Τί ήταν οι Αμαζόνες; Πρώτα -πρώτα , το ότι πρόκειται για φυλή ιστορική και όχι μυθολογική πρέπει να θεωρηθεί σίγουρο, γιατί την αναφέρουν πάρα πολλοί αρχαίοι συγγραφείς και με πάρα πολλές λεπτομέρειες: ο Ησίοδος, ο Ελλάνικος, ο Απολλόδωρος, ο Φερεκύδης, είναι μερικοί μόνο απ΄αυτούς. Στην Ιλιάδα, ο ΄Ομηρος βάζει στο στόμα του βασιλιά της Τροίας Πρίαμου μιά αφήγηση σχετικά με κάποια πολεμική αναμέτρηση, όπου είχε πάρει μέρος κι ο ίδιος, των Φρυγών με τις "αντρομάχες Αμαζόνες" στις όχθες του ποταμού Σαγγάριου. ενώ, σε άλλη Ραψωδία, γράφει πως ο μυθικός ήρωας Βελλεροφόντης "σκότωσε τις αντρομάχες Αμαζόνες". Οπωσδήποτε όπως θα δούμε αμέσως, σε κάθε βήμα ο θρύλος μπλέκεται στα πόδια της πραγματικότητος, έτσι που τελικά κανείς δε μπόρεσε , ούτε και ποτέ θα μπορέσει, να πει με βεβαιότητα τί απ΄όσα τους χρεώνουν έπραξαν ή δεν έπραξαν αυτά τα , υπαρχτά πάντως, πρόσωπα.
Αμφισβητείται η προέλευση της λέξης Αμαζών. Κατά το Διόδωρο ονομάζονταν έτσι επειδή ήταν άμαζοι, δηλαδή χωρίς μαστούς. Μιά άλλη άποψη, λόγω της στενής σχέσης των Αμαζόνων όχι μόνο με τους ΄Ελληνες, αλλά και με τους Σκύθες, είναι πως η ονομασία προέρχεται από τις σκυθικές λέξεις αμ άζζον, που σημαίνουν δυνατή γυναίκα.
Οι Αμαζόνες δεν ανήκαν στην ελληνική φυλή και η παρουσία τους στο συγκεκριμένο κεφάλαιο αυτού του έργου, το αφιερωμένο στην αρχαία Ελληνίδα, δικαιολογείται μόνο από τις στενότατες σχέσεις που απόχτησαν με την Ελλάδα, είτε σαν τρομεροί επιδρομείς που παραλίγο να κυριέψουν την Αθήνα και να εξολοθρέψουν τον πληθυσμό της, είτε σα γυναίκες ηρωίδες ερωτευμένες με ΄Ελληνες ήρωες. Πραγματικά, ο θρύλος των Αμαζόνων τόσο πολύ γοήτεψε τους ΄Ελληνες και τόσο τον έκαναν δικό τους, ώστε να τον μυρηκάζουν σε κάθε περίπτωση - στη μυθολογία τους, στην ποίησή τους, στην ιστορία τους- έτσι που η καταγωγή αυτού του λαού να έχει σχεδόν λησμονηθεί.
Οι πηγές συμφωνούν ότι τόπος καταγωγής των Αμαζόνων ήταν η Μικρά Ασία, κάπου στις νοτιοανατολικές ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Είχαν τη φήμη ακατάβλητων μαχητριών, που περνούσαν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους έφιππες, που τρέφονταν με κυνήγι, που έκοβαν το δεξί τους στήθος για να μην τις εμποδίζει στην τοξοβολία και στην εκτόξευση του ακοντίου, που οπουδήποτε περνούσαν έσπερναν γύρω τους το θάνατο και την καταστροφή. Κατά το Διόδωρο το Σικελιώτη, οι Αμαζόνες "ανατρέφονταν για τον πόλεμο και ήταν υποχρεωμένες να υπηρετούν στο στρατό μιά καθορισμένη περίοδο που, όσο κρατούσε, έμεναν παρθένες. ενώ όταν τελείωναν τη στρατιωτική υπηρεσία δίνονταν στους άντρες για ν΄αποχτήσουν παιδιά, αλλά κρατούσαν στα χέρια τους τον έλεγχο όλων των δημόσιων υποθέσεων και οι άντρες περνούσαν σπιτική ζωή, όπως οι παντρεμένες στη δική μας κοινωνία.Οπωσδήποτε η παρουσία των συζύγων αυτών δεν εμποδίζει τον Πλούταρχο να σημειώνει πως οι Αμαζόνες ήταν από τη φύση τους φίλανδρες, κάτι που επιβεβαιώνεται (το "φίλανδρες" κι όχι το "από τη φύση τους") από τις ατομικές ή και ομαδικές ερωτικές τους περιπέτειες.
Μεταξύ θρύλου και πραγματικότητας, πρωτοβρίσκουμε τις Αμαζόνες στην ελληνική μυθολογία, μαζί με τους μυθολογικούς ήρωες " Όταν μπει κανένας στην Αθήνα -σημειώνει ο γεωγράφος Παυσανίας-συναντάει το μνημείο της Αμαζόνας Αντιόπης. Ο Πίνδαρος λέει ότι την Αντιόπη απήγαγαν ο Πείριθος και΄ο Θησέας, ενώ ο Ηγίας από την Τροιζήνα αναφέρει γι΄αυτήν ότι ο Ηρακλής, όταν πολιορκούσε τη Θεμίσκυρα, κοντά στο Θερμώδοντα (αρχαίος ποταμός που περνούσε κοντά στη Χαιρώνεια της Βοιωτίας ) δε μπορούσε να την κυριέψει και τον τόπο του παράδωσε η Αντιόπη, επειδή αγάπησε το Θησέα-γιατί κι αυτός είχε εκστρατέψει μαζί με τον Ηρακλή. Αυτά αναφέρει ο Ηγίας. Οι Αθάνατοι πάλι λένε πως όταν ήρθαν οι Αμαζόνες, η Αντιόπη τοξεύτηκε από τη Μολδαπία, που κι εκείνη σκοτώθηκε από το Θησέα. Υπάρχει και της Μολδαπίας μνημείο στην Αθήνα".
Είναι φανερό πως γύρω απ΄αυτές τις παμπάλαιες ιστορίες, τις σκεπασμένες από την αχλύ του χρόνου, οι αρχαίοι συγγραφείς βρίσκονται σε σύγχυση. Ο Πλούταρχος, γράφοντας πολύ αργότερα και με βάση τα κείμενα των προγενέστερων, λέει ότι, την Αντιόπη είχε απαγάγει ο Θησέας σε μιά εκστρατεία του στον Εύξεινο Πόντο κι εκείνη τον ερωτεύτηκε κι έμεινε μαζί του. ΄Ομως οι συντρόφισσές της , μη μπορώντας ν΄αντέξουν στην ιδέα ότι μιά δική τους είχε ξελογιαστεί μ΄έναν εχθρό, ξεκίνησαν να χτυπήσουν την Αθήνα και στο δρόμο τους ρήμαξαν τη Θεσσαλία, τη Βοιωτία και την Αττική. Κατά μία εκδοχή, επικεφαλής των εισβολέων Αμαζόνων ήταν η Ιππολύτη, αδερφή της "προδότριας" Αντιόπης. ΄Εγιναν μάχες σκληρότατες, γύρω και μέσα στην Αθήνα, και οι πολιορκημένοι πιέστηκαν τόσο πολύ, ώστε σε μιά στιγμή βρέθηκαν να κατέχουν μονάχα το χώρο της Ακρόπολης. Με πρωτοβουλία του Θησέα, η τελευταία μάχη δόθηκε το μήνα Βοηδρομιώνα και τελείωσε με συντριβή των Αμαζόνων που από κει και πέρα έσπειραν με τα δικά τους πτώματα όλη σχεδόν την Ελλάδα." Ο πόλεμος αυτός - σχολιάζει ο Πλούταρχος-φαίνεται πως δεν ήταν ασήμαντος, ούτε γυναικείος. Γιατί αυτές δε θα έστηναν το στρατόπεδό τους μέσα στην πόλη, ούτε θα έδιναν μάχες εκ του συστάδην στην Πνύκα και το Μουσείο, άν δεν είχαν κυριαρχήσει στην Αττική, ώστε να μπορούν να έρθουν στην πόλη χωρίς φόβο (...) Το ότι στρατοπέδεψαν σχεδόν μέσα στην πόλη το μαρτυρούν και τα τοπωνύμια και οι τάφοι των σκοτωμένων".
Tραυματισμένη Αμαζόνα, ελληνικό άγαλμα του 480-323 π.Χ |
Ο δεύτερος λαός με τον οποίο οι Αμαζόνες συνδέθηκαν στενά ήταν οι Σκύθες, που τους περιγράφει ο Ηρόδοτος μνημονεύοντας και μιά εκδοχή για το τέλος της ιστορίας της γυναικείας αυτής πολεμικής φυλής. Μιά από τις σκυθικές φυλές, οι Σαυρομάτες-λέει - ήταν απόγονοι των Αμαζόνων εκείνων που είχαν αιχμαλωτίσει οι ΄Ελληνες όταν τις νίκησαν στο Θερμώδοντα. Οι νικητές φόρτωσαν τις αιχμάλωτες σε τρία πλοία και ξανοίχτηκαν στο πέλαγο, αλλά σε λίγο οι γυναίκες, μολονότι δέσμιες, κατάφεραν να εξοντώσουν τους φρουρούς τους και να κουρσέψουν τα πλοία. Επειδή δεν ήξεραν από θάλασσα όσο ήξεραν από πόλεμο ξηράς, τα πλοία έμειναν ακυβέρνητα και τελικά οι άνεμοι τα έριξαν στις ακτές της Σκυθίας, όπου οι Αμαζόνες αποβιβάστηκαν, έκλεψαν όσα κοπάδια αλόγων βρήκαν κι άρχισαν να λεηλατούν τον τόπο και να σκοτώνουν τους ανθρώπους. Οι Σκύθες αιφνιδιάστηκαν γιατί δεν τις είχαν ξανασυναντήσει και δεν ήξεραν ποιοί ήταν κι από πού είχαν έρθει αυτοί οι άγνωστοι εχθροί . Φυσικά τις περνούσαν για άντρες, μέχρι που κάποτε, εξετάζοντας κάποιους από τους "πεσόντες" στο πεδίο της μάχης, διαπίστωσαν κατάπληχτοι πως ήταν "πεσούσαι". Τότε (ασφαλώς επειδή έπασχαν από έλλειψη γυναικών , αλλ΄αυτό δεν το λέει ο Ηρόδοτος) αποφάσισαν να στείλουν κοντά στο τρατόπεδό τους μερικούς δικούς τους νέους, με σκοπό να τις σαγηνέψουν. Οι νέοι πράγματι στρατοπέδεψαν σε μικρή απόσταση απ΄αυτές, τις έπεισαν με τη στάση τους ότι είχαν πολύ φιλικές διαθέσεις κι όταν η πρώτη Αμαζόνα δέχτηκε να ενωθεί μ΄ένα Σκύθη, οι άλλες τη μιμήθηκαν και σε λίγο τα δυό στρατόπεδα είχαν γίνει ένα.
Στο σημείο αυτό ο Ηρόδοτος παραδέχεται έμμεσα πως οι γυναίκες ήταν πολύ πιό έξυπνες από τους καινούργιους άρρενες φίλους τους , αφού " οι Σκύθες δε μπορούσαν να μάθουν τη γλώσσα των Αμαζόνων, ενώ αυτές έμαθαν τα Σκυθικά" Πάντως όταν κατάφεραν να συννενοηθούν , οι Σκύθες τους πρότειναν να τους ακολουθήσουν στη Σκυθία σα σύζυγοί τους, με την υπόσχεση ότι δε θα έπαιρναν άλλες γυναίκες, ενώ εκείνες , αντίθετα, τους πρότειναν να πάνε μαζί να ζήσουν αλλού. Δε θα μπορούσαν , τους είπαν, να συνηθίσουν τα σκυθικά ήθη, αφού "εμείς τοξεύουμε, ρίχνουμε ακόντιο, ιππεύουμε και δεν έχουμε μάθει γυναικείες δουλειές, ενώ οι γυναίκες σας δεν κάνουν τίποτ΄απ΄αυτά, κάνουν γυναικείες δουλειές". ΄Οπως ο καθένας θα μπορούσε να υποθέσει , η γνώμη των Αμαζόνων υπερίσχυσε και τα νέα ζευγάρια πορεύτηκαν προς τα βόρεια, όπου και τελικά, σε κάποιο σημείο εγκαταστάθηκαν . "Οι γυναίκες των Σαυροματών- καταλήγει την αφήγησή του ο Ηρόδοτος- έχουν τον ίδιο τρόπο ζωής με τις πρώτες εκείνες Αμαζόνες.Βγαίνουν καβάλα για κυνήγι, είτε με τους άντρες τους, είτε μόνες, πάνε στον πόλεμο και φοράνε τα ίδια ρούχα με τους άντρες τους."
Μετά την εξαφάνισή τους από τη μυθική κι από την ιστορική σκηνή, οι Αμαζόνες δεν έπαψαν να ζουν στη συλλογική μνήμη των Ελλήνων. Τις ξανασυναντάμε πολλούς αιώνες μετά τον Ηρόδοτο, στο έπος του Διγενή Ακρίτα, όπου ο θρυλικός αυτός ήρωας της μεσαιωνικής ελληνικής ποίησης, πορευόμενος προς τον Ευφράτη, συναντάει την Αμαζόνα Μαξιμώ. Το έπος την περιγράφει σα μιά καταπληχτική γυναίκα, που ο τύπος της συνδυάζει τη βυζαντινή παράδοση και την αραβική επίδραση με μιά έντονη θηλυκότητα:
Εις φάραν επεκάθητο, μαύρην, γενναιοτάτην
εφόρει επιλώριον ολόσηρον, καστόριν,
φακεωλίτζην πράσινον, χρυσού ρεραντισμένον
σκουτάριν έχον αετού πτέρυγες γεγραμμένας,
κοντάριν αραβίτικον και σπάθιν εζωσμένη
και ο χιτών της Μαξιμούς υπήρξεν αραχνώδης,
πάντα καθάπερ έσοπτρον ενέφαινε τα μέλη,
και τους μαστούς προκύπτουντας μικρόν άρτι
των στέρνων.
Μονομάχησαν κι ο Διγενής υπερίσχυσε. Οπότε η Μαξιμώ, νικημένη σα μαχήτρια , παραδόθηκε στο νικητή της σα γυναίκα.
Ο ελληνικός λαός δεν έχει ξεχάσει τις Αμαζόνες ούτε στις μέρες μας. Απονέμει αυτόν τον "τίτλο" σε κάθε γυναίκα που επιδίδεται, όχι βέβαια πιά σε έφιππες πολεμικές περιπέτειες, αλλ΄απλά στο άθλημα της ιππασίας.
Από το βιβλίο του Θ.Καρζή
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
εκδόσεις ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου