνοιξαν με λοστό το μοναδικό παράθυρο και πήδηξαν μέσα στη σκοτεινή αίθουσα. Πίσω τους όρμησε το φως του φεγγαριού. Τα αγάλματα ως ανανογήθηκαν την εχθρική παρουσία, αναρίγησαν. Και απόμειναν ανυπεράσπιστα να κοιτάζουν με τρόμο τούτους τους ξένους ανθρώπους που 'σαν αλλιώτικα ντυμένοι και δεν έμοιαζαν του γέρο - φύλακα. Οι επιδρομείς έδρασαν με σιγουριά. Ανάμεσα στα εκθέματα διάλεγαν τα καλύτερα. Τα ξεκόλλαγαν από τις ξύλινες βάσεις τους και τα 'ριχναν με προσοχή σ' ένα μεγάλο ταχυδρομικό σάκο.
Das ist genug.Bitte lass uns gehen, beuor der aufseher pird ,είπε ο ένας, ο μικρότερος
Nein, nein. Noch nicht. Uns fehlt das beste , έλεγε ο άλλος κι έψαχνε φρενιασμένος σε κάθε γωνία του μουσείου.

Μέσα στο καμαράκι, ο παππούς Θεοδόσης συνέχιζε την ιστορία του... Ο Ερμής τότε κατέβηκε στον Άδη κι έπεισε τον Πλούτωνα ν' αφήσει ελεύθερη την Περσεφόνη. Ο Πλούτωνας υπάκουσε, όμως δεν ήθελε να χάσει για πάντα την αγαπημένη του. Και λίγο προτού φύγει της έδωσε να γευθεί καρπό ροδιάς. Έτσι δεν θα μπορούσε να ξεχάσει τον Άδη και θα 'μενε για πάντα δεμένη μαζί του. Από τότε η Περσεφόνη έξι μήνες ζούσε πάνω στη γης, κοντά στη μητέρα της τη Δήμητρα, και τους άλλους έξι στον κάτω Κόσμο, γυναίκα λατρεμένη του Πλούτωνα. Κι οι άνθρωποι αυτού εδώ του τόπου κτίσανε κι άλλο ναό. Και κοντά στη Μάνα ελάτρεψαν και την Κόρη. Μα και η Δήμητρα δεν ξέχασε τους Ελευσίνιους. Τους δίδαξε τα "Μυστήρια" να πλουταίνουν με την καλλιέργεια της Γης, να χαίρονται τη ζωή και να μη φο¬βούνται το θάνατο. Γιατί καλά το έμαθαν πως η ζωή γεννάει το θάνατο, μα και ο θάνατος ανασταίνει τη ζωή...

Ο γέρος σταμάτησε. Κάτι είχε πάρει το αυτί του κι αφουγκραζόταν τους θορύβους της νύχτας αλαφιασμένος. Μέσα στο μουσείο ο Γερμανός αξιωματικός που έψαχνε επίμονα αναφώνησε.
— Ηier ist! Ich habe es endlich gefunden! Κι έστρεψε το κλεφτοφάναρο κατά το αγαλματίδιο. Πάνω σε αψηλό βάθρο στεκόταν η θαυμαστή μορφή της "Φεύγουσας Κόρης", σκαλισμένη σε πεντελικό μάρμαρο. Κα-θώς έπεσε το φως πάνω της, η μορφή της άστραψε στο μισόφωτο, αποκαλύπτοντας ένα γλυκό και ντροπαλό κοριτσίστικο πρόσωπο. Το λυγερό κορμί της με το πτυχωτό μακρύ φόρεμα είχε μια κίνηση φυγής προς τα αριστερά, ενώ το κεφάλι στρεφόταν αντίρροπα, δεξιά, προς τη μεριά του διώκτη της. Η όλη έκφραση της Κόρης έδειχνε ήρεμη ψυχική διάθεση. Η ταραχή και το τρικύμισμα της ψυχής της εκδηλωνόταν με την κίνηση. Ώσπου να λυθούν τα μάγια τους, πέρασαν κιόλας μερικά λεπτά. Ο γερο - φύλακας, ανήσυχος, σηκώθηκε από το στρώμα του και με μάτι αγριεμένο τράβηξε κατά το μουσείο. Έβγαλε τα κλειδιά και βάλθηκε ν' ανοίξει την πόρτα. Οι Γερμαναράδες είχαν ορμήσει πάνω στο άγαλμα και προ¬σπαθούσαν να το ξεκολλήσουν από το βάθρο του. Η Κόρη αντιστεκόταν. Πάλευε απεγνωσμένα με τους απαγωγείς της αλλά η πάλη ήταν άνιση, όπως με τον Πλού¬τωνα. Σε λίγο παραδόθηκε νικημένη, κλαίουσα. Εκείνοι απόθεσαν το αγαλματίδιο μέσα στο σάκο τη στιγμή α-κριβώς που ο γέρος άμπωχνε την πόρτα. Η ψυχή του είχε ακούσει το θρήνο της Κόρης και το γέρικο κορμί του όρμησε να την προστατέψει. Οι Γερμανοί τον απώ¬θησαν βίαια. Όμως ο γέρος αγκριφώθηκε πάνω τους και δεν ξεκολλούσε. Απεναντίας αγωνιζόταν με νύχια και με δόντια.

Οι Γερμανοί, λυγισμένοι από το διπλό βάρος, των αγαλμάτων και του κορμιού, σύρθηκαν ως έξω στην αυλή και μαζί τους σερνόταν κι ο γέρος. Ο Γερμανός με το κλεφτοφάναρο, έσυρε από τη θήκη του το λάγκερ και σημάδεψε τον φύλακα στο μέτωπο. Ένας ξερός κρότος ακούστηκε. Σαν κεραυνός. Το γεροντικό σώμα τινάχτηκε πίσω κι έπεσε ξερό στο χώμα, ανασκελωμένο. Η ψυχή του βγήκε από την τρύπα και όρμησε ασυγκράτητη κατά τα γαλάζια βάθη τ' ουρανού. Όμως προτού χαθεί στο Σύμπαν και γίνει αστέρι, πρόλαβε να δει το φεγγάρι που κρυβόταν ντροπιασμένο, και να το παρακαλέσει να γδικιωθεί τούτο το άδικο...

Όσο κρατούσε η πάλη ανάμεσα στους Γερμανούς και το γερο - Θεοδόση, ο μικρός Ευτυχής μέσα στο καμαράκι, ψυχανεμίστηκε το κακό που πήγαινε να βρει τον παππού του. Κι έτρεξε ολοψυχής να του δώσει βοήθεια. Πώς όμως; Προσπάθησε να σηκωθεί όρθιος, μα τα πόδια του δεν τον κράτησαν και έπεσε βαρύς στο χωμάτινο δάπεδο. Ξαναπροσπάθησε και δεύτερη και τρίτη φορά. Έως ότου, βάζοντας όλα τα δυνατά του, στο τέλος τα κατάφερε. Στηρίχτηκε στον τοίχο κι έφτασε ως την πόρτα. Το δυνατό φως του φεγγαριού τού πήρε τα μά¬τια. Όμως είδε. Είδε τον παππού να έχει αγκριφωθεί στην πλάτη του ενός από τους ξένους και ν' αγωνίζεται να του τραβήξει τον σάκο. Είδε τον άλλον ξένο, τον πιο ψηλό, να βγάζει το όπλο του και να το ανάβει στο πρόσωπο του Θεοδόση. Είδε ακόμη και το πιο φοβερό. Τον παππού να τινάζεται προς τα πίσω, να τραμπαλίζεται μια στιγμή και να γκρεμίζεται ξερός στο χώμα. Και τότε ο Ευτυχής μάζεψε τα ξεσκλίδια της ψυχής του κι ένιωσε να θεριεύει σαν τους παλιούς Έλληνες που του λέγε ο παππούς. Έβγαλε μια δυνατή φωνή — Παλιοπούστηδεεεεεες! — και χίμηξε σαν το κακό σκυλί πάνω στους Γερμανούς που απομακρύνονταν με βήματα γοργά. Δύο φορές πήγε να πέσει, όμως μια παράξενη δύνα¬μη τον κρατούσε όρθιο. Οι Γερμανοί αξιωματικοί τώρα έτρεχαν, άρχισε να τρέχει ξοπίσω τους και ο Ευτύχης. Λίγο και θα τους έφτανε. Οι απαγωγείς είχαν ζυγώσει στη μοτοσυκλέτα. Καβάλησε ο ένας στη θέση του οδηγού και έβαλε μπρος. Κι ο άλλος ο ξανθός με το λάγκερ, καβάλησε πίσω, έχοντας τώρα αυτός στον ώμο του το πολύτιμο φορτίο. Ο Ευτύχης, λαχανιασμένος, κοντοζύγωνε. Ένιωσε τα αέρια της μηχανής να του καίνε τα καλαμοπόδαρα. Πόνεσε. Λίγο και θα 'πεφτε. Όμως κρατήθηκε. Έδωσε μια και σκαρφάλωσε στη σκάρα την ώρα που η μοτοσυκλέτα ξεκινούσε με ορμή. Δάγκωσε τον Γερμανό με λύσσα στο σβέρκο και του τράβηξε μ' όση δύναμη του απόμεινε το σάκο. Ο Γερμανός αξιωματικός, αλαλιασμένος από τον πόνο, ετοιμάστηκε να πυροβολήσει. Ο άλλος που έβλεπε μέσα από το καθρεφτάκι τον απέτρεψε.
—Ich bitte sie herr hauptmann. Ein toter mann ist genug ...
Ο λοχαγός γύρισε φρενιασμένος κατά τον Ευτύχη. Τον χτύπησε δυνατά με το κοντάκι του πιστολιού, κατακέφαλα. Τα χέρια του μικρού παρέλυσαν. Και το λιπόσαρκο κοκαλιάρικο κορμί του γλίστρησε κι έπεσε στον σκονισμένο δρόμο σαν δεμάτι με ξερές κληματόβεργες. Ο Ευτύχης κατρακυλούσε κι έσβηνε. Μα προτού χάσει ολότελα τις αισθήσεις του, ένιωσε να τον χτυπάει, στο υ-πογάστριο ένα βαρύ, μακρόστενο πράγμα που 'χε κατρακυλήσει κι αυτό πίσω του. Η μοτοσυκλέτα σταμάτησε. Μονάχα μια στιγμή. Έπειτα την άκουσε μέσα στο βύθισμά του, να ξεκινάει πάλι και να χάνεται μέσα στη νύχτα...

Φλεβάρης 1996. Μια μέρα κακοχείμωνη, άγρια, απειλητική. Αστραπές, καταύγαζαν κατά διαστήματα το σκοτεινό ουρανό προς τη μεριά του Ελικώνα και κεραυ¬νοί βίτσιζαν το κορμί του κι έφταναν οι πύρινες βιτσιές ως τις αρχαιότητες κι ακόμη πιο μακριά ως τη θάλασσα της Ελευσίνας. Μέσα στο καινούργιο μουσείο ένας Έλληνας ξεναγός ξεναγεί μια ομάδα ηλικιωμένων Γερμανών τουριστών. Ανθρώπινο κοπάδι υπάκουο, και πει¬θαρχημένο. Στρέφουν όπου στρέφει ο ξεναγός, στέκονται όπου στέκει και δέχονται ασχολίαστα, ό,τι τους λέει για την ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας. Τώρα στέκεται μπροστά στο αγαλματίδιο της "Φεύγουσας Κόρης" που βρίσκεται σε αψηλό βάθρο στην πιο περίοπτη θέση της κεντρικής αίθουσας. Μιλάει με ενθουσιασμό. Οι ξένοι τουρίστες, συνεπαρμένοι, τον ακούν με προσοχή που όλο και αυγαταίνει. "...Και τώρα βλέπετε το πιο πολύτιμο έκθεμα του μουσείου. Είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα της γλυπτικής τέχνης του 5ου αιώνα π.Χ.. Οι αρμονικές πτυχώσεις του ποδήρους φορέματός της και το πλούσιο διάδημα που στολίζει το χαριτωμένο κεφάλι της Κόρης μάς επιτρέπει να συμπεράνουμε πως είναι η Περ¬σεφόνη που την άρπαξε ο Πλούτωνας ή έστω μια από τις όμορφες κόρες του Ωκεανού που έπαιζαν μαζί της κατά την ώρα της αρπαγής...".

Ο ξεναγός σταμάτησε για λίγο. Ύστερα συνέχισε με κάπως χαμηλωμένη τη φωνή του. "Στα χρόνια της γερμανικής κατοχής, δύο ναζί αξιωματικοί προσπάθησαν να αρπάξουν το κομψό αγαλματίδιο από το παλιό μουσείο... Τους εμπόδισε όμως με αυτοθυσία ο φύλακας και ο εγγονός του. Ο γεροφύλακας πέθανε, ο εγγονός του επέζησε και σήμερα κατέχει τη θέση που είχε τότε ο παππούς του". Έπειτα μίλησε πιο σιγά.
"Είναι ο μεσόκοπος κύριος με τη βαθιά ουλή στο μέτωπο, που στέκεται στην πόρτα. Έχει ακόμα τα σημάδια της πάλης που έδωσε με τους απαγωγείς για να σώσει την Κόρη...".
Κάποιοι από τους τουρίστες έστρεψαν κατά τη μεριά του φύλακα σιγομουρμουρίζοντας και κάποιοι άλλοι με¬τατοπίστηκαν αμήχανα σε άλλους χώρους του μουσείου. Και ένας ψηλός γέρος ασπρομάλλης κίνησε βιαστικά κατά την έξοδο. Όταν βρέθηκε στον καθαρό αέρα έσκυψε και άδειασε στο χώμα τα ξερατά του. Έπειτα, σπρωγμένος από κάποια αόρατη δύναμη προχώρησε κατά την άκρη του περιβόλου πέρα από το Σεπτήριο. Οι α¬στραπές και οι βροντές είχαν δυναμώσει. Κάποια στιγμή σκόνταψε πάνω σ' ένα τάφο. Με τα φτωχά ελληνικά του διάβασε εκείνα που ήσαν γραμμένα στη βάση του σταυρού: "Θεοδόσης Αποστόλου, ετών 66. Φύλακας του μουσείου στα χρόνια της γερμανικής κατοχής. Δολοφονήθηκε από Γερμανούς αξιωματικούς στις 14 Αυγουστου 1942, υπερασπιζόμενος τις αρχαιότητες. Αιωνία του η μνήμη". Πισωπάτησε και πήρε να κατηφορίζει σε κατάσταση αλλοφροσύνης και πανικού. Ώσπου ακού¬στηκε ένα τεράστιο παρατεταμένο κρακ. Και μια φωτεινή γραμμή κομμάτιασε τον αγέρα, καταυγάζοντας για λίγο τον ουρανό. Η λάμψη έκαψε τα μάτια του γέρου και η πύρινη καμουτσιά του ξέσκισε το στήθος και του ξερίζωσε την καρδιά. Την άλλη μέρα έγραφαν οι εφημερίδες: "Στον αρχαιολογικό χώρο των Ελευσίνιων Μυστηρίων ηλικιωμένος Γερμανός τουρίστας χτυπήθηκε θανάσιμα από κεραυνό κατά τη χθεσινή καταιγίδα που έπληξε την περιοχή. Το σώμα του άτυχου τουρίστα βρέθηκε απανθρακωμένο και σε πολύ κακή κατάσταση. Εί¬ναι άγνωστο τι ανάγκασε τον ξένο επισκέπτη να εγκαταλείψει τον ασφαλή χώρο του μουσείου, να απομακρυνθεί από το υπόλοιπο γκρουπ και να προχωρήσει μόνος του προς τις αρχαιότητες, όπου εμαίνοντο τα αστραπόβροντα".
Ο Ευτύχης, ο παλιός και δοκιμασμένος φύλακας του Μουσείου Ελευσίνας, ευθύς ως διάβασε την είδηση, αναδίπλωσε την εφημερίδα και σήκωσε τα μάτια του κατά τη "Φεύγουσα Κόρη". Και του φάνηκε πως την είδε να του χαμογελά.

Γιώργος Σταματίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου